English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Αφιέρωμα στην Ρένα Βλαχοπούλου

www.tips-fb.com


Ξεκίνησε σαν τραγουδίστρια, χρίστηκε «Βασίλισσα της τζαζ» και έπειτα ασχολήθηκε με  το θέατρο και τον κινηματογράφο. Αυτοδίδακτη καλλιτέχνιδα, με πηγαίο ταλέντο. Η φωνή της αξεπέραστη. Οι υποκριτικές της ικανότητες μοναδικές. Το μπρίο, η ζωντάνια, το αστείρευτο χιούμορ και αυτοσχεδιασμοί της σε συνδυασμό με την γοητεία που εξέπεμπε, την έκαναν να ξεχωρίζει. Οι ατάκες της στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, έμειναν αθάνατες.  Σταρ στην σκηνή και απλός άνθρωπος στην ζωή. Η  κορυφαία κωμική ηθοποιός μας Ρένα Βλαχοπούλου, οχτώ χρόνια μετά τον θάνατό της (29 Ιουλίου 2004), συνεχίζει να μας σκορπίζει απλόχερα το γέλιο,  μέσα από τις ταινίες της. 
 
 
 
Χάρισε γέλιο σε γενιές και γενιές
 
 
  Η Ρένα Βλαχοπούλου γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1923 (κατ΄ άλλους το 1917). Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και  παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί είχε την πρώτη της επαφή με την μουσική και το τραγούδι. Το σχολείο δεν το συμπαθούσε ιδιαίτερα και έτσι πήγε μέχρι και την Τετάρτη Δημοτικού, αλλά της παρέδιδαν μαθήματα  κατ'οίκον. Σπούδασε στο Ωδείο του Δραματικού Συλλόγου της γενέτειράς της, όπου έκανε και τις πρώτες της εμφανίσεις.
 
  Σε νεαρή ηλικία πρωτοδούλεψε ως επαγγελματίας σε ζαχαροπλαστείο στη Σπιανάδα. Εκεί, το καλοκαίρι του 1938 γνώρισε τον πρώτο άντρα της ζωής της, τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου, με τον οποίο παντρεύτηκε το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, παρουσία λίγων φίλων. Το 1939 κατέβηκε στην Αθήνα. Τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε σε καφενεία και αναψυκτήρια, όπου την ανακάλυψε ο Μίμης Τραϊφόρος και την παρουσίασε ως νέο ταλέντο σ’ ένα πρόγραμμα βαριετέ που είχε ανεβάσει στο κέντρο «Όαση» του Ζαππείου. Το πρώτο τραγούδι που είπε ήταν το «Μικρή χωριατοπούλα» του Πολ Μενεστρέλ, το οποίο διασκευάστηκε αργότερα στο πασίγνωστο «Κορόιδο Μουσολίνι», από τον Γιώργο Οικονομίδη. Στην παράσταση αυτή την άκουσε ο Μακέδος και λίγο αργότερα την προώθησε ως τραγουδίστρια στο σανίδι και συγκεκριμένα στο θέατρο «Μοντεάλ» της οδού Πανεπιστημίου, όπου συνεργάστηκε  με τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και την Γεωργία Βασιλειάδου και τραγούδησε ντουέτο με την Σοφία Βέμπο. Παράλληλα ξεκίνησε να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν.
 
  Το χειμώνα του 1940 η Ρένα Βλαχοπούλου έχασε και τους δύο γονείς της, κατά το βομβαρδισμό της Κέρκυρας από τους Ιταλούς. Με όπλο το ταλέντο της στο τραγούδι και τον χορό η Ρένα προσπαθούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες επιβίωσης της.οικογένειας που ζούσε φτωχικά και όταν τα πράγματα οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, αποφάσισε  να κατέβει στην Αθήνα. Έγινε μάνα και πατέρας για τα αδέρφια της.
 
  Μεσούσης της Κατοχής, το 1942, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο. Τότε γνώρισε και τον μεγάλο πιανίστα της τζαζ Γιάννη Σπάρτακο, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Πάνθεον». Η συνεργασία αυτή έφερε και την επιτυχία «Θα σε πάρω να φύγουμε», που πρωτοτραγούδησε το καλοκαίρι του ’44, στην επιθεώρηση «Well come» των Αλέκου Σακελάριου και Δημήτρη Ευαγγελίδη, στο θέατρο «Κυβέλη».
 
