English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Η «φαρμακούλα» με τα τηγανόψωμα και οι γυναίκες-δηλητηριάστριες

www.tips-fb.com

του Γιάννη Ράγκου


Τον Ιανουάριο του 1992, η κοινή γνώμη πληροφορήθηκε πως η Μαρία Σαμπανιώτησυνελήφθη στο Περιστέρι Αττικής κατηγορούμενη ότι δηλητηρίασε επτά άτομα –τα τρία από αυτά πέθαναν- προσφέροντάς τους εμποτισμένη με παραθείο ζύμη, από την οποία παρασκευάστηκαν τηγανόψωμα που κατανάλωσαν τα ανυποψίαστα θύματα. Αν και η υπόθεση της «φαρμακούλας» με τα τηγανόψωμα», όπως έγινε γνωστή, απέκτησε σχεδόν «παροιμιώδεις» διατάσεις, δεν ήταν η μοναδική στη μεταπολεμική ελληνική εγκληματολογική ιστορία. Το «Έγκλημα και Τιμωρία» παρουσιάζει τις λεπτομέρειες της υπόθεσης αυτής αλλά και παλιότερων (άγνωστων, εν πολλοίς) εγκλημάτων από γυναίκες-δηλητηριάστριες που σημάδεψαν εντούτοις τα εγχώρια ποινικά χρονικά.

Αργά το απόγευμα του Σαββάτου 18 Ιανουαρίου 1992, οι σειρήνες των ασθενοφόρων «έσπαζαν» την καθημερινή ρουτίνα στο Περιστέρι Αττικής, μεταφέροντας εσπευσμένα επτά ανθρώπους στα νοσοκομεία «Μεταξά» του Πειραιά και Γενικό Κρατικό Νίκαιας σε κρίσιμη κατάσταση λόγω βαρύτατης τροφικής δηλητηρίασης. Ανάμεσα στους μεταφερόμενους βρίσκονταν και τα μέλη δύο οικογενειών: του 60χρονου Θόδωρου Μουστόπουλου, της 57χρονης συζύγου του Ελένης και του 33χρονου γιου τους Κώστα, όπως επίσης της 46χρονης Ειρήνης Κληματσά και του 24χρονου γιου της Αντώνη. Ακόμα, σε κρίσιμη κατάσταση βρίσκονταν και δύο αλλοδαποί, γείτονες των προηγουμένων: οι Γιάννης καιΣουλτάν Μουρατπάγιεφ.

Όλοι είχαν δοκιμάσει τηγανόψωμα και ψωμί που είχαν παρασκευασθεί από την ίδια ζύμη, την οποία είχε προσφέρει ως «δώρο» στις οικογένειες Μουστοπούλου και Κληματσά η Μαρία Σαμπανιώτη, 56 ετών, η οποία διέμενε μαζί με τον άντρα και τις δύο κόρες της μερικά οικοδομικά τετράγωνα μακρύτερα, στην οδό Κλεάνθους 20 του Περιστερίου. Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από το Τοξικολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών σε υπολείμματα της ζύμης, στο ψημένο ψωμί και στα τηγανόψωμα διαπιστώθηκε ότι στα δείγματα υπήρχαν παράμετροι φωσφορικών εστέρων που χρησιμοποιούνται σε γεωργικά φάρμακα και εντομοκτόνα και μεγάλος αριθμός των ενώσεών τους είναι το παραθείο, το οποίο ανιχνεύθηκε και στον οργανισμό των θυμάτων μετά από αιματολογικές εξετάσεις. Αντιθέτως, οι έλεγχοι στο αλεύρι που είχε στείλει ο πατέρας της Σαμπανιώτη από το χωριό Μελάνθιο Καστοριάς, όπως και ποσότητα ζύμης με την οποία η ίδια είχε φτιάξει ψωμί για τη δική της οικογένεια έδειξαν πως ήταν απολύτως «καθαρά».


Η Μαρία Σαμπανιώτη.
Η Μαρία Σαμπανιώτη.

Αργά το βράδυ της Τρίτης 21 Ιανουαρίου και μετά τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των εργαστηριακών ελέγχων, η Σαμπανιώτη οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Περιστερίου για να εξεταστεί. Στους αστυνομικούς αλλά και στους δημοσιογράφους που τη ρώτησαν σχετικά, αρνήθηκε κάθε σχέση με την υπόθεση. «Δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκε το δηλητήριο στη ζύμη» δήλωσε. «Εγώ ζύμωσα κανονικά, όπως κάνω κάθε φορά. Δεν είμαι νέα νοικοκυρά. Ξέρω να κάνω σωστά τη δουλειά μου. Δεν μπορώ να μπερδέψω το αλάτι με το δηλητήριο. Πήγα να κάνω ένα καλό και πώς μπλέχτηκα θεέ μου έτσι;» (εφ. Απογευματινή, Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 1992).

Χαρακτηριστικό δημοσίευμα της εφ. Ελεύθερος Τύπος, την Τρίτη 21 Ιανουαρίου 1992.

