English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ- Υπόθεση Νίτα Μπέικερ – H Αμερικανίδα Μήδεια

www.tips-fb.com
«Παρόλο που γνωρίζω
ποια φρίκη θα τολμήσω, πιο μεγάλος

είναι ο θυμός από τα λογικά μου»

Ευριπίδη: «Μήδεια» (στίχοι 1077-1079)
Το βράδυ του Σαββάτου 27 Μαΐου 1961 είναι μία ακόμα ζεστή, ανοιξιάτικη βραδιά και οι Αθηναίοι σπεύδουν να το εκμεταλλευτούν. Τα αυτοκίνητα πλημμυρίζουν την παραλιακή λεωφόρο Ποσειδώνος, τα νυκτερινά κέντρα γεμίζουν και η μουσική ξεχύνεται από παντού.Όμως σε μια μονοκατοικία του Καλαμακίου Αττικής, η ατμόσφαιρα είναι εντελώς διαφορετική. Η 28χρονη Αμερικανίδα Νίτα Μπέικερ, σύζυγος του Αμερικανού λοχία στη βάση Ελληνικού Τζόελ Μπέικερ, φωνάζει τα τρία της παιδιά -δύο κορίτσια και ένα αγόρι- από τον κήπο, όπου παίζουν. Έχει αρχίσει να νυχτώνει. Τους δίνει από ένα κομμάτι πουτίγκα κι ύστερα τα οδηγεί στα δωμάτιά τους για να κοιμηθούν. «Κοιμηθείτε, γιατί αύριο θα πάμε πολύ μακριά» τους λέει. Μετά, επιστρέφει στην κουζίνα, κάθεται στο τραπέζι και ανοίγει τη Βίβλο. Τη ξεφυλλίζει και στέκεται στην «Επί του Όρους ομιλία». Υπογραμμίζει τα σημεία που αναφέρονται στη μοιχεία και μετά σε ένα λευκό χαρτί γράφει ένα σύντομο γράμμα προς τον άντρα της. Στο βλέμμα της είναι φανερό πως έχει πάρει τις αποφάσεις της…
Νίτα Μπέικερ
Αφήνει στο τραπέζι το ιδιόχειρο κείμενο και την Βίβλο ανοιχτή στη σελίδα με το σημειωμένο απόσπασμα και κατευθύνεται στο υπνοδωμάτιο, όπου κοιμάται η μικρή της κόρη, ηλικίας μόλις 2,5 ετών. Στα χέρια της κρατά ένα κορδόνι. Πλησιάζει την κούνια, που βρίσκεται το κοριτσάκι, με αργές και ψύχραιμες κινήσεις τυλίγει το κορδόνι στο λαιμό του παιδιού και το σφίγγει. Όταν βεβαιώνεται πως το παιδί έχει πεθάνει, πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο, όπου τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της- το αγοράκι και το μεγαλύτερο κορίτσι- είναι βυθισμένα στον ύπνο. Για λίγα δευτερόλεπτα στέκεται πάνω τους και μετά παίρνει πάλι το κορδόνι. Στραγγαλίζει το κοριτσάκι και πλησιάζει στο μέρος του αγοριού. Εκείνο ξυπνά. Η γυναίκα το πιάνει από το λαιμό και τον σφίγγει. Το αγόρι προσπαθεί να αντιδράσει, αλλά η δύναμη της μητέρας του είναι ισχυρότερη. Ένας τελευταίος σπασμός και μετά το κορμί του παιδιού μένει ακίνητο.Η Ν. Μπέικερ πηγαίνει στο σαλόνι. Με μια εφημερίδα φρακάρει την κεντρική πόρτα της μονοκατοικίας και ύστερα επιστρέφει στην κουζίνα. Παίρνει ένα μαχαίρι και επιχειρεί να το μπήξει στην καρωτίδα της, αλλά τα χέρια της τρέμουν από υπερένταση. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει στο πάτωμα. Η Ν. Μπέικερ έχει τραυματιστεί ελαφρά. Βλέπει το αίμα της να τρέχει και λιποθυμά…Λίγη ώρα αργότερα, στο σπίτι επιστρέφει ο σύζυγός της Τζόελ συνοδευόμενος από έναν συνάδελφό του. Ανυποψίαστος, ανοίγει με δυσκολία την εξώπορτα, που είναι φρακαρισμένη με την εφημερίδα. «Βρήκα τη γυναίκα μου μέσα σε μια λίμνη αίματος» θα πει αργότερα ο ίδιος, καταθέτοντας στη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πειραιά. «Προχώρησα στο δωμάτιο των παιδιών. Τα βρήκα σκοτωμένα. Στην αρχή νόμισα ότι κοιμόντουσαν. Το αγόρι μου ήταν μπρούμυτα. Το αναποδογύρισα και με τρόμο είδα τα αίματα. (…) Το πρόσωπο της Σουζάνας ήταν κάτασπρο. Βρήκα νεκρή και την Κίτυ».
