English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Αφιέρωμα στην Τζένη Καρέζη

www.tips-fb.com


Υπήρξε μία από τις πιο ταλαντούχες και αξέχαστες για την ομορφιά της Ελληνίδα ηθοποιός. Η ζεστή βραχνάδα της φωνής της αλησμόνητη. Τα πράσινα μάτια της από τα πιο ωραία του ελληνικού κινηματογράφου. Το προφίλ της με τα σαρκώδη χείλη και την γαλλική μυτούλα, σαγηνευτικό. Οι ερμηνείες της στο θέατρο και το σινεμά, μοναδικές και απολαυστικές, είτε δραματικός ήταν ο ρόλος είτε κωμικός. 20 χρόνια (27 Ιουλίου 1992) μετά τον θάνατό της, η Τζένη Καρέζη συνεχίζει να ασκεί μία ιδιαίτερη γοητεία σε όσους την γνώρισαν από κοντά ή έστω μέσα από τις ταινίες της.
 
 
 
 
 
Έλαμψε στο θέατρο και στην μεγάλη οθόνη
 
 
Η Τζένη Καρέζη (Ευγενία Καρπούζη ήταν το πραγματικό της ονοματεπώνυμο), γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου του 1930. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης ήταν μαθηματικός και γυμνασιάρχης, καταγόταν από το Μεσολόγγι, αυστηρών αρχών σε αντίθεση με την μητέρα της Θεώνη που ήταν γλυκύτατη και δασκάλα, με καταγωγή από το Αίγιο. Τα σχολικά της χρόνια τα πέρασε στην Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί στην Θεσσαλονίκη και στην Ελληνογαλλική Σχολή Σεν Ζοζέφ στην Αθήνα.  Μιλούσε γαλλικά και αγγλικά.
 
Η επιθυμία της να ακολουθήσει την υποκριτική τέχνη, την έφερε σε ρήξη με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν ανένδοτος σε αυτό το θέμα μιας και την προόριζε για φοιτήτρια της Φιλοσοφικής με την προοπτική να ασκήσει την δημοσιογραφία. Γνωστή ήταν άλλωστε τότε η κακή φήμη που είχαν οι θεατρίνες. Έτσι ο πατέρας Καρπούζης εγκατέλειψε την Τζένη και την μητέρα της, πράξη που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει η Καρέζη.  Έπειτα δεν ξανασυναντήθηκαν μέχρι την στιγμή που πέθανε εκείνος το 1971, από τροχαίο δυστύχημα.
 
 Το 1951 , χρονιά που αποφοίτησε από την Ελληνογαλλική Σχολή, πήρε μέρος στη θεατρική παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, που τότε παιζόταν στο ΡΕΞ. Την ίδια επίσης χρονιά έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από την οποία αποφοίτησε το 1954.
 
Μαθήτευσε έχοντας πολύ σημαντικούς δασκάλους όπως τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Άγγελο Τερζάκη και τον Γιώργο Παππά. Ο Άγγελος Τερζάκης μάλιστα, της άλλαξε το επώνυμο από Καρπούζη σε Καρέζη.  Από τον Οκτώβριο του 1954, μαθήτρια ακόμα, άρχισε να εμφανίζεται στη σανίδι,  στο θέατρο Κοτοπούλη, σε ρόλους πρωταγωνιστικούς όπως  δίπλα στην Μελίνα Μερκούρη στα έργο «Ωραία Ελένη» του Ρουσέν και μετά επιλέγοντάς την για το  ίδιο θέατρο ο Αλέξης Μινωτής, ώστε να παίξει την Αντέλα στο έργο  «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, τα οποία και την καθιέρωσαν. 
 
 
Μέχρι το 1959,  ήταν βασικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας Σαίξπηρ, Τολστόι, Μίλερ, Αντρέγιεφ, Τερζάκη, Ρώμα και Αριστοφάνη δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής. Οι παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε σε όλη της την καριέρα, ήταν προσεκτικά επιλεγμένες. Το 1962 ήταν πρωταγωνίστρια στο Θέατρο Μουσούρη. Από το 1963 ηγήθηκε πλέον προσωπικού θιάσου και συνεργάστηκε με έξοχους κωμικούς, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος.
 