Χαρακτηριστικό δημοσίευμα της εφ. Ελεύθερος Τύπος, την Τρίτη 21 Ιανουαρίου 1992.
«Είμαι αθώα»


Όμως, ποιον λόγο είχε η Σαμπανιώτη να δηλητηριάσει τα μέλη των οικογενειών Μουστόπουλου και Κληματσά; Οι πληροφορίες που συγκέντρωσαν οι αστυνομικοί οδηγούσαν στο κίνητρο της αντεκδίκησης. Οι μαρτυρίες και τα διαθέσιμα στοιχεία ανέφεραν ότι η Σαμπανιώτη από καιρό καλλιεργούσε την ιδέα να παντρέψει τις κόρες της με τον Κώστα Μουστόπουλο και τον Αντώνη Κληματσά, όμως όταν εκείνοι δεν δέχτηκαν, η Σαμπανιώτη αποφάσισε να τους εκδικηθεί δηλητηριάζοντάς τους.
Το σακί με το αλεύρι με το οποίο παρασκευάστηκε η δηλητηριασμένη ζύμη.
Το σακί με το αλεύρι με το οποίο παρασκευάστηκε η δηλητηριασμένη ζύμη.


Η ίδια αρνήθηκε κάθε κατηγορία, ενώπιον του ανακριτή στον οποίο προσήχθη το πρωί της Πέμπτης 23 Ιανουαρίου, λέγοντας: «Εγώ δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν. Κάποιος άλλος έβαλε στο μάτι την οικογένειά μου κι επειδή αυτή τη ζύμη την είχα φτιάξει για το σπίτι μου, έριξε δηλητήριο μέσα όταν εγώ έλειπα από το σπίτι για ψώνια» υποστήριξε και διευκρίνισε: «Το παιδί μου από νωρίς μου είχε πει να βγούμε για ψώνια αλλά εγώ το είχα ξεχάσει. Έτσι άρχισα να φτιάχνω τη ζύμη και μάλιστα κάποια στιγμή “πετάχτηκα” στο σούπερ μάρκετ για να πάρω κάποιο υλικό, αφήνοντας πίσω μου ανοιχτή την πόρτα. Αμέσως μόλις γύρισα, έπιασα πάλι τη ζύμη και τότε εμφανίστηκε η κόρη μου και μου θύμισε ότι θα έπρεπε να βγούμε στα μαγαζιά. Για να μη χαλάσει το ζυμάρι, το πήγα εγώ η ίδια στην οικογενειακή μας φίλη Ελένη Μουστοπούλου και της είπα: “Ελένη, πάρε εσύ αυτό το κομμάτι κι εγώ θα πάρω από τον φούρνο μαγιά για να φτιάξω άλλο ζυμάρι για μένα, το βράδυ”. Εκείνη με ευχαρίστησε κι έφυγα. Το υπόλοιπο τμήμα του ζυμαριού το πήγα στην Ειρήνη [Κληματσά] για να φτιάξει κι εκείνη ψωμί». Ακόμα, η Σαμπανιώτη υποστήριξε πως δεν είχε κανένα λόγο να προξενήσει βλάβη στις δύο οικογένειες, καθώς τόσο η Μουστοπούλου όσο και η Κληματσά της στάθηκαν σε δύσκολες στιγμές και επέμεινε ότι κάποιος άλλος έριξε το δηλητήριο στη ζύμη, την ώρα που εκείνη έλειπε από το σπίτι, κατονομάζοντας, μάλιστα, και τη γειτόνισσά της Αγάπη Κοασίδου, η οποία ωστόσο διαπιστώθηκε πως εκείνη τη μέρα βρισκόταν στην Κόρινθο, αλλά αφήνοντας υπαινιγμούς ακόμα και για την κόρη της Ελισάβετ


Από την εφ. Ελεύθερος Τύπος, 24 Ιανουαρίου 1992.
Από την εφ. Ελεύθερος Τύπος, 24 Ιανουαρίου 1992.
Μετά το πέρας της απολογίας της, ο ανακριτής την έκρινε προφυλακιστέα ως ιδιαίτερα επικίνδυνη και διέταξε την προφυλάκισή της, μεταταγόμενη ακολούθως στις Φυλακές Κορυδαλλού.


Το προξενιό…

Την επομένη, δημοσιογράφοι επισκέφθηκαν την Ελένη Μουστοπούλου στην παθολογική κλινική του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας, όπου νοσηλευόταν έχοντας διαφύγει στο μεταξύ τον κίνδυνο. Η 57χρονη γυναίκα περιέγραψε αναλυτικά τη ζωή της οικογένειάς της και τις σχέσεις της με τη Σαμπανιώτη. «Ήρθαμε από τη Ρωσία πριν από δέκα μήνες και εγκατασταθήκαμε στο Περιστέρι» ανέφερε, μεταξύ άλλων. «Η Μαρία ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα στο σπίτι κι από την αρχή μου είχε πει πως ήθελε τον γιο μου, τον Κώστα, για γαμπρό της. Μου έφερε και νήμα για να φτιάξω μπλούζα στην κόρη της. Της είπα ότι ήταν πολύ νωρίς για γάμους. Εμείς δεν είχαμε ούτε έναν χρόνο στην Ελλάδα. Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, είχε έρθει για να δει πώς πάει η μπλούζα και για να μ’ ευχαριστήσει, είπε, έφερε τη ζύμη για να φτιάξω τηγανόψωμα για τα παιδιά. Ο γιος μου είχε καλεσμένους δύο φίλους του από τη Ρωσία, τους Σουλτάν και Γιάννη. Κατά τις 4 αρχίσαμε να τρώμε και κατά τις 5 πέσαμε όλοι κάτω σαν κοτόπουλα» (εφ. Ελεύθερος Τύπος, 25 Ιανουαρίου 1992). Τις αιτιάσεις της Μουστοπούλου σε βάρος της Σαμπανιώτη επιβεβαίωσαν και γείτονες της οικογένειας, που ανέφεραν πως «η οικογένεια Μουστοπούλου δεν ήθελε τον γάμο, γιατί αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα» (εφ. Ελεύθερος Τύπος, 27 Ιανουαρίου 1992).

