English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Η μελαγχολική συγγραφέας Virginia Woolf

www.tips-fb.com


Πριν από 72 χρόνια, στις 28 Μαρτίου 1941 αυτοκτόνησε μία από τις σημαντικότερες μορφές της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Ο λόγος για την Virginia Woolf, την Αγγλίδα μυθιστοριογράφο που με το νεωτεριστικό ύφος της πρωτοπόρησε όχι μόνο στη συγγραφή αλλά και στην ίδια την ανανέωση της αγγλικής γλώσσας.



Adeline Virginia Stephen, ή κατά κόσμο Virginia Woolf γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 25 Ιανουαρίου 1882, κόρη της καλλονής Julia Prinsep Stephen και του συγγραφέα και κριτικού Sir Leslie Stephen. Η Woolf έλαβε εκτενή εκπαίδευση μέσα στο σπίτι από τους γονείς της και πιο συγκεκριμένα διδάχτηκε κλασικούς συγγραφείς και αγγλική λογοτεχνία, κάτι το οποίο δεν συνέβη και με τα ετεροθαλή αδέλφια της.


πρώτος νευρικός κλονισμός που υπέστη, ήρθε όταν εκείνη ήταν μόλις 13 χρονών και ως συνέπεια του ξαφνικού θανάτου της μητέρας της από γρίπη. Ο θάνατος του πατέρα της 9 χρόνια μετά, προκάλεσε την πιο ανησυχητική κατάρρευση της νεαρής Virginia, κάτι το οποίο οδήγησε σε σύντομη νοσηλεία της σε κλινική αλλά και την απόφαση να μετακομίσει με τα αδέλφια της Vanessa και Adrian από το Hyde Park του Kensington στη Gordon Square του Bloomsbury.



Εκει  σπούδασε στο King’s College London και ήρθε σε επαφή, μεταξύ άλλων, με τους Leonard Woolf, μέλλοντα σύζυγο της, και τον Roger Fry, ιδρυτές μια ομάδας διανοούμενων, συγγραφέων και καλλιτεχνών, της λεγόμενης Ομάδας Bloomsbury. Το 1912 παντρεύτε τον Leonard Woolf και ίδρυσαν τον εκδοτικό οίκο Hogarth Press, όπου εκδίδεται το μεγαλύτερο μέρος των έργων της, έργα του T.S Eliot και άλλων


Η Woolf ξεκίνησε να γράφει επαγγελματικά το 1900, ενώ το πρώτο της μυθιστόρημα «The Voyage Out» εκδόθηκε το 1915. Θεωρείται μία από τους μεγαλύτερους πρωτοπόρους της αγγλικής γλώσσας, τα έργα της χαρακτηρίζονται κατά βάση από τη συνείδηση των χαρακτήρων, τα συναισθηματικά και ψυχολογικά κίνητρα τους, ενώ στο σύνολο τους διαπνέονται από έναν έντονο λυρισμό.



Η πολυσχιδής προσωπικότητα της δεν της «επέτρεψε» να μείνει μόνο στο χώρο του μυθιστορήματος, αντίθετα η συγγραφέας δραστηριοποιήθηκε ως χρονικογράφος, επιστολογράφος και δοκιμιογράφος, ενώ υπήρξε και φεμινίστρια. Αυτό το τελευταίο ρόλο της ανέδειξε με πολύ δημιουργικότητα και έντονο ύφος στο δοκίμιο της «Ένα δικό σου δωμάτιο» του 1929, μια ιστορική αναδρομή στην ταυτόχρονη παρουσία της γυναίκας στη κοινωνία και στη συγγραφή. Το 1922 η Woolf συναντά την συγγραφέα Vita Sackville- West με την οποία συνάπτει ερωτικό δεσμό για τουλάχιστον μια δεκαετία, και της αφιερώνει το μυθιστόρημα της «Orlando».





Μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου μυθιστορήματος της παθαίνει άλλον έναν σοβαρό νευρικό κλονισμό και καθίσταται αδύνατο για αυτήν να γράψει μετά την παγωμένη αποδοχή της βιογραφίας της. Στις 28 Μαρτίου 1941, η Woolf αυτοκτονεί πέφτοντας στο ποταμό Ouse, αφού πρώτα έχει γεμίσει τις τσέπες της με πέτρες, και η σωρός της εντοπίζεται γύρω στις 18 Απριλίου.




Όπως είχε γράψει η ίδια στον σύζυγο της λίγο καιρό πριν γίνει αυτόχειρας: «Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον ένα σαν εκείνους τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω ξανά τούτη τη φορά. Αρχίζω ν' ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου 'χεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλ' αυτά που κανείς δε θα μπορούσε να 'ναι. Δε γνωρίζω δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε τούτη η φοβερή αρρώστια. Δεν μπορώ να τη παλέψω άλλο...».



