English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ Raymond Fernandez

www.tips-fb.com
Εισαγωγή
O Fernandez και η Beck έγιναν γνωστοί ως οι «Δολοφόνοι των Μοναχικών Καρδιών», μέσα από τον τύπο της Αμερικής. Η δίκη τους έγινε το θανατηφόρα ζεστό καλοκαίρι του 1949 στο Δικαστήριο του Bronx, όπου οι ακόλαστες καταθέσεις περί «ανώμαλης σεξουαλικής συμπεριφοράς», σχεδόν προκάλεσαν εξέγερση στο ακροατήριο. Ο λατίνος γόης και η υπέρβαρη, αρρωστημένα ερωτευμένη μαζί του φιλενάδα του, οι οποίοι δολοφόνησαν 17 μοναχικές, διψασμένες για έρωτα γυναίκες, τροφοδότησαν με την ιστορία τους τα φτηνά, κουτσομπολίστικα έντυπα και έκαναν οποιοδήποτε άλλο θέμα της ειδησεογραφίας να φαίνεται ασήμαντο. Ήταν η πολύκροτη υπόθεση της δεκαετίας του ’40.
Raymond Fernandez
Ο Raymond Martinez Fernandez γεννήθηκε στο νησί της Hawaii, στις 17 Δεκεμβρίου του 1914. Οι γονείς του ήταν ισπανικής καταγωγής, περήφανοι άνθρωποι που είχαν απογοητευτεί από την αδύναμη και αρρωστιάρικη εμφάνιση του Raymond. Ιδιαίτερα ο πατέρας του δεν τον συμπαθούσε καθόλου, και ευχόταν να είχε, αντί του Raymond, έναν πιο γερό και δυνατό γιο. Όταν ο Raymond ήταν μόλις τριών, η οικογένεια μετακόμισε στο Bridgeport, στο Connecticut.
Το 1932, ο Raymond αποφάσισε να πάει να ζήσει στην Ισπανία, εργαζόμενος στη φάρμα ενός θείου του. Εκεί, στην ηλικία των 20 ετών, παντρεύτηκε μια ντόπια, την Encarnacion Robles. Σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε σε έναν όμορφο, δυνατό άντρα με ήσυχους και ευγενικούς τρόπους, που απολάμβανε ιδιαίτερης συμπάθειας και εκτίμησης στο χωριό του Orgiva.
Όταν άρχισε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Raymond υπηρέτησε στο Εμπορικό Ναυτικό της Ισπανίας. Σύντομα, όμως, βρήκε δουλειά ως κατάσκοπος της Βρετανικής κυβέρνησης και, μάλιστα, απέκτησε κάποια φήμη στους σχετικούς κύκλους. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τις δραστηριότητές του κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά το Αμυντικό Γραφείο Ασφαλείας στο Γιβραλτάρ είπε πως «ήταν απόλυτα πιστός στους Συμμάχους και εξετέλεσε τα καθήκοντά του, τα οποία ήταν πολλές φορές δύσκολα και επικίνδυνα, με εξαιρετικό τρόπο».
Στα τέλη του 1945, μετά το τέλος του πολέμου, ο Fernandez αποφασίζει να επιστρέψει στην Αμερική, να βρει δουλειά και μετά να καλέσει την Encrnation και τα παιδιά τους. Καταφέρνει να επιβιβαστεί σε ένα φορτηγό που κατευθύνεται στο νησί του Curacao, στις Ολλανδικές Δυτικές Ινδίες. Πάνω στο πλοίο θα του συνέβαινε κάτι που θα άλλαζε τη ζωή του. Μια μέρα, ενώ ανέβαινε στο κατάστρωμα, το ανοιχτό ατσαλένιο καπάκι ενός αμπαριού έπεσε στο κεφάλι του. Το κρανίο του τσακίστηκε σ’ εκείνο το σημείο και, προφανώς, ο εγκέφαλός του υπέστη βλάβη σοβαρότατη και μη αναστρέψιμη. Όταν το πλοίο έδεσε, τον Δεκέμβρη του 1945, ο Raymond μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Μάρτη του 1946.

Μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, ο Raymond είχε αποκτήσει μιαν εντελώς διαφορετική προσωπικότητα. Πριν το ατύχημα ήταν ένας συνηθισμένος νεαρός άντρας, κοινωνικά ευπροσάρμοστος, ανοιχτός με τους ανθρώπους και ευγενής. Αλλά μετά το ατύχημα έγινε απόμακρος, κυκλοθυμικός και ευερέθιστος. Δεν χαμογελούσε, πια, εύκολα και όταν μιλούσε συχνά έχανε τον ειρμό της σκέψης του. Οι διαταραχές της προσωπικότητας ως αποτέλεσμα σοβαρών κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων είναι πλήρως εμπεριστατωμένες, και η έρευνα έχει αποδείξει ότι η σοβαρότητα της διαταραχής εξαρτάται από τη σοβαρότητα και το σημείο της κάκωσης. Στην περίπτωση του Fernandez, το χτύπημα, το οποίο έσπασε το κρανίο του στο συγκεκριμένο σημείο, έπληξε την περιοχή του εμπρόσθιου λοβού του εγκεφάλου, περιοχή που ρυθμίζει τη μάθηση, την κρίση και τη λογική στη λειτουργία του εγκεφάλου. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία: ο Raymond Fernandez είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος.
Επιβιβάστηκε σε ένα άλλο πλοίο με προορισμό την Alabama. Όταν το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Mobile, ο Fernandez έκανε κάτι ηλίθιο: έκλεψε μια μεγάλη ποσότητα λευκών ειδών από την ιματιοθήκη του πλοίου, η οποία ήταν εμφανώς μαρκαρισμένη. Όταν προσπάθησε να περάσει από το τελωνείο, συνελήφθη. Δεν είχε καμία εξήγηση για την πράξη του και όταν ρωτήθηκε γιατί διέπραξε την κλοπή απάντησε: «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Είδα και άλλους άντρες να βάζουν μια ή δυο πετσέτες στους σάκους τους και σκέφτηκα να κάνω το ίδιο. Απλά δεν μπορούσα να σταματήσω». Καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός χρόνου, στην ομοσπονδιακή φυλακή του Tallahassee στη Florida. Ενώ ήταν στη φυλακή, βρέθηκε στο ίδιο κελί με έναν άντρα από την Αϊτή. Ο άνθρωπος αυτός, οπαδός της αρχαίας θρησκείας του Vodun, εισήγαγε τον Raymond στην πρακτική των βουντού και τον βούτηξε στον κόσμο του αποκρυφισμού.
Ο Raymond πείστηκε ότι διέθετε μια μυστική δύναμη πάνω στις γυναίκες, που πήγαζε από το βουντού. Πίστευε πως οι σεξουαλικές του δυνάμεις έφταναν στο απόγειό τους, όταν ενισχύονταν από την ενέργεια του βουντού, το οποίο, ενώ όπως λανθασμένα πιστεύεται θεωρείται θρησκεία του κακού, προέρχεται από ένα σύνολο παλαιών, αφρικανικών θρησκειών, κυρίως Νιγηρινιανών, μερικές από τις οποίες φτάνουν σε βάθος χρόνου μεγαλύτερο των 5.000 ετών. Ο Raymond βυθίστηκε στην σκοτεινή πλευρά του βουντού, πίστεψε πως ήταν ένας oungan (ιερέας), ο οποίος μπορούσε να αντλεί τις μυστικές του δυνάμεις από τα Loa (πνεύματα). Διάβασε το φημισμένο «Αϊτή ή η Μαύρη Δημοκρατία», βιβλίο που γράφτηκε το 1884 και πηγή παραπληροφόρησης για τη θρησκεία του Vodun. Περιείχε ανατριχιαστικές περιγραφές ανθρωποθυσιών και βασανιστηρίων, οι οποίες, αργότερα, αιχμαλώτισαν τη φαντασία των παραγωγών του Χόλλυγουντ, οι οποίοι έκαναν ταινίες που διαιώνισαν αυτό το μύθο. Ο Fernandez είπε σε φίλους του ότι μπορούσε να κάνει έρωτα σε γυναίκες από μεγάλη απόσταση, τοποθετώντας σκόνες βουντού σε φακέλους επιστολών που τους έστελνε. Στις επιστολές αυτές ζητούσε από τις γυναίκες να του στείλουν μια τούφα από τα μαλλιά τους, ένα δαχτυλίδι ή ένα οποιοδήποτε προσωπικό αντικείμενο, το οποίο χρησιμοποιούσε στις βουντού τελετουργίες του για να ενδυναμώσει τον υπερφυσικό του έλεγχο πάνω τους. Πίστευε έτσι, πως οι ανυποψίαστες γυναίκες, μαγεμένες από τον Raymond Fernandez, μέγα ιερέα του βουντού, θα έπεφταν στα πόδια του!
Το 1946, ο Reymond αποφυλακίζεται και μετακομίζει στο Brooklyn, στο σπίτι της αδελφής του. Οι συγγενείς αναστατώνονται με τις δραματικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην εμφάνισή του, μετά το ατύχημα. Είναι σχεδόν φαλακρός, τα πλούσια μαλλιά του έχουν εξαφανιστεί, και το σημάδι από τον τραυματισμό του είναι καθαρά ορατό στο κρανίο του. Ο Reymond περνά πολλές ώρες κλειδωμένος στο δωμάτιό του και, περιοδικά, παραπονιέται για ισχυρούς πονοκεφάλους. Είναι αυτή την περίοδο της ζωής του που αρχίζει να γράφει δεκάδες γράμματα σε «μοναχικές καρδιές», γυναίκες, δηλαδή, που αναζητούν σύντροφο μέσω κάποιας λέσχης. Κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και στη συνέχεια τις «ξαλάφρωνε» από χρήματα, κοσμήματα, επιταγές κ.λ.π. Οτιδήποτε μπορούσε να καρπωθεί. Μετά, εξαφανιζόταν για πάντα. Τα θύματα, που ντρέπονταν για το πάθημά τους, σπάνια ανέφεραν το συμβάν στην αστυνομία.
Ο Raymond είχε βρει έναν τρόπο να ζει χωρίς να εργάζεται.