Η Ελ. Μουστοπούλου, μιλώντας στους δημοσιογράφους.
Η Ελ. Μουστοπούλου, μιλώντας στους δημοσιογράφους.
Κατά -τραγική- σύμπτωση, λίγη ώρα μετά τη συνάντησή της με τους δημοσιογράφους, ο σύζυγός της Μουστοπούλου, Θόδωρος, άφηνε την τελευταία του πνοή στην εντατική μονάδα του Γενικού Κρατικού. Στις 6 Μαΐου, τη μάχη με το θάνατο έχασε, επίσης, η Ειρήνη Κληματσά και έναν μήνα αργότερα -στις 7 Ιουνίου- ο 24χρονος γιος της Αντώνης. Και οι δύο ήταν ομογενείς από το Καζακστάν και είχαν έρθει οικογενειακώς στην Ελλάδα, λίγο καιρό πριν. Τα θύματα της δηλητηριασμένης ζύμης είχαν φτάσει, πλέον, τα τρία…

Ο Θ. Μουστόπουλος, ένα από τα τρία θύματα των δηλητηριασμένων τηγανόψωμων.
Ο Θ. Μουστόπουλος, ένα από τα τρία θύματα των δηλητηριασμένων τηγανόψωμων.
«Είναι η νέα Φραγκογιαννού»


Η πρωτοβάθμια δίκη για την υπόθεση ξεκίνησε στις 7 Απριλίου 1993 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών. Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα υπ’ αριθ. 4642/92 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, η Μαρία Σαμπανιώτη «στο σπίτι της στο Περιστέρι στις 18/1/1992, παρασκεύασε ποσότητα ζύμης, η οποία περιείχε παραθείο και την παρέδωσε σαν δώρο στις γειτόνισσές της Ειρήνη Κληματσά και Ελένη Μουστοπούλου. Αυτές έφτιαξαν τηγανόψωμα, ανύποπτες για το δηλητήριο. Υπέστησαν οξεία τροφική δηλητηρίαση και μεταφέρθηκαν άλλοι στο νοσοκομείο “Μεταξά” και άλλοι στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας. […] Η σύλληψη και η εκτέλεση του εγκληματικού σχεδίου από την κατηγορουμένη, η οποία χωρίς ίχνος ηθικών αναστολών “δώρισε” στην κυριολεξία τον θάνατο και οδήγησε στον αφανισμό των δύο οικογενειών, μαρτυρούν ότι πρόκειται για αδίστακτο άτομο, ιδιαίτερα επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια». Με το ίδιο βούλευμα είχαν απαλλαγεί από κάθε κατηγορία η κόρη της Σαμπανιώτη, Ελισάβετ, και η Αγάπη Κοασίδου.

Όπως υπογράμμιζαν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων “φαρμακούλα” ήταν η λέξη που ξεχώρισε ανάμεσα σε φωνές και κατάρες, με τις οποίες έγινε δεκτή η είσοδος στην αίθουσα του Κακουργιοδικείου Αθηνών της Μαρίας Σαμπανιώτη, γνωστής στο Πανελλήνιο ως η “φόνισσα με τα τηγανόψωμα”. Κλαψουρίζοντας η κατηγορουμένη απάντησε: “Δεν είμαι φονιάρα (φόνισσα) εγώ. Δεν έχω κάνει τίποτα”» (εφ. Ελεύθερος Τύπος, 8 Απριλίου 1993).

Η Μ. Σαμπανιώτη, κατά τη διάρκεια της δίκης της στο Κακουργιοδικείου Αθήνας.
Η Μ. Σαμπανιώτη, κατά τη διάρκεια της δίκης της στο Κακουργιοδικείου Αθήνας.


Με την έναρξη της διαδικασίας, η υπεράσπιση της Σαμπανιώτη ζήτησε την αναβολή της δίκης και το δικαστήριο διακόπηκε για τις 28 Απριλίου. Κατά την επανέναρξή της, η Μουστοπούλου κατέθεσε πως «ήθελε να μας δηλητηριάσει γιατί δεν θέλαμε την κόρη της για νύφη. Όλο δώρα μας έκανε. […] Μου έκανε εντύπωση ότι το χρώμα (σ.σ.: του ψωμιού) ήταν μπλε και ότι φούσκωσε πάρα πολύ». Παρόμοιου περιεχομένου ήταν και οι καταθέσεις των άλλων μαρτύρων κατηγορίας. Από την πλευρά της, η κόρη της Σαμπανιώτη, Ελισάβετ, κατέθεσε ότι «δεν υπήρχε ενδιαφέρον από εμάς για κανέναν γιο της οικογένειας Κληματσά ή της οικογένειας Μουστοπούλου».


