English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ - Ο στραγγαλιστής της οδού Rillington 10

www.tips-fb.com
Η περίεργη υπόθεση του John Reginald Halliday Christie, απεικονίζει τέλεια το τελεσίδικο της θανατικής ποινής και το λόγο για τον οποίο αυτή δημιούργησε τέτοια διένεξη στη Μ. Βρετανία.
Ο John Chistie ήταν ένας δολοφόνος που κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη του Timothy Evans και παρέμεινε ατάραχος όσο ο νεαρός Ουαλός καταδικάστηκε και κρεμάστηκε για φόνο, τον οποίο είχε διαπράξει ο ίδιος.
Τα πρώτα χρόνια
Ο John Reginald Halliday Christie γεννήθηκε στο Yorkshire το 1898 και μεγάλωσε σε μια οικογένεια κυριαρχούμενη από τον υπερβολικά αυστηρό, σε θέματα πειθαρχίας, πατέρα του και τις υπερπροστατευτικές μητέρα και αδελφές του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μεγαλώνοντας να γίνει σεξουαλικά δυσλειτουργικός, με εμμονή σε θέματα ελέγχου των ερωτικών του συντρόφων, υποχονδριακός και με μια έμφυτη αντιπάθεια για τις γυναίκες.
Εγκατέλειψε το σχολείο στην ηλικία των 15 ετών και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως διαβιβαστής. Κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης με αέρια, ισχυρίστηκε έχασε προσωρινά την όρασή του και έπαθε υστερική αφωνία, η οποία κράτησε για περισσότερο από τρία χρόνια. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η απώλεια της ομιλίας ήταν, απλά, ένα εύρημα για να προσελκύει την προσοχή. Αυτό, σε συνδυασμό με τη σεξουαλική του δυσλειτουργία και την επιθυμία του να κυριαρχεί στο άλλο φύλλο, απέκλεισαν οποιαδήποτε φυσιολογική ερωτική σχέση, και ο Christie άρχισε να συνευρίσκεται μόνο με πόρνες από την ηλικία των 19 ετών.
Εντούτοις, η αφωνία του δεν εμπόδισε, το 1920, το γάμο του με την Ethel Simpson Waddington. Τα σεξουαλικά του προβλήματα συνεχίστηκαν, όπως και οι επισκέψεις του στις πόρνες.
Ο Christie, που στο μεταξύ είχε γίνει ταχυδρόμος, φυλακίστηκε για τρεις μήνες, για υπεξαίρεση ταχυδρομικών επιταγών. Δυο χρόνια αργότερα τέθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση για βίαιη συμπεριφορά. Την ίδια περίοδο έφυγε για το Λονδίνο, εγκαταλείποντας την Ethel στο Sheffield.
Το 1929 ξαναμπαίνει φυλακή για εννέα μήνες, κατηγορούμενος για κλοπές. Μετά την αποφυλάκισή του συγκατοικεί με μια πόρνη. Η συγκατοίκηση αυτή τελειώνει όταν ο Christie οδηγείται πάλι στη φυλακή, για έξι μήνες αυτή τη φορά, επειδή χτύπησε τη φίλη του με ένα μπαστούνι του κρίκετ. Θεωρείται ύποπτος και για άλλες βιαιοπραγίες εναντίον γυναικών, αλλά τίποτα δεν αποδεικνύεται. Περνάει άλλο ένα μικρό διάστημα στη φυλακή για κλοπή αυτοκινήτου. Μετά και από αυτή την αποφυλάκιση, ζητάει από τη σύζυγό του Ethel να έρθει να τον βρει στο Λονδίνο. Βρισκόμαστε ήδη στο 1938 και οι Christies μετακομίζουν στον αριθμό 10 της οδού Rillington.
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Christie υπηρετεί ως αστυνομικός στο τμήμα της οδού Harrow, παρά το βεβαρημένο ποινικό του μητρώο. Η Αγγλία πολεμά και όλοι οι άντρες είναι πολύτιμοι. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως αστυνομικός, έχει πολλές ευκαιρίες να είναι όσο σκληρός θέλει με τις πόρνες. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που ο Christie ανακάλυψε την απόλαυση που ένοιωθε όταν σκότωνε μια γυναίκα και μετά έκανε έρωτα με το νεκρό κορμί της. Η νεκροφιλία του είχε βρει διέξοδο.