Ανέβασε τα έργα: «Κρατικές υποθέσεις», «Μαίρη – Μαίρη», «Κάθε Τετάρτη»  κ.ά. Από το 1968 ανέβασε με τον Κώστα Καζάκο έργα των Καμπανέλλη, Άλμπυ, Ίψεν, Τσέχοφ, Ρούσσου,  Αναγνωστάκη, όπως : «Θεοδώρα η Μεγάλη», «Ασπασία», «Το μεγάλο μας τσίρκο», «Ο Εχθρός λαός» κ.ά. Άλλα θεατρικά έργα στα οποία έχει παίξει είναι: «Ανεργία μηδέν», «Δοκιμασία», «Άμλετ», «Ζωντανό πτώμα», «Ανθή», «Βασιλιάς Ληρ», «Ζαμπελάκι», «Νύχτα στη Μεσόγειο», «Ένα κουτό κορίτσι», «Η κυρία δε με μέλλει», «Μία ιστορία από το Ιρκούτσκ», «Πάπισσα Ιωάννα», «Η κυρία Προέδρου», «Πολίτες β΄ κατηγορίας», «Η Παναγία των Παρισίων», «Οι θεατρίνοι», «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» (με μεγάλη επιτυχία), «Έντα Γκάμπλερ», «Πρόσωπο με πρόσωπο». Στο αρχαίο θέατρο έπαιξε επίσης στα   έργα: «Αντιγόνη», «Εκκλησιάζουσες», «Λυσιστράτη» « Θεσμοφοριάζουσες», «Κλυταιμνήστρα», «Μήδεια», «Ηλέκτρα» και «Οιδίπους Τύραννος». 
 
  Ηθοποιός είναι αυτός που ποιεί ήθος, κάτι που γνώριζε πολύ καλά η Καρέζη και το τηρούσε πάντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα  ήταν όταν στο θέατρο Αθήναιον της οδού Ακαδημίας 3, πρωταγωνίστησε στο εμβληματικό έργο για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου,  «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη το καλοκαίρι του 1973. Μία πράξη πολιτική όπως αποδείχτηκε εκείνη την εποχή. Η παράσταση ήταν μία παρουσίαση της Ελληνικής ιστορίας από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι και την Χούντα. Συμμετείχαν ο Κώστας Καζάκος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Χρήστος Καλαβρούζος και ο Τίμος Περλέγκας. Ερμηνευτής των τραγουδιών ο Νίκος Ξυλούρης. Η μαζική προσέλευση και η μεγάλη ανταπόκριση του κοινού στο πρώτο ανέβασμα του έργου ενόχλησε το δικτατορικό καθεστώς, που επέβαλε τη διακοπή των παραστάσεων. Η Χούντα των Συνταγματαρχών φυλάκισε την Τζένη για τρεις μήνες στα μπουντρούμια της ΕΣΑ. Μετά την πτώση της δικτατορίας η παράσταση ανέβηκε εκ νέου στο θέατρο Ακροπόλ. 
 
 
Οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε, έχουν γραφτεί με χρυσό μελάνι στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Το 1955 και αφού είχε ήδη λάμψει στο θέατρο παίζοντας κλασικούς ρόλους, έκανε την παρθενική της εμφάνιση στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» του Αλέκου Σακελλάριου και παραγωγής της Φίνος Φιλμ, στο πλευρό του Βασίλη Αυλωνίτη, του Μίμη Φωτόπουλου και του Αλέκου Αλεξανδράκη. Ο Φίνος δεν ήθελε στην αρχή την Καρέζη, θεωρούσε πως δεν έγραφε στην κάμερα, αλλά χάρη στην επιμονή του Σακελλάριου, που διέκρινε την άψογη εμφάνιση και το ταλέντο της νεαρής πρωταγωνίστριας, κατάφερε να τον μεταπείσει. Η επιτυχία της ταινίας, έφερε και το δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο» (1957), όπου επικρατούν περισσότερο τα δραματικά στοιχεία. Ακολούθησαν και  άλλα κινηματογραφικά έργα όπως: «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Δελησταύρου και υιός» (1957), «Το τρελοκόριτσο» (1958),  «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Λόλα» (1964), «Δεσποινίς διευθυντής» (1964), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Τζένη, Τζένη» (1966), «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), «Μαντώ Μαυρογένους» (1971), «Λυσιστράτη» (1972). Το 1963 μάλιστα, πρωταγωνίστησε σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και του ευρωπαϊκού όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι δικαίως, «Τα κόκκινα φανάρια» σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, μια διασκευή του θεατρικού έργου «Το σπίτι με τα κόκκινα φώτα» του Αλέκου Γαλανού. Την παραγωγή της ταινίας (η οποία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών το 1964 και ήταν υποψήφια για Όσκαρ) ανέλαβε η κινηματογραφική εταιρεία Δαμασκηνός - Μιχαηλίδης και οι κριτικοί επαίνεσαν τις υπέροχες ερμηνείες των ηθοποιών - και όχι μόνο.
 