Θάνατος στη La Linea
Για μήνες, ο Fernandez επιδιδόταν στην επιχείρηση «μοναχικές καρδιές», γράφοντας επιστολές σε πολλές γυναίκες, συχνά ταυτόχρονα. Το 1947 άρχισε αλληλογραφία με τη Jane Lucilla Thompson, η οποία είχε πρόσφατα χωρίσει από το σύζυγό της. Ήταν μοναχική, ευάλωτη στην καλοσύνη και ώριμη για «συγκομιδή». Μετά από ένα φλερτ μέσω επιστολών, η Jane δέχτηκε να συναντήσει τον Fernandez. Τον Οκτώβριο του 1947 αγόρασαν εισιτήρια για μια κρουαζιέρα (με χρήματα της Jane, φυσικά) και πήγαν στην Ισπανία. Για αρκετές εβδομάδες ταξίδευαν μαζί, έμεναν σε ξενοδοχεία ως αντρόγυνο, δειπνούσαν και έκαναν εκδρομές στα αξιοθέατα της Ισπανίας.
Ο Fernandez, εντούτοις, ήταν ακόμη παντρεμένος με την Encarnacion Robles. Έφτασε με τη Jane στη La Linea, όπου ζούσε η Encarnacion με τα δύο τους παιδιά. Της σύστησε τη Jane, και οι τρεις τους δειπνούσαν συχνά σε εστιατόρια της περοχής. Τα πράγματα φαινομενικά πήγαιναν καλά, αλλά τη νύχτα της 7ης Νοεμβρίου του 1947, κάτι συνέβη μεταξύ των δύο γυναικών. Πιστεύεται ότι υπήρξε κάποια διαφωνία ή καυγάς μεταξύ του Raymond και της Jane, καθώς εκείνος έφυγε τρέχοντας από το ξενοδοχείο.
Το επόμενο πρωί, η Jane Lucilla Thompson βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιό της, από άγνωστα αίτια. Το σώμα της απομακρύνθηκε και ετάφη χωρίς νεκροψία. Αργότερα, όταν υπήρξαν υποψίες για δολοφονία με δηλητήριο, έγινε εκταφή. Στο μεταξύ, ο Fernandez είχε εγκαταλείψει την πόλη, αφήνοντας τη βασανισμένη γυναίκα του μόνη της, για άλλη μια φορά. Επιβιβάστηκε στο πρώτο πλοίο με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες και εμφανίστηκε στο διαμέρισμα της Jane στη Νέα Υόρκη. Με πλαστή διαθήκη στα χέρια, απέκτησε την κυριότητα του διαμερίσματος και των υπαρχόντων της Jane, παρά το γεγονός ότι στο διαμέρισμα ζούσε η ηλικιωμένη μητέρα της.
Κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης περιόδου, όπου ο Reymond ταξίδευε στην Ισπανία με τη Jane, δειπνούσε με τις δύο γυναίκες και καταχράστηκε την περιουσία του θύματός του από την μητέρα του, ο Fernandez εξακολουθούσε να αλληλογραφεί με δεκάδες γυναίκες.
Μια από αυτές ήταν η Martha Seabrook Beck.

Martha
Γεννήθηκε ως Martha Jule Seabrook το 1919, στην πόλη Milton στη βορειοδυτική Florida. Ως παιδάκι, η Martha παρουσίασε αδενικό πρόβλημα, με αποτέλεσμα να ωριμάσει σωματικά γρηγορότερα από τους συνομηλίκους της. Σε ηλικία 10 ετών είχε τη σωματική διάπλαση γυναίκας και τις σεξουαλικές ορμές ενήλικα. Δυστυχώς ήταν ήδη παχύσαρκη από αυτή την ηλικία και, εκτός από τις κοροϊδίες των συμμαθητών της, είχε να αντιμετωπίσει και την κυριαρχική μητέρα της. Κατά τη διάρκεια της δίκης της, το 1951, ισχυρίστηκε πως ο αδελφός της την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά σε μικρή ηλικία. Όταν εξομολογήθηκε στη μητέρα της το συμβάν, εκείνη έριξε το φταίξιμο στη Martha και τη χτύπησε. Από τότε και μετά, η μητέρα της έγινε η σκιά της, την ακολουθούσε παντού. Εάν κάποιο αγόρι έδειχνε ενδιαφέρον για τη Martha, η μητέρα της το έδιωχνε με καταιγισμό προσβολών και απειλών. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας της η Martha έγινε στόχος ανηλεών αστεϊσμών και προσβολών, που είχαν ως αποτέλεσμα να την κάνουν να κλειστεί περισσότερο στον εαυτό της. Απομονώθηκε, αποξενώθηκε και έμεινε χωρίς συνομηλίκους φίλους.
Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα σε μια σχολή Νοσηλευτικής στην Pensacola, απ’ όπου αποφοίτησε το 1942, πρώτη στο έτος της. Λόγω, όμως, της εμφάνισής της, στάθηκε αδύνατον να βρει δουλειά ως νοσοκόμα. Έτσι, αναγκάστηκε να πάει να δουλέψει σε ένα τοπικό γραφείο τελετών. Δουλειά της ήταν να ετοιμάζει τα πτώματα των γυναικών για την ταφή. Ήταν ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον για τη Martha, η οποία ήταν ήδη μοναχική και απόμακρη. Το να περιποιείται σώματα νεκρών, οποιαδήποτε ώρα ημέρας και νύχτας, ενδέχεται να την έκανε να απολαμβάνει τη συντροφιά εκείνων που δεν μπορούσαν να την πληγώσουν με την κριτική τους και να τη γελοιοποιήσουν. Ζούσε με τους νεκρούς.
Το 1943, και θέλοντας απελπισμένα να ξεκινήσει μια νέα ζωή, μετακόμισε στην California. Σύντομα, βρήκε δουλειά ως νοσοκόμα σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο. Τα βράδια, γύριζε στα μπαρς της περιοχής «ψωνίζοντας» φαντάρους που βρίσκονταν σε άδεια. Αποτέλεσμα αυτής της «δραστηριότητάς» της ήταν μια εγκυμοσύνη. Ο πατέρας ήταν ένας στρατιώτης, ο οποίος δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για τη Martha. Όταν πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη της, προσπάθησε να αυτοκτονήσει πηδώντας στη θάλασσα. Ανίκανη να τον πείσει να την παντρευτεί και βαθειά ντροπιασμένη που κάποιος προτιμούσε να πεθάνει παρά να την κάνει γυναίκα του, η Martha επέστρεψε στη Florida, καταθλιμμένη και μόνη.
Στο Milton, η Martha έπρεπε να εξηγήσει την εγκυμοσύνη. Έτσι εφηύρε ένα σύζυγο, αξιωματικό του Ναυτικού, με τον οποίο είχε παντρευτεί στην California και που όλοι θα γνώριζαν μόλις επέστρεφε από τον Ειρηνικό. Αγόρασε και μια βέρα και την φορούσε καμαρώνοντας. Στη συνέχεια έστειλε ένα τηλεγράφημα στον εαυτό της, πληροφορώντας τον για τον θάνατο του «συζύγου της εν ώρα υπηρεσίας». Έπαθε υστερία με την αναγγελία των «νέων», όλη η πόλη της συμπαραστάθηκε και, μάλιστα, το γεγονός πέρασε και στον τοπικό τύπο. Η Martha έγινε αποδέκτης μεγάλης προσοχής και συμπάθειας λόγω της «απώλειάς» της. Την άνοιξη του 1944 γέννησε την κόρη της, Willa Dean.
Λίγους μήνες αργότερα γνώρισε έναν οδηγό λεωφορείου από την Pensacola, τον Alfred Βeck και έμεινε πάλι έγκυος. Ο Alfred, νοιώθοντας ενοχές για την εγκυμοσύνη την παντρεύτηκε στα τέλη του 1944. Έξι μήνες αργότερα χώρισαν. Η Martha είχε χάσει τη δουλειά της από τον προηγούμενο χρόνο και τώρα βρισκόταν πάλι μόνη της, με δυο μικρά παιδιά και μηδενικό εισόδημα. Βυθίστηκε στον κόσμο της φαντασίας και των ρομαντικών μυθιστορημάτων και παρακολουθούσε ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο αγαπημένος της ηθοποιός Charles Boyer. Διάβαζε γλυκερά γυναικεία περιοδικά και ονειρευόταν τον άνδρα που θα την έσωζε από τη μοναξιά και την απελπισία της. Στις αρχές του 1946 βρήκε, επιτέλους, μια σταθερή δουλειά στο Νοσοκομείο Παίδων της Pensacola.
Η Martha ήταν μια εξαιρετική νοσοκόμα. Αντιμετώπιζε τη δουλειά και τις ευθύνες της με σοβαρότητα. «Διάλεξα αυτό το επάγγελμα», έγραψε, «χωρίς καμιά σκέψη για προσωπικό όφελος. Θέλησα να προετοιμάσω τον εαυτό μου για το επάγγελμα αυτό, μόνο και μόνο για να προσφέρω βοήθεια και υπηρεσία στους άλλους». Όντας δυστυχισμένη κοινωνικά, η Martha αφοσιώθηκε στη δουλειά της. Πριν περάσει χρόνος, πήρε προαγωγή και σύντομα έγινε Προϊσταμένη στο νοσοκομείο. Αλλά εξακολουθούσε να βασανίζεται από κατάθλιψη και να περιμένει τη μέρα που θα είχε έναν άντρα ολόδικό της, που θα την «γέμιζε» συντροφικά και σεξουαλικά και, κυρίως, θα βίωνε μαζί του τον έρωτα, έτσι όπως τον διάβαζε στα λαϊκά περιοδικά που υπήρχαν σε στοίβες στο διαμέρισμά της.
Μια μέρα, κάποια συνάδελφος θέλοντας να αστειευτεί μαζί της, της έστειλε με το ταχυδρομείο ένα φυλλάδιο με αγγελίες για «μοναχικές καρδιές», γυναίκες και άντρες που αναζητούσαν συντρόφους. Ενώ στην αρχή έκλαψε πικραμένη για την κοροϊδία, στη συνέχεια αποφάσισε να δημοσιεύσει κι αυτή μιαν αγγελία. Έτσι κι έκανε, αποκρύπτοντας το υπερβολικό της βάρος και τα δύο της παιδιά. Από εκεί και μετά, περίμενε τον Πρίγκιπα του Παραμυθιού να καταφθάσει με το καθημερινό ταχυδρομείο.