Τζόελ Μπέικερ
Συντετριμμένος, ο Τζ. Μπέικερ μεταφέρεται με νευρικό κλονισμό στο νοσοκομείο της αμερικανικής βάσης. Σε διπλανό θάλαμο νοσηλεύεται η σύζυγός του, που έχει διαφύγει το θάνατο…Όταν οι λεπτομέρειες της υπόθεσης γίνονται γνωστές, μέσω των ρεπορτάζ των εφημερίδων, η κοινή γνώμη συγκλονίζεται. Λόγω των προφανών αναλογιών με το μύθο της Μήδειας, οι εφημερίδες φιλοξενούν τα ρεπορτάζ τους στις πρώτες σελίδες, υπό τους πηχυαίους τίτλους: «Μήδεια στο Καλαμάκι», «Σύζυγος Αμερικανού λοχία στραγγαλίζει τα τρία παιδιά της», «Απέτυχε η απόπειρα της Μήδειας του Καλαμακίου να αυτοκτονήσει», «Γιατί σκότωσε η Μπέικερ τα παιδιά της; Πρόκειται περί φρενοβλαβούς;»Τα ερωτήματα ζητούν απαντήσεις και οι αστυνομικοί επιχειρούν να τις βρουν. Στις 31 Μαΐου και αφού οι γιατροί εκτιμούν πως η ασθενής τους μπορεί πια να μιλήσει, η Ν. Μπέικερ απολογείται: «(…) Πριν έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά, έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μιαν άλλη. Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά μου».
Το σπίτι της οικογένειας Μπέικερ στο Καλαμάκι,
όπου έγινε η τριπλή παιδοκτονία

«Η μοίρα μου με κυνηγούσε»
Ο Τζόελ Μπέικερ και η Νίτα γνωρίστηκαν το 1951 σε ένα φιλικό σπίτι στη Νότια Καρολίνα των Η.Π.Α.. Εκείνη εργαζόταν ως εμποροϋπάλληλος και εκείνος σε μια ιδιωτική επιχείρηση. Σύμφωνα με τον Τζ. Μπέικερ «το αίσθημά μας ήταν δυνατό και σχεδόν αμέσως παντρευτήκαμε». Η Ν. Μπέικερ ήταν μια έντονα θρησκευόμενη γυναίκα (Λουθηρανή) και ο Τζ. Μπέικερ θα καταθέσει χαρακτηριστικά ενώπιον της αστυνομίας: «Η διασκέδασή της δεν ήταν άλλη από το να διαβάζει θρησκευτικά βιβλία. Το σπίτι ήταν γεμάτο με τέτοια».Η ζωή του ζευγαριού κυλούσε αρμονικά, θα επαναλάβει πολλές φορές η Ν. Μπέικερ αλλά ο σύζυγός της θα διατυπώσει διαφορετική γνώμη: «Μας χώριζε ένα μεγάλο και αγεφύρωτο ψυχικό τραύμα (…). Περνούσαμε μια ζωή ήσυχη κι αδιάφορη, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη ανταπόκριση εκ μέρους της γυναίκας μου. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά θα είχαμε χωρίσει. Εκείνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της κι εγώ την αντιμετώπιζα με αδιαφορία. (…) Οι συζυγικές μας υποχρεώσεις ήταν απόλυτα ομαλές, αλλά δεν συναντούσα ανταπόκριση εκ μέρους της. Πάντως, από αρκετά χρόνια κοιμόμασταν χωριστά!» (κατάθεση Τζ. Μπέικερ στο Κακουργιοδικείο Πειραιά).