Εισαγωγή
Σήμερα, είναι πολύ δύσκολο να ανακαλύψεις μιαν υπόθεση για την οποία δεν έχει γίνει λόγος κάπου αλλού, νωρίτερα. Με το διαδίκτυο της πληροφόρησης και –ενίοτε- της παραπληροφόρησης, «ουδέν καινόν υπό τον κυβερνο-ήλιον». Κι όμως: κάτι νέο «έσκασε» στο διαδίκτυο, τον Μάιο του 2009.
Πρόκειται για ένα άρθρο του Roger Moorhouse, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο αντίστοιχο τεύχος του περιοδικού BBC History Magazine, και αφορούσε στην ιστορία ενός σειριακού δολοφόνου στη ναζιστική Γερμανία του 1940. Πιο σοκαριστικό, ακόμα και από τη δράση του δολοφόνου, είναι το γεγονός ότι οι αρχές χρειάστηκαν πολύ χρόνο μέχρι να τον αποκαλύψουν και να τον φέρουν μπροστά στη δικαιοσύνη. Κι αυτό γιατί τους ήταν αδιανόητο ότι ο δολοφόνος θα ήταν ένας από αυτούς, μέλος του ναζιστικού κόμματος. Όλο το διάστημα ήταν πεπεισμένοι πως επρόκειτο για Εβραίο ή –τουλάχιστον- μη γερμανό υπήκοο.
Ας μην ξεχνάμε επίσης πως υπάρχουν ορισμένες περίοδοι στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς και ορισμένες κοινωνίες, που μπορούμε να πούμε ότι καθορίζονται από την εγκληματικότητα. Η Γερμανία του Χίτλερ (χωρίς να «υποτιμάμε» και το αντίπαλον δέος της, τη Ρωσία του Στάλιν), είναι ένα παράδειγμα συστήματος διακυβέρνησης, στο οποίο ο νόμος και η εφαρμογή του κάθε άλλο παρά προστατεύουν τον πολίτη από το κράτος, το χωρίς ηθικό υπόβαθρο. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να διανοηθεί ένα οποιοδήποτε, κοινό, καθημερινό έγκλημα, μεγαλύτερο και ειδεχθέστερο από τα πολιτικά, και όχι μόνο, εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας; Δεν υπάρχει καμία κοινωνία χωρίς έγκλημα, οποιασδήποτε μορφής, και σίγουρα όχι εκείνες που στην κοσμοθεωρία τους έχουν υποβιβάσει τόσο την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια.
Σήμερα, λοιπόν, στο «Έγκλημα και Τιμωρία», παρουσιάζουμε την ιστορία του Paul Ogorzow, ενός βερολινέζου εργάτη των σιδηροδρόμων, ο οποίος καταδικάστηκε και εκτελέστηκε το 1941 για τις δολοφονίες οκτώ γυναικών. Στην εποχή του αναφέρονταν σ’ αυτόν ως «ο δολοφόνος του αστικού σιδηροδρόμου» (σήμερα θα λέγαμε «ο δολοφόνος του μετρό»), καθώς όλα του τα θύματα είχαν βρεθεί κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών. Οι ίδιοι οι φόνοι ήταν τυπικά, σεξουαλικά εγκλήματα, όμως η έρευνα που διεξήγαγε η Kriminalpolizei -η περιβόητη Kripo, η ναζιστική αστυνομία- ολιγώρησε και εξασθένησε σοβαρά λόγω πολιτικών και ρατσιστικών προκαταλήψεων.
Παιδική και νεανική ηλικία
Ο Paul Ogorzow γεννήθηκε στις 29 Σεπτέμβρη του 1912, στο Muntowen, στην περιοχή του Masuren. Ήταν το νόθο παιδί της Marie Saga, υπηρέτριας σε ένα αγρόκτημα. Ο παππούς του, πατέρας της Marie, τον δήλωσε στο τοπικό ληξιαρχείο συμπληρώνοντας το πιστοποιητικό γεννήσεώς του με τρεις σταυρούς και το όνομα Paul Saga.
Το 1924 o Paul υιοθετήθηκε από τον Johann Ogorzow, έναν εργάτη γης από το χωριό Wachow, στο Nauen, ο οποίος του έδωσε και το επώνυμό του. Μεγαλώνοντας εργάστηκε στη φάρμα όπου δούλευε και ο θετός του πατέρας και, αργότερα, δούλεψε ως εργάτης μετάλλου σε μια βιομηχανία ατσαλιού, στο Brandenburg.