Κατά τη διάρκεια δύο επισκέψεων της γυναίκας του σε συγγενείς της σε άλλη πόλη, ο Christie έφερε στο σπίτι δύο γυναίκες, τις νάρκωσε, τις στραγγάλισε και τις βίασε μετά θάνατον. Τα θύματα ήταν η Ruth Fuerst, εκ περιτροπής πόρνη, και η Muriel Fady συνάδελφος του Christie σε κάποια παλιότερη δουλειά. Τα πτώματά τους θάβονται στον κήπο και κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Το κρανίο της Ruth έρχεται στην επιφάνεια μια μέρα και ο Christie το παίρνει και το πετά στα ερείπια ενός βομβαρδισμένου σπιτιού. Όταν βρέθηκε, όλοι υπέθεσαν πως ανήκε σε θύμα του βομβαρδισμού. Το μηριαίο της οστό χρησιμοποιείται από τον Christie ως στήριγμα για το φράχτη του κήπου. Οι δολοφονίες των δύο γυναικών δεν θα έρθουν στο φως παρά πολλά χρόνια αργότερα.
Τα μαύρα χρόνια
Τα υπόλοιπα εγκλήματα του Christie θα διαπραχθουν στα ψυχρά, μεταπολεμικά χρόνια. Η Βρετανία επουλώνει τις οικονομικές και συναισθηματικές πληγές της από τη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι μια ζοφερή και άχαρη εποχή. Τα τρόφιμα θα συνεχίσουν να μοιράζονται με δελτίο μέχρι το 1954 και το rock n’roll δεν έχει κάνει, ακόμη, την εμφάνισή του.
Γράμμα της Ethel Christie στην αδελφή της
Η στέψη της Ελισσάβετ ΙΙ, φωτίζει για λίγο την ατμόσφαιρα, αλλά το Λονδίνο παραμένει μια ανιαρή και βρώμικη πόλη, όπου ο καπνός από τις εργοστασιακές καμινάδες στοιχίζει τη ζωή 4.000 ανθρώπων, λόγω της έλλειψης αντιρρυπαντικών νόμων. Το Landbroke Grove στο δυτικό Λονδίνο ήταν μια πραγματικά υποβαθμισμένη περιοχή και η οδός Rillington ένα στενό, αδιέξοδο δρομάκι, στριμωγμένο ανάμεσα στη γραμμή του Μετρό και σε ένα παλιό χυτήριο.
Ο John και η Ethel ζουν στο διαμέρισμα του ισογείου. Στους επάνω δύο ορόφους υπάρχουν άλλα δύο διαμερίσματα, ένα στον καθένα. Το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου κατοικείται από το 1920 από τον Charles Kitchener, ένα ηλικιωμένο εργάτη σιδηροδρόμων, ο οποίος, λόγω της κακής υγείας του, περνά τον περισσότερο καιρό του στα νοσοκομεία.
Το Πάσχα του 1948, ο 24χρονος ουαλός οδηγός φορτηγού Timothy Evans, νοικιάζει το διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου και μετακομίζει σ’ αυτό με την έγκυο σύζυγό του Beryl η οποία, λίγο αργότερα, θα φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι που θα ονομάσουν Geraldine. Το καλοκαίρι του 1949 η Beryl μένει και πάλι έγκυος. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα είναι δύσκολα.
Το ζευγάρι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που ο ερχομός ενός ακόμα μωρού θα κάνει πιο έντονα. Η Beryl θα αναγκαστεί να αφήσει τη δουλειά της, που αν και ολιγόωρη, συνεισφέρει στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Η έκτρωση είναι ακόμη παράνομη στην Μ. Βρετανία (θα νομιμοποιηθεί το 1967), αλλά η Beryl είναι απελπισμένη.
Μοιραίο λάθος

Γνωρίζοντας πως ο σύζυγός της, φανατικός καθολικός, δεν θα έδινε ποτέ τη συγκατάθεσή του για μιαν έκτρωση, η Beryl αποφάσισε να αντιμετωπίσει μόνη της το πρόβλημα και το εμπιστεύτηκε στο γείτονά της John Christie.
Ήταν ένα μοιραίο λάθος.
Ο Christie την έπεισε πως ήταν προτιμότερο, αντί να εμπιστευτεί έναν απόκεντρο γιατρό της οδού Edgware, που χρέωνε 1 ₤, να αφήσει εκείνον να της κάνει την επέμβαση. Της έδειξε ιατρικά βιβλία και τη θάμπωσε με επιστημονικές κουβέντες. Στην πραγματικότητα ο Christie δεν είχε καμία ιατρική παιδεία, αλλά της μίλησε με τόσο αυτοπεποίθηση που, η αφελής και σχεδόν αγράμματη νερή γυναίκα, τον πίστεψε. Θα γινόταν το τρίτο θύμα του Christie. Ναρκώθηκε, στραγγαλίστηκε και βιάστηκε, όπως και οι άλλες δύο πριν από αυτήν.
