Της Νίνας Κουλετάκη
“She is more to be pitied than censured
She is more to be helped than despised
She is only a lassie who ventured
On life’s stormy path ill advised
Do not scorn her with words fierce and bitter
Do not laugh at her shame and downfall
For a moment stop and consider
That a man was the cause of it all.”
1894 song by William B. Gray
Στη βιβλιοθήκη John Hay, έγινε μια έκθεση, αφιερωμένη σε σεξουαλικά σκάνδαλα και φόνους της Αμερικής του 19ου αιώνα, στα οποία ήταν αναμεμιγμένες γυναίκες, ως θύματα, δράστες ή συνεργοί. Τα εκθέματα ήταν όλα, βιβλία, περιοδικά και φυλλάδια, τα οποία απηχούσαν το πνεύμα της εποχής αναφορικά με τη μοιχεία, την άμβλωση και την αντισύλληψη, την οικιακή βία και την απόκτηση παιδιών εκτός γάμου. Το πλέον αξιοσημείωτο είναι ότι πολλές από αυτές τις απόψεις, σχετικά με τις γυναίκες, τη σεξουαλικότητα και το φόνο, εξακολουθούν να αποτελούν κοινές πεποιθήσεις ακόμη και σήμερα, πάνω από 150 χρόνια μετά.
Ένα σκάνδαλο που είχε συγκλονίσει στην εποχή του, ήταν ο θάνατος της Sarah Cornell, μιας εγγύου νεαρής εργάτριας από το Φωλ Ρίβερ της Μασαχουσέτης, και η δίκη του Αιδεσιμότατου Ephraim Avery για το φόνο της. Στη Βοστώνη, η δίκη του Albert Tirrellγια τη δολοφονία της Maria Bickford έμεινε στην ιστορία, για την πρωτοφανή επιτυχία της υπεράσπισης να αθωώσει τον κατηγορούμενο, ισχυριζόμενη πως υπνοβατούσε κατά τη διάπραξη του φόνου.
Η Νέα Υόρκη, με την ταχύτατα αναπτυσσόμενη αστική κουλτούρα και τη διαρκή αύξηση του πληθυσμού, αποτέλεσε το σκηνικό για πολλές υποθέσεις φόνων, κατά τον 19ο αιώνα.Η δολοφονία της όμορφης πόρνης Ellen Jewett είχε κατά κόρον αναφερθεί στα φτηνά περιοδικά της εποχής, που αποτελούσαν τη βασική πηγή έντυπης ενημέρωσης τη δεκαετία του 1830. Ο μυστηριώδης θάνατος της Mary Rogers, του «κοριτσιού που πουλούσε πούρα», μερικά χρόνια αργότερα, προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση και τράβηξε το ενδιαφέρον του Edgar Allan Poe, του οποίου το διήγημα «Το μυστήριο της Marie Roget» βασίστηκε στην υπόθεση. Ο θάνατος της Mary, όπως και αυτός της μοδίστρας Alice A. Bowlsby, οφείλονταν πιθανότατα σε αμβλώσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων κάτι πήγε στραβά.
Η υπόθεση της Abby McFarland και του Albert Richardson, απασχόλησε τα λαϊκά έντυπα του τέλους της δεκαετίας του 1860. Ο Richardson πυροβολήθηκε από τον πρώην σύζυγο της Abby, μέσα στα γραφεία της εφημερίδας New York Tribune. Λίγο πριν υποκύψει στα τραύματά του και ευρισκόμενος στο κρεβάτι, παντρεύτηκε την Abby. Το μυστήριο τέλεσε ο διάσημος –για την εποχή- ιερέας Henry Ward Beecher. Μερικά χρόνια αργότερα ο ιερωμένος βρέθηκε αναμεμιγμένος σε ένα σεξουαλικό τρίγωνο, το αποκαλούμενοBeecher-Tilton σκάνδαλο: ο Theodore Tilton μήνυσε τον Beecher επειδή, καθώς ισχυρίστηκε, διατηρούσε παράνομο δεσμό με τη σύζυγό του Elizabeth.
Ας δούμε, τώρα, τα έντυπα τα σχετικά με την κάθε υπόθεση.