Ως στρατιωτικός, πλέον, το καλοκαίρι 1960 ο Τζ. Μπέικερ πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και μαζί με τη Νίτα και τα τρία τους παιδιά εγκαταστάθηκαν στη μονοκατοικία του Καλαμακίου. Στα τέλη του 1960, ο Τζ. Μπέικερ γνώρισε την Βενετία Σιταρά, που εργαζόταν κι αυτή στην αμερικανική βάση. Συμφώνησαν να του κάνει μαθήματα ελληνικών, αλλά όπως κατέθεσε αργότερα η γυναίκα στους αστυνομικούς «σιγά-σιγά, αυτός άρχισε να με πιέζει να κάνουμε σχέση και μου έλεγε πως θα έκανε καμιά παλαβομάρα αν δεν δεχόμουνα. Δεν ήθελα να φέρω δυστυχία σε ένα σπίτι που πριν από λίγο καιρό ήταν γεμάτο ευτυχία. (…) Όμως, ο Μπέικερ ήταν αθεράπευτος και τελικά δέχθηκα τις προτάσεις του γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Πάντως, με βεβαίωνε ότι δεν θα άφηνε τη γυναίκα και τα παιδιά του. (…) Κάποια στιγμή, πήρα την απόφαση να χωρίσουμε. Μάλιστα μια μέρα έφυγα από τη βάση χωρίς να τον ειδοποιήσω, (…) ήρθε στο σπίτι μου έξω φρενών και δημιούργησε μικροεπεισόδιο. Προσπάθησα να το ξανακάνω αλλά διαπίστωσα ότι αυτή η τακτική δεν έχει αποτέλεσμα» (εφ. «Ακρόπολις» – 2/6/1961).
Η Ν. Μπέικερ προσάγεται στον ανακριτή
Η Ν. Μπέικερ άρχισε να υποψιάζεται πως κάποια άλλη γυναίκα είχε μπει στη ζωή του άντρα της. «Από τον Ιανουάριο τα πράγματα άλλαξαν» θα πει αργότερα η ίδια. «Η ζωή μου άρχισε να γίνεται μια κόλαση. Έχασα την ευτυχία μου, δεν ζούσα πια μέσα στα χάδια. Ο άνδρας μου άρχισε να μην με προσέχει πια, να μου φέρεται σκληρά και ψυχρά. Του ζητούσα εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του, αλλά αυτός δεν μου απαντούσε. Φώναζε και με απειλούσε πως θα ζητήσει να ξαναγυρίσει στην Αμερική. Έλεγα: ‘Πρέπει να τον συγχωρέσω, να κάνω πως δεν βλέπω και να ζήσω για τα παιδιά μου’. Αυτή η σκέψη με ανακούφιζε λίγο. Μα, μετά με έπιανε ξανά απελπισία. Τα βιβλία, όμως, και πάλι με έκαναν να ηρεμώ και να σκέφτομαι λογικά. Όμως, η μοίρα μου φαίνεται πως με κυνηγούσε…»Εντελώς τυχαία, στις 26 Μαΐου η Ν. Μπέικερ ανακάλυψε στα προσωπικά αντικείμενα του άντρα της μια φωτογραφία, όπου απεικονιζόταν ο ίδιος αγκαλιά με τη Β. Σιταρά. Ένοιωσε απόγνωση. «Σκέφθηκα πως ύστερα από όσα ανακάλυψα, δεν είχαμε θέση στον κόσμο ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά μου» θα πει στους αστυνομικούς. Μερικές ώρες αργότερα, θα έμπαινε για τελευταία φορά στα παιδικά δωμάτια…
Οι δίκες
Το φθινόπωρο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε η δίκη για την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τρεις ψυχίατροι, οι οποίοι είχαν εξετάσει την Ν. Μπέικερ, κατέθεσαν πως η κατηγορουμένη σκότωσε τα παιδιά της υπό το κράτος ψυχογενούς μελαγχολίας σοβαρής μορφής. Με τον στραγγαλισμό τους πίστευε πως διέπραττε μια «κατ’ επέκταση αυτοκτονία», ευεργετώντας τόσο τον εαυτό της όσο κι αυτά. Οι ένορκοι αποδέχτηκαν ότι η Ν. Μπέικερ εγκλημάτησε υπό το κράτος πλήρους σύγχυσης και το δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρείο και όχι στις φυλακές.