Ένα γράμμα από τη Νέα Υόρκη
Στην ηλιόλουστη Florida, όσο η Martha προόδευε επαγγελματικά, τόσο απελπιζόταν προσωπικά. Είχαν ήδη περάσει δυο εβδομάδες από τότε που είχε δημοσιεύσει την αγγελία της και δεν είχε λάβει καμία απάντηση. Αλλά λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1947, είχε την πρώτη και μοναδική ανταπόκριση.
Το γράμμα ήταν από κάποιον Raymond Fernandez από τη Δυτική 139η Οδό, στη Νέα Υόρκη. Έγραφε πως ήταν επιτυχημένος και αξιοσέβαστος επιχειρηματίας, ασχολούμενος με εισαγωγές και εξαγωγές. Η γραφή του ήταν περίτεχνη, υπερβολικά ευγενής και φαινόταν ειλικρινής. Έγραφε πως ήταν Ισπανός που πρόσφατα είχε έλθει από τη χώρα του στην Αμερική, όπου οι επαγγελματικές ευκαιρίες ήταν περισσότερες. Έγραφε πως ζούσε μόνος «σε αυτό το διαμέρισμα, το τόσο μεγάλο για έναν εργένη, αλλά που ήλπιζε, κάποια μέρα, να το μοιραστεί με μια σύζυγο». Ο Fernandez έγραψε στη Martha ότι γνώριζε πως ήταν νοσοκόμα και πως «ήταν σίγουρος πως είχε μια καρδιά γεμάτη με την ικανότητα να παρηγορεί και ν’ αγαπά».
Ήταν ήδη πολύ για την ονειροπαρμένη Martha. Κουβαλούσε το γράμμα πάντα μαζί της και το ξαναδιάβαζε σε κάθε ευκαιρία. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο καλά έγραφε ο Ισπανός μετανάστης και πόσο εκφραστικός ήταν. Αγόρασε ακριβά είδη αλληλογραφίας και άρχισε μια επικοινωνία διάρκειας δύο εβδομάδων, με καθημερινά γράμματα και ανταλλαγή φωτογραφιών. Οι φωτογραφίες για τη Martha αποτέλεσαν ένα πρόβλημα. Δεν ήθελε να χάσει τον «Ρωμαίο» της εξαιτίας του βάρους της. Έτσι, του έστειλε μια ομαδική φωτογραφία με άλλες νοσοκόμες, στην οποία ήταν μισοκρυμμένη πίσω από άλλες.
Δεν μπορούσε να ξέρει ότι η εξωτερική εμφάνιση δεν απασχολούσε καθόλου τον Raymond Fernandez. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε εξαπατήσει πολλές δεκάδες γυναίκες απ’ όλη τη χώρα. Αδιαφορούσε αν τα θύματά του ήταν παχιά, αδύνατα, νεαρά ή ηλικιωμένα. Είχε μόνο ένα κριτήριο: έπρεπε να έχουν πόρους. Όταν έμαθε ότι η Martha ήταν νοσοκόμα, υπέθεσε ότι είχε χρήματα, ή ένα σπίτι ή, τέλος πάντων, οτιδήποτε αξίας. Ήξερε ότι έπρεπε να ανταλλάξει αρκετά γράμματα και τηλεφωνήματα πριν προτείνει μια προσωπική συνάντηση. Έπρεπε να «χτίσει» μια σχέση εμπιστοσύνης και σεξουαλικής επιθυμίας ανάμεσα σ’ αυτόν και το θύμα του. Μετά από αρκετές δοκιμές και λάθη, είχε καταλήξει σε ένα μοντέλο συμπεριφοράς και το ακολουθούσε ευλαβικά.
Όταν το θύμα συνειδητοποιούσε την εξαπάτησή του, απέφευγε, τις περισσότερες φορές, να καταφύγει στην αστυνομία. Αισθανόταν ταπεινωμένο, ντροπιασμένο και ένοχο και δεν ήθελε να συνδεθεί το όνομά του με τις «μοναχικές καρδιές», που έψαχναν άντρα μέσω αγγελιών. Από την άλλη, ο υπερφίαλος Fernandez, φανταζόταν πως οι γυναίκες έμεναν απίστευτα ικανοποιημένες από τις σεξουαλικές του επιδόσεις και πίστευε πως ο λόγος που δεν τον κατέδιδαν ήταν ότι αναγνώριζαν πως αυτά που τους είχε αφαιρέσει ήταν απλώς το τίμημα για τις «υπηρεσίες» του.
Μετά, λοιπόν, την ανταλλαγή των απαιτούμενων επιστολών, ο Fernandez προχώρησε στο απαιτούμενο, κατά τη γνώμη του, βήμα και ζήτησε από τη Martha μια τούφα από τα μαλλιά της. Του ήταν απαραίτητη για να κάνει τα μάγια του βουντού, προκειμένου να την έχει δέσμιό του. Ακολουθούσε τις οδηγίες από το βιβλίο «Magic Island» του William Seabrook, μια βίβλο με βουντού και ξόρκια. Θεώρησε ως καλό οιωνό το γεγονός ότι ο αγαπημένος του συγγραφέας και το τελευταίο θύμα του είχαν το ίδιο επώνυμο.
Η Martha ήταν συνεπαρμένη που κάποιος άντρας είχε ζητήσει μια τούφα από τα μαλλιά της. Του έστειλε μια πλούσια μπούκλα με το επόμενο γράμμα της, το οποίο είχε ψεκάσει με το άρωμά της. Σκέφτηκε πως, ίσως, είχε έρθει πια η σειρά της. Φαντάστηκε πως ο Raymond Fernandez ήταν ο ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία, ο εραστής των ονείρων της, που θα την έπαιρνε μακριά από τη μιζέρια της καθημερινότητας.
Ίσως η τύχη της είχε αρχίσει να αλλάζει.
****

Αφού ο Fernandez είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της Martha και είχε τελέσει τη μυστική βουντού τελετουργία του, αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα για την προσωπική συνάντηση. Κανόνισε να κατέβει με τραίνο στη Florida και να συναντηθεί με τη Martha στο σταθμό. Φυσικά, η Martha, καταλαβαίνοντας πως είχε έρθει η ώρα που θα αποκαλύπτονταν τα ψέματα που είχε πει για τον εαυτό της, ένοιωθε νευρική και ανήσυχη, αλλά η περιέργειά της και η επιθυμία της να τον συναντήσει γρήγορα παρέκαμψαν αυτό το πρόβλημα. Στις 28 Δεκέμβρη του 1947 ο Raymond Fernandez έφτασε στη Florida.
Στην αρχή ο Fernandez εξεπλάγη από το μέγεθος της Martha, αλλά δεν έδειξε σημάδια δυσαρέσκειας. Εκείνη, πάλι, ξετρελάθηκε μαζί του. Δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη της που της επεφύλασσε έναν τόσο όμορφο άντρα. Ήταν οτιδήποτε είχε ονειρευτεί, κι ακόμα περισσότερα. Μάλιστα, έβρισκε πως ο Fernandez έμοιαζε και στον αγαπημένο της ηθοποιό Charles Boyer. Πήγαν σπίτι της, όπου η Martha σύστησε στον Fernandez τα δυο της παιδιά και ετοίμασε γεύμα. Όταν τα παιδιά κοιμήθηκαν, ο Fernandez έκανε την κίνησή του. Η Martha, ήδη μαγεμένη από το γεγονός ότι της έδινε σημασία, παραδόθηκε άνευ όρων. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένοιωσε πλήρως ικανοποιημένη σεξουαλικά. Ήταν μια αποκάλυψη.
O Fenrnandez, από την άλλη, σκεφτόταν το σχέδιό του. Ανυπομονούσε να ανακαλύψει αν η Martha ήταν «αξιόλογο» θύμα, ή έχαν άδικα το χρόνο του μαζί της. Πέρασαν μαζί την επόμενη μέρα και νύχτα και έκαναν σεξ αρκετές φορές. Η Martha του ορκίστηκε αιώνια αγάπη και του ζήτησε να μείνει στη Florida και να παντρευτούν. Ο Fernandez, όμως, δεν ήθελε γάμο: ήθελε να συνεχίσει τη «δουλειά» του. Ξαφνικά είπε στη Martha ότι οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τον καλούσαν πίσω στη Νέα Υόρκη. Η Martha αντέδρασε έντονα και, τότε, της υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει σύντομα κοντά της ή θα της στείλει χρήματα για να πάει εκείνη να τον συναντήσει στη Νέα Υόρκη. Η Martha αυτό το ερμήνευσε ως πρόταση γάμου.Αφού τον ξεπροβόδισε στο σταθμό του Jacksonville, επέστρεψε στο Milton και είπε σε όλους ότι επρόκειτο να ξαναπαντρευτεί. Ήταν χαρούμενη όσο ποτέ και, μάλιστα, έγινε και ένα πάρτυ προς τιμήν της. Την ημέρα, όμως, του πάρτυ, έλαβε ένα γράμμα από τον Fernandez στο οποίο της έγραφε ότι είχε παρεξηγήσει τα αισθήματά του προς αυτήν και πως δεν θα επέστρεφε στη Florida. Η Martha κατέρρευσε. Μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας ο Fernandez υπαναχώρησε και συμφώνησε να της επιτρέψει να τον επισκεφτεί στη Νέα Υόρκη. Έτσι κι έγινε. Έμεινε μαζί του για δυο υπέροχες εβδομάδες.
Όταν επέστρεψε στη Florida, απολύθηκε από τη δουλειά της χωρίς καμία εξήγηση. Όταν προσπάθησε να μάθει το λόγο αρνήθηκαν να της πουν. Η Martha υπέθεσε πως ήταν επειδή είχε συνάψει ερωτική σχέση με έναν λατίνο από τη Νέα Υόρκη. Πήρε την τελευταία επιταγή με το μισθό της, ετοίμασε βαλίτσες, πήρε τα δυο της παιδιά, αποχαιρέτησε μερικούς φίλους και επιβιβάστηκε στο πρώτο λεωφορείο για Νέα Υόρκη.