  Το 1946 έδωσε τέλος στο δεύτερο γάμο της κι ενώ είχε ήδη αναδειχθεί σε «βασίλισσα της τζαζ», δέχθηκε ν’ ακολουθήσει τον Σπάρτακο σε περιοδεία, στην Κύπρο, την Τουρκία, την Αίγυπτο και την Αμερική. Η πολυγλωσσία της -αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά- και η πολύ καλή προφορά της ήταν τα μεγάλα της πλεονεκτήματα.
 
 
 Το καλοκαίρι του 1951 επέστρεψε στην Αθήνα, κάνοντας την πρώτη της επανεμφάνιση στο θέατρο «Σαμαρτζή», στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», πλάι στους Άννα και Μαρία Καλουτά, Νίκο Σταυρίδη, Ορέστη Μακρή  και Κούλη Στολίγκα.
 
  Η Ρένα Βλαχοπούλου δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στο θέατρο ως ηθοποιός. Το 1952 ο Βασίλης Μπουρνέλης, ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του μουσικού θεάτρου της δεκαετίας του ’50, την κάλεσε να τραγουδήσει ένα ντουέτο με την Μπελίντα στην επιθεωρήση «Βασίλισσα της νύχτας» στο θέατρο «Ακροπόλ». Ακολούθησαν οι επιθεωρήσεις «Να τι θα πει Αθήνα», «Πουλιά στον αέρα», «Κι ο μήνας έχει εννιά».
 
  Το καλοκαίρι του 1954 πήρε το χρίσμα της ηθοποιού, στην επιθεώρηση «Σουσουράδα», δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη, με το νούμερο «Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια». Η πρόταση ήταν της Σοφίας Βέμπο και του Νίκου Σταυρίδη. Τα κείμενα υπέγραφαν οι Μίμης Τραϊφόρος και Γιώργος Γιαννακόπουλος, τη μουσική ο Μενέλαος Θεοφανίδης και τη χορογραφία ο Γιάννης Φλερύ και η Αλίκη Βέμπο. Η Ρένα δίσταζε αρχικά, διότι όπως έλεγε και στον Σταυρίδη, «εγώ άμα βγω και μιλήσω, θα γελάσει και ο κάθε πικραμένος», με τον Σταυρίδη να της απαντά «αυτό θέλουμε κι εμείς να γελάσει και ο κάθε πικραμένος». Το νούμερο είχε επιτυχία και η Ρένα πια καθιερώθηκε ως πρωταγωνίστρια του μουσικού μας θεάτρου. Ηγήθηκε στους μεγαλύτερους θιάσους τις επόμενες δεκαετίες παίζοντας επιθεώρηση αλλά και πρόζα. 
 
Το καλοκαίρι του 1966 συγκρότησε θίασο με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και το Γιάννη Βογιατζή, ενώ το καλοκαίρι του 1967 ηγήθηκε του θιάσου Βλαχοπούλου - Κωνσταντίνου - Σαπουντζάκη, που ανέβασε τη «Λουλουδιασμένη Αθήνα». 
 
Σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Μετροπόλιταν, κάνοντας την τηλεφωνήτρια που απαντά σε κάθε κλήση δίνοντας πληροφορίες. 
  Σταθμός για την καριέρα της υπήρξε το 1962, όταν η συμμετοχή της στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι,  στο θέατρο Μετροπόλιταν σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, σκηνογραφία Μίνωα Αργυράκη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Στην παράσταση εκείνη, η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια από τις περίφημες «Αδελφές Τατά», μαζί με τη Ζωή Φυτούση, τη Νίκη Λεμπέση και τη Μάρω Κοντού . Στο νούμερο «Όνειρο της Οθόνης» εμφανίστηκε με τουαλέτα και σατίριζε τις ταινίες - μελό. Στο νούμερο αυτό προβλήθηκε και ένα πεντάλεπτο φιλμάκι στο οποίο κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αρνί, αναφωνεί: «Αμάρτησα για το αρνί μου». Στο πλευρό της εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις ντυμένος τσολιάς. 
 
