English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Αφιέρωμα στην Σοφία Βέμπο

www.tips-fb.com

Η φωνή της ταυτίστηκε με το έπος του '40. Εμψύχωνε τους Έλληνες στρατιώτες και συγχρόνως σατίριζε τους Ιταλούς κατακτητές. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, τραγούδια της όπως «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» ακούγονται από τα στόματα των μαθητών στις σχολικές γιορτές και από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, θυμίζοντας τις ένδοξες στιγμές του έθνους μας και θα εξακολουθούν να ακούγονται όσο υπάρχει ελληνική ψυχή. Και μην ξεχνάμε την τεράστια προσφορά της Σοφίας Βέμπο στο ελαφρύ και αρχοντορεμπέτικο τραγούδι καθώς και στο μουσικό θέατρο.




Η τραγουδίστρια της Νίκης


Η κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός Σοφία Βέμπο ( Έφη Μπέμπο ήταν το πραγματικό της ονοματεπώνυμο), γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης το 1910. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή βρέθηκε στην Τσαριτσάνη, όπου ο πατέρας της δούλευε ως καπνεργάτης και μετά στο Βόλο. Δεν φοίτησε σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού, δύσκολα τότε τα χρόνια, η φτώχεια μεγάλη και η πολιτική ζωή του τόπου ασταθής.

  Αυτοδίδακτη μιας και δεν πήγε σε καμία σχολή, ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία  στο καφενείο «Αστόρια Β΄», στην παραλία της Θεσσαλονίκης,

τη δεκαετία του ’30. Το χειμώνα του 1933 προσελήφθη από το θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο θέατρο «Κεντρικόν»  προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Άρχισε να ηχογραφεί στη δισκογραφική εταιρεία «Κολούμπια» ερωτικά τραγούδια της εποχής που γνώρισαν επιτυχία όπως «Κλαις», «Ψαροπούλα» ή «Καινούρια τώρα ζωή» και γρήγορα καταξιώθηκε λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της.

  Η καριέρα της απογειώθηκε με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν τα νούμερά τους στην πολεμική επικαιρότητα. Όλα τότε τα μουσικά θέατρα της Αθήνας και αργότερα πολλά απ’ τα θέατρα και της πρόζας όπως στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Κώστα Μουσούρη, ανέβαζαν πολεμικές επιθεωρήσεις.


  Η Βέμπο τραγούδησε σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της έγινε η εθνική φωνή που εμψύχωνε τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλόνιζε το πανελλήνιο. Στο θέατρο «Μοντιάλ», που παιζόταν  η «Πολεμική Επιθεώρηση», η Σοφία Βέμπο τραγούδησε τις πολεμικές παρωδίες «Στον πόλεμο βγαίν’ ο Ιταλός» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Με τη φωνή της γεμάτη από παλμό και ειρωνεία, γελοιοποιούσε τον «φοβερό» Μουσολίνι. Ο τρανός Douche της φασιστικής Ιταλίας, με τα οκτώ εκατομμύρια λόγχες, έγινε με το τραγούδι της Βέμπο ένα τιποτένιο  ανδρείκελο στα μάτια των Ελλήνων. Κι εδώ έγκειται η προσφορά της Βέμπο στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.

  Τα τραγούδια γραμμοφωνήθηκαν  αμέσως και έφτασαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Στάλθηκαν σ’ όλες τις στρατιωτικές μονάδες και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τα μετέδιδαν συνεχώς. Οι Έλληνες φαντάροι μάχονταν τραγουδώντας. Την ίδια εποχή σε μία συμβολική πράξη, η Βέμπο προσέφερε στο Ελληνικό Ναυτικό 2000 χρυσές λίρες.

  Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα, η γερμανική κατοχή της απαγόρεψε να τραγουδάει,  εξ’ αιτίας της καλλιτεχνικής πατριωτικής της δραστηριότητας και έτσι φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχισε να τραγουδάει για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.

  Η καλλιτεχνική της πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50.  Χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης» εξ αιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνοιταλικού πολέμου του 1940. Λανσάρισε και το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο τραγούδι. Ποιος άλλωστε δεν έχει σιγοτραγουδήσει την «Ταμπακέρα»!
  Το 1949 απέκτησε τη δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο , το «Θέατρο Βέμπο», όπου ανέβασε πολλές επιθεωρήσεις, ενδεικτικά κάποιες από αυτές: «Βίρα τις άγκυρες», «Σταρ Ελλάς» και «Φουρτούνες και μπουνάτσες».

  Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε σε μόλις τρεις ταινίες, «Η προσφυγοπούλα» (1938), «Στέλλα» (1955), όπου τραγούδησε τις μεγάλες επιτυχίες του Μάνου Χατζιδάκι «Ο μήνας έχει 13» και «Το φεγγάρι είναι κόκκινο» καθώς και στο φιλμ «Στουρνάρα 288» (1959).

  Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αραίωσε τις καλλιτεχνικές εμφανίσεις της, μεταξύ των οποίων και η αποχαιρετιστήρια συναυλία προς τιμήν της στο «Παλαί ντε Σπορ» της Θεσσαλονίκης, τις οποίες σταμάτησε  οριστικά στις αρχές της επόμενης δεκαετίας.

  Τελευταία της μεγάλη πράξη ήταν τη βραδιά του Πολυτεχνείου, στις 17 Νοεμβρίου του 1973, όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της στην οδό Στουρνάρα, απέναντι από την Πολυτεχνική  Σχολή και έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε  να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.

  Μετά από μακροχρόνιο δεσμό με τον δημοφιλή συγγραφέα, σκηνοθέτη επιθεωρήσεων, κωμωδιών και στιχουργό  Μίμη Τραϊφόρο,  παντρεύτηκαν τελικά το 1957, ένας δεσμός πολυκύμαντος που διήρκεσε μέχρι τον θάνατό της και υπήρξε καταλυτικός για την μεγάλη καλλιτέχνιδα.


  Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η υγεία της παρουσίασε σταδιακή κάμψη. Περιορίστηκε στο σπίτι της έχοντας στο πλευρό της τον αγαπημένο της Μίμη και λίγους καλούς φίλους. Άφησε την τελευταία της πνοή στον ύπνο της, από εγκεφαλικό επεισόδιο, τα ξημερώματα της 11ης Μαρτίου του 1978. Η είδηση του θανάτου της ανακοινώθηκε με έκτακτες εκδόσεις εφημερίδων και έκτακτα δελτία ειδήσεων στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Η κηδεία της στο  Α' Νεκροταφείο Αθηνών, μετατράπηκε  σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η «Τραγουδίστρια της Νίκης» αποθεώθηκε  εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό που τη θεωρούσε ηρωίδα του. Στον τάφο της πάνω χαράχτηκαν οι εξής στίχοι του Τραϊφόρου: «Σοφία μου αλύγιστη ή Δόξα σου είναι τόσο που δεν μπορεί δεν γίνεται πιο πάνω να ψηλώσει και η ψυχή σου ανέβηκε τόσο ψηλά απ' το σώμα που είσαι Σοφία μου ουρανός δεν είναι πλέον χώμα».

  Από την πατρίδα τιμήθηκε με πλήθος παράσημα και διακρίσεις για την συμβολή της. Στην Θεσσαλονίκη, στεγάζεται στο υπόγειο του Μακεδονικού Πολεμικού Μουσείου, το Μουσείο Σοφίας Βέμπο, όπου εκτίθενται προσωπικά κειμήλια της Σοφίας Βέμπο, τα οποία είχε μαζέψει μια πολύ καλή της  φίλη και θαυμάστριά της, η Κατερίνα Πετρίδου. Επίσης στην Λεωφόρο Στρατού, υπάρχει το «Πάρκο Σοφίας Βέμπο», όπου δεσπόζει η προτομή της.

  Η Βέμπο ήταν σπουδαία ερμηνεύτρια. Ήξερε να ζωντανεύει τους στίχους και να τους απογειώνει κι ας μην ήταν όλοι σπουδαίοι. Δυναμικός άνθρωπος με αυτοπεποίθηση και μεγάλο καλλιτεχνικό εκτόπισμα. Ανήκει σε μια Ελλάδα που χάνεται μέσα στον χρόνο αλλά η φωνή της ηχεί ακόμη ζωντανή στις μέρες μας. Με το πλούσιο έργο της πέρασε στην αθανασία.

Είπε η Βέμπο:

«Τα πολεμικά μου τραγούδια δεν είναι κοινά, καθημερινά τραγούδια. Είναι κραυγές λευτεριάς, σπίθες υπερηφάνειας. Δεν τραγουδάω εγώ σ' αυτά, τραγουδάει η ψυχή της πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού μας. Είναι τραγούδια που η δόξα τους έχει βάλει μουσική σε στίχους, που τους έχει γράψει η λεβεντιά η Ελληνική. Με τα τραγούδια μου αυτά, θαρρώ πως αφήνω στις καινούριες γενιές μια κληρονομιά Ελληνικού θάρρους, Ελληνικής λεβεντιάς και Ελληνικής…αποκοτιάς».

«Μα  σ' εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που καλή ή κακή, την έχω ακόμη ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι, ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».


 

Η μοναδική τηλεοπτική εμφάνιση της Σοφίας Βέμπο:




Αρθρογράφος: Αλέξανδρος Παπαδόπουλος