Στις 8 Νοεμβρίου του 1949, ο Evans επιστρέφει σπίτι από τη δουλειά. Συναντά τον Christie, ο οποίος του λέει πως η γυναίκα του πέθανε από δηλητηρίαση, εξαιτίας διαφόρων εκτρωτικών σκευασμάτων που είχε χρησιμοποιήσει, και τον έπεισε να μην πάει στην αστυνομία. Του συνέστησε να επισκεφτεί συγγενείς του στην Ουαλία και του είπε πως θα φρόντιζε αυτός να εξαφανίσει το πτώμα, πετώντας το σε έναν υπόνομο και πως η μικρή Geraldine είχε δοθεί σε ένα νεαρό ζευγάρι, στο γειτονικό Acton, για να την φροντίζει. Φυσικά, κανείς δεν ξαναείδε το μωρό.
Ο Evans, αφελής και εύπιστος, εμπιστεύεται τον πρώην αστυνομικό. Πουλάει τα έπιπλα του διαμερίσματος (αν και πολλά από αυτά ήταν αγορασμένα με δόσεις που δεν είχαν, ακόμη, εξοφληθεί), και ξοδεύει τα μισά από τα χρήματα που εισέπραξε για να αγοράσει ένα καμηλό παλτό. Επιστρέφει στη γενέτειρά του στην Ουαλία και μένει με την αδελφή της μητέρας του. Οι τύψεις, η ενοχή και η σύγχισή του μεγαλώνουν και τρεις εβδομάδες μετά τους θανάτους πηγαίνει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα.
Η χαμηλή νοημοσύνη του Evans, η παράξενη συμπεριφορά του και η προσπάθειά του να προστατεύσει τον Christie θα αποβούν εναντίον του.
Αντιφάσεις
Ο Evans λέει σε έναν αστυνομικό πως εξαφάνισε το πτώμα της γυναίκας του, ισχυρίστηκε όμως πως εκείνη πέθανε από ένα σκεύασμα που πήρε και που υποτίθεται πως θα της προξενούσε αποβολή. Είπε πως θα εύρισκαν το πτώμα της Beryl στον υπόνομο έξω από το σπίτι, αλλά όταν οι αστυνομικοί της Scotland Yard ερεύνησαν δεν βρήκαν τίποτα.
Η αστυνομία ψάχνει για τα πτώματα της Beryl και της Geraldine
Συγχυσμένος και ταραγμένος ο Evans, αρχίζει να αναρωτιέται για το κατά πόσον ο Christie υπήρξε ειλικρινής μαζί του. Δίνει δεύτερη κατάθεση, κατά την οποία αλλάζει την ιστορία του και εμπλέκει τον Christie, για πρώτη φορά, ως τον άνθρωπο που έκανε στη Beryl έκτρωση και προκάλεσε το θάνατό της. Η αστυνομία ερευνά το σπίτι της οδού Rillington για άλλη μια φορά, και ανακαλύπτει τα πτώματα της Beryl και της Geraldine σε ένα μικρό πλυσταριό στον κήπο του σπιτιού. Η Geraldine είχε ακόμα περασμένη στο λαιμό της μιαν αντρική γραβάτα, που είχε χρησιμοποιηθεί για το στραγγαλισμό της.
Η αστυνομία πιστεύει πως έχει να κάνει με ένα οικογενειακό έγκλημα, χωρίς να υποψιάζεται πως έχει διασταυρωθεί με έναν serial killer. Η νεκροψία αποδεικνύει πως και τα δύο θύματα πέθαναν από στραγγαλισμό, και ο ισχυρισμός του Evans για έκτρωση που πήγε στραβά, καταρρέει.
Ο Evans μεταφέρεται στο Λονδίνο και, χωρίς να συμβουλευτεί δικηγόρο, αλλάζει για άλλη μια φορά την κατάθεσή του και παραδέχεται πως σκότωσε τη γυναίκα και την κόρη του και έκρυψε τα πτώματά τους στο πλυσταριό.