Η Ελισάβετ Σαμπανιώτη, καταθέτοντας ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθήνας.
Η Ελισάβετ Σαμπανιώτη, καταθέτοντας ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθήνας.


Στη διάρκεια της απολογία της, η Σαμπανιώτη επέμεινε στην αθωότητά της και υποστήριξε πως δεν έχει καμία σχέση με τη δηλητηρίαση των επτά και τον θάνατο των τριών γειτόνων της. «Ο θεός είναι από πάνω κι αν λέω ψέματα να με κάψει! Λυπάμαι για τις τρεις ψυχούλες που έφυγαν. Δεν τους το έκανα εγώ αυτό το κακό! Και με τις δύο οικογένειες είχα πάρα πολύ καλές σχέσεις» είπε στην αρχή και συνέχισε: «Τη ζύμη την είχα φτιάξει από το πρωί για να ψήσω ψωμί για την οικογένειά μου. Η κόρη μου μού ζήτησε να βγούμε για ψώνια. Για να μη χαλάσει το ζυμάρι σκέφτηκα να το δώσω στην Ειρήνη Κληματσά και την Ελένη Μουστοπούλου. Στο σπίτι είχε έρθει από νωρίς η γειτόνισσά μου Αγάπη Κοασίδου. Όταν φύγαμε, κλείδωσα την πόρτα. Γύρισα και βρήκα την Αγάπη στο σπίτι. Είχε μπει από την πίσω πόρτα της κουζίνας. Κρατούσε και μία νάιλον τσάντα. Μια φορά είχα πιει καφέ στο σπίτι της Αγάπης και έπαθα δηλητηρίαση. Μπορεί, όμως, να ήθελε να μας δηλητηριάσει και ο αρραβωνιαστικός της κόρης μου… Δεν τον ήθελα. Ούτε βέβαια αυτός με συμπαθούσε…»

Λαμβάνοντας τον λόγο ο εισαγγελέας Σταύρος Μαντακιοζίδης χαρακτήρισε την κατηγορούμενη ως «νέα Φραγκογιαννού» (σ.σ.: τη δολοφόνο κεντρική ηρωίδα στη νουβέλα του Αλ. Παπαδιαμάντη «Η φόνισσα»), που «διέπεται από μητριαρχικές απόψεις και θέλει να επιβάλλεται στην οικογένειά της και το φιλικό της περιβάλλον», ενώ συμπλήρωσε: «Μετά την άρνηση των οικογενειών Μουστοπούλου και Κληματσά να συμπεθεριάσουν “έσπασε τα μούτρα” της. Τους το φύλαγε. Κι όταν της δόθηκε η ευκαιρία, χτύπησε! Την έτρωγε το σαράκι της αντεκδίκησης. Έψαξε και βρήκε φάρμακο. Το γυναικείο μυαλό δουλεύει με ανάποδες στροφές. Η γυναικεία φύση είναι περίεργη. Οι γυναίκες είναι ικανές για όλα. Ο τρόπος της ήταν ύπουλος, σατανικός, παραδοσιακός. […] Η δολιότητά της δεν περιορίζεται σε σωρεία επικλήσεων των Θείων και σταυροκοπημάτων, αλλά στο να ρίχνει υπόνοιες σε άλλους ανθρώπους. Δεν δίστασε να δημιουργήσει υπόνοιες για την ίδια της την κόρη. Μέσα στην ψυχή της έκρυβε μεγάλο μίσος. […] Προσπάθησε να εξολοθρεύσει -και το έκανε- δύο οικογένειες. Φαινομενικά μοιάζει αθώα. Αν αφεθεί ελεύθερη, όμως, θα αποτελέσει μεγαλύτερο κίνδυνο και από τον Ρωχάμη (σ.σ.: κακοποιό που έγινε ευρύτερα γνωστός από τις «μυθιστορηματικού» τύπου αποδράσεις του από τις φυλακές). Είναι απεχθής εγκληματίας και δολοφόνος. Η Μαρία Σαμπανιώτη είναι επικίνδυνη!»

Στις 3 Μαΐου, με πλειοψηφία 6-1, το δικαστήριο έκρινε την Σαμπανιώτη ένοχη χωρίς να της αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό και την καταδίκασε τρεις φορές σε ισόβια και επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξη για τέσσερεις απόπειρες ανθρωποκτονιών. Ήταν η μεγαλύτερη ποινή που είχε επιδικαστεί σε γυναίκα τις τελευταίες δεκαετίες. Στο άκουσμα της απόφασης, η Σαμπανιώτη ξέσπασε σε λυγμούς, φώναξε «Δεν έχω κάνει τίποτα. Καν’ τε μου τον ορό της αλήθειας» και λιποθύμησε για να μεταφερθεί εσπευσμένα με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού

Το Εφετείο


Η δίκη σε δεύτερο βαθμό προσδιορίστηκε για τις 5 Οκτωβρίου 1994, αλλά αναβλήθηκε λόγω κωλύματος του συνηγόρου υπεράσπισης (Αλέξανδρου Λυκουρέζου), αλλά και προβλημάτων υγείας της κατηγορουμένης. Το ίδιο συνέβη και κατά τον επαναπροσδιορισμό της στις 27 Μαρτίου 1996.