Rev. Ephraim Avery / Sarah Cornell
H Sarah Cornell, μια ανύπαντρη τριαντάχρονη εργάτρια σε εργοστάσιο του Φωλ Ρίβερ της Μασαχουσέτης, βρέθηκε κρεμασμένη κοντά σε μια θημωνιά, μιας φάρμας της περιοχής.Το πτώμα της αναγνωρίστηκε από τον πνευματικό της, έναν μεθοδιστή ιερέα. Αρχικά, ο θάνατός της θεωρήθηκε αυτοκτονία, αλλά η υπόθεση άνοιξε εκ νέου όταν, ανάμεσα στα πράγματά της, βρέθηκε ένα ιδιόγραφο σημείωμά της, το οποίο ενέπλεκε τον Αιδεσιμότατο Avery.
Η Cornell ανήκε στο ποίμνιο της εκκλησίας του Avery, στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, όταν εργαζόταν σε εργοστάσιο της περιοχής, αλλά είχε αποβληθεί από αυτήν για «λαγνεία και ψεύδος». Η Cornell συναντήθηκε με τον Avery σε μια κατασκήνωση μεθοδιστών στο Τόμσον του Κοννέκτικατ, σε μια προσπάθεια να τον πείσει να καταστρέψει τις επιστολές ομολογίας του παραπτώματός της, καθώς –όσο αυτές υπήρχαν- δεν θα γινόταν δεκτή από καμία άλλη εκκλησία μεθοδιστών.
Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη κατάθεση του γαμπρού της Cornell, ο Avery δέχτηκε να καταστρέψει τις επιστολές με την προϋπόθεση πως η Cornell θα έκανε σεξ μαζί του, όπως και έγινε. Αργότερα η Cornell ανακάλυψε πως είχε μείνει έγγυος από τον Avery.
Μετά την ανακάλυψη του σημειώματος, διατάχτηκε εκταφή του πτώματος της Cornell και έγινε νεκροψία, η οποία απέδειξε πως η Cornell διένυε τον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της κατά τη στιγμή του θανάτου. Σημάδια που βρέθηκαν στο σώμα της απέδειξαν πως είχε γίνει απόπειρα άμβλωσης. Αμέσως εξεδόθη ένταλμα για τη σύλληψη του Avery, αλλά ύστερα από μια ιδιαίτερα αμφισβητούμενη προκαταρκτική εξέταση, αποφασίστηκε πως δεν υπήρχαν αρκετές αποδείξεις εναντίον του, με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερος.
Ο John Durfee, ο αγρότης που ανακάλυψε το πτώμα της Cornell, δεν έμεινε ικανοποιημένος από την εξέλιξη της υπόθεσης και συγκάλεσε μια Επιτροπή Διαμαρτυρίας, η οποία υπέβαλε επίσημα τις ενστάσεις της για το χειρισμό της υπόθεσης, στο ανώτατο δικαστήριο του Νιούπορτ. Ο Avery, φοβούμενος την νέα, επικείμενη σύλληψή του, διέφυγε στο Ρόουντ Άιλαντ, αλλά ανακαλύφθηκε στο κρησφύγετό του στο Ριντζ του Νιού Χάμσιρ, από τον τοπικό σερίφη, και συνελήφθη.
Η κάλυψη της δίκης από τον τύπο της εποχής ήταν εκτενής, καθιστώντας δύσκολη την εξεύρεση ενός αντικειμενικού σώματος ενόρκων. Η διάρκειά της ήταν ιδιαίτερα μεγάλη για την εποχή: κράτησε 27 ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων εξετάστηκαν 196 μάρτυρες. Το πλάνο υπεράσπισης του συνηγόρου του Avery, ήταν να καταδειχθεί η αξιοπιστία του και η εκτίμηση της οποίας απολάμβανε στην τοπική κοινωνία, σε αντιδιαστολή με την ελευθεριότητα της Cornell και τον κακό της χαρακτήρα, κάτι που –κατά τη γνώμη της υπεράσπισης- αποδείκνυε περίτρανα πως δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει κανενός είδους σχέση μεταξύ τους. Για να ενισχυθεί αυτή η άποψη, προσκομίστηκαν αποδείξεις σύμφωνα με τις οποίες η Cornell είχε συλληφθεί για κλοπές από καταστήματα και είχε δεχτεί θεραπεία για αφροδίσιο νόσημα. Οι ένορκοι συνεδρίασαν για 16 ώρες, και κατέληξαν σε αθωωτική, για τον Avery, απόφαση.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, η Εκκλησία των Μεθοδιστών απήλλαξε επισήμως τον Averyαπό την κατηγορία και του επέτρεψε να επιστρέψει στα καθήκοντά του, ως ιερέας. Παρά αυτή την ενέργεια και την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, η κοινή γνώμη ήταν εναντίον του και το σκάνδαλο τον ακολουθούσε. Δυο χρόνια αργότερα ο Avery εκδύθηκε το σχήμα και μετακόμισε στο Οχάιο.