Όμως, ο εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση πεπλανημένη και λίγο αργότερα ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε πως η πρότασή του είχε γίνει δεκτή και η δίκη θα επαναλαμβανόταν. Στο διάστημα που μεσολάβησε, η Ν. Μπέικερ μελετούσε στο κελί την Βίβλο, δεν έδειχνε σημάδια μεταμέλειας, ενώ εμφανιζόταν αδιάφορη για τη ζωή της. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν, λίγες μέρες πριν από την εναρκτήρια ημέρα της δεύτερης δίκης, την επισκέφθηκε ο συνήγορός της Στ. Τριανταφύλλου και την ρώτησε με ποια ποινή φυλάκισης θα ήταν ικανοποιημένη, εκείνη απάντησε κυνικά: «Θέλω να πεθάνω».
Ο πατέρας της Ν. Μπέικερ (αριστερά) με τους συνηγόρους υπεράσπισής της Στ. Τριανταφύλλου (στο μέσον) και Τ. Θεοφανόπουλο, λίγο πριν από την πρώτη δίκη
Την άνοιξη του 1962, η Ν. Μπέικερ κάθισε ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αυτή τη φορά στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Στις καταθέσεις τους, τόσο ο Τζ. Μπέικερ όσο και η Β. Σιταρά αρνήθηκαν πως διατηρούσαν ερωτικό δεσμό και έκαναν λόγο για φιλική σχέση. Πάντως, ο Τζ. Μπέικερ στην κατάθεσή του παραδέχτηκε πως την ημέρα του εγκλήματος «είχα πάει με την Σιταρά μια εκδρομή στην Πεντέλη και μετά πήγαμε στον κινηματογράφο». Από την πλευρά της, η οικιακή βοηθός του ζευγαριού Μαρία Βλάχου περιέγραψε την Ν. Μπέικερ ως «υπόδειγμα μητέρας και συζύγου».
Έντονο προβληματισμό προκάλεσαν οι τοποθετήσεις τεσσάρων ψυχιάτρων, που συγκρούσθηκαν ως προς το εάν η κατηγορουμένη είχε συνείδηση ή όχι των πράξεών της. Ο καθηγητής Ψυχιατρικής Κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε εξετάσει την Ν. Μπέικερ τέσσερις φορές κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι «κατά την διάπραξη του εγκλήματος, η κατηγορουμένη έπασχε από σοβαρή ψυχική πάθηση μετά μελαγχολίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να δημιουργηθεί μια νοσηρά κατάσταση. (…) Την ώρα που διέπραττε το έγκλημα δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς της και ήταν σε τέτοια κατάσταση συγχύσεως, ώστε να έχει καταργηθεί εντελώς ο καταλογισμός της. Πιστεύω ακράδαντα ότι λίγες ημέρες πριν από το έγκλημα η κατάστασή της χειροτέρευσε και εγκλημάτησε κάτω από το κράτος μιας αγχώδους μελαγχολίας».