Όταν ο Fernandez άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του, το πρωί της 18ης Ιανουαρίου του 1948, είδε έκπληκτος τη Martha με τα παιδιά της να στέκονται εμπρός του. Αυτό ήταν κάτι χωρίς προηγούμενο στην καριέρα του ως κλέφτη και απατεώνα. Εντούτοις, δεν είχε αντίρρηση να έχει τη Martha μαζί του. Ένοιωθε καθησυχαστικά κοντά της, τον περιποιόταν και του μαγείρευε. Αλλά τα παιδιά έπρεπε να φύγουν και αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο. Η Martha θεώρησε ότι ο αποχωρισμός της από τα παιδιά της ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να έχει τον Fernandez. Στις 25 Ιανουαρίου του 1948 τα παρέδωσε στο Στρατό της Σωτηρίας και τα εγκατέλειψε. Για τα επόμενα τρία χρόνια δεν είχε κανενός είδους επαφή μαζί τους. Και μέχρι τον εγκλεισμό της στις φυλακές του Sing Sing το 1951, δεν τα ξανασκέφτηκε.



Η αρχή
Αφού ξεφορτώθηκαν τα παιδιά, η Beck και ο Fernandez είχαν το διαμέρισμα στη διάθεσή τους. Ο Raymond της έδειξε τα γράμματα των «μοναχικών καρδιών» και της ομολόγησε τα πάντα: για τις δεκάδες γυναίκες που είχε εξαπατήσει, για τη σύζυγό του στην Ισπανία και για τις άλλες συζύγους. Η Martha, ήδη πλήρως υποταγμένη στον Fernandez, κατάλαβε πως δεν υπήρχε γυρισμός. Ήταν ο άντρας της και ήταν η γυναίκα του. Με τη δική της λογική ήταν καθήκον της να τον βοηθήσει. Άρχισαν να κάνουν σχέδια μαζί για την επόμενη «δουλειά» του Raymond. Εξέτασαν από κοινού τις επιστολές που είχε λάβει ο Fernandez και αποφάσισαν πως το επόμενο θύμα τους θα ήταν η Esther Henne από την νότιο Pennsylvania, συνταξιούχος δασκάλα.
Το απίθανο ζευγάρι ταξίδεψε στην Pennsylvania όπου και συναντήθηκε με την Henne. Η Martha παρουσιάστηκε ως κουνιάδα του Raymond. Μέσα σε μια εβδομάδα, στις 28 Φεβρουαρίου του 1948, ο Fernandez και η Henne παντρεύτηκαν σε μια σύντομη τελετή στο Δημαρχείο του Fairfax, στη Virginia. Στη συνέχεια οι νεόνυμφοι και η Martha επέστρεψαν στο διαμέρισμα της Δυτικής 139ης Οδού. Αργότερα η Henne είπε στους δημοσιογράφους: «Για τέσσερις μέρες ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου. Στη συνέχεια έγινε βίαιος λεκτικά, όταν αρνήθηκα να τον κάνω κύριο της ασφάλειάς μου και να τον εξουσιοδοτήσω να εισπράττει τη σύνταξή μου. Τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο. Άρχισα να ακούω ιστορίες για εκείνον, πως είχε ταξιδέψει στην Ισπανία με μια γυναίκα η οποία πέθανε.» Σύντομα, η νέα κυρία Fernandez εγκατέλειψε το διαμέρισμα, φτωχότερη κατά ένα αυτοκίνητο και εκατοντάδες δολάρια που της είχε κλέψει ο Raymond.
Αρκετές άλλες γυναίκες ακολούθησαν την Esther Henne, με γρήγορη διαδοχή. Μια από αυτές, η Myrtle Young, από το Greene Forest του Arkansas, δέχτηκε να παντρευτεί τον Raymond. Στις 14 Αυγούστου του 1948 παντρεύτηκαν στο Cook Country του Illinois. Αυτή τη φορά η Martha παρουσιάστηκε ως αδελφή του Raymond και έκανε τα πάντα προκειμένου αυτός ο γάμος να μην ολοκληρωθεί. Για το λόγο αυτό κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με τη Myrtle. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετές ημέρες, μέχρι που η Myrtle διαμαρτυρήθηκε τόσο έντονα, ώστε ο Raymond της έδωσε μεγάλη δόση υπνωτικών. Η Myrtle έπεσε αναίσθητη. Με τη βοήθεια της Martha, ο Raymond την κουβάλησε μέχρι το σταθμό των λεωφορείων και την έστειλε πίσω στο Little Rock του Arkansas. Όταν έφτασε εκεί ήταν ήδη σε κώμα και μεταφέρθηκε από την αστυνομία στο νοσοκομείο, όπου πέθανε την επόμενη μέρα. Το ζευγάρι των δολοφόνων της είχε ήδη κλέψει 4.000 δολλάρια.
Εν τω μεταξύ, η Martha και ο Reymond συνέχιζαν τη δράση τους στις ανατολικές πολιτείες. Σταμάτησαν σε αρκετές πόλεις και συνάντησαν πολλές γυναίκες που αλληλογραφούσαν με τον Raymond. Κατάφεραν να τους αποσπάσουν αρκετά χρήματα, αλλά δεν βρήκαν καμία που να άξιζε να επενδύσουν σ’ αυτήν μακροπρόθεσμα. Επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη και άρχισαν να ξαναδιαβάζουν τις αγγελίες των «μοναχικών καρδιών» για να ανακαλύψουν νέα θύματα. Βρήκαν μία στη νέα Αγγλία, αλλά όταν πήγαν να τη συναντήσουν η Martha τη βρήκε νεώτερη απ’ όσο περίμενε και δεν άφησε τον Reymond να συνεχίσει μαζί της.
Τα χρήματά τους λιγόστευαν. Ο χειμώνας πλησίαζε και κανείς από τους δύο δεν είχε δουλειά. Έψαχναν απελπισμένα νέα θύματα. Σύντομα εντόπισαν τη Janet Fay, μια 66χρονη χήρα που ζούσε στο Albany της Νέας Υόρκης. Ο Raymond πήρε μελάνι και χαρτί και στρώθηκε στη δουλειά.
Janet Fay
Η Janet Fay νοίκιαζε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης και, πιο σημαντικό απ’ όλα, είχε καταθέσεις στην τράπεζα. Συνήθιζε να στέλνει επιστολές στις στήλες των μοναχικών καρδιών, παρά τις προειδοποιήσεις της οικογένειας και των φίλων της. Η Fay ήταν μια θρησκευόμενη καθολική, που παρακολουθούσε τη λειτουργία κάθε Κυριακή, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο Fernandez, διανθίζοντας τα γράμματά του με αναφορές στη θρησκεία και το Θεό. Συχνά υπέγραφε τις επιστολές προς τα θύματά του ως Charles Martin.
Μετά από χρονικό διάστημα αρκετών εβδομάδων, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Fernandez έπεισε τη Janet για την εντιμότητα των προθέσεών του, κανόνισαν να την επισκεφτεί στο Albany πριν την Πρωτοχρονιά. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1948, η Martha και ο Reymond έφτασαν στο Albany και κατέλυσαν σε κεντρικό ξενοδοχείο ως κος και κα Fernandez. Την επόμενη μέρα επισκέφτηκε τη Janet κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια. Πέρασαν τη μέρα μαζί, γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον και συζητώντας θρησκευτικά θέματα.
Τις επόμενες ημέρες ο Fernandez πήρε μαζί του και τη Martha, συστήνοντάς τη ως αδελφή του, και οι τρεις μαζί περιηγήθηκαν την πόλη. Η Janet τους επέτρεψε να διανυκτερεύσουν και σπίτι της. Σύντομα ο Reymond πρότεινε στη Janet γάμο κι εκείνη δέχτηκε. Έκαναν σχέδια να μετακομίσουν στο Long Island, όπου η Martha είχε ήδη νοικιάσει ένα διαμέρισμα στον αριθμό 15 της οδού Adeline, στο Valley Stream. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του Ιανουαρίου του 1949, η Janet απέσυρε τις καταθέσεις της από τις τράπεζες, συγκεντρώνοντας πάνω από 6.000 $, σε μετρητά και επιταγές. Ο Fernandez την έπεισε να φύγουν από το Albany.
Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 1949, ο Fernandez, η Beck και η Janet Fay, έφυγαν από το Albany για το Long Island. Όταν έφτασαν στο διαμέρισμα έφαγαν και ετοιμάστηκαν για ύπνο. Ο Fernandez αποκοιμήθηκε πρώτος, αφήνοντας τις δυο γυναίκες στην κουζίνα. Το τι ακριβώς συνέβη ανάμεσά τους δεν θα μαθευτεί ποτέ, γιατί η Martha είπε πολλές διαφορετικές ιστορίες όταν, αργότερα, ανακρίθηκε από την αστυνομία. Είπε όμως σίγουρα πως: «Καιγόμουν από ζήλια και θυμό!». Η Martha είπε επίσης πως, μπαίνοντας στο δωμάτιο του Raymond, είδε τη «Janet γυμνή με το χέρι της γύρω από τον Raymond». Όντας ήδη αναστατωμένη από την προσοχή που έδειχνε ο Raymond στη Janet, η θέα των δύο τους στο κρεβάτι ήταν υπερβολικό για τη Martha να το αντέξει. Σύμφωνα με την κατάθεσή της η Janet ούρλιαξε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ να μείνεις μαζί μας. Είσαι η πιο ξεδιάντροπη σκύλα που έχω συναντήσει στη ζωή μου!». Ακολούθησε φιλονικία κατά την οποία ο Fernandez φέρεται να είπε στη Martha: «Κάνε αυτή τη γυναίκα να σωπάσει. Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα κάνεις, μόνο κάνε τη να σωπάσει».
Η Martha κατέθεσε αργότερα ότι η μνήμη της σκοτείνιασε και δεν θυμόταν τι έγινε. «Το επόμενο που θυμάμαι είναι ο Fernandez να με κρατά απ’ τους ώμους και να με ταρακουνάει», είπε. Το σώμα της Janet κείτονταν στα πόδια της Martha μέσα σε μια λίμνη αίματος. Είχε χτυπηθεί στο κεφάλι με ένα σφυρί και στη συνέχεια στραγγαλιστεί με ένα μαντήλι. Η Martha είπε ότι αμέσως μετά το φόνο έπεσε σε ένα είδος «έκστασης». Το ζευγάρι καθάρισε το δωμάτιο, τύλιξε το σώμα της γυναίκας σε πετσέτες και σεντόνια και το έκρυψε σε μια ντουλάπα. Μετά πήγαν για ύπνο.