Maria Bickford
Η υπόθεση Tirell είναι ένας από τους θριάμβους του δικηγόρου υπεράσπισης RufusChoate, ο οποίος έπεισε τους ενόρκους πως ο πελάτης του δεν ήταν αυτός που έκοψε το λαιμό της Maria Bickford, ή –στην περίπτωση που το έκανε- είχε το ακαταλόγιστο, καθώς το έπραξε ενώ υπνοβατούσε!
Αφού απηλλάγη από την κατηγορία του φόνου, ο Tirrell δικάστηκε ως εμπρηστής, καθώς είχε βάλει και φωτιά στο σπίτι. Και πάλι ο Choate κατάφερε να τον απαλλάξει, με τον ίδιο ισχυρισμό. Η υπόθεση Tirrell ήταν η πρώτη κατά την οποία κατηγορούμενος για φόνο, απαλλάχτηκε λόγω υπνοβασίας. Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και θα την εξετάσουμε διεξοδικά (μαζί με άλλες σχετικές) σε προσεχές άρθρο.
Ellen Jewett
Το 1836, ιδιαίτερη αίσθηση στη Νέα Υόρκη προκάλεσε η δολοφονία της Ellen Jewett, μιας πόρνης εκπάγλου καλλονής. Ο Richard Robinson, ένας δεκαεννιάχρονος νεαρός και εραστής της, την είχε συντροφέψει το μοιραίο βράδυ. Η Jewett είχε δολοφονηθεί με τσεκούρι και ο δράστης είχε αποπειραθεί να κάψει το διαμέρισμα, προφανώς για να εξαφανίσει τα ίχνη του εγκλήματος. Η υπόθεση εναντίον του Robinson ήταν ιδιαίτερα ισχυρή κι όμως ο δικηγόρος του κατάφερε να τον αθωώσει. Η δίκη αποτελούσε το μείζον θέμα συζήτησης της εποχής, οι εφημερίδες ανέφεραν όλες τις λεπτομέρειες και η New York Herald είχε μια σημαντική επιτυχία, όταν ο ίδιος της ο εκδότης, ο James Gordon Bennett, κατάφερε να μπει στο φημισμένο πορνείο όπου εργαζόταν η Jewett και να γράψει ένα άρθρο γι αυτή του την επίσκεψη.
Πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν πως ο Robinson είχε κατηγορηθεί για να καλυφθεί κάποιος από τους πολλούς και πλούσιους πάτρωνες του πορνείου, που ανήκαν στην υψηλή κοινωνία της πόλης. Ο ίδιος ο Robinson θεωρήθηκε ένα είδος ήρωα, καθώς το θύμα του δεν ήταν παρά μια κοινή γυναίκα, και στα μάτια των κατοίκων της Νέας Υόρκης της εποχής, αποτέλεσε το σύμβολο του νέου τύπου άνδρα, που με τη στάση του στη ζωή έρχεται σε σύγκρουση με τη συντηρητική κοινωνία από τη μια, αλλά αποτελεί και τιμωρό της ακολασίας και των έκλυτων ηθών από την άλλη!
Mary Rogers
Το καλοκαίρι του 1841, η Mary Rogers, μια νεαρή γυναίκα που εργαζόταν στον πάγκο με τα πούρα του καταστήματος του John Anderson με είδη καπνιστού, εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη, από το οικοτροφείο της Νέας Υόρκης στο οποίο διέμενε. Τρεις μέρες αργότερα το πτώμα της, άσχημα κακοποιημένο και με τους πνεύμονες γεμάτους νερό, βρέθηκε να επιπλέει στα ρηχά του ποταμού Hudson, μόλις μερικά μέτρα από την όχθη. Η ιστορία της, που οδήγησε στο άλυτο μυστήριο της δολοφονίας της, ήταν βούτυρο στο ψωμί των λαϊκών φυλλάδων, των κοινωνικών αναμορφωτών και των πολιτικών και αποτέλεσε την έμπνευση για ένα από τα πρωτόλεια του Edgar Allen Poe, «Το μυστήριο της Marie Roget».