Το 1934 έγινε η πρόσληψή του στο Reichsbahn (Εθνικοί Σιδηρόδρομοι), ως εργάτη γραμμών. Δούλεψε σκληρά και εξελίχθηκε επαγγελματικά, για να καταλήξει στις σιδηροδρομικές αποθήκες του γερμανικού στρατού στο Rummelsburg. Γύρω από την περιοχή αυτή έκανε και όλους τους φόνους.
Το 1931 ο Paul Ogorzow έγινε μέλος του ναζιστικού κόμαμτος και το 1932 οργανώθηκε στα ναζιστικά Τάγματα Θανάτου, όπου την εποχή που διέπραξε τα εγκλήματά του, είχε ήδη τον βαθμό του λοχία.
Οικογένεια και πρώτες επιθέσεις
Το 1937 ο Ogorzow παντρεύτηκε την Gertrude, μια πωλήτρια δυο χρόνια μικρότερή του, και έκαναν δυο παιδιά, έναν γιο και μια κόρη. Αρχικά η οικογένεια συγκατοίκησε με την μητέρα του Paul, σε ένα διαμέρισμα της οδού Dorothea, στο Laubenviertel, στο προάστειο του Karlhorst, μια περιοχή γεμάτη από πρόχειρες οικίες παραθερισμού και λαϊκές πολυκατοικίες. Στη συνέχεια μετακόμισαν σ’ ένα γειτονικό σπίτι, στον ίδιο δρόμο. Οι γείτονες είχαν μόνο καλά λόγια να πουν γι αυτόν, καθώς τον έβλεπαν συχνά να παίζει με τα παιδιά του και να περνά πολλές ώρες στον κήπο, μπροστά και γύρω από το σπίτι του. Ήταν, μάλιστα, ιδιαίτερα περήφανος γι αυτόν το κήπο και, κυρίως, για το μικρό του περιβόλι με τις κερασιές, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Όμως, στη δίκη του, η Gertrude θα κατέθετε ότι γινόταν συχνά βίαιος μαζί της, κατηγορώντας τη για απιστία.
Ο Ogorzow πήγαινε καθημερινά στη δουλειά του, με το τραίνο, το ποδήλατο ή τα πόδια, αναλόγως του καιρού και της διάθεσής του. Οι συνάδελφοί του τον είχαν σε εκτίμηση. Ήταν επαρκής και αξιόπιστος εργαζόμενος, ήξερε να χειρίζεται τόσο τα φωτεινά σήματα όσο και τον τηλέγραφο. Αν και η περιοχή ευθύνης του ήταν η περιοχή γύρω από την οδό Zobtener, πολύ συχνά τον αποσπούσαν για δουλειά κατά μήκος των γραμμών του αστικού σιδηροδρόμου, όπου πάντα εμφανιζόταν φορώντας τη στολή του.
Αμέσως μετά τη μετοίκηση της οικογένειας στο νέο σπίτι της οδού Dorothea, ο Ogorzow άρχισε τους βιασμούς, επιτιθέμενος σε γυναίκες γύρω από το Friedrichsfelde, μια περιοχή γεμάτη παραθεριστικές κατοικίες, από την οποία περνούσε ο αστικός σιδηρόδρομος. Την εποχή εκείνη, ο πληθυσμός της συγκεκριμένης περιοχής απαρτιζόταν κυρίως από μοναχικές νοικοκυρές, οι σύζυγοι των οποίων βρίσκονταν στο μέτωπο, πολεμώντας για τη Γερμανία. Η αστυνομία είχε ήδη λάβει γνώση για 31 βιασμούς και σεξουαλικές επιθέσεις, όχι όμως και για το γεγονός ότι όλες είχαν διαπραχθεί από τον Ogorzow. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων απειλούσε τα θύματά του με στραγγαλισμό αλλά και με ένα μαχαίρι. Όλα τα θύματα κατέθεσαν πως ο βιαστής τους φορούσε στολή των εθνικών σιδηροδρόμων.
Μια νύχτα, και ενώ ο Ogorzow είχε επιτεθεί σε μια γυναίκα, δυο άνδρες τον αντιλήφθηκαν και έσπευσαν προς βοήθεια του θύματος. Ο Ogorzow κατάφερε να διαφύγει, αν και άσχημα χτυπημένος. Τότε ήταν που αποφάσισε να αλλάξει το modus operandi του: κανένα από τα επόμενα θύματά του δεν θα έμενε ζωντανό.