Αυτά που δεν έμαθαν οι ένορκοι

Τον Ιανουάριο του 1950, ο Evans οδηγείται σε δίκη, έξι εβδομάδες μετά τη σύλληψή του. Οι ένορκοι δεν πληροφορήθηκαν ποτέ δύο σημαντικά γεγονότα.
Κατ’ αρχήν βρέθηκαν αποδείξεις ότι η Beryl είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά μετά θάνατον, κάτι που ήταν τελείως ανακόλουθο με την εκδοχή του Evans για τα γεγονότα.
Δεύτερον, δύο εργάτες που είχαν επισκευάσει το πλυσταριό ήταν έτοιμοι να καταθέσουν πως όταν εκείνοι δούλεψαν εκεί, αρκετές ημέρες μετά από την ημερομηνία που ο Evans ισχυριζόταν πως είχε κρύψει τα πτώματα, δεν υπήρχε τίποτα. Αυτό συνέβη γιατί ο Christie μετέφερε τα πτώματα στο πλυσταριό δύο εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση των εργασιών εκεί, από τους εργάτες.
Οι δυο εργάτες δεν κλήθηκαν ποτέ να καταθέσουν και οι ένορκοι, πεισμένοι για την ενοχή του Evans, λόγω της αδύναμης κατάθεσής του και εντυπωσιασμένοι από την εμφάνιση του Christie στο δικαστήριο, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση, χρειάστηκαν μόνο 40 λεπτά για να τον κηρύξουν ένοχο για το φόνο της κόρης του.
Το Δικαστήριο αποφάσισε να μην τον καταδικάσει για το φόνο της γυναίκας του, γιατί οι αποδείξεις δεν ήταν ισχυρές. Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 9 Μαρτίου του 1950, ο Evanς εκτελείται δι’ απαγχονισμού στη φυλακή του Pentonville.

Ο εφιάλτης επιστρέφει
Μετά τη δίκη, ο Christie γίνεται περισσότερο υποχονδριακός, καταθλιπτικός και χάνει αρκετό βάρος. Απολύεται από το ταχυδρομείο και του είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διατηρήσει μια δουλειά για πολύ καιρό, τα επόμενα χρόνια. Γύρω στις 12 Δεκέμβρη του 1952, η Ethel εξαφανίζεται μυστηριωδώς και ο Christie πληροφορεί τους γείτονες ότι έχει πάει να επισκεφτεί τους συγγενείς της στο Sheffield. Στους συγγενείς, πάλι, λέει πως η Ethel, η οποία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, υποφέροντας από χρόνια αρθρίτιδα και ρευματισμούς, δεν μπορούσε να τους γράψει, λόγω των κατεστραμμένων από αρθρίτιδα χεριών της. Πάντως συνεχίζει να στέλνει γράμματα και δώρα στους συγγενείς της γυναίκας του, υπογράφοντας και για τους δυο τους.
Φυσικά, η Ethel είχε στραγγαλιστεί και το πτώμα της είχε τοποθετηθεί κάτω από τις σανίδες του πατώματος του σαλονιού. Επίσης, ο Christie, αρχίζει να χρησιμοποιεί ισχυρά απολυμαντικά, όταν οι γείτονες αρχίζουν να διαμαρτύρονται για τη δυσοσμία που αναδύεται από το σπίτι του.
Το πτώμα της Ethel, κάτω από το πάτωμα του σαλονιού, όπως το βρήκαν οι αστυνομικοί
Το επόμενο θύμα του Christie ήταν η 25χρονη Rita Nelson, μια έγκυος πόρνη, η οποία πείστηκε από τον Christie, όπως και η Beryl Evans πριν απ’ αυτή, ότι θα μπορούσε να τη βοηθήσει με την έκτρωση. Δολοφονήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1953, και το πτώμα της τοποθετήθηκε σε μια εσοχή που υπήρχε στον τοίχο, πίσω από μια πορτούλα, και που χρησίμευε σαν κελάρι ή αποθήκη.
Η 26χρονη Kathleen Maloney, πόρνη επίσης, ναρκώθηκε, στραγγαλίστηκε και βιάστηκε το Φεβρουάριο του 1953. Στη συνέχεια έκανε παρέα στη Rita Nelson, στην εσοχή.
Το τελευταίο θύμα του Christie, η 26χρονη Hectorina McLennan, ναρκώθηκε, στραγγαλίστηκε και βιάστηκε όπως οι άλλες και μετά πήρε κι αυτή τη θέση της στην αποθηκούλα της κουζίνας. Στη συνέχεια ο Christie πέρασε χαρτί ταπετσαρίας πάνω από την πόρτα για να την κρύψει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πολλά με την αφόρητη μυρωδιά της αποσύνθεσης των πτωμάτων.