Τελικώς η δίκη πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1997, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθήνας. Ο Ελευθέριος Κληματσάς, που είχε χάσει τη σύζυγό του για τον έναν γιο του κατέθεσε πως «εκείνη την ημέρα είχε έρθει η Σαμπανιώτη με την κόρη της Ελισάβετ στο σπίτι μας και έφερε ένα λεκανάκι ζύμη. Είπε στη γυναίκα μου να την πάρει για να μη χαλάσει διότι εκείνη θα πήγαινε με το παιδί της για κάτι ψώνια. Το πρόσωπό της ήταν εγκληματικό. […] Κοίταζε το συμφέρον της για την κόρη της την Ελισάβετ. Ήθελε να αποκαταστήσει τα παιδιά της. Ήθελε τον γιο μου τον φαντάρο για γαμπρό […]». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε και η κατάθεση του ιερέα των Φυλακών Κορυδαλλού, που είχε ακούσει πολλές εξομολογήσεις της κατηγορούμενης κατά τη διάρκεια της κράτησής της και ο οποίος υποστήριξε πως δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτή η γυναίκα έγινε αιτία να χαθούν τόσες ανθρώπινες ζωές. Η ίδια η Σαμπανιώτη επανέλαβε πως είναι αθώα, ενώ ο εισαγγελέας Γιάννης Γαβρίλης στην αγόρευσή του παρατήρησε πως «δεν έχουμε να κάνουμε με μία συνηθισμένη υπόθεση» καθώς «στην ουσία πρόκειται για επιχείρηση εξολόθρευσης των οικογενειών της Ειρήνης Κληματσά και της Ελένης Μουστοπούλου. Η Μαρία Σαμπανιώτη είναι άτομο επικίνδυνο, που έχει την ψυχική ετοιμότητα να διαπράξει και άλλα εγκλήματα στο μέλλον».
Στις 15 Οκτωβρίου, οι δικαστές και οι ένορκοι έκριναν ομόφωνα ότι «η Μαρία Σαμπανιώτη είναι ένοχη για τρεις ανθρωποκτονίες και τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονιών. Δεν μείωσαν ούτε μία μέρα την πρωτόδικη ποινή της καταδικάζοντάς την τρεις φορές ισόβια και επιπλέον σε 25 χρόνια κάθειρξη» (εφ. Τα Νέα, 16 Οκτωβρίου 1997). Όπως σημειωνόταν στα δημοσιεύματα της εποχής, οι συγγενείς των θυμάτων εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την απόφαση, ενώ η Σαμπανιώτη, με δάκρυα στα μάτια, επανέλαβε πως είναι αθώα και επιθυμεί να υποβληθεί σε τεστ με τον «ορό της αλήθειας».


«Στόχο είχαν εμένα»


Δημοσίευμα της εφ. Τα Νέα στις 16 Οκτωβρίου 1997.
Δημοσίευμα της εφ. Τα Νέα στις 16 Οκτωβρίου 1997.


Δύο χρόνια μετά (Οκτώβριος 1999), ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμόν 1536/99 απόφαση έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης που είχε υποβάλει η υπεράσπισή της Σαμπανιώτη (συνήγορός της αναλάβει, πλέον, ο Γιώργος Παπαϊωάννου) και ακύρωσε την καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου. Το σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου στηριζόταν στο γεγονός ότι, ενώ η Σαμπανιώτη κατά τη διάρκεια της δίκης υποστήριξε πως την ημέρα που πρόσφερε τη δηλητηριασμένη ζύμη είχε δεχτεί νωρίτερα επισκέψεις άλλων ατόμων τα οποία ενδεχομένως να είχαν ρίξει το παραθείο εν αγνοία της, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της επικαλούμενο την προανακριτική κατάθεσή της όπου δεν είχε αναφέρει τίποτα σχετικό, η οποία ωστόσο δεν είχε αναγνωστεί στο ακροατήριο. Λίγο καιρό μετά την εξέλιξη αυτή, ορίστηκε η επανάληψη της δίκης για τον Οκτώβριο του 2000.

Όπως ήταν φυσικό, η είδηση χαροποίησε ιδιαίτερα την Σαμπανιώτη, που παραχωρώντας μακροσκελή συνέντευξη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» και τη δημοσιογράφο Έ. Μαγιάση στις 7 Νοεμβρίου 1999, δήλωσε: «Περιμένω πώς και πώς την ώρα που θα φύγω μέσα από τη φυλακή. Περιμένω πώς και πώς τη στιγμή που θα ανοίξει η πύλη αυτού του σωφρονιστικού καταστήματος, για να αφεθώ ελεύθερη και δικαιωμένη. Είμαι και θα είμαι πάντα αθώα. Ο Θεός είναι μεγάλος, μεγαλόψυχος, και πιστεύω ότι θα κάνει το θαύμα του και για μένα τη δύστυχη που δεν έβλαψα στη ζωή μου ποτέ και κανέναν. […] Όλες οι συγκρατούμενές μου πανηγυρίζουν στη φυλακή για την αναίρεση της τελεσίδικης απόφασης».