Την επόμενη μέρα αγόρασαν ένα μεγάλο μπαούλο, μέσα στο οποίο έβαλαν το πτώμα. Ύστερα πήγαν με το αυτοκίνητο μέχρι το σπίτι της αδελφής του Raymond και την έπεισαν να φυλάξει το μπαούλο για λίγες μέρες στο υπόγειο του σπιτιού της. Μετά από έντεκα ημέρες, ο Raymond πήρε το μπαούλο και το έθαψε στο κελάρι ενός νοικιασμένου σπιτιού. Στη συνέχεια κάλυψε τον τάφο με τσιμέντο. Κατά τη διάρκεια της επόμενης εβδομάδας, εξαργύρωσαν όλες τις επιταγές της Janet και δακτυλογράφησαν γράμματα στην οικογένειά της που έγραφαν «είμαι ενθουσιασμένη και περνάω υπέροχα. Δεν έχω ξανανοιώσει έτσι μέχρι σήμερα, Σύντομα θα γίνω Κα Martin και θα μετακομίσω στη Florida». Υπέγραφαν τα γράμματα ως «Janet L. Fay». Όμως, μέσα στη βιασύνη τους, έκαναν ένα λάθος ζωτικής σημασίας: η Janet δεν ήξερε να δακτυλογραφεί και δεν διέθετε γραφομηχανή. Η οικογένειά της ειδοποίησε αμέσως την αστυνομία.
Η Delphine και το Μωρό
H Beck και ο Fernandez έφυγαν γρήγορα από το Valley Stream και κατευθύνθηκαν δυτικά, στο Grand Rapids του Michigan, όπου τους περίμενε το επόμενο θύμα τους. Για αρκετές εβδομάδες ο Fernandez αλληλογραφούσε με μια νέα χήρα, την Delphine Downing, 41 ετών, η οποία είχε και μια δίχρονη κόρη, τη Rainelle. Η Delphine ήξερε επίσης τον Fernandez ως «Charles Martin», πετυχημένο επιχειρηματία στον τομέα των εξαγωγών, που είχε αδυναμία στα παιδιά. Έτσι, όταν ο «Charles» έγραψε στη Delphine πως επρόκειτο να την επισκεφτεί, εκείνη χάρηκε ιδιαιτέρως. Δεν ενοχλήθηκε, δε, καθόλου, όταν της είπε ότι θα έφερνε μαζί του και την αδελφή του Martha.
Όταν συναντήθηκαν, στα τέλη του Ιανουαρίου του 1949, η Delphine εντυπωσιάστηκε από τον «Charles» και σκέφτηκε ότι, ενδεχομένως, θα είχαν μέλλον μαζί. Της άρεσαν οι ευγενικοί του τρόποι και το ενδιαφέρον που έδειχνε για τη Rainelle. Πριν τελειώσει ο μήνας είχαν προχωρήσει σε σεξουαλική σχέση, κάτι που έκανε τη Martha να βράζει, σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Αλλά η ευτυχία της Delphine δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Ένα πρωί μπήκε στο μπάνιο και είδε τον «Charles» χωρίς το περουκίνι του. Σοκαρίστηκε στη θέα του φαλακρού του κεφαλιού και του άσχημου σημαδιού στην κορυφή του.
Κατηγόρησε τον Fernandez ότι την εξαπάτησε και την απογοήτευσε. Εκείνος επιστράτευσε όλη του τη γοητεία για να την εξευμενίσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Martha, αν και ήταν έξαλλη, παρέμενε ήσυχη, περιμένοντας την κατάσταση να ηρεμήσει. Έπεισε τη Delphine να πάρει υπνωτικό χάπι και να κοιμηθεί. Όταν το χάπι ενήργησε, η Rainelle άρχισε να κλαίει, προφανώς ανήσυχη από την αφύσικη συμπεριφορά της μητέρας της. Η Martha, ήδη έξαλλη με τη Delphine, άρπαξε τη μικρή από το λαιμό και την έσφιξε μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της. Ο Fernandez θύμωσε.
«Όταν ξυπνήσει και δει τις μελανιές στο λαιμό της μικρής, θα πάει στην αστυνομία», είπε.
«Κάνε κάτι, Ray», είπε η Martha. Ο Fernandez πήγε στο διπλανό δωμάτιο και πήρε ένα περίστροφο που ανήκε στον μακαρίτη σύζυγο της Delphine. Το τύλιξε σε μια κουβέρτα, για να πνίξει το θόρυβο της εκπυρσοκρότησης, και έστρεψε την κάνη στο κεφάλι της Delphine. Τράβηξε τη σκανδάλη. Η Delphine πέθανε ακαριαία. Η Rainelle παρακολούθησε τη σκηνή από απόσταση αναπνοής. Ύστερα, τύλιξαν το άψυχο σώμα της Delphine σε σεντόνια και το μετέφεραν στο υπόγειο. Έσκαψαν μια τρύπα στο χωμάτινο δάπεδο και την έριξαν μέσα. Ο Fernandez σκέπασε τον τάφο με τσιμέντο και η Martha καθάρισε σχολαστικά τη σκηνή του εγκλήματος.
Πέρασαν τις επόμενες δύο ημέρες καταστρώνοντας σχέδια για τη διαφυγή τους. Ρευστοποίησαν όλες τις επιταγές που είχε η Delphine και «έγδυσαν» το σπίτι από οτιδήποτε πολύτιμο. Στο μεταξύ η Rainelle έκλαιγε συνέχεια και αρνιόταν να φάει. Συζήτησαν το τι θα έκαναν με τη μικρή, αλλά δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν. Τελικά ο Fernandez είπε στη Martha να την ξεφορτωθεί. «Δεν μπορώ να το κάνω, Ray… δεν μπορώ!», τον ικέτευσε. Αλλά ήδη η Martha είχε χωθεί μέχρι πάνω από το λαιμό σε αυτή την ιστορία. Ήταν συνένοχος σε αρκετούς φόνους και συνέταιρος σε δεκάδες απάτες και κλοπές. Δεν είχε πραγματικό σπίτι και είχε εγκαταλείψει τα παιδιά της για να είναι μ’αυτόν τον εραστή, που τόσο κακή επίδραση είχε πάνω της. Και τώρα, αφού είχαν θάψει ένα ακόμα θύμα τους, o Fernandez ήθελε από εκείνη να κάνει το αδιανόητο. Μπορεί να προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά ο έλεγχός του πάνω της ήταν ολοκληρωτικός. Καθώς η Rainelle συνέχιζε να κλαψουρίζει, η Beck και ο Fernandez γέμισαν με νερό ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο. Ξαφνικά, με μια κίνηση απίστευτης αγριάδας, η Martha άρπαξε το παιδί και κράτησε το κεφάλι του κάτω από το νερό, μέχρι που πνίγηκε. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Fernandez έσκαβε έναν ακόμη τάφο, δίπλα στον πρώτο, στο υπόγειο. Μόνο που αυτός ήταν κατά πολύ μικρότερος.
Αν και πια ήταν ελεύθεροι να φύγουν από την πόλη και να συνεχίσουν αλλού, επέλεξαν να μην το κάνουν. Μάλιστα, πήγαν στον κινηματογράφο. Όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμα άρχισαν να ετοιμάζουν βαλίτσες. Τους διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα και, όταν ο Fernandez την άνοιξε, είδε δυο συνοφρυωμένους αστυνομικούς να στέκονται εμπρός του. Οι υποψιασμένοι γείτονες είχαν ειδοποιήσει την αστυνομία.

Η σύλληψη
Μετά τη σύλληψή τους, στις 28 Φεβρουαρίου 1949, η Beck και ο Fernandez μεταφέρθηκαν στο γραφείο του εισαγγελέα της κομητείας του Kent, όπου ανακρίθηκαν από τον ίδιο και την αστυνομία. Ίσως επειδή είχαν ήδη υποταχθεί στη μοίρα τους, κανείς από τους δύο δεν ζήτησε δικηγόρο, ούτε απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις. «Δεν είμαι ένας μέσος δολοφόνος», είπε ο Fernandez στους ανακριτές του. Και οι δύο διηγήθηκαν μια ιστορία γεμάτη σεξ, απάτες και φόνους. Υπέγραψαν μιαν ομολογία 73 σελίδων, παρουσία του Εισαγγελέα της Κομητείας του Kent, Roger McMahon, ο οποίος τους διαβεβαίωσε πως δεν θα τους παρέδιδε στην αστυνομία της Νέας Υόρκης. Ο Fernandez και η Beck γνώριζαν πως στο Michigan δεν υπήρχε η θανατική ποινή και προτιμούσαν να παραμείνουν στο Kent παρά να οδηγηθούν στη Νέα Υόρκη, όπου θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατηγορία για τη δολοφονία της Fay.
«Η ηλεκτρική καρέκλα με τρομάζει», είπε η Martha. Με την υπόσχεση ότι αν έλεγαν την αλήθεια ο Fernandez θα ήταν ελεύθερος σε έξι χρόνια, δείχνοντας καλή διαγωγή, συνεργάστηκαν πλήρως με τους ανακριτές.
Την επόμενη μέρα η υπόθεση των δολοφόνων των Μοναχικών Καρδιών, υπήρχε πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες της Αμερικής. Όποτε εμφανίζονταν ο Fernandez και η Beck, συνοδεία αστυνομικών, οι φωτογράφοι ήταν εκεί, ελπίζοντας να απαθανατίσουν το πιο φρικτό ζευγάρι της Αμερικής. Σύντομα άρχισαν οι αναφορές για το παρουσιαστικό της Martha. Μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που της απέδωσαν ήταν: χοντρή, ναζού, Big Martha, 200 κιλά οργής, η ζωντοχήρα που χαχανίζει, άσχημη, διαταραγμένη. Όλες η αναφορές στο όνομά της συνοδεύονταν από εκτίμηση των κιλών της με, σχεδόν πάντα, μεγάλη δόση υπερβολής (την εποχή της σύλληψής της ζύγιζε 106 κιλά). Ο τύπος της Νέας Υόρκης είχε, δυστυχώς, μια μακρά παράδοση σε τέτοιου είδους αναφορές, σε περιπτώσεις δολοφονιών, ιδίως αν ο δράστης ήταν γυναίκα. Από την εποχή της Ruth Snyder το 1927, μέχρι σήμερα, τα tabloids της πόλης, χάνουν συχνά κάθε αίσθηση αντικειμενικότητας, όταν περιγράφουν δίκες κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος είναι γυναίκα.