Οι φόνοι
Το φθινόπωρο του 1940, το Βερολίνο και οι κάτοικοί του ήταν σε μάλλον δύσκολη θέση. Οι θεαματικές γερμανικές νίκες, νωρίτερα το ίδιο έτος, εναντίον της Γαλλίας και της Βρετανίας, δεν είχαν καταφέρει να κερδίσουν τον πόλεμο. Το ναζιστικό καθεστώς είχε χαμηλώσει τους τόνους μέσα στη Γερμανία και μιλούσε ήδη για μια ανάπαυλα, μεταξύ δύο μαχών: τα χειρότερα για τον γερμανικό λαό έπονταν. Οι βερολινέζοι δούλευαν κάτω από δύσκολες συνθήκες, όπως αυτές της συσκότισης και της παροχής τροφίμων με δελτίο, βιώνοντας για πρώτη φορά τον τρόμο των αεροπορικών βομβαρδισμών. Ο επερχόμενος χειμώνας θα ήταν ιδιαίτερα σκληρός.
Πάντα, όμως, υπάρχει περιθώριο για τα πράγματα να γίνουν χειρότερα. Έτσι ένας νέος κίνδυνος είχε προστεθεί στα δεινά των βερολινέζων. Τους προηγούμενους μήνες, τρεις γυναίκες είχαν μαχαιρωθεί και δύο ακόμη είχαν υποστεί επιθέσεις, στην ανατολικές συνοικίες του Rummelsberg και του Karlshorst και γύρω από αυτές. Ύστερα, στις αρχές του Οκτώβρη, το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας ανακαλύφθηκε στο γειτονικό προάστιο του Friedrichsfelde. Το θύμα ήταν η Gerda Ditter, μια εικοσάχρονη μητέρα δύο παιδών: είχε στραγγαλιστεί και μαχαιρωθεί στο λαιμό.
Σύντομα, υπήρξαν και νέα θύματα. Τον Νοέμβριο, μια 30χρονη γυναίκα χτυπήθηκε μέχρι λιποθυμίας και πετάχτηκε από ένα, εν κινήσει, τραίνο, στο νοτιοανατολικό Βερολίνο, όχι μακριά από τις τοποθεσίες των προηγουμένων επιθέσεων. Έπειτα, το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου, δύο ακόμη πτώματα ανακαλύφθηκαν. Το πρώτο ανήκε στην 19χρονη Irmgard Frese και βρέθηκε σ’ ένα δρομάκι κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές του Karlshorst. Το κρανίο της είχε θρυμματιστεί και είχε βιαστεί. Το δεύτερο ήταν της Elfriede Franke, μιας 26χρονης νοσοκόμας. Βρέθηκε κι αυτή με σπασμένο κεφάλι, μόλις 500 μέτρα από το πτώμα της Irmgard, πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή, καθώς την είχαν πετάξει από το κινούμενο τραίνο.
Ακολούθησαν και άλλα πτώματα. Αυτό της 30χρονης Elisabeth Bungener, ανακαλύφθηκε στις 22 Δεκεμβρίου, με σπασμένο κρανίο, κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές του Rahnsdorf. Μια εβδομάδα αργότερα, το πτώμα της 46χρονης Gertrud Siewert βρέθηκε στο Karlshorst. Όπως και τα προηγούμενα είχε θρυμματισμένο κρανίο και έμοιαζε να έχει πεταχτεί από τραίνο εν κινήσει. Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1941, το πτώμα της 28χρονης Hedwig Ebauer ανακαλύφθηκε, σε παρόμοια κατάσταση, κοντά στο Wuhlheide. Η αστυνομία κατέληξε ότι και οι τρεις δολοφονίες, ταίριαζαν με το προφίλ των προηγούμενων επιθέσεων και των τριών άλλων φόνων που είχαν προηγηθεί. Υπέθεταν ότι όλοι ήταν έργο του ίδιου δολοφόνου, ο οποίος πετούσε τα θύματά του από κινούμενα τραίνα και που ήδη είχε γίνει γνωστός ως «ο δολοφόνος του αστικού σιδηροδρόμου».