 
  Υπήρξε παραγωγική και στον κινηματογράφο. Το χειμώνα του 1951 κατόπιν πρόσκλησης τούρκου παραγωγού, συμμετείχε στην ταινία «Ανατολίτικες νύχτες», στην οποία επανέλαβε το «Θα σε πάρω να φύγουμε» του Σπάρτακου. Η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα, είναι όμως τυπικά η πρώτη που έπαιξε.  Η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956  με το φιλμ «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες», δεύτερη έγχρωμη ελληνική ταινία που γυρίστηκε τότε.  Παραγωγός ο Αμερικανός Πίτερ Μέλας και σκηνοθέτης ο Γιάννης Πετροπουλάκης.  Πρόκειται για την η ιστορία μιας Κερκυραίας που έρχεται στην Αθήνα. Δίπλα της πρωταγωνίστησαν οι: Νίκος Ρίζος, Στέφανος Στρατηγός, Κούλης Στολίγκας και  Άννυ Μπωλ. Το 1962 καθιερώνεται σαν σταρ του ελληνικού κινηματογράφου με την μουσική κωμωδία «Μερικοί το προτιμούν κρύο» του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής Φίνος Φιλμ.  Η Βλαχοπούλου άλλωστε οφείλει την κινηματογραφική της καριέρα στον Δαλιανίδη ο οποίος μόλις την πρωτοείδε εκείνη την εποχή, πήγε στον Φίνο και τον έπεισε να την πάρει στην εταιρεία διότι πίστεψε στο ταλέντο της. Ο Φίνος δίσταζε αρχικά, την θεωρούσε αντικινηματογραφική και μεγάλη σε ηλικία για εκείνα τα χρόνια. «Ε δεν ήμουν και η Ακρόπολη», έλεγε η Ρένα. Όταν την άκουσε ο Φίνος να τραγουδά, φέρεται να της πρότεινε να υπογράψει ισόβιο συμβόλαιο με την εταιρεία του, με την οποία γύρισε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου.
 
Ορισμένες από τις ταινίες της Ρένας Βλαχοπούλου που ξεχωρίζουν: «Όταν λείπει η γάτα» «(1961), «Κάτι να καίει» (1963), «Ένα κορίτσι για δύο» (1963), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1964), «Φωνάζει ο κλέφτη»ς (1965), «Η βουλευτίνα» (1966), «Ραντεβού στον αέρα» (1965), «Βίβα Ρένα» (1967), «Η ζηλιάρα» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970), «Μια τρελή, τρελή σαραντάρα» (1970), «Ζητείται επειγόντως γαμπρό»ς (1971), «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971), «Η Ρένα είναι οφσάιντ» (1972), «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» (1972). Το 1965 της έγινε η πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, «Μια τρελή τρελή οικογένεια» και να ενσαρκώσει την περίφημη «Πάστα Φλώρα» πλάι στους αξέχαστους Αλέκο Αλεξανδράκη και Τζένη Καρέζη.  Αρνήθηκε για λόγους γυναικείας αυταρέσκειας, διότι, όπως δήλωσε σε συνέντευξη της μεταγενέστερα, ήταν νέα σε ηλικία τότε για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης και έτσι ο ρόλος αυτός δόθηκε στη Μαίρη Αρώνη,  η οποία τον ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία.
 
  Εκτός από το θέατρο και το σινεμά, συνέχισε να ασχολείται και με το τραγούδι. Το 1959 εμφανίστηκε στο Α’ Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, μ’ ένα τραγούδι του Κώστα Καπνίση και του Θάνου Σοφού, το «Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας». Την επόμενη χρονιά, τραγούδησε ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή το «Πρώτο χελιδόνι». Ηχογράφησε αρκετά τραγούδια για τη δισκογραφία αλλά και για τις εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος (τραγούδια των Χατζιδάκι, Πλέσσα, Μουζάκη, Μωράκη, Αττίκ, Σπάθη, Ιακωβίδη, Κατσαρού).
 
 
 
   Με την τηλεόραση δεν τα πήγαινε και πολύ καλά. Θεωρούσε ότι περιοριζόταν, είχε άλλη άνεση με το θέατρο. Το 1976 έπαιξε για πρώτη φορά στην μικρή οθόνη ως πρωταγωνίστρια στην τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Μία Αθηναία στην Αθήνα» (σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου). Ήταν μία επαγγελματική εμπειρία η οποία δεν την ικανοποίησε. Πρωταγωνίστησε επίσης στις σειρές του ΑΝΤ1, «Μάμα μία» (1990-91) και «Μάλιστα κύριε» (1991-92).  Το 1995  πραγματοποίησε άλλη μια εμφάνιση στην ιδιωτική τηλεόραση, στο Mega Channel αυτή τη φορά, σε ένα επεισόδιο των «Δέκα μικρών Μήτσων» πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο. 
 
  Την εποχή της βιντεοκασέτας, παρασύρθηκε κι εκείνη όπως κι άλλοι καταξιωμένοι συνάδελφοί της. Συμμετείχε σε εννέα βιντεοταινίες, από το 1986 ως το 1990. Ταινίες κατώτερες του ταλέντου της. Καμία σχέση με τις παλιές ταινίες. 
 
  Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου του 1984 στο θέατρο του Λυκαβηττού τραγούδησε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική, όπου με το χιούμορ της, την κινησιολογία της και τις φωνητικές της ικανότητες η Βλαχοπούλου ερμήνευσε διάφορες επιτυχίες, χειροκροτούμενη θερμά. Την χειμερινή περίοδο 1991-92 εμφανίστηκε  στο μουσικό θέατρο Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου της Αθήνας σε ένα νυχτερινό μουσικό πρόγραμμα, πλαισιωμένη από τους: Δημήτρη Μητροπάνο, Γλυκερία,  Γιάννη Μηλιώκα και το συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο.  
 
  Την περίοδο 1992-1993 έπαιξε για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο «Για την Ελλάδα ρε γαμώτο». Κύκνειο άσμα της στο θέατρο την σεζόν (1993-94) με την  «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά που ανέβηκε στο θέατρο Μπροντγουέι της οδού Αγίου Μελετίου στην Αθήνα.
 
  Την ίδια εποχή  συνεργάστηκε με την τραγουδίστρια Αλέξια, στον δίσκο «Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά», τραγουδώντας μαζί την παλιά της επιτυχία «Έχω απόψε ραντεβού». Το 1997 κυκλοφόρησε τον δίσκο «Η Ρένα τραγουδάει τζαζ» επανεκτελώντας παλιές ελληνικές και διασκευασμένες ξένες επιτυχίες υπό την μουσική επιμέλεια του συνθέτη Γιώργου Θεοδοσιάδη.  Σε τέσσερα τραγούδια τη συνόδευσαν ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Γιάννης Βογιατζής , ο ανιψιός της Μάριος Φραγκούλης και η Ντέμπορα Μάγιερς. 
 
Το 1995 βραβεύτηκε με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά για την ερμηνεία της στη «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά. Η Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003 , ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις Τέχνες.
 
  Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος τους έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς. Με τον Λαφαζάνη έζησαν αγαπημένοι ως τον θάνατό της. Της στάθηκε σε όλα. Τον θεωρούσε ως φύλακα άγγελό της. Δεν απέκτησε παιδιά από κανέναν γάμο της. 
 
 
 
 
  Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ταλαιπωρήθηκε από τον σακχαρώδη διαβήτη. Περιορίστηκε στο σπίτι της, καθώς είχε και κινητικά προβλήματα. Στις 16 Ιουλίου του 2004, εισήχθη στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών για να εγχειριστεί επειδή υπέστη διάτρηση στομάχου που οφειλόταν σε υποτροπή του σακχαρώδους διαβήτη. Τα καρδιοαναπνευστικά της προβλήματα και σε συνδυασμό με το προχωρημένο της ηλικίας της, την εμπόδισαν να ξεπεράσει τον κίνδυνο. «Έφυγε» από κοντά μας την Πέμπτη 29 Ιουλίου του 2004.  Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή καρδιάς. Την Παρασκευή 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Το Σάββατο  31 Ιουλίου του 2004 η κηδεία της πραγματοποιήθηκε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας «Μάντζαρος» που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.
 
  Η Ρένα Βλαχοπούλου υπήρξε σπουδαία αρτίστα. Ενσάρκωσε την μέση Ελληνίδα όσο καμία άλλη. Στα παρασκήνια ήταν άψογη με τους συνεργάτες της. Δεν την ένοιαζε σε ποια θέση θα μπει το όνομά της στην μαρκίζα του θεάτρου. Την ένοιαζε η αξία που είχε μέσα στο θέατρο. Δεν δημιουργούσε προβλήματα. Ακομπλεξάριστη. Μάλιστα, στα γυρίσματα της ταινίας «Κορίτσια για φίλημα» σε μια σκηνή όπου έβγαινε η Ζωή Λάσκαρη και η Μάρθα Καραγιάννη με τα μαγιό,  η Ρένα δεν δίστασε να είναι στην ίδια σκηνή πλάι σε αυτές τις γυναίκες και χαριτολογώντας είπε στον Δαλιανίδη, «με αυτές τις παλιόγριες θα με βάλεις να παίξω;». Γυναίκα με τρομερή αυτοπεποίθηση, που δεν λύγιζε σε καμία δυσκολία και έπιανε την ζωή από τα κέρατα. Ήξερε να κρατάει τις ισορροπίες. Όταν έσβηναν τα φώτα της ράμπας, δεν ήταν η Βλαχοπούλου , αλλά η Ρένα της διπλανής πόρτας. Άνθρωπος απλός, όπως και οι ρόλοι που υποδύθηκε. Άριστη νοικοκυρά, πρότυπο παραδοσιακής συζύγου, αγαπούσε τα ζώα, βαθιά θρησκευόμενη, μανιώδης καπνίστρια, χαριτωμένα αθυρόστομη, της άρεσε το ψάρεμα και το κέντημα. Δεν της άρεσε να αναφέρεται στην ηλικία της και για αυτό δεν διευκρινίστηκε μέχρι σήμερα. Άλλωστε η Ρένα ήταν σαν να μην είχε ηλικία, ήταν μια αιώνια έφηβη. Ελάχιστες οι φιλίες της με ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου, οι περισσότερες ήταν με άτομα εκτός του σιναφιού της. Την ευχαριστούσε η ηρεμία του σπιτιού της.
 