Τα άρθρα στις εφημερίδες είχαν δημιουργήσει την εντύπωση πως οι κατηγορούμενοι ήταν αναμφίβολα ένοχοι και πως η δίκη δεν ήταν παρά μια τυπικότητα που έπρεπε να ακολουθηθεί. Και παντού ήταν διάχυτη η άποψη ότι στον Fernandez και στη Beck δεν άξιζε τίποτα λιγότερο από την θανατική ποινή. Η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση ήταν τεράστια.
Την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου του 1949, μετά από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Thomas Dewey στην πολιτεία του Michigan, έγινε συμφωνία μεταξύ των εισαγγελέων: η πολιτεία του Michigan απέσυρε τις κατηγορίες για τους φόνους των Downing και εξέδωσε τους κατηγορούμενους στην πολιτεία της Νέας Υόρκης να δικαστούν για τη δολοφονία της Janet Fay.
Ο λόγος ήταν απλός: το Michigan δεν είχε ηλεκτρική καρέκλα.
Το τσίρκο της δίκης
Η δίκη της Martha Beck και του Raymond Fernandez, άρχισε στις 28 Ιουνίου του 1949, με έναν πρωτοφανή καύσωνα να ταλαιπωρεί την πόλη της Νέας Υόρκης και τους κατοίκους της. Ένας νεαρός δικηγόρος του Manhattan, o Herbert E. Rosenberg, επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει τη Martha και τον Raymond. Φυσικά, η επιλογή ενός μόνο δικηγόρου και για τους δύο κατηγορούμενους ήταν αντιδεοντολογική και άδικη για τους κατηγορούμενους. Λόγω του καύσωνα η δίκη αποφασίστηκε να διεξαχθεί στο μεγαλύτερο και πιο ευρύχωρο Ανώτατο Δικαστήριο του Bronx, κοντά στο περίφημο στάδιο του baseball των Yankees. Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να σώσει τους θεατές της από τις συνέπειες του καύσωνα, που ήταν ο χειρότερος στην ιστορία της πόλης μέχρι σήμερα. Μόνο κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου 4-5 Ιουλίου του 1949, πέθαναν τουλάχιστον 881 άτομα.
Δικαστής ορίστηκε ο Ferdinand Pecora, αυστηρός αλλά δίκαιος. Δημόσιος κατήγορος ήταν ο Edward Robinson Jr., που ήταν στην υπόθεση από την αρχή της και ήταν ο διαμεσολαβητής για την έκδοση των Fernandez και Beck στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Η κατηγορούσα αρχή άρχισε την παρουσίαση της υπόθεσης με ένα μπαράζ ενοχοποιητικών καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών του ιατροδικαστή, φίλων της Janet Fay καθώς και του σπιτονοικοκύρη της. Ακολούθησαν οι αστυνομικοί του Michigan που είχαν κάνει τη σύλληψη καθώς και ντετέκτιβς που παρουσίασαν στο δικαστήριο τα πειστήρια του εγκλήματος.
Ο Raymond Fernandez κατέθεσε στις 11 Ιουλίου του 1949. Αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη στη δολοφονία της Fay και είπε ότι είχε γνωρίσει τη Martha λίγο καιρό πριν, γράφοντας στα κλαμπς των Μοναχικών Καρδιών. Παραδέχτηκε πως είχε ομολογήσει στις αρχές του Michigan, αλλά ισχυρίστηκε πως το έκανε μόνο για να σώσει την αγαπημένη του Martha, και πως επιθυμούσε να πάρει πίσω την ομολογία του. Με απαλή φωνή και συχνά χαμογελώντας προς τη Martha, η οποία συγκατένευε στα λεγόμενά του, ο Fernandez παρουσίαζε την εικόνα του διανοούμενου ισπανού τζέντλεμαν. «Όλες μου οι καταθέσεις έγιναν με σκοπό να βοηθήσω τη Martha», είπε. «Την αγαπούσα, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά».
Αλλά ο εισαγγελέας Edward Robinson κατέρριψε τους ισχυρισμούς του Fernandez αναφέροντας τα ονόματα των Jane Thompson, Delphine Downing, Rainelle Downing και Myrtle Young. Όλες ήταν νεκρές μετά τη συνάντησή τους με τον Raymond Fernandez. Και όλα αυτά τα είπε φωνάζοντας στον Fernandez. «Ο κύριος Fernandez δεν είναι κουφός», του είπε σε κάποια στιγμή η Martha από το κάθισμά της. Αλλά και ο Fernadez κέρδισε «πόντους» όταν μίλησε για τις συνθήκες της ανάκρισής του στο Michigan. «Ο οποιοσδήποτε είχε δικαίωμα να μου κάνει ερωτήσεις» είπε, «ακόμα και οι δημοσιογράφοι. Δεν ήξερα που πατούσα και που βρισκόμουν. Και ο εισαγγελέας είπε πως οτιδήποτε και να έλεγα δεν θα το χρησιμοποιούσαν εναντίον μου». Ο Fernandez ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και συνέχισε, καθώς κατάλαβε πως αυτό το σημείο ήταν πολύ σημαντικό. «Είπαν πως θα με δίκαζαν για δολοφόνο στη Νέα Υόρκη και θα άφηναν τη Martha ελεύθερη. Εγώ σαν άντρας, μπορούσα πιο εύκολα να αντέξω. Είπαν πως αν συνεργαζόμουν θα έβγαινα από τη φυλακή σε έξι χρόνια. Εάν δεν συνεργαζόμουν θα έτρωγα ισόβια».
Αλλά η κατηγορούσα αρχή είχε πολλά εναντίον τους. Η μακροσκελής ομολογία τους, με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ήλθε πολλές φορές στο προσκήνιο για να τους στοιχειώσει. Το ακροατήριο κρατούσε την ανάσα του, όσο διαβάζονταν οι φρικιαστικές αφηγήσεις. «Μπορώ ακόμα να το ακούσω. Το αίμα στάζει, στάζει, στάζει και ο ήχος του νομίζεις πως ακούγεται σε ολόκληρο το σπίτι», είχε πει η Martha στους ανακριτές της. Όταν ο Fernandez στραγγάλισε τη Fay, η μασέλα της πετάχτηκε έξω από το στόμα της. Φρόντισαν να την εξαφανίσουν γιατί, όπως κατέθεσε η Martha «αν έβρισκαν το πτώμα της η μασέλα θα διευκόλυνε την αναγνώρισή του». Στη συνέχεια ο Robinsonρώτησε τον Fernandez αν πυροβόλησε και σκότωσε τη Delphine Downing. «Αυτό είναι αλήθεια», απάντησε. Αλλά όταν τον ρώτησε αν σκότωσε τη Janet Fay το αρνήθηκε. Σε εκείνο το σημείο η Martha σηκώθηκε από τη θέση της. «Νομίζω, κ. Πρόεδρε πως τώρα πρέπει να καταθέσω εγώ!», είπε. Ο δικαστής την επέπληξε ενώ ο δικηγόρος της την τραβούσε στη θέση της. Η ομολογία τους, σελίδα με τη σελίδα, και η κάθε μια πιο επιβαρυντική από την προηγούμενη, διαβάστηκε ολόκληρη στο ακροατήριο. Το ταξίδι του ζευγαριού στην απάτη, το σεξ και το φόνο περιγράφηκε με κάθε λεπτομέρεια.
Η κατάθεση του Raymond Fernandez περιείχε εκτενείς περιγραφές των σεξουαλικών του σχέσεων με τα θύματά του. Πολύς λόγος έγινε για τρεις παρτίδες strip poker, που έπαιξαν η Martha και η Esther Henne, ένα από τα θύματά του. Όποια κέρδιζε την τελευταία παρτίδα θα είχε ως έπαθλο τον Fernandez στο κρεβάτι της. Κέρδισε η Martha. Αυτός ο τύπος κατάθεσης συνεχίστηκε για όλο το πρωϊνό της 21ης Ιουλίου και ήταν τόσο «περιγραφικός» που «οι μη έχοντες εργασία απαγορευόταν να παρευρίσκονται έξω από την αίθουσα στην οποία διεξαγόταν η δίκη». Οι New York Times έγραψαν πως «πολλοί από τους θεατές, κυρίως γυναίκες, δεν βγήκαν για το μεσημεριανό τους γεύμα για να μην χάσουν τις θέσεις τους».
Η κατάθεση της Martha
Οι προβλέψεις για την κατάθεση της Martha είχαν αρχίσει αρκετές εβδομάδες πριν. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από ιστορίες για το πώς θα κατέθετε η Martha. Θα κατέδιδε τον Raymond? Θα αναλάμβανε μόνη της όλη την ευθύνη? Θα έκλαιγε? Όταν άκουσε το όνομά της το πρωί της 25ης Ιουλίου 1949, σηκώθηκε από τα έδρανα της υπεράσπισης και προχώρησε αργά στη θέση του μάρτυρα. Ανέβηκε τα δύο σκαλιά που οδηγούσαν στο έδρανο και κάθισε στη θέση της. Φορούσε ένα γκρίζο καλοκαιρινό φόρεμα με άσπρες βούλες, πράσινες γόβες-στιλέτο και είχε περασμένες δυο σειρές μαργαριτάρια γύρω από το λαιμό της. Ήταν μια εμφάνιση ακατάλληλη για αίθουσα δικαστηρίου. Μετά τις περιγραφές του Raymond για τις «ανώμαλες σεξουαλικές» προτιμήσεις τους, η αίθουσα ήταν κατάμεστη από περίεργους ακροατές και δημοσιογράφους.