Ο ψυχίατρος Κ. Μπούκης υποστήριξε πως «η κατάθλιψη υπήρχε δύο ή τρεις ημέρες πριν από το έγκλημα. (…) Αν δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την πρόθεσή της να αυτοκτονήσει οφείλεται στο γεγονός ότι το ψυχικό της σθένος είχε εξασθενήσει από τους αλλεπάλληλους στραγγαλισμούς», ενώ παρόμοια ήταν και η τοποθέτηση του υφηγητή Ψυχιατρικής Μ. Στριγγάρη, ο οποίος σημείωσε ότι η κατηγορουμένη «εγκλημάτησε κάτω από το κράτος μιας νοσηράς καταστάσεως».
Καθοριστική, ωστόσο, για την έκβαση της δίκης στάθηκε η κατάθεση του ψυχιάτρου Χ. Μικρόπουλου, ο οποίος την είχε εξετάσει μόλις δύο ημέρες μετά το έγκλημα: «Νομίζω ότι η κατηγορουμένη είχε αντίληψη του τι έκανε, αλλά διέπραξε το έγκλημα ακριβώς επειδή είχε ανώριμη προσωπικότητα και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη ζωή μαζί με τον σύζυγό της» τόνισε χαρακτηριστικά. «Ήταν τύπος σχιζοειδής. Η Μπέικερ ήταν κλειστός χαρακτήρας. (…) Δεν μπορούσε να εκφρασθεί και να αντιδράσει σε ό,τι έκανε ο άντρας της, (…) να του πει να αλλάξει τρόπο ζωής, ούτε καν να εξωτερικεύσει τον πόνο της. (…) Θα μπορούσε να σκοτώσει τον σύζυγό της, αλλά θεωρούσε ότι δεν άξιζε αυτός μια τέτοια τιμωρία. Ήθελε να αυτοκτονήσει. Αυτή ήταν η βαθύτερη επιθυμία της. (…) Αλλά θα άφηνε έτσι πίσω της τα παιδιά. Θα έπεφταν στα χέρια του συζύγου της. Θέλησε λοιπόν να τα λυτρώσει (…). Με την πράξη της αυτή ήθελε να εκδικηθεί και τον άπιστο σύζυγό της».
Η Ν. Μπέικερ, σε δύο χαρακτηριστικές στιγμές από τη δεύτερη δίκη
Στην απολογία της, η Ν. Μπέικερ δεν έδειξε καμιά μεταμέλεια για τα εγκλήματά της, υποστήριξε (αλλά χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία) ότι ο σύζυγός της ήταν βίαιος και πως η ίδια ήθελε να επιστρέψει στις Η.Π.Α. με τα παιδιά, αλλά δεν την άφηνε. «Τον φοβόμουν τον άντρα μου. Με κτυπούσε» είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «Σκότωσα τα παιδιά μου γιατί ήθελα να αναγκάσω τον άντρα μου να μην με κτυπά».
Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε το έγκλημα «αποτρόπαιο», τόνισε πως «η κατηγορουμένη την ώρα που διέπραττε το έγκλημα είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς της» και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχη ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, με το ελαφρυντικό της μέτριας σύγχυσης. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι συνήγοροι Πολιτικής Αγωγής, ενώ από την πλευρά τους, οι συνήγοροι υπεράσπισης προσπάθησαν να πείσουν τους ενόρκους να επαναλάβουν την ετυμηγορία της πρώτης δίκης (πλήρη σύγχυση της Ν. Μπέικερ).
Τελικώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ν. Μπέικερ διέπραξε τους φόνους σε βρασμό ψυχικής ορμής και με το ελαφρυντικό της μέτριας σύγχυσης, της επέβαλε ποινή κάθειρξης 16 ετών.