  Στην τηλεόραση έπαιξε στις σειρές: «Μαρίνα Αυγέρη» (ΕΙΡΤ, 1973), «Μεγάλη περιπέτεια» (ΕΡΤ, 1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (ΕΤ1, 1990-91) καθώς και στο «Θέατρο της Δευτέρας». Ασχολήθηκε με την μετάφραση θεατρικών έργων αλλά και  την δισκογραφία, αν και δεν επιζητούσε μετά μανίας να τραγουδάει παρά μόνο όταν το απαιτούσε ο ρόλος. Ερμήνευσε με τον πολύ δικό της χαρακτηριστικό τρόπο θεατρικά και κινηματογραφικά τραγούδια των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Καραίνδρου κ.ά. Έκανε επίσης ηχογραφήσεις θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο. 
 
  Η Τζένη Καρέζη έκανε δύο γάμους. Το 1962 παντρεύτηκε τον γνωστό δημοσιογράφο και συγγραφέα Ζάχο Χατζηφωτίου και έζησαν μαζί για 3,5 χρόνια. 
 
Στα γυρίσματα της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967) σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, ερωτεύτηκε αστραπιαία τον συμπρωταγωνιστή της Κώστα Καζάκο. Παντρεύτηκαν στις 5 Αυγούστου του 1968, σε μία λιτή τελετή με λίγους φίλους και γνωστούς, που δεν θύμιζε καθόλου την γκλαμουριά που χαρακτήριζε τον γάμο της με τον Χατζηφωτίου. Ο Καζάκος την επηρέασε ουσιαστικά. Την μύησε στην στρατευμένη τέχνη και την απομάκρυνε από τα κοσμικά, που έτσι κι αλλιώς δεν την γοήτευαν ιδιαίτερα. Στις 25 Απριλίου του 1969 γεννήθηκε ο μοναχογιός τους Κωνσταντίνος, που και αυτός ακολούθησε τα επαγγελματικά βήματα των γονιών του.
 
 
  Για πολλά χρόνια υπήρχε η φήμη για ανταγωνισμό της Τζένης με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Κάποιοι θεωρούσαν στημένη την όλη κόντρα από τα media. Ενδεχομένως να υπήρχε ένας ανταγωνισμός που φαινόταν στις εισπράξεις. Στην ίδια κινηματογραφική εταιρεία δεν συνυπήρξαν ποτέ. Όταν ήταν η Αλίκη στην Φίνος Φιλμ, η Τζένη ήταν στην εταιρεία  Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, ή όταν η Τζένη βρισκόταν στον Φίνο, η Αλίκη ήταν στον κινηματογραφικό οργανισμό Καραγιάννης-Καρατζόπουλος. Οι θεατές είχαν χωριστεί σε «Βουγιουκλακικούς» και «Καρεζικούς». Η Αλίκη μπορεί να γέμιζε τους κινηματογράφους, αλλά η Τζένη τα θέατρα. Η Τζένη συνεργάστηκε περισσότερο με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Κώστα Πρετεντέρη, ενώ η Αλίκη με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Αλέκο Σακελλάριο. Άλλοι υποστηρίζουν πως τους συνέδεε βαθιά αγάπη και φιλία. Μια κοινή πορεία είχαν άλλωστε στην ζωή τους. Γεννήθηκαν την ίδια δεκαετία, ξεκίνησαν σχεδόν μαζί στο θέατρο, αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο, έφεραν στον κόσμο την ίδια χρονιά τους γιους τους, πιστά αφοσιωμένες στην δουλειά τους,  χτυπήθηκαν από την ίδια ασθένεια και  «έφυγαν» το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου με διαφορά τεσσάρων χρόνων η μία από την άλλη.  Και μάλιστα αν δεν είχε αρρωστήσει η Καρέζη, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να έπαιζε στο θέατρο με την Βουγιουκλάκη. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το κοινό θα έβλεπε μια καλλιτεχνική σύμπραξη που θα άφηνε εποχή.
 