Στις 20 Μαρτίου του 1953 ο Christie εγκαταλείπει το διαμέρισμα, αφού προηγουμένως το επινοικιάζει παράνομα σε ένα ζευγάρι. Οι Reilly του πληρώνουν προκαταβολικά το ποσό των 7 λιρών και 13 σελλινίων, για νοίκι τριών μηνών, και ο Christie αναχωρεί για πάντα από το διαμέρισμα στον αριθμό 10 της οδού Rillington.
Μια τρομακτική ανακάλυψη
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, κάνει έξωση στους Reilly, οι οποίοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το διαμέρισμα. Στον νέο ένοικο του διαμερίσματος του πάνω ορόφου, έναν τζαμαϊκανό μετανάστη που λέγεται Beresford Brown, δίνεται η άδεια να χρησιμοποιεί την κουζίνα του υπογείου. Ο Brown αποφασίζει να καθαρίσει και να ανακαινίσει την κουζίνα, που μετά το θάνατο της Ethel μοιάζει με στάβλο. Βγάζει σωρούς από παλιά ρούχα και σκουπίδια στην αυλή και αρχίζει να σκίζει το χαρτί της ταπετσαρίας για να το αντικαταστήσει. Σε κάποιο σημείο διαπιστώνει ότι το χαρτί δεν καλύπτει τοίχο, αλλά μια ξύλινη πόρτα που οδηγεί σε μια αποθηκούλα.
Ανακάλυψη του πρώτου από τα πτώματα της αποθήκης
Ο κ. Brown, ανοίγει την πόρτα και ρίχνει μέσα τη δέσμη των ακτίνων του φακού του. Αυτό που θα δει δεν θα το ξεχάσει ποτέ: στην υγρή και βρώμικη αποθήκη υπάρχει ένα πτώμα που φορά μόνο ένα σουτιέν, κάλτσες και ζαρτιέρες. Είναι τοποθετημένο σε καθιστή θέση.

…κι άλλο ένα
Καλείται η αστυνομία και ανακαλύπτονται και τα πτώματα των άλλων δύο γυναικών. Με δεδομένη την προϊστορία του σπιτιού, οι αστυνομικοί, στην κυριολεξία, ξηλώνουν τα πάντα. Το πτώμα της Ethel Christie ανακαλύπτεται κάτω από το πάτωμα του σαλονιού καθώς και τα οστά των δύο πρώτων θυμάτων του Christie, που ήταν θαμμένα στον κήπο του σπιτιού.
Ο πλέον καταζητούμενος άνθρωπος στη Βρετανία
Μέσα σε ελάχιστες ώρες, η αστυνομία έχει κατονομάσει τον υπ’ αριθμόν 1 ύποπτο, και το ανθρωποκυνηγητό αρχίζει. Φωτογραφίες του Christie κυκλοφορούν παντού, και μπαίνουν σε όλες τις εφημερίδες. Ο Christie αναγκάζεται να φύγει από το ξενοδοχείο κοντά στο σταθμό του King’s Cross, όπου έμενε από τότε που άφησε το διαμέρισμά του, και αρχίζει να περιπλανιέται στο Λονδίνο, χωρίς μόνιμη κατοικία. Είχε αντιληφθεί ότι ήταν ο στόχος του μεγαλύτερου μπλόκου που είχε εξαπολύσει η βρετανική αστυνομία.
Τα πτώματα απομακρύνονται από το διαμέρισμα της οδού Rillington
Στις 31 Μαρτίου του 1953, ένας αστυνομικός προσέχει τον Christie να περπατά κατά μήκος του Τάμεση στο Putney και του ζητάει τα στοιχεία του. Εκείνος δίνει ψεύτικο όνομα, αλλά δεν καταφέρνει να ξεγελάσει τον αστυνομικό, ο οποίος τον συλλαμβάνει. Ο Christie αντιλαμβάνεται πως το παιχνίδι έχει τελειώσει και ομολογεί αμέσως το φόνο της γυναίκας του.
Στη συνέχεια ομολογεί τους φόνους των Mahoney, Nelson, McLennan, Fuerst και Eady και στις 8 Ιουνίου παραδέχεται πως ήταν ο δολοφόνος της Beryl Evans.
Δύο δολοφόνοι στο ίδιο σπίτι?