Στιγμιότυπο από τη δεύτερη δίκη: όρθιος διακρίνεται ο συνήγορος υπεράσπισης Στ. Τριανταφύλλου. Στο βάθος, σκυφτή, η Ν. Μπέικερ με τα χέρια στο πρόσωπό της.
Δύο χρόνια αργότερα, έλαβε χάρη και επέστρεψε στις Η.Π.Α. Σύμφωνα με τους δημοσιογράφους Ν. Κακαουνάκη και Ερρ. Μπαρτζινόπουλο, λίγα χρόνια μετά, έστειλε μια επιτολή στο δικηγόρο της Στ. Τριανταφύλλου στην οποία ανέφερε πως ήταν πια καλά, ότι νοσταλγεί την Ελλάδα και επιθυμούσε να την επισκεφθεί ξανά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο γράφων την εντόπισε τηλεφωνικώς στις Η.Π.Α., αλλά η ίδια, επιμόνως, αρνήθηκε να μιλήσει για την υπόθεση και για τη ζωή της εκεί.
Μια ταινία
Το 1978, ο διάσημος σκηνοθέτης Ζυλ Ντασέν, εμπνευσμένος από την υπόθεση της Ν. Μπέικερ, γύρισε την ταινία «Adreamofpassion» (ελληνικός τίτλος «Κραυγή γυναικών» ή «Η άλλη Μήδεια»). Η Μάγια (Μελίνα Μερκούρη) μια μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός, που πρόκειται να πρωταγωνιστήσει σε παράσταση της «Μήδειας» του Ευριπίδη, έρχεται αντιμέτωπη με την Ν. Μπέικερ (Μπρέντα στην ταινία, το ρόλο ερμήνευσε η Έλεν Μπερνστιν), η οποία βρίσκεται στις φυλακές Κορυδαλλού, για το φόνο των τριών παιδιών της. Η Μάγια κερδίζει σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη της Μπρέντα και αναπτύσσει μαζί της μια ουσιαστική σχέση, περισσότερο ψυχολογική.
Η αφίσα της ταινίας
«Η ταυτόχρονη κραυγή των δύο γυναικών -της Μάγιας, την ώρα που σηκώνει το μαχαίρι για να σκοτώσει τα παιδιά της στη θεατρική παράσταση, και της Μάγιας, που προσεύχεται μέσα στη φυλακή- παίρνει μια σημασία συμβολική και γίνεται η κραυγή της σύγχρονης γυναίκας, που βρίσκεται σ’ έναν κόσμο καταπιεστικό» θα γράψει για την ταινία ο Ν. Φενέκ-Μικελίδης (εφ. «Ελευθεροτυπία», 30/10/1978), ενώ η κριτικός Μαριάν Μακντόναλντ θα σημειώσει πως στην ταινία αυτή το κοινό «δεν αναγνωρίζει τη σύγχρονη εποχή που κρύβεται πίσω από τον αρχαίο μύθο, αλλά αντίθετα βλέπει τον αρχαίο μύθο στη σύγχρονη εποχή».

Μια σκηνή από την ταινία. Αριστερά, η Μελίνα Μερκούρη και δεξιά, η Έλεν Μπέρνστιν
Η ταινία, μια ελληνοελβετική συμπαραγωγή, εκπροσώπησε επίσημα την Ελλάδα στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ Κανών του 1978.
Το γράμμα της Ν. Μπέικερ προς τον άντρα της
Ελπίζω να είσαι τώρα ευχαριστημένος με αυτό που έγινε. Στα παιδιά μας εξασφάλισα ένα πολύ ήσυχο και χριστιανικό καταφύγιο, ώστε να μείνουν μακριά από το βούρκο μέσα στο οποίο είχε κυλισθεί ο πατέρας τους. Βαρέθηκα, φίλε, να ζω σε αυτό το σπίτι με τον εφιάλτη των καθημερινών οργίων σου. Είναι βέβαια τρομερό αυτό που έκανα και μεγάλη ντροπή για μένα να αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή από αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, για τα οποία ξέρεις πόσο υπέφερα και υποφέρω στον άλλο κόσμο, γιατί με έσπρωξες να τους κόψω το νήμα της ζωής τους για να μην τ’ αφήσω να μεγαλώσουν και μάθουν τι έκανες.