Πέρασε πάνω από ένας μήνας, πριν ο δολοφόνος των τραίνων ξαναχτυπήσει. Τη νύχτα της 11ης Φεβρουαρίου το πτώμα της 39χρονης Johanna Voigt βρέθηκε στην ίδια, με τα προηγούμενα, κατάσταση, στις σιδηροδρομικές γραμμές κοντά στο Rummelsburg. Το πτώμα του επομένου –και τελευταίου- θύματος, ανακαλύφθηκε πέντε μήνες αργότερα, στις αρχές του Ιουλίου του 1941. Ανήκε στην 35χρονη Frieda Koziol. Βρέθηκε, με σπασμένο κρανίο, στόν ίδιο τόπο όπου το πρώτο θύμα είχε χάσει τη ζωή του, δέκα μήνες νωρίτερα.
Η έρευνα
Δύο άλλα θύματα του Ogorzow, τα οποία επίσης βιάστηκαν και πετάχτηκαν από το κινούμενο τραίνο,η 22χρονη Mathilde Hollesch και η 30χρονη Lisa Nowak, κατάφεραν να επιβιώσουν και να περιγράψουν την επίθεση και την απόπειρα φόνου. Κατέθεσαν για έναν υπάλληλο των εθνικών σιδηροδρόμων, που φορούσε την χαρακτηριστική μαύρη στολή. Ήδη, από τον Δεκέμβριο του 1940, η αστυνομία είχε αρχίσει να αναζητά έναν ύποπτο, με τα χαρακτηριστικά του Paul Ogorzow.
Όμως, οι ναζιστικές αρχές λογόκριναν όλα τα «κακά» νέα και, ιδιαίτερα για τον «δολοφόνο του αστικού σιδηροδρόμου» ο ίδιος ο Joseph Goebbels, Υπουργός Προπαγάνδας του Γ’ Ράιχ, είχε δώσει εντολή να μην δημοσιεύεται το παραμικρό. Έτσι, ο Επιθεωρητής Wilhelm Ludtke, αρχηγός της Κρίπο, ήταν ανήμπορος να ανακαλύψει πιθανούς μάρτυρες των επιθέσεων, ή να προειδοποιήσει τους βερολινέζους που ταξείδευαν νύχτα με τα τραίνα. Έτσι, αφού οποιαδήποτε φανερή έρευνα ήταν απαγορευμένη, ο Ludtke έριξε στην υπόθεση τους καλύτερους ντετέκτιβς του.
Τον Δεκέμβριο του 1940, μια πρωτοφανής, μυστική επιχείρηση είχε στηθεί στο Βερολίνο. Διακριτικά, 5.000 από τους 8.000 εργαζόμενους στον Εθνικό Σιδηρόδρομο, είχαν ανακριθεί και το ναζιστικό κόμμα είχε διαθέσει μερικά από τα μέλη του για την προστασία των γυναικών που μετακινούνταν μόνες στην περιοχή. Γυναίκες αξιωματικοί της αστυνομίας καθώς και βοηθοί ντετέκτιβς, χρησιμοποιήθηκαν ως δόλωμα, στη δεύτερη θέση των συρμών, εκεί που ο δολοφόνος εύρισκε τα θύματά του. Άλλοι πράκτορες κυκλοφορούσαν στους σταθμούς μεταμφιεσμένοι σε εργάτες γραμμών. Σε κάθε σταθμό, όλα τα βαγόνια ελέγχονταν ενδελεχώς. Η ειρωνεία είναι ότι ο Ogorzow ήταν ένα από τα μέλη του κόμματος που πρόσεχαν τις μοναχικές ταξειδιώτισσες.
Η σύλληψη και η εκτέλεση
Ο Paul Ogorzow, σε συζητήσεις με τους συναδέλφους του, έκανε συχνά μισογυνικά σχόλια και, σε κάποια περίπτωση, είχε αναφέρει τη φαντασίωσή του να σκοτώνει. Έτσι τράβηξε την προσοχή της αστυνομίας, ιδίως μετά την κατάθεση ενός συναδέλφου του, ο οποίος τον είχε δει να πηδά συχνά το φράχτη της σιδηροδρομικής αποθήκης. Η εξήγηση που έδωσε ο Ogorzow, ήταν ότι επισκεπτόταν την ερωμένη του, μια γυναίκα της οποίας ο άντρας ήταν στο μέτωπο.