Ακολούθως, αναφερόμενη στην «ουσία» της υπόθεσης υποστήριξε για μία ακόμα φορά πως ήταν εντελώς αμέτοχη στο γεγονός. «Εγώ δεν ήξερα τίποτα για το κακό. Μακάρι και να γνώριζα κάτι για να μπορούσε εξ αρχής να βοηθήσω τον εαυτό μου και να μην βρίσκομαι εδώ μέσα σ’ ένα κελί. Έκανα μία ζύμη και κάποιος θέλοντας, άγνωστο για ποιο λόγο, να με εκδικηθεί έκανε ό,τι έκανε» σημείωσε. «Όποιος έριξε το παραθείο στη ζύμη που είχα φτιάξει, το έπραξε για να προξενήσει ανεπανόρθωτο κακό στη δική μου οικογένεια. Στόχο είχαν εμένα και κανέναν άλλον από τους γείτονές μας. Εμένα, τις κόρες μου και τον άνδρα μου. Σε εμάς ήθελαν να κάνουν κακό. […] Έτσι, χωρίς εγώ να ξέρω κάτι για την εγκληματική ενέργεια, μοίρασα τη ζύμη που είχα ετοιμάσει στους γείτονές μου, όπως κατά διαστήματα το συνήθιζα. […] Μάλιστα, μία εβδομάδα νωρίτερα κάποιοι είχαν δηλητηριάσει και εμένα, αλλά στο παρά πέντε γλύτωσα, ως εκ θαύματος, βοηθούμενη από την γειτόνισσά μου Ειρήνη Κληματσά. […] Εμένα με είχε σώσει αυτή η συγχωρεμένη γυναίκα. Ήταν πάρα πολύ φίλη μου. Είχε έρθει σπίτι μου όταν βρέθηκα δηλητηριασμένη και μου έδινε γάλα. Τότε είχαν τα δύο αγόρια της για να με πάνε στο νοσοκομείο. Όμως, δεν κατάφεραν να με κατεβάσουν από το σπίτι γιατί ήμουν πολύ χάλια -σαν πτώμα- κι έτσι φώναξαν τον οικογενειακό τους γιατρό για να με βοηθήσει με φάρμακα. […] να αγιάσουν εκεί που είναι τώρα, εκεί που βρίσκονται (σ.σ.: η Ειρήνη Κληματσά και ο γιος της Αντώνης)».

φωτό 11

Στη συνέχεια, απάντησε στην αιτίαση πως κίνητρό της ήταν η απόρριψη του προξενιού μεταξύ της κόρης της και του Αντώνη Κληματσά εκ μέρους της οικογένειας του δεύτερου, αναφέροντας: «Η μεγάλη μου κόρη ήταν τότε 16-17 ετών και ήταν ήδη αρραβωνιασμένη. Το άλλο το παιδί μου πήγαινε ακόμη στο σχολείο. Εγώ είχα όνειρα για τις κόρες μου. Ήθελα να τις σπουδάσω, όχι να τις παντρέψω. Όχι, δεν είχα όνειρα για γαμπρούς. Τι προξενιό, λοιπόν, να έκανα και με ποιον; Στόχος μου ήταν να μορφώσω τις κόρες μου, για να μπορούν να στέκονται άνετα στην κοινωνία. […] Τα όνειρα για τα κορίτσια μου πάνε δυστυχώς. Ήρθε το κακό και όλα σκορπίστηκαν, όλα ρημάξανε. […] Τα παιδιά μου με θέλουν σπίτι μας. Δεν θα ήθελαν τη μητέρα τους; Και οι δύο κόρες μου, μέρα και νύχτα, δεν ξέρουν πού βρίσκονται από τη λύπη τους, από το κακό που χτύπησε την οικογένειά μας».


Κατόπιν, περιέγραψε τις συνθήκες διαβίωσης στη φυλακή, αλλά και τα προσωπικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, τονίζοντας ότι «μόνον ο Θεός ξέρει πως βγάζω αυτή τη φυλακή. Τι να κάνω όμως; Ελπίζω ότι αυτή τη φορά θα δικαιωθώ. Μέσα στο κελί μου έχω οκτώ ολόκληρα χρόνια γεμάτα δάκρυα κάθε μέρα. Δεν έχω ησυχάσει εδώ μέσα ούτε μία ώρα. Κάνω υπομονή όμως. Πιστεύω ότι ο Θεός είναι μεγάλος. […] Είμαι μονάχη μέσα στο κελί μου. Μόνη μαζί με τις εικονίτσες μου. Αυτές με στηρίζουν, αυτές μου κρατάνε συντροφιά. […] Τις ώρες που τα κελιά είναι ανοικτά εργάζομαι όσο μπορώ περισσότερο. Δουλεύω στο ταπητουργείο της φυλακής το πρωί και τις υπόλοιπες κενές ώρες καθαρίζω και σφουγγαρίζω. Έχω, μέχρι στιγμής, 2.100 μεροκάματα. Τι να κάνω; Δεν γίνεται αλλιώς […]. [Όμως] έχω χάσει τα πάντα. Το σπιτικό μου, την υγεία μου. Υποφέρω από καρδιακή ανεπάρκεια, έχω και καρκίνο. Είμαι έρημη. Πάντως τα παιδιά μου και ο άντρας μου πιστεύουν στην αθωότητά μου». Βέβαια, ο άντρας της Σταύρος Σαμπανιώτης «είχε ρωτήσει κάποιον και του είπε ότι εγώ δεν πρόκειται ποτέ να βγω από τη φυλακή. Έτσι έκανε αγωγή διαζυγίου. Τι απέγινε, δεν γνωρίζω […]. Πάντως, εγώ δεν τον βλέπω εδώ και τέσσερα, ίσως και περισσότερα,