Όσο η Martha έλεγε την ιστορία της στο κατάμεστο και σιωπηλό δικαστήριο, ο Fernandez παρέμενε αλύγιστος στη θέση του, μην ξέροντας τι να περιμένει. Η Martha άρχισε από την παιδική της ηλικία, εξιστορώντας όλα της τα προβλήματα. Μίλησε για δυο σεξουαλικές επιθέσεις που δέχτηκε στα 13 της, η μία εκ των οποίων την άφησε έγκυο. Ανέφερε ότι έκτοτε παρέμενε φοβισμένη και ντροπαλή απέναντι στους άντρες και ότι πάντα ονειρευόταν να ερωτευτεί. «Η ζωή που ζούσα δεν άξιζε» είπε. «Προτιμούσα να πεθάνω, παρά να συνεχίζω να καυγαδίζω με τη μητέρα μου για το υπόλοιπο της ζωής μου». Είπε ότι η μητέρα της ήταν αφόρητα καταπιεστική ώστε εκείνη «ήταν υποχρεωμένη να της δίνει λεπτομερέστατη αναφορά για τον ποιον συναντούσε και τι έκανε μαζί του». Είχε κάνει αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας. Η τύχη της με τους άντρες ήταν εξίσου κακή. Κάθε φορά που έκανε κάποιον δεσμό, δεν οδηγούσε πουθενά. Ο πρώτος της γάμος τελείωσε άδοξα, όταν ο σύζυγός της την εγκατέλειψε έγκυο. «Μου είχε δώσει την εντύπωση πως ήμουν η μόνη γυναίκα που είχε αγαπήσει», είπε με δάκρυα στα μάτια. Όλες της οι σχέσεις μετά το γάμο της ήταν καταστροφικές. Είχε ήδη δυο παιδιά, αλλά όχι σύντροφο. Έκανε άλλη μια απόπειρα αυτοκτονίας. Όταν εξήγησε στο δικαστήριο γιατί εγκατέλειψε τα παιδιά της, το Γενάρη του 1948 στο Στρατό της Σωτηρίας, ξέσπασε σε λυγμούς.
Αναφορικά με τον Fernandez, η Martha ισχυρίστηκε πως γνώριζε ότι ήταν δολοφόνος και πως τον βοηθούσε να βρίσκει τα θύματά του ανάμεσα στις μοναχικές γυναίκες. «Ο Raymond είχε πολλές φωτογραφίες από αυτές τις γριές μέγαιρες, που του έστελναν γράμματα και ήθελαν να αλληλογραφήσουν μαζί του», είπε. Μερικές φορές η Martha γέλασε όταν θυμόταν πόσο εύκολο ήταν για τον Raymond να εξαπατά τα θύματά του. Όταν έγινε η ερώτηση για τη Fay, η Martha είπε ότι το μόνο που θυμάται ήταν ότι ο Fernandez της ζήτησε να την κάνει να σωπάσει. Μετά βρέθηκε να στέκεται πάνω από το άψυχο κορμί της με τον Fernandez να την ταρακουνάει από τους ώμους φωνάζοντας «Για όνομα του Θεού, Martha, τι έκανες?».
Όταν ο εισαγγελέας τη ρώτησε για την αγάπη της προς τον Fernandez, η Martha τον υπερασπίστηκε. «Αγαπούσαμε πολύ ο ένας τον άλλο και θεωρούσα τη σχέση μας ιερή. Αναφερθήκατε στον τρόπο που κάναμε έρωτα και τον χαρακτηρίσατε ανώμαλο, αλλά τίποτα δεν είναι ανώμαλο μπροστά στην αγάπη που είχα για τον Fernandez», είπε. Η Martha κουνιόταν νευρικά στη θέση της, σε μια ξύλινη καρεκλίτσα φτιαγμένη για πολύ πιο μικρόσωμους ανθρώπους. Είπε πως κάθε παράκληση του Fernandez για εκείνη ήταν εντολή. Τον αγαπούσε τόσο, ώστε να κάνει οτιδήποτε της ζητούσε. Επέμενε πως δεν θυμόταν τίποτα από το φόνο της Fay, μέχρι που την είδε να αιμορραγεί στα πόδια της. Σύμφωνα με τις οδηγίες της ο Fernandez έδεσε ένα φουλάρι γύρω από το λαιμό του θύματος και το έσφιξε για να λειτουργήσει, υποτίθεται, ως αιμοστατικός επίδεσμος. Η Martha υποστήριξε ότι γνώριζε, από την εμπειρία της ως νοσοκόμα, πως ένας αιμοστατικός επίδεσμος στο λαιμό σταματά την αιμορραγία του κεφαλιού.
Η κατάθεση της Martha κράτησε τρεις μέρες. Με μεταπτώσεις στις αντιδράσεις (άλλοτε εριστική, άλλοτε δακρυσμένη και άλλοτε θυμωμένη), η Martha έδωσε τέτοιες λεπτομέρειες για τη σεξουαλική της ζωή με τον Fernandez, ώστε πολλές γυναίκες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αίθουσα. Όταν άρχισε να περιγράφει διάφορες σεξουαλικές πράξεις που συνδέονταν με την πρακτική του βουντού, χρειάστηκε η παρέμβαση δύο δωδεκάδων αστυνομικών για να συγκρατήσουν τα πλήθη που ήθελαν να μπουν στο δικαστήριο.
Η ετυμηγορία
Στις 18 Αυγούστου του 1949, μετά από 44 μέρες καταθέσεων και μια πεντάωρη ομιλία του δικαστή Pecora, οι ένορκοι αποσύρθηκαν για να συνεδριάσουν. Η συνεδρίαση άρχισε στις 21.45 μ.μ. Σε κάποιο σημείο ζήτησαν να ξαναδιαβάσουν την ομολογία του Fernandez, ενώ ζήτησαν διευκρινήσεις για τον όρο «προμελέτη». Αρκετοί πίστευαν πως ο Fernandez θα χρεώνονταν με το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης και πως η Martha θα αντιμετώπιζε ελαφρύτερη ποινή. Οι ένορκοι συνέχισαν άυπνοι τη συνεδρίασή τους και στις 08.30 π.μ. το επόμενο πρωί είχαν καταλήξει σε ετυμηγορία. Η ειρωνεία είναι πως πολλοί από τους «θαμώνες» της δίκης είχαν αποχωρήσει, νομίζοντας πως οι ένορκοι θα συνεδρίαζαν την επόμενη ημέρα. Έτσι, όταν ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους, στην αίθουσα δεν ήταν σχεδόν κανείς.
Το σώμα των ενόρκων, αποτελούμενο από δέκα άντρες και δύο γυναίκες, κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση: ο Fernandez και η Beck κρίθηκαν ένοχοι για φόνο πρώτου βαθμού. Οι κατηγορούμενοι δεν έδειξαν καμία συγκίνηση ή έκπληξη, αν και η Daily News έγραψε πως «η κ. Beck, όπως τόσες φορές είχε κάνει κατά τη διάρκεια της δίκης, πήρε μια ξεδιάντροπη έκφραση». Δεν υπήρχε καμία έκκληση για έλεος για κανέναν από τους κατηγορουμένους.
Οδηγήθηκαν στις φυλακές. Σε ερώτηση ενός φρουρού τι τους οδήγησε στο έγκλημα, η Martha απάντησε: «Έμπλεξα. Δεν είχα έλεγχο», ο δε Fernandez «ένα ατύχημα». Χωρίστηκαν και οδηγήθηκαν ο καθένας στο κελί του, στην Πτέρυγα των Μελλοθανάτων. Η Martha, κατά ειρωνική σύμπτωση, οδηγήθηκε στο ίδιο κελί που το 1927 είχε «φιλοξενήσει» τη Ruth Snyder και αργότερα, το 1936, την Eva Coo. Και οι δύο πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα. Το κελί είχε έναν πάγκο που χρησίμευε για κρεβάτι, έναν νιπτήρα και μια λεκάνη. Η μόνη παρέα της Martha ήταν οι δεσμοφύλακες. Πα΄ρεδωσε μια λίστα με τους ανθρώπους που θα δεχόταν ως επισκέπτες. Αυτή περιελάμβανε τον πρώην σύζυγό της, Alfred Beck, τον αδελφό της και τρεις αδελφές της. Επίσης συμπεριέλαβε τα παιδιά της που είχε εγκαταλείψει: την πεντάχρονη Carmen και τον τετράχρονο Anthony.

 


Στην πτέρυγα μελλοθανάτων
Η παραμονή της Martha και του Raymond στην πτέρυγα μελλοθανάτων του Sing Sing, ήταν ένα από τα πλέον πολυτάραχα γεγονότα στην ιστορία των φυλακών. Από την ημέρα που έφθασαν, στις 19 Αυγούστου του 1949, μέχρι τις 8 Μαρτίου του 1951 που εκτελέστηκαν, η σαπουνόπερα της ερωτευμένης Martha κρατούσε καλά. Τροφοδοτούμενο από συνεχείς ιστορίες στον τύπο, αναφορικά με τη σεξουαλική στέρηση της Martha και την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της, το κοινό δεν έχασε ποτέ το ενδιαφέρον του για τους Δολοφόνους των Μοναχικών Καρδιών.
Το Σεπτέμβρη του 1950, υπήρξε μια φήμη ότι η Martha διατηρούσε σεξουαλικό δεσμό με έναν από τους φρουρούς, μια ιστορία που έγινε πρωτοσέλιδο στα tabloids. «Για αρκετές εβδομάδες υπέφερα σιωπηλά, εξαιτίας μιας φήμης που ξεκίνησε ο κ. Fernandez», έγραψε σε μια επιστολή στον διευθυντή φυλακών του Sing Sing. «το να γράφουν ή να λένε ότι έχω σχέση με έναν από τους φρουρούς, είναι ότι πιο ανυπόστατο και γελοίο έχω ακούσει. Περίπου 25 εκ. άνθρωποι άκουσαν τη σημερινή εκπομπή του Winchell, ανάμεσά τους και μέλη της οικογένειάς μου. Και σίγουρα αυτό θα τους σοκάρει και θα τους φέρει σε δύσκολη θέση».