  Την σεζόν 1988-89, ανέβασε στο «Αθήναιον» με μεγάλη επιτυχία τον «Βυσσινόκηπﻨτου Τσέχοφ. Εκείνη την περίοδο κάποιοι πόνοι την ταλαιπωρούσαν, γεγονός που την οδήγησε στο Λονδίνο για εξετάσεις. Εκεί οι γιατροί διέγνωσαν ότι έπασχε από καρκίνο της μήτρας. Χειρουργήθηκε αμέσως και έμεινε τρεις μήνες στο νοσοκομείο. Η ίδια πίστευε ότι θα ξεπερνούσε το σοβαρό αυτό πρόβλημα υγείας και έτσι συνέχισε τις καλλιτεχνικές της δραστηριότητες. Την σεζόν 1990-91, εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο θέατρο με το έργο «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη. Η επιτυχία που σημείωσε το έργο, έδειχνε πως θα πήγαινε και για δεύτερη χρονιά. Ο καρκίνος όμως παρουσίασε μετάσταση. Η κατάσταση πια ήταν προχωρημένη. Τα ταξίδια στο Λονδίνο την περίοδο 1991-92, δεν της έδωσαν περιθώρια ελπίδας. Οι χημειοθεραπείες την είχαν καταβάλει. Το Πάσχα του 1992 εισήχθη εσπευσμένα στο Γενικό Κρατικό με ουρολογικό πρόβλημα και βγήκε από το νοσοκομείο τον Μάιο του ίδιου έτους. Πέρασε στο σπίτι της ήσυχα τις τελευταίες ημέρες της ζωής της  μαζί με δικούς της ανθρώπους. «Έφυγε» από κοντά μας την Δευτέρα 27 Ιουλίου του 1992. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Την Τετάρτη  29 Ιουλίου του 1992  εψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Στο τελευταίο της κατευόδιο την συνόδεψαν συνάδελφοι, πολιτικοί, καλλιτέχνες, συνεργάτες και θαυμαστές.
 
 
Μετά τον θάνατό της, δημιουργήθηκε το «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη»  με στόχο την ανακούφιση του πόνου, την παρηγορητική αγωγή και τη συμπτωματική φροντίδα ασθενών που πάσχουν από καρκίνο και άλλες χρόνιες καταληκτικές νόσους. Η με κάθε μέσο ανακούφιση του πόνου τέτοιων ασθενών είναι κεντρικός στόχος της δράσης του ιδρύματος.
 
  Η Τζένη Καρέζη στην τέχνη δεν έκανε ποτέ εμπόριο. Μπορεί να έκανε υποχωρήσεις στο ρεπερτόριο ορισμένες φορές, αλλά από ένα σημείο και μετά δοκιμάστηκε και σε πιο δύσκολους ρόλους, που την αντιπροσώπευαν πιο πολύ καλλιτεχνικά, γιατί τα χρήματα δεν την ενδιέφεραν.  Ο  Κώστας Γεωργουσόπουλος έλεγε για την Τζένη πως είχε το χάρισμα να κάνει σημαντικό το πιο απλό πράγμα. Ήταν μια ηθοποιός που διέπρεψε και στο δράμα και στην κωμωδία. Τα είχε όλα. Ταλέντο, ομορφιά, γοητεία, αξιοπρέπεια, στυλ, φινέτσα, αρχοντιά. Απλός άνθρωπος στην καθημερινότητά της,  δοτική με τους ανθρώπους του στενού της κύκλου. Την ευχαριστούσαν απλά πράγματα, όπως μια παρτίδα τάβλι ή το να γευτεί ένα λουκουμάκι, που ήταν η αδυναμία της. Ο θάνατός της δημιούργησε ένα αναντικατάστατο κενό στον χώρο του θεάματος. Μας άφησε νωρίς. Ο πρόωρος χαμός της μας στέρησε την χαρά να την απολαύσουμε και σε άλλους ρόλους. Ακόμη και σήμερα η απουσία της είναι αισθητή. Η αυλαία για την ζωή της μπορεί να έπεσε, αλλά για την ηθοποιό Τζένη Καρέζη δεν πέφτει ποτέ. Οι ταινίες της πάντα θα μας συντροφεύουν. 
 
 
 
 
Δηλώσεις της Τζένης Καρέζη:
 
«Είναι πιο εύκολο να ξεγελάσεις τον εαυτό σου παρά το κοινό».
 
«Το θέατρο ξεκαθαρίζει από μόνο του, σαν μεγάλος κριτής, τους ανθρώπους που του κάνουν».
 
«Το χειροκρότημα με ενδιαφέρει, αλλά όχι οποιοδήποτε χειροκρότημα».
 
«Όσο πιο απελευθερωμένος αισθάνεσαι, τόσο πιο προικισμένος είσαι».
 
«Την ώρα αυτή του κινδύνου, την κορυφαία στιγμή της ζωής σου, καταλαβαίνεις ότι αυτό που έχεις κερδίσει είναι η ανθρώπινη συμπαράσταση».
 
«Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω».

Αρθρογράφος: Αλέξανδρος Παπαδόπουλος,