φωτό 12Καταλήγοντας, η Σαμπανιώτη υποστήριξε πως οι καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος της ήταν πεπλανημένες. «Επί καθημερινής βάσεως αναρωτιέμαι με ποια στοιχεία οι δικαστές και οι ένορκοι με έκριναν ένοχη και με καταδίκασαν σε ισόβια. Το ελάττωμά μου ίσως είναι η αγάπη μου για τον πλησίον. Ακόμη και η εμπιστοσύνη που έδειχνα προς όλους. Είναι γνωστό ότι άφηνα ξεκλείδωτη την πόρτα μου, έτσι ώστε να έχει πρόσβαση στο σπίτι μου κάθε φίλος ή εχθρός. […] Τα χέρια μου από τη στιγμή που γεννήθηκα μέχρι σήμερα είναι αθώα. Δεν πείραξαν κανέναν. Κι όμως βρίσκομαι σαν έρημο πουλί στο πουθενά. Από τότε που ήρθα σ’ αυτόν τον κόσμο και από τότε που γνώρισα τον εαυτό μου δεν θέλησα ποτέ το κακό κανενός ανθρώπου. Οι κακίες βρίσκονταν πάντα μακριά από μένα. Ο Θεός ας δικάσει αυτόν που έκανε το κακό εν αγνοία μου. […] Είμαι αθώα ψυχή. Αυτό θα το φωνάζω συνεχώς. Και αν πεθάνω και δεν έχω δικαιωθεί, η τελευταία εν ζωή επιθυμία μου θα είναι να γραφεί στο μνήμα μου πάνω ένα μεγάλο “γιατί”. Αυτό το ανεξήγητο “γιατί”. Βρίσκομαι άδικα στη φυλακή […]. Μακάρι να είχα φάει εγώ εκείνη τη ζύμη που μοίρασα στους γείτονες […]».



Η (τρίτη) δίκη και η αποφυλάκιση

Πάντως, η αισιοδοξία της Σαμπανιώτη δεν επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα. Στις 25 Οκτωβρίου 2000 το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθήνας, που επανεκδίκασε την υπόθεση, την έκρινε και πάλι ένοχη, επικυρώνοντας την πρωτόδικη ποινή (τρις ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη). «Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά είμαι αθώα» δήλωσε απογοητευμένη μόλις άκουσε την απόφαση, ενώ νωρίτερα απολογούμενη είχε ισχυριστεί πως το δηλητήριο στη ζύμη το είχαν ρίξει δύο γειτόνισσές της ή ο αρραβωνιαστικός της κόρης της που την αντιπαθούσε.
Μετά την τελεσίδικη απόφαση, η Σαμπανιώτη επέστρεψε στις γυναικείες φυλακές του Ελαιώνα Θήβας όπου το μεγαλύτερο διάστημα εργάστηκε για λογαριασμό της Κοινωνικής Οργάνωσης Υποστήριξης Νέων και Αποφυλακισμένων «Άρσις». Τον Ιανουάριο του 2011, το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο Θήβας έκανε δεκτή αίτησή της για υφ’ όρων απόλυση, λόγω της καλής συμπεριφοράς της στη φυλακή, των πολλών μεροκάματων που είχε κάνει, αλλά και της ευεργετικής διάταξης σύμφωνα με την οποία μετά το 65ο έτος της ηλικίας του κρατουμένου, κάθε ημέρα κράτησης υπολογίζεται διπλή.
φωτό 13Έτσι, μετά από 19 χρόνια εγκλεισμού, η 75χρονη πλέον Σαμπανιώτη αποφυλακίστηκε και λίγες μέρες αργότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ιστοσελίδα protothema.gr και στον δημοσιογράφο Φρ. Δρακοντίδη (δημοσιεύτηκε στις 22 Μαρτίου 2011), μίλησε για την περίοδο που πέρασε στη φυλακή: «Για μένα πάντοτε και όλες οι στιγμές ήταν οι χειρότερες της ζωής μου, γιατί δεν ήμουν εγώ για εκεί. Η καλύτερη στιγμή μου ήταν τώρα που έφυγα. Χαιρέτησα τον κόσμο με τον οποίο ήμουν τόσα χρόνια μαζί. Ήταν όλοι τους χαρούμενοι που επιτέλους έβγαινα» ανέφερε


Επίσης, για μία ακόμα φορά επέμεινε στην αθωότητά της, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μετανιώνω. Εγώ με τη συνείδησή μου είμαι καλά. Δεν έχω κάνει κάτι για να μετανιώσω. Δεν ήμουν εγώ αυτή που έβαλε το δηλητήριο μέσα στα τηγανόψωμα. […] Εγώ γι αυτά τα ψέματα έχασα τόσα χρόνια από τη ζωή μου εκεί μέσα. […] Εγώ τόσα χρόνια μέσα στη φυλακή έχασα την υγεία μου. Ο Θεός το ξέρει. Δεν έκανα κακό, όχι. Δεν είχα τύψεις καθόλου. Μέρα νύχτα έκλαιγα και έλεγα: αν ήταν στη ζωή μου η κυρία Ειρήνη (σ.σ.: Κληματσά), εμένα εδώ μέσα δεν θα με άφηνε. […] Εγώ με τη συνείδησή μου είμαι καλά. Στεναχωριόμουν για αυτή τη γυναίκα και έλεγα ότι και η αδελφούλα μου να ήταν και παιδί μου να ήταν, τέτοιο πόνο δεν θα ένιωθα».