Βαρέθηκα πια να ακούω κάθε βράδυ και από ένα ψέμα από το στόμα σου. Τώρα πληρώνουν και αυτά για τη φοβερή τακτική σου, πληρώνεις και εσύ. Θα έπρεπε, βέβαια, να τα σκεφτείς όλα αυτά πιο μπροστά. Θα έπρεπε να το φανταστείς πως μια μέρα ίσως τα πράγματα να έφθαναν σε αυτό το τραγικό τέλος. Δεν φταίω εγώ, αλλά εσύ που είχες υποχρέωση να τα σκεφθείς πριν αρχίσεις τα όργιά σου. Θα μου πεις πως μπορούσα να έχω λύσει και εγώ πιο μπροστά αυτό το ζήτημα εδώ και εννέα χρόνια. Τότε θα ήταν πολύ εύκολο και δεν θα έφθανα να αφαιρέσω τη ζωή τόσων πλασμάτων που δεν έφταιξαν. Το ήξερα πως θα μου άρχιζες το γυναικοκυνήγι κάποτε και πως δεν θα το άντεχα. Το πιοτό μπορώ να το αντέξω, ποτέ όμως τα όργιά σου που τόσο με είχαν πληγώσει. Τώρα, αν εκείνη είναι τόσο πιο ελκυστική από μένα και σου χαρίζει ωραιότερες στιγμές, ας σε κρατήσει. Ας υποχρεωθεί να πλένει εκείνη τα κοκκινάδια από το πουκάμισό σου. Εγώ βαρέθηκα πια, δεν είναι δυνατόν να αντέξω σε αυτή τη ζωή. Γι αυτό θέλησα να της θέσω τέρμα, παίρνοντας μαζί μου αυτά που είχε φέρει στον κόσμο. Θα μπορούσα, βέβαια, να τα αφήσω να ζήσουν γυρίζοντας μαζί τους στην Αμερική, όπου είχε μέρος να μείνω και να τα μεγαλώσω μακριά από τα καμώματά σου, αλλά δεν τα κατάφερνα και πάλι να φύγω γιατί θα άρχιζες τις υποσχέσεις σου και θα μου γύριζες τα μυαλά. Είσαι τόσο παράξενος, όμως, που δεν μπορεί κανείς να βασισθεί σε σένα. Δεν θα ωφελούσε, λοιπόν, μια τέτοια απόφασή μου επιστροφής στην Αμερική γιατί θα ναυαγούσε με την επέμβασή σου. Ξέρεις να τα κανονίζεις όλα με το μαλακό, πάντοτε όμως για τον εαυτό σου, χωρίς να λαμβάνεις και τον άλλο υπ’ όψη σου.
Έκανα υπομονή χρόνια ολόκληρα. Πίστευα στα λόγια σου, πως δεν ήταν τίποτα και ότι εξακολουθούσες να μου είσαι πιστός. Με γελούσες με τα γλυκόλογά σου, τώρα όμως πάνε τα ψέματα. Είναι καιρός που τα ξέρω όλα, δεν με γελάς. Ξέρω τι έκανες κάθε βράδυ με εκείνη ή εκείνες. Τώρα που δεν έχεις πια κανένα να ασχοληθείς μπορείς χα! χα! να συνεχίσεις τα όργιά σου. Κανείς δεν θα σε γκρινιάζει. Γλέντα όσο θέλεις και όπως θέλεις. Εγώ και τα παιδιά θα είμαστε μακριά και δεν θα βλέπουμε το κατάντημά σου».