Η δικαιολογία αυτή δεν έπεισε τον Επιθεωρητή Ludtke, ο οποίος εξέτασε όλες τις στολές του Ogorzow, για να ανακαλύψει σε όλες ίχνη αίματος. Τον Ιούλιο του 1941 o Paul Ogorzow τέθηκε υπό κράτηση. Εκεί, κατά τη διάρκεια μιας εξαντλητικής ανάκρισης, ήρθε αντιμέτωπος με ένα από τα διασωθέντα θύματά του, καθώς και με τα κρανία μερικών εκ των θυμάτων του, που του τα παρουσίασαν σε έναν δίσκο! Ο Ogorzow ομολόγησε όλα του τα εγκλήματα, όμως απέδωσε τη δολοφονική του μανία στον αλκοολισμό και στη σύφιλη, που ένας εβραίος γιατρός είχε αποτύχει να αντιμετωπίσει. Στις 21 Ιουλίου του 1941 ο Paul Ogorzow διαγράφηκε από το ναζιστικό κόμμα.
Μετά την ομολογία του κατηγορήθηκε για οκτώ δολοφονίες, έξι απόπειρες φόνου και τριάντα μία επιθέσεις. Η δίκη του έγινε στις 24 Ιουλίου και καταδικάστηκε από το Τρίτο Ειδικό Δικαστήριο του Βερολίνου, μετά από την παρουσίαση όλων των αποδεικτικών στοιχείων και τις καταθέσεις οκτώ μαρτύρων κατηγορίας. Η απόφαση έκανε λόγο για εγκληματική βία και ανακήρυσσε τον Paul Ogorzow εχθρό του λαού. Εκτελέστηκε στη γκιλοτίνα των φυλακών Plotzensee, μόλις δυο μέρες μετά τη δίκη του, στις 26 Ιουλίου του 1941.
Κρίσεις και συμπεράσματα
Ο Paul Ogorzow είναι ένας από τους λιγότερο γνωστούς σειριακούς δολοφόνους. Εκτός από μια καταγραφή της ιστορίας του, με αρκετή δόση φαντασίας, στα γερμανικά, τα εγκλήματά του δεν τράβηξαν την προσοχή των εγκληματολόγων, της κινηματογραφικής βιομηχανίας, των δημοσιογράφων και των ιστορικών, αν και έχουμε καταγραφές παρόμοιων εγκλημάτων από όλους τους προαναφερθέντες κλάδους. Έτσι, λοιπόν, αν και όχι μοναδικές και πρωτότυπες, οι δολοφονίες του Ogorzow αποτελούν σημαντική μαρτυρία μιας εποχής και μιας χώρας, τόσο για την ιδεολογική προκατάληψη των ναζί, όσο και για τη φύση της καθημερινής ζωής στο Βερολίνο του Χίτλερ.
Παρόλο που η Κρίπο κατάφερε, τελικά, να συλλάβει τον Ogorzow, επιβάλλεται μια κριτική στον τρόπο ενέργειάς της. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο δολοφόνος ήταν υπάλληλος του Εθνικού Σιδηροδρόμου, μέλος του ναζιστικού κόμματος, γνωστός στην αστυνομία και τέσσερα από τα οκτώ, δολοφονημένα, θύματά του βρέθηκαν σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου από το σπίτι του, εκπλήσσει το γεγονός ότι χρειάστηκαν δέκα μήνες και οκτώ φόνοι, πριν τη σύλληψή του. Για να μετριαστεί κάπως η κακή εντύπωση από την καθυστέρηση που επέδειξε η αστυνομία, πρέπει να τονιστούν ορισμένοι σημαντικοί παράγοντες, οι οποίοι συνετέλεσαν σ’ αυτό.
Ο πρώτος παράγοντας ήταν η τακτική του Ράιχ να μην δίνεται δημοσιότητα σε κανένα γεγονός, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει πανικό στον κόσμο ή να οδηγήσει σε αρνητικά δημοσιεύματα του τύπου. Ένας σειριακός δολοφόνος στο Βερολίνο, σίγουρα θα προκαλούσε και τα δύο. Όμως, η μη δημοσιοποίηση τέτοιων γεγονότων έχει ως αποτέλεσμα και την προβληματική ροή πληροφοριών που, ενδεχομένως, να οδηγούσαν στην έγκαιρη σύλληψη του δράστη.