Η Rogers αντιπροσώπευε τη νέα τάξη γυναικών, οι οποίες πορεύονταν στη ζωή εκμεταλλευόμενες την ευρύτερη οικονομική ανάπτυξη, με το να εργάζονται όλο και περισσότερο, και αποκτώντας, έτσι, περισσότερες σεξουαλικές ευκαιρίες, στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αμερικής. Ο θάνατός της αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για να εκφραστούν απόψεις ανησυχίας και συντηρητισμού, αναφορικά με τη σεξουαλική απελευθέρωση των γυναικών, τους νέους ρόλους που έπαιζαν αυτές εκτός οικογένειας, τον νόμο και την τάξη και τις αμβλώσεις. Ο θάνατος της Rogers, που αρχικά είχε αποδοθεί σε μια δολοφονική ομάδα βιαστών, για να αποκαλυφθεί αργότερα πως δεν ήταν παρά μια απόπειρα άμβλωσης που είχε πάει στραβά, έγινε γρήγορα αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολιτικούς και σημείο αναφοράς για την κοινωνική πολιτική του κράτους. Με αφορμή το θάνατό της, δύο σημαντικά θέματα νομοθετήθηκαν το 1845: ο εκσυγχρονισμός των κοινωνικών ασφαλίσεων και η ποινικοποίηση των εκτρώσεων. Όπως η πόλη στην οποία έζησε και πέθανε, η Mary Rogers ήταν περιβεβλημένη από μυστήριο και φόβο, ξυπνούσε πάθη και ενέπνεε διηγήσεις.
Alice A. Bowlsby
Η Alice ζούσε με τις δυο της αδελφές και τη μητέρα της, εργαζόμενες και οι τέσσερις ως μοδίστρες. Το πτώμα της ανακαλύφθηκε στο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Νέας Υόρκης, μέσα σε ένα μπαούλο, με προορισμό το Σικάγο. Για το φόνο της κατηγορήθηκε ο γιατρόςJacob Rosenzweig, ο οποίος είχε αποπειραθεί να της κάνει έκτρωση, κατά τη διάρκεια της οποίας η Alice πέθανε από αιμορραγία.
Οι συγγενείς της αναγνώρισαν ως υπεύθυνο για την εγκυμοσύνη της τον Walter F. Conklin, έναν εύπορο νεαρό, γιο του αντιδημάρχου του Νιούαρκ. Είχε συναντήσει τηνAlice όταν εκείνη εργαζόταν σε ένα μοδιστράδικο, στο οποίο ραβόταν η μητέρα του.Όταν πληροφορήθηκε το θάνατό της, ο νεαρός Conklin αυτοκτόνησε.
McFarland-Richardson
Ο Daniel McFarland ήταν ένας μέθυσος παλιάνθρωπος, από τον οποίο η σύζυγός τουAbby κατάφερε, τελικά, να πάρει διαζύγιο. Η Abby σκόπευε να παντρευτεί με τον AlbertRichardson, δημοφιλή συγγραφέα και εκδότη της εφημερίδας New York Tribune. Ο Richardson πυροβολήθηκε από τον McFarland μέσα στα γραφεία της εφημερίδας και, στο νεκροκρέβατό του, παντρεύτηκε την Abby. Το μυστήριο τέλεσε ο Henry Ward Beecher.
Μια καμπάνια που ξεκίνησε με σκοπό να διαβάλει τον Richardson και να δικαιώσει τονMcFarland, είχε ως αποτέλεσμα την αθώωση του δεύτερου. Η συντηρητική Αμερική επέτρεψε σε έναν δολοφόνο να γλιτώσει την καταδίκη με το σκεπτικό ότι «μαχόταν για το ιδεώδες του αμερικανικού σπιτιού και τη συνοχή της αμερικανικής οικογένειας». Η υπόθεση απασχόλησε πολύ έντονα την επικαιρότητα κατά το 1869 και το 1870.