Η Μ. Σαμπανιώτη, μιλώντας στον συντάκτη του protothema.gr Φρ. Δρακοντίδη. Στο μέσον, ο συνήγορός της Γ. Παπαϊωάννου.

Η Μ. Σαμπανιώτη, μιλώντας στον συντάκτη του protothema.gr Φρ. Δρακοντίδη. Στο μέσον, ο συνήγορός της Γ. Παπαϊωάννου.

Σήμερα, η Σαμπανιώτη έχει εγκατασταθεί ξανά στο Περιστέρι, αλλά αυτή τη φορά σε διαφορετικό διαμέρισμα.

Τον Οκτώβριο 1994, η υπόθεση παρουσιάστηκε στη σειρά δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ του τ/σ ΑΝΤ1 «Ανατομία ενός εγκλήματος». Το επεισόδιο είχε τίτλο «Δηλητήριο», την σκηνοθεσία είχε κάνει ο Γιάννης Λαπατάς και τον πρωταγωνιστικό ρόλο ερμήνευε ηΧρυσούλα Διαβάτη. Λίγα χρόνια αργότερα, η υπόθεση μεταφέρθηκε εκ νέου στην τηλεόραση, αυτή τη φορά με αρκετές διαφορές σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, στην εκπομπή «10η εντολή» (τ/σ Alpha). Το επεισόδιο είχε τίτλο «Αρραβωνιάσματα» και στον πρωταγωνιστικό ρόλο εμφανιζόταν η Ναταλία Τσαλίκη.


Παλιότερες υποθέσεις

Πάντως, η πολύκροτη, όπως εξελίχθηκε, υπόθεση Σαμπανιώτη δεν ήταν η πρώτη του είδους της στην Ελλάδα. Ποινικές υποθέσεις με δράστες γυναίκες που διέπραξαν έναν ή περισσότερους φόνους χρησιμοποιώντας δηλητήριο είχαν κάνει σποραδικά την εμφάνισή τους ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι γνωστότερες -και πλέον χαρακτηριστικές της «κατηγορίας» αυτής- είναι οι υποθέσεις της Αλεξάνδρας Μέρδη και της Αικατερίνης Δημητρέα.

Ειδικότερα, στις 4 Δεκεμβρίου 1960, στο χωριό Άγιος Ανδρέας Μεσολογγίου συνελήφθη η 62χρονη Αλεξάνδρα Μέρδη με την κατηγορία ότι στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους είχε δηλητηριάσει, ρίχνοντας παραθείο στο φαγητό του, τον γαμπρό της Χρήστο Περβέντζα, 28 ετών, ο οποίος πέθανε λίγη ώρα αργότερα κι ενώ βρισκόταν στο χωράφι του. Ο Περβέντζας είχε παντρευτεί την κόρη της Μέρδη, Μαρία, και ζούσαν μαζί με το ζεύγος Μέρδη στο σπίτι τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής, τρεις μήνες προ του εγκλήματος άρχισαν οι προστριβές μεταξύ του Περβέντζα και της πεθεράς του. Κατά την απολογία της στους αστυνομικούς και τον εισαγγελέα Μεσολογγίου, η Μέρδη είπε ότι διέπραξε το έγκλημα επειδή ο «σώγαμπρος», όπως αποκαλούσε το θύμα, «τους είχεν αποξενώσει τόσον αυτήν όσον και τον σύζυγόν της» (εφ. Μακεδονία, 6 Δεκεμβρίου 1960), αν και ορισμένες άλλες πληροφορίες ανέφεραν πως στην πραγματικότητα πίσω από το έγκλημα κρύβονταν κληρονομικοί λόγοι.

Η αναγγελία της εκτέλεσης της Αλεξ. Μέρδη, στην εφ. Μακεδονία, την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 1962.

Η αναγγελία της εκτέλεσης της Αλεξ. Μέρδη, στην εφ. Μακεδονία, την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 1962.

Η δίκη για την υπόθεση πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο Αμαλιάδας, το οποίο έκρινε την Μέρδη ένοχη χωρίς ελαφρυντικά και την καταδίκασε στην θανατική ποινή. Η κόρη της Μαρία, που κατηγορούνταν για συναυτουργία, αθωώθηκε, εντούτοις η απόφαση αυτή κηρύχθηκε ως πεπλανημένη, με αποτέλεσμα η δίκη να επαναληφθεί μερικούς μήνες μετά στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας. Το δικαστήριο καταδίκασε εκ νέου την Μέρδη σε θάνατο και καταδίκασε την κόρη της σε κάθειρξη 15 ετών, πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και χρηματική ποινή 5.000 δρχ.

Η Μέρδη εκτελέστηκε στις 5.40’ το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου 1962, στον συνήθη τότε χώρο εκτελέσεων στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στον Υμηττό.