Δεύτερος και, ίσως, σοβαρότερος παράγοντας ήταν η συσκότιση. Με τους Άγγλους και τους Γάλλους να βομβαρδίζουν τη γερμανική πρωτεύουσα, οι βερολινέζοι, μετά τη δύση του ήλιου, ζούσαν στο σκοτάδι, ώστε η πόλη τους να μην είναι ορατή από τα συμμαχικά βομβαρδιστικά. Έτσι, οι σκοτεινοί δρόμοι αποτελούσαν ελεύθερο πεδίο δράσης για πάσης φύσεως εγκληματίες. Η αύξηση της εγκληματικότητας στο Βερολίνο ήταν τόσο μεγάλη, την περίοδο εκείνη, ώστε κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία μιας ειδικής μονάδας της αστυνομίας για την αντιμετώπισή της. Και ο ίδιος ο Ogorzow εκμεταλλεύτηκε, προς όφελός του, το αναγκαστικό σκοτάδι: τον διευκόλυνε τόσο στην παρακολούθηση των θυμάτων του όσο και στην εκτέλεση των εγκλημάτων και, φυσικά, έκανε πιο εύκολη τη διαφυγή του.
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Κρίπο, ήταν ο μεγάλος αριθμός πτωμάτων που έπρεπε να διαχειριστεί, καθώς και το να ξεχωρίσει ποια από αυτά ήταν το αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας, Κι αυτό γιατί, εξαιτίας της συσκότισης, πολλά άτομα έχαναν τη ζωή τους, προσπαθώντας να περάσουν τις γραμμές του τραίνου. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 1940, και ενώ η έρευνα της Κρίπο για τον δολοφόνο του σιδηροδρόμου ήταν σε εξέλιξη, 28 άτομα έχασαν τη ζωή τους στις γραμμές του σιδηροδρόμου του Βερολίνου. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των θανάτων, μετά από την ιατροδικαστική εξέταση, αποδόθηκε σε ατυχχήματα, καθώς οι άνθρωποι είτε έπεσαν κατά λάθος από τις πλατφόρμες στις γραμμές, λόγω της συσκότισης, είτε παρασύρθηκαν από συρμούς, προσπαθώντας να διασχίσουν τις γραμμές.
Οι ντετέκτιβς της Κρίπο, λοιπόν, είχαν να αντιμετωπίσουν αφενός έναν σειριακό δολοφόνο που τον διευκόλυνε το μέτρο της συσκότισης και, αφετέρου, την ατυχία ο δολοφόνος αυτός να πετά τα πτώματα των θυμάτων του στις σιδηροδρομικές γραμμές, με αποτέλεσμα να δυσχαιρένει επιπλέον τη δουλειά των αστυνομικών: έπρεπε να αποφασίζουν κάθε φορά, αν ο θάνατος οφείλονταν σε ατύχημα, αυτοκτονία ή ήταν έργο του δολοφόνου των σιδηροδρόμων,
Και βέβαια, εκτός από αυτές τις αντικειμενικές δυσκολίες, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέψουμε την πολιτική κατάσταση της εποχής. Οι αστυνομικοί της Κρίπο, όπως και όλοι οι γερμανοί στο Ράιχ, περιβάλλονταν από μια σειρά προκαταλήψεων και ρατσιστικών ιδεών, άλλες από τις οποίες οφείλονταν στον εθνικισμό των γερμανών και άλλες στη ναζιστική ιδεολογία. Μία από αυτές τις προκαταλήψεις ήταν η επίδειξη τυφλής εμπιστοσύνης, εκ μέρους των πολιτών, σε όποιον φορούσε στολή και κατείχε ένα επίσημο, ή ακόμα και ημιεπίσημο, αξίωμα. Στην περίπτωση Ogorzow, το γεγονός αυτό υπήρξε καθοριστικό. Αν και ένα από τα πρώτα θύματα του Ogorzow είχε καταθέσει ότι ο δράστης φορούσε στολή των εθνικών σιδηροδρόμων, χρειάστηκε να περάσει μεγάλο διάστημα πριν η Κρίπο αναρωτηθεί σοβαρά άν ο δράστης βρισκόταν ανάμεσα στους εργαζόμενους στον σιδηρόδρομο.