Η ομολογία αυτή φέρνει τις αρχές σε εξαιρετικά άβολη θέση, καθώς προκύπτουν ερωτηματικά για την ορθότητα της αστυνομικής έρευνας τρία χρόνια πριν. Ο Evans δεν καταδικάστηκε μόνο για το φόνο της κόρης του, αλλά θεωρούταν ευρέως ύποπτος και για τη δολοφονία της γυναίκας του και, μάλιστα, σε μια από τις καταθέσεις του το είχε ομολογήσει.
Παρ’ όλα αυτά, οι ισορροπίες διατηρήθηκαν, καθώς ο Christie αρνιόταν πως είχε δολοφονήσει τη μικρή Geraldine. Το κοινό καθοδηγήθηκε να πιστέψει πως δύο δολοφόνοι είχαν ζήσει κάτω από την ίδια στέγη και πως ήταν αμφότεροι ένοχοι.
Θα περνούσαν πάνω από 20 χρόνια, για να αναθεωρηθεί η υπόθεση. Το 1966 ο Sir Daniel Brabin καταλήγει πως ο Evans ήταν πιθανότατα αθώος για το φόνο της κόρης του (για τον οποίο και είχε καταδικαστεί), αλλά μάλλον υπεύθυνος για εκείνον της συζύγου του. Παραδέχτηκε ότι αν οι ένορκοι της δίκης του 1950 είχαν υπόψει τους όλα τα δεδομένα (της ομολογίας του Christie συμπεριλαμβανομένης), ο Evans δεν θα είχε καταδικαστεί ποτέ.
Κάτοψη του διαμερίσματος του Christie, με τις θέσεις που βρέθηκαν τα πτώματα των γυναικών
Τον Ιούνιο του 1953 ο Christie οδηγείται σε δίκη και δηλώνει αθώος λόγω παράνοιας. Ο δικηγόρος του Derek Curtis-Bennett, όμως, δεν κατάφερε να πείσει τους ενόρκους ότι ο Christie ήταν μάλλον «τρελλός» παρά «κακός».
Οι σεξουαλικές του προτιμήσεις, ακόμα και η κλίση του στη νεκροφιλία, δεν αποτέλεσαν απόδειξη παράνοιας. Οι ένορκοι χρειάστηκαν μόνο 82 λεπτά πριν τον κρίνουν ένοχο για το φόνο της Ethel Christie.
Στις 9 το πρωί της 15ης Ιουλίου του 1953, γύρω στα 200 άτομα, μεταξύ των οποίων και τουρίστες από την Αυστραλία και τις ΗΠΑ, συγκεντρώθηκαν έξω από τη φυλακή Pentonville. Στο εσωτερικό ο δήμιος Albert Pierrepoint, εκτελούσε τα καθήκοντά του.
Στις 9.10’, ένα σημείωμα σε μαύρο πλαίσιο, που αναρτήθηκε έξω από την πόρτα των φυλακών, επιβεβαίωνε το θάνατο του John Christie δι’ απαγχονισμού.
Κληροδότημα φρίκης
Το 1965, ο δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Ludovic Kennedy γράφει το βιβλίο «Οδός Rillington, αριθμός 10», το οποίο εξιστορούσε μιαν «αληθινή υπόθεση δικαστικής πλάνης». Η αναφορά Brabin κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο και ο Υπουργός Εσωτερικών έδωσε μεταθανάτια χάρη στον Timothy Evans και τα οστά του μεταφέρθηκαν και τάφηκαν σε καθολικό νεκροταφείο.
Το 1970 το βιβλίο του Κennedy μεταφέρεται στον κινηματογράφο, με τον Richard Attenborough στο ρόλο του Christie και τον John Hurt σε αυτόν του Evans. Διοργανώνονται επισκέψεις για τους τουρίστες στο σπίτι της οδού Rillington (που αργότερα μετονομάστηκε σε Ruston), μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου κατεδαφίζονται όλα τα κτήρια στο μικρό δρόμο και ξαναχτίζονται, δίνοντάς του και το όνομα που έχει μέχρι σήμερα: οδός Bartle.
To 1965, η νέα Εργατική Κυβέρνηση, με την ενθάρρυνση του Michael Foot, από την εκλογική περιφέρεια του οποίου, στη Ν. Ουαλία, κατάγονταν ο Evans, κατήργησε τη θανατική ποινή δοκιμαστικά. Παρέμεινε μόνο για περιπτώσεις προδοσίας, μέχρι την οριστική κατάργησή της το 1998 και δεν μπορεί να επανεισαχθεί σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.