Οπαδός και θαυμάστρια του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η αγάπη του κόσμου την εξέπληττε μέχρι τέλους. Δεν καβάλησε ποτέ το καλάμι. Βοήθησε πολλούς ανθρώπους από το περίσσευμά της, παρόλο που υπήρχε μία φήμη ότι ήταν φιλάργυρη. Φρόντιζε απλώς να έχει κάποια χρήματα στην άκρη ώστε να πεθάνει αξιοπρεπώς και να μην καταλήξει στην ψάθα όπως κάποιοι συνάδελφοί της. Εκείνη πλήρωσε για να βάλουν σε κανονικό δωμάτιο τον αξέχαστο ηθοποιό Χρόνη Εξαρχάκο, που έπασχε από καρκίνο και τον είχαν σε ράντζο. Συντηρούσε οικονομικά την φίλη της Λίντα Άλμα, μεγάλη χορεύτρια και σύντροφο του κορυφαίου ηθοποιού Μάνου Κατράκη. Και πόσους ακόμα ανθρώπους ευεργέτησε, αλλά πάντα αθόρυβα. 
 
Η μόνη φορά που μας στενοχώρησε ήταν όταν πέθανε, διότι πάντα μας έκανε να γελάμε.  Έζησε μια γεμάτη ζωή. Οι ταινίες και τα τραγούδια της θα κρατούν για πάντα ζωντανή τη μνήμη της.
 
Δηλώσεις της Ρένας από συνεντεύξεις που παραχώρησε κατά καιρούς στους: Νίκο Χατζηνικολάου, Ελένη Μενεγάκη, Βασίλη Μπουζιώτη, Μάκη Δελαπόρτα και Νίκο Νικόλιζα:
 
«Δεν είχα τότε συναίσθηση του τι έκανα. Δεν ένιωθα ότι έκανα κάτι σημαντικό, παρά μόνο τη δουλειά μου. Δεν καταλάβαινα ότι είχα κάτι ξεχωριστό ως ταλέντο. Και σκέψου ότι εγώ δεν έχω σπουδάσει τίποτα. Ούτε μουσική, ούτε θέατρο, ούτε κινηματογράφο. Όλα τα έκανα μόνο με το χάρισμα που μου είχε δώσει ο Θεός» («Ενώπιος ενωπίω», MEGA, Μάρτιος 1995).
 
«Εγώ δεν ήξερα από σταριλίκια.  Βιαζόμουν να τελειώνουν μια ώρα γρηγορότερα τα γυρίσματα, να πάω σπίτι μου να μαγειρέψω για τον άνδρα μου. Δεν ξέραμε τότε από βεντετιλίκια. Έξω από τα πλατό ζούσα τη ζωή των γυναικών που είχαν να φροντίσουν το σπίτι τους» («Πρωινός καφές», ANT1, Μάρτιος 1997).
 
«Όλα περάσανε. Τι σημασία έχει να κοιτάς πίσω; Πονάει πολλές φορές να κοιτάζεις όσα έφυγαν» («Έθνος της Κυριακής», Σεπτέμβριος 2001).
 
«Μα τον Άγιο Σπυρίδωνα, έχω ζήσει για εφτά ζωές και όχι μία. Εφτά γεμάτες ζωές. Κι αν δεν αντιμετώπιζα πρόβλημα υγείας, ακόμη θα ήμουν επάνω στη σκηνή. Αλλά ήξερα πότε έπρεπε να φύγω. Για να μη με λυπούνται» («Down Town», Ιούνιος 2002).
 
«Τους σεβάστηκα όλους τους συναδέλφους μου και για αυτό πιστεύω πως δεν θα μπορεί κανείς να πει κακή κουβέντα, όταν φύγω» («Εικόνες», Φεβρουάριος 2003).
 
 
Απόσπασμα από συνέντευξη της Ρένας στον «Πρωινό καφέ» με την Ελένη Μενεγάκη (31/3/1997):