Αντιθέτως, οι ντετέκτιβς της Κρίπο επέτρεψαν στις ρατσιστικές και πολιτικές προκαταλήψεις να συσκοτίσουν την κρίση τους, αναφορικά με το ποιος θα μπορούσε ή δεν θα μπορούσε να είναι ο δράστης τόσο ειδεχθών εγκλημάτων. Ένας από τους επικεφαλής ερευνητές της Κρίπο, εξέφρασε την άποψη ότι ο δράστης ήταν σίγουρα Εβραίος και την αιτιολόγησε λέγοντας ότι ένα μεγάλο ποσοστό εβραίων εργαζόταν, τότε, στον εθνικό σιδηρόδρομο. Ένας άλλος ήταν πεπεισμένος ότι ο δολοφόνος ήταν άγγλος πράκτορας.
Και, φυσικά, υπήρχαν κι αυτοί που ισχυρίζονταν πως ο δολοφόνος του σιδηροδρόμου ήταν αλλοδαπός. Το Βερολίνο του 1940 ήταν γεμάτο ξένους εργάτες, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονταν εκεί παρά τη θέλησή τους, αιχμάλωτοι πολέμου που είχαν συρθεί για καταναγκαστικά έργα στα εργοστάσια της Γερμανίας, για να αποτελέσουν την απαραίτητη, για τις βιομηχανικές και εμπορικές ανάγκες της χώρας, ανθρωποδύναμη. Έτσι εκτός του ότι πολλοί Ιταλοί, Γάλλοι και Πολωνοί εργάτες δούλευαν στην περιοχή που δρούσε ο Ogorzow καθώς και γύρω από αυτή, αλλά εκεί κοντά υπήρχε και ένα Arbeitserziehungslager, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης δηλαδή, για ξένους εργάτες που είχαν διαπράξει διάφορα αδικήματα. Έτσι, για τους αστυνομικούς, ήταν εύκολο και αβίαστο να υποθέσουν ότι ένας από αυτούς τους εργάτες ήταν ο δολοφόνος που αναζητούσαν. Και πολύτιμος χρόνος και αστυνομικές δυνάμεις διατέθηκαν για τη νυχτερινή φύλαξη των στρατοπέδων αλλά και για τον εξονυχιστικό έλεγχο όσων αλλοδαπών δούλευαν στους σιδηροδρόμους.
Μάλιστα, η τυφλότητα της Κρίπο έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε, ακόμα και μετά τη σύλληψη του Ogorzow, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτός ήταν ο ένοχος. Στις εκθέσεις τους τον περιέγραφαν ως «επιμελή και εργατικό, ευτυχή σύζυγο και πατέρα». Όντας μέλος του ναζιστικού κόμματος και των Ταγμάτων Θανάτου, ήταν ο τέλειος Γερμανός Άριος, ο υπεράνω πάσης υποψίας, το εξέχον μέλος της γερμανικής κοινωνίας, το όραμα του Φύρερ για κάθε γερμανό υπήκοο. Ήταν φυσικό επακόλουθο, λοιπόν, η έρευνα εναντίον του να σταματήσει αρχικά. Ακόμα και η ομολογία του ήταν αποτέλεσμα των καιρών. Αρχικά πίστευε πως ένας παιδικός του φίλος, υψηλόβαμος αξιωματικός των SS, θα κατόρθωνε να τον απαλλάξει. Στη συνέχεια δήλωσε ότι η εγκληματική του συμπεριφορά άρχισε μετά την αποτυχημένη θεραπεία για σύφιλη, που δέχτηκε από έναν εβραίο γιατρό. Παρόλο που αυτοί οι ισχυρισμοί συμβάδιζαν με το πνεύμα των καιρών, δεν κατάφεραν να πείσουν το δικαστήριο. Ο Πρέδρος περιέγραψε τον Ogorzow ως έναν «ψυχρό, υπολογιστή δολοφόνο, που αδίστακτα εκμεταλλεύτηκε τη συσκότιση για να ικανοποιήσει τις διεστραμμένες σεξουαλικές του ορέξεις».
Στα τέλη του ίδιου μήνα όπου είχε διαπράξει την τελευταία του δολοφονία, ο Paul Ogorzow είχε συλληφθεί, δικαστεί, καταδικαστεί και εκτελεστεί. Μπορεί να πει κάποιος πως, τελικά, αποδόθηκε δικαιοσύνη. Το σίγουρο είναι ότι η δικαοσύνη θα είχε αποδοθεί γρηγορότερα, αν αυτοί οι φόνοι δεν είχαν συμβεί στη Γερμανία του Χίτλερ, την τυφλωμένη από ρατσισμό και εθνικισμό.