Αλλά ο Fernandez, πιθανότατα, πίστεψε τις φήμες και ξεκίνησε νομικές διαδικασίες, προκειμένου να σταματήσουν οι εκκλήσεις για αίτηση χάριτος που έκανε ο δικηγόρος του. Η αίτησή του έλεγε πως «το τρίγωνο τον υποβάλλει σε πνευματικό μαρτύριο τέτοιο που δεν μπορεί να αντέξει» και, πλέον, ανυπομονεί να εκτελεστεί προκειμένου «να σταματήσει να πεθαίνει κάθε μέρα»! Η Martha ζήτησε από τον δικηγόρο της να κάνει κάτι για να σταματήσουν οι φήμες. «Τι περιμένουν να κάνω?», έγραψε. «Να κάθομαι εδώ ήσυχη και να τον αφήνω να εξαφανίζει και τα τελευταία ίχνη αξιοπρέπειας που μου απέμειναν? Είπε τόσα για μένα, το πώς με έπαιζε στα δάχτυλά του και τώρα που απελευθερώθηκα πληγώθηκε ο εγωισμός του. Το μόνο που μπορώ να πω είναι: τι παλιοχαρακτήρας!».
Σκηνές από την ταινία “The Honeymoon Killers”
Καθώς ο καιρός περνούσε, η Martha και ο Raymond συνέχισαν μια σχέση αγάπης και μίσους, η οποία άλλαζε καθημερινά. Υπήρχαν μέρες που ορκίζονταν αιώνια αγάπη ο ένας στον άλλον και άλλες που δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους. Υπάρχουν γράμματα της Martha στη μητέρα της, στα οποία μιλάει με τα χειρότερα λόγια για τον Raymond. Υπάρχουν επίσης γράμματα του Raymond στην πρώτη του γυναίκα Encarnation (η οποία ζούσε ακόμη στη La Linea με τα τέσσερα παιδιά τους), στα οποία της δηλώνει ότι θα την αγαπά μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο της ζωής του. Η Encarnation, η οποία γνώριζε πως ο Fernandez ήταν μπλεγμένος με πολλές άλλες γυναίκες, τον θεωρούσε ακόμη σύζυγό της και απαντούσε στα γράμματά του με αγάπη.
Αλλά αυτή που συγκίνησε ορδές γυναικών, ήταν η Martha. Η γυναίκα που παγιδεύτηκε σε έναν ιστό απάτης και παθολογικής αγάπης, που είχε υποφέρει από τη γελοιοποίηση και την απόρριψη της οικογένειας, των φίλων και του κοινωνικού περίγυρου, λόγω του βάρους της. Συμπαθούσαν μια γυναίκα που κατέληξε να βρίσκεται στην πτέρυγα μελλοθανάτων, επειδή ήθελε να ευχαριστήσει τον μοναδικό άντρα που αγάπησε ποτέ και που την αγάπησε εξίσου.
Αν και οι εκτελέσεις ήταν ακόμα πραγματικότητα στο Sing Sing, ο αριθμός τους είχε μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Το 1950 είχαν γίνει μόνο τρεις, έναντι 14 το 1949 και 21 το 1936. Μετά από πολλές αιτήσεις χάριτος, που απορρίφθηκαν όλες, η εκτέλεσή τους ορίστηκε για τις 8 Μαρτίου του 1951. Η Martha θα ήταν η έκτη γυναίκα που θα θανατωνόταν στην πολιτεία της Νέας Υόρκης τον 20ο αιώνα. Καθώς πλησίαζε η ημέρα του θανάτου τους, οι Δολοφόνοι Μοναχικών Καρδιών συμφιλιώθηκαν και έγραφαν γράμματα ο ένας στον άλλον, δηλώνοντας, για άλλη μια φορά, την αγάπη τους.

Η εντολή εκτέλεσης και η παραγγελία για το τελευταίο γεύμα του Raymond Fernandez
Οι προετοιμασίες για την εκτέλεση είχαν ξεκινήσει εβδομάδες πριν. Οι μάρτυρες της εκτέλεσης της Beck και του Fernandez έφθασαν τους 52, έναν ασυνήθιστα υψηλό αριθμό. Μεταξύ των μαρτύρων ήταν εννέα δικαστές, αρκετοί αστυνομικοί από τις πολιτείες του Μίτσιγκαν και της Νέας Υόρκης, δημοσιογράφοι από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας και πολλοί άλλοι.
Το πρωί της 8ης Μαρτίου, η Martha πήρε ένα πλούσιο πρωινό με αυγά, ζαμπόν και καφέ, και έκανε ένα ντουζ. Σύμφωνα με τις γραπτές της οδηγίες, το τελευταίο της γεύμα αποτελούταν από «τηγανιτό κοτόπουλο (όχι φτερούγες), τηγανιτές πατάτες και σαλάτα από μαρούλι και τομάτα». Ο Fernandez παρήγγειλε ομελέτα με κρεμμύδι, τηγανιτές πατάτες, σοκολάτα και ένα κουβανέζικο πούρο. Ήταν ιδιαίτερα νευρικός και εκμυστηρεύθηκε σε έναν φρουρό πως φοβόταν ότι δεν θα άντεχε την πίεση. Καθώς η ώρα πλησίαζε, η Martha του έστειλε ένα σημείωμα, βεβαιώνοντάς τον για τον άσβεστο έρωτά της. «Το ότι η Martha μ’ αγαπάει ακόμα είναι ό,τι καλύτερο μπορούσα να ακούσω. Τώρα είμαι έτοιμος να πεθάνω!», είπε. «Έτσι, απόψε, θα πεθάνω σαν άντρας!».
Στις 11.00 μ.μ. άρχισε η διαδικασία. Πριν από το ζευγάρι εκτελέστηκαν δυο άλλοι 22χρονοι κατάδικοι για τον παράλογο φόνο ενός υπαλλήλου αεροπορικής εταιρίας. Μετά την εκτέλεσή τους ο Fernandez οδηγήθηκε από το κελί του στο θάλαμο εκτελέσεων. Ήταν παράδοση στο Sing Sing να εκτελείται πρώτα ο πιο αδύναμος. «Θέλω να το φωνάξω και να το ακούσουν όλοι: αγαπώ τη Martha! Τι μπορεί να ξέρει το κοινό από αγάπη?», είπε. Ο Fernandez ήταν, πια, ένας τσακισμένος άντρας, πανικόβλητος και παράλυτος από το φόβο του. Χρειάστηκε να τον κουβαλήσουν στην ηλεκτρική καρέκλα.
Η ηλεκτρική καρέκλα του Sing Sing
Μερικά λεπτά αργότερα η Martha μπήκε στον ίδιο χώρο. Προχώρησε μόνη της και κάθησε ήσυχα στην ηλεκτρική καρέκλα, όχι χωρίς δυσκολία είναι η αλήθεια, μια και ήταν μικρή για το μέγεθός της. Την ώρα που οι δακρυσμένες δεσμοφύλακες της έδεναν τα λουριά στους καρπούς, τα χείλη της σχημάτισαν τη λέξη «αντίο», χωρίς όμως να ακουστεί κανένας ήχος. Στις 11.24 μ.μ. είχε πεθάνει. Η εκτέλεση της 8ης Μαρτίου του 1951 ήταν η πρώτη τετραπλή από το 1947. Ο δήμιος πληρώθηκε με $150 για τον καθένα από τους εκτελεσθέντες.
Πριν εγκαταλείψει το κελί της, η Martha έκανε την τελευταία της δήλωση για τον τύπο. «Τι σημασία έχει ποιος φταίει?», είπε. «Η ιστορία μου είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά μόνο όσοι έχουν βασανιστεί από έρωτα μπορούν να καταλάβουν τι εννοώ. Με σκιαγραφήσατε ως μια χοντρή, αναίσθητη γυναίκα… Δεν είμαι αναίσθητη, ούτε χαζή και ηλίθια… στην παγκόσμια ιστορία πόσα και πόσα εγκλήματα δεν έχουν γίνει στο όνομα της αγάπης?»
Αφίσσες της ταινίας
Η ταινία
THE HONEYMOON KILLERS (1970) Σκηνοθεσία: Leonard Kastle

Αν και δεν έγινε γνωστή στο πλατύ κοινό, η ταινία THE HONEYMOON KILLERS είναι ένα διαμάντι ανεξάρτητης παραγωγής, κατά πολύ ανώτερο από αυτό που υπονοεί ο τίτλος του. Η υπόθεσή του αναφέρεται στην αληθινή ιστορία της Martha Beck και του Raymond Fernandez. Σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο συνθέτης και μουσικός Leonard Kastle. Αυτή ήταν η πρώτη και η μοναδική του ταινία. Το στυλ είναι καθαρά ντοκυμαντερίστικο, το φιλμ μαυρόασπρο και η ατμόσφαιρα έχει ίχνη νουάρ. Έχει κινηματογραφηθεί σε διάφορες μικρές πόλεις (οι περισσότερες στην πολιτεία της Νέας Υόρκης), με εκπληκτικές ερμηνείες από τους, τότε, άγνωστους ηθοποιούς. Η ταινία είναι πραγματικά αξέχαστη.
Ο σκηνοθέτης Leonard Kastle
Με το σενάριό του ο Kastle έχει πλάσει τους χαρακτήρες της Martha και του Raymond ως εξαιρετικά ευάλωτους και κλονισμένους. Οι ερμηνείες των Shlirley Stoler και Tony LoBianco, αντίστοιχα είναι εξαιρετικές. Η Stoler, χοντρή, κραυγαλέα και τρομακτική Martha, οδηγείται στο έγκλημα από απληστία και ζήλεια. Η ερμηνεία της είναι υπέροχη και η σχέση της με τον λατίνο LoBianco σου κόβει την ανάσα. Οι δυο τους ξεκινούν ως αντιήρωες, στην αρχή της ταινίας, αλλά μέχρι το φινάλε έχουν γίνει εντελώς κατάπτυστοι. Χαμηλός, φυσικός φωτισμός και αποτελεσματική, κλειστοφοβική κινηματογράφηση (αξιομνημόνευτη η δουλειά του οπερατέρ Oliver Wood), δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, με μουσική υπόκρουση τις συμφωνίες του Mahler. Η τυχόν απειρία του νεαρού και αρχάριου σκηνοθέτη, μόνο προσθέτει στην ταινία. Το THE HONEYMOON KILLERS είναι must-see για τους σπουδαστές του κινηματογράφου αλλά και για όποιον κινηματογραφόφιλο εκτιμά την αφήγηση και παρουσίαση μιας ιστορίας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.