Η Virginia Woolf καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της ταλανιζόταν από περιόδους κατάθλιψης, τις οποίες σύγχρονοι μελετητές αποδίδουν στη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τα ετεροθαλή αδέλφια της George και Gerald. Οι συναισθηματικές διακυμάνσεις της ήταν συχνές, κάτι το οποίο μετά τον θάνατο της διαγνώστηκε ως διπολική διαταραχή, ασθένεια που ακόμη και αν έπληξε συχνά την κοινωνική της ζωή, ποτέ δεν άγγιξε την λογοτεχνική παραγωγικότητα της.



Τα  μυθιστορήματα της με χρονολογική σειρά είναι: The Voyage Out (1915), Night and Day (1919), Jacob's Room (1922), Mrs Dalloway (1925), To the Lighthouse (1927), Orlando (1928), The Waves (1931), The Years (1937), Between the Acts (1941).



Στα μη- μυθιστορηματικά έργα της συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων: A Room of One's Own (1929), On Being Ill (1930), Three Guineas (1938) και άλλα.




Ως  χαρακτήρας εμφανίζεται στην ταινία The Hours (Οι Ώρες) του 2002, όπου την ενσάρκωσε η Nicole Kidman, ενώ ενέπνευσε και τη συγγραφή του θεατρικού έργου «Who's Afraid of Virginia Woolf?» το 1962 από τον Edward Albee.

Virginia Woolf  25 Ιανουαρίου 1882 - 28 Μαρτίου 1941

»

Τσαρλς Μπουκόφσκι: Ο συγγραφέας του περιθωρίου

www.tips-fb.com


Τον έλκυε το περιθώριο. Έζησε χωρίς συμβάσεις και δεν δίσταζε να το λέει: «Σήμερα δεν έγραψα καθόλου, ήμουν όλη τη μέρα στον ιππόδρομο». Ανέδειξε φτωχούς και απελπισμένους χαρακτήρες στην άνθιση του αμερικανικού ονείρου και μόνο στην Ευρώπη βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε. Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν μελέτησε για να γράψει τα θέματα των έργων του, αλλά ήταν κομμάτι του κόσμου που περιέγραφε.



Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1920 στο Άντερναχ της Γερμανίας, αλλά σε ηλικία δύο ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, σκληρός και απόλυτος. Με την παραμικρή αφορμή έδερνε τον Μπουκόφσκι, που εξελίχθηκε σε ένα ντροπαλό έφηβο, χωρίς πολλούς φίλους. Τα παιδιά της γειτονίας τον κορόιδευαν για την γερμανική προφορά του και τα ρούχα του, ενώ οι δάσκαλοί του πίστευαν λανθασμένα ότι έπασχε από δυσλεξία.    


Μεγαλώνοντας, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά τα πρώτα του χειρόγραφα δεν είχαν τύχη. Όταν η μητέρα του τα ανακάλυψε, τα κατέστρεψε με την μηχανή του γκαζόν. Έφευγε συχνά από το σπίτι του και ταξίδευε σε διάφορα μέρη της Αμερικής. Κάποια στιγμή όμως, πάντα αναγκαζόταν να επιστρέψει.
 



Οταν η χώρα ενεπλάκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας του τον πίεζε να καταταγεί στον στρατό. Ο Μπουκόφκσι δεν δέχτηκε και τότε έφυγε μια για πάντα από το πατρικό του. Η φιγούρα του πατέρα του φαίνεται πως τον καταδιώκει συνεχώς και σε όλα τα μετέπειτα έργα του, που αποτυπώνουν άλλοτε μίσος και αηδία προς το πρόσωπό του, κι άλλοτε μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιούργησαν την προσωπικότητά του.
 



Χωρίς σπίτι, ο Μπουκόφσκι έζησε ως περιπλανώμενος άστεγος για λίγο καιρό και, όταν τα ψυχομετρικά τεστ τον έκριναν ακατάλληλο για να εκτίσει τη θητεία του, κατέληξε στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 24 ετών. Παρόλο που δεν έμεινε για πολύ, εκεί δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Aftermath of a Lengthy Rejection Slip», στο περιοδικό Story Magazine.




Δημοσίευσε άλλα δύο διηγήματα, τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν από τη λογοτεχνική ελίτ της εποχής στην Αμερική. Απογοητευμένος για τη διαδικασία της έκδοσης,παράτησε το γράψιμο για περίπου μια δεκαετία, για «δέκα μεθυσμένα χρόνια», όπως τα έλεγε ο ίδιος. Στο διάστημα αυτό περιπλανιόταν στις ΗΠΑ, αλλά έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες. Για να τα βγάλει πέρα, έκανε διάφορες μικροδουλειές και κοιμόταν σε φτηνά μοτέλ. Το 1955, εισήχθη με αιμορραγία στο νοσοκομείο των απόρων με έλκος στο στομάχι, που λίγο έλειψε να του κοστίσει την ζωή.