Beecher-Tilton
Το σκάνδαλο Beecher-Tilton είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σεξουαλικού σκανδάλου του 19ου αιώνα, στο οποίο δεν υπάρχει φόνος. Εντούτοις, καταδεικνύει περίτρανα το πώς η ζωή και η φήμη ενός ανθρώπου μπορεί να καταστραφούν οριστικά από γεγονότα, για την αποφυγή των οποίων κάθε άλλο παρά λίγοι φόνοι έχουν διαπραχθεί. Το σκάνδαλο ξέσπασε για πρώτη φορά το 1872, όταν η δικηγόρος για τα δικαιώματα των γυναικών Victoria Woodhull, δημοσίευσε ένα άρθρο, στο οποίο κατηγορούσε τον Henry Ward Beecher, έναν διάσημο και δημοφιλή ιερέα του Μπρούκλυν, για μοιχεία. Ισχυρίστηκε ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1860, ο Beecher είχε συνάψει ερωτική σχέση με την Elizabeth Tilton, σύζυγο του Theodore Tilton. Το ζευγάρι ανήκε στο ποίμνιο του Beecher, στην Εκκλησία του Πλύμουθ και ο Tilton ήταν αυτός που διαδέχθηκε τον Beecher στη διεύθυνση της εντύπου Independent.
Το 1870, υποκύπτοντας στις υποψίες και τις πιέσεις του συζύγου της, η Elizabeth Tiltonτου ομολογεί τη σχέση της με τον Beecher, και το γεγονός κοινοποιήθηκε σε έναν μικρό κύκλο των μελών της Εκκλησίας του Πλύμουθ, καταφέρνοντας να κρατηθεί μακριά από τη δημοσιότητα για αρκετό καιρό. Ο Beecher παρενοχλούσε διαρκώς την Elizabeth, μέχρι που την ανάγκασε να ανακαλέσει την μαρτυρία της. Στη συνέχεια ήταν η σειρά του Tiltonνα την πιέζει, ζητώντας ανάκληση της ανάκλησης!
Το 1873 η Εκκλησία του Πλύμουθ διαγράφει τον Tilton, λόγω των διαρκών επιθέσεών του στον Beecher και της (ερωτικής, ίσως) στενής σχέσης του με τη Woodhull. Μέχρι τότε πολλά ντοκουμέντα και προσωπικές επιστολές είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στον τύπο της εποχής. Στο Independent, με το οποίο ο Tilton δεν είχε πια καμία σχέση, άρχισαν να εμφανίζονται άρθρα, που τον επέκριναν σκληρά για τις επιθέσεις του εναντίον του Beecher. Εξαγριωμένος ο Tilton, απάντησε με δημοσιεύματα σε διάφορα άλλα έντυπα και το θέμα εξελίχθηκε σε πραγματικό πόλεμο, μονοπωλώντας το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Ταυτόχρονα η Εκκλησία του Πλύμουθ ξεκινά διερεύνηση του θέματος, μέσω Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία και απαλλάσσει τον Beecher. Στη συνέχεια ο Tilton τον μηνύει και η δίκη, το 1875, προκάλεσε αίσθηση σε ολόκληρο το έθνος. Διήρκεσε έξι μήνες, στο τέλος των οποίων ο Beecher απηλλάγη, καθώς οι ένορκοι δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε ασφαλές συμπέρασμα.
Τον επόμενο χρόνο, δεύτερη εκκλησιαστική επιτροπή απαλλάσσει τον Beecher εκ νέου.Το 1878 η Elizabeth Tilton, παραδέχεται την ερωτική της σχέση με τον Beecher και αποβάλλεται από την Εκκλησία του Πλύμουθ. Ο Theodore Tilton, ότανς αδύνατον να βρει δουλειά εξαιτίας του σκανδάλου, αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Παρίσι. Ο Beecherεξακολούθησε να παραμένει δημοφιλής, χωρίς όμως να ανακτήσει τον απεριόριστο θαυμασμό και την εμπιστοσύνη του ποιμνίου του, που απολάμβανε προ του σκανδάλου.
http://eglima.wordpress.com