Μετά την παραμονή του στο νοσοκομείο, άρχισε να γράφει για πρώτη φορά ποίηση. Η αυθεντική και δεικτική γλώσσα του, παρόλο που αποτέλεσε σημαντική επιρροή για όλους τους μεταπολεμικούς ποιητές, για ακόμα μία φορά δεν αναγνωρίστηκε στην Αμερική, δεν δημοσιεύθηκε σε μεγάλα περιοδικά και δεν βραβεύτηκε από την ακαδημία. Η συμπεριφορά του ίδιου, βέβαια, ήταν προκλητική και, παρόλο που είχε έναν περιορισμένο αριθμό φανατικών αναγνωστών, δεν έδινε την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να τον αποδεχτεί. Στην Ευρώπη ωστόσο, ο Μπουκόφσκι έγινε διάσημος. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας στη Γερμανία, ενώ ο Ζαν Πολ Σάρτρ τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο ποιητή που έβγαλαν ποτέ οι  ΗΠΑ.  
 


<<Πίναμε τις λέξεις του, πίνοντας αλλεπάλληλες μπίρες στον αλήστου μνήμης «Μπερντέ», ένα φιλόξενο στέκι, μαγειρείο και ποτάδικο, τίγκα στον καπνό και στις ωραίες φάτσες, όλοι μια παρέα, οχτάωρα και δεκάωρα, συζητώντας παθιασμένα, γράφοντας, τρώγοντας, καβγαδίζοντας, αρχές δεκαετίας του '80, διακηρύσσοντας με αγέρωχο θράσος ότι είμαστε παιδιά τού Μπάροουζ και του Γκίνσμπεργκ, του Κέρουακ και του Χέμινγουεϊ, του Χάμετ και του Τσάντλερ, του Μπρετόν και του Ντεμπόρ, του Μπακούνιν και του Μπουκόφσκι!», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στο περιοδικό Γαλέρα για την απήχηση που είχε ο Μπουκόφσκι στην Ελλάδα.



Γυρω στο 1969, ο John Martin, εκδότης των Black Sparrow Press,θαυμάζοντας την δουλειά του Μπουκόφσκι αρχίζει να του δίνει 100$ το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή. Έτσι, ο Μπουκόφσκι παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο: «Έχω μία από τις δύο επιλογές: να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας». Λιγότερο από ένα μήνα μετά, γράφει το πρώτο του βιβλίο, το Ταχυδρομείο (Post Office), το οποίο κυκλοφόρησε το 1976.
 



Στη  ζωή και στο έργο του Μπουκόφσκι η γυναικεία ύπαρξη έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο. Ο πρώτος του γάμος έγινε το 1957, με την Barbara Frye, μια εκδότρια από το Τέξας, η οποία εξέδιδε το ποιητικό περιοδικό Harlequin και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του Μπουκόφσκι. Ο γάμος τους τελείωσε δύο χρόνια μετά. Ο Μπουκόφσκι μετά το διαζύγιο ξανάπεσε στο ποτό και έπιασε δουλειά σε ταχυδρομείο ως ταμείας, θέση στην οποία παρέμεινε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
 



Λιγο  μετά την άδοξη κατάληξη του γάμου του γνωρίζει την Jane Cooney Baker, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του και η πιο σημαντική από τις πολλές «μούσες» του. Όταν εκείνη πεθαίνει, ο Μπουκόφσκι γράφει μια σειρά από ποιήματα και διηγήματα θρηνώντας τον θάνατό της. Το 1964, η σύντροφός του Frances Smith γεννάει την μοναχοκόρη του, Μαρίνα Λουίζ Μπουκόφσκι. Παντρεύτηκε ξανά το 1985, την επί δέκα χρόνια σύντροφό του, Linda Lee Beighle, και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του.
 


Ο Μπουκόφσκι πέθανε από λευχαιμία σαν σήμερα, το 1994, σε ηλικία 73 ετών, στο San Pedro της Καλιφόρνια, λίγο αφότου τελείωσε το τελευταίο του βιβλίο «Αστυνομικό» (Pulp). Στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση «Don't Try»  (σ.σ: μην προσπαθείς). Ο ίδιος είχε εξηγήσει αυτή τη φράση από το 1963: «Με ρώτησαν "Τι κάνεις όταν δημιουργείς; Πώς γράφεις;" και τους είπα "Δεν προσπαθείς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, μην προσπαθείς, είτε για τις Κάντιλακ, είτε για να βρεις έμπνευση, είτε για την αθανασία. Περιμένεις και αν δεν γίνει τίποτα, περιμένεις λίγο ακόμα. Είναι σαν ένα ζωύφιο που εντοπίζεις ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις να έρθει σε σένα. Όταν φτάσει αρκετά κοντά, τότε το σκοτώνεις"».
 


Το έργο του Τσαρλς Μπουκόφσκι περιείχε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.Έχοντας ζήσει ο ίδιος στο περιθώριο, μάζεψε εμπειρίες και γνώρισε ανθρώπους που αργότερα μπόρεσε να τους αποτυπώσει πειστικά στο χαρτί. Οι χαρακτήρες του έβριζαν, έπιναν, σκοτώνονταν. Ήταν απελπισμένοι και καταστρέφονταν, χωρίς να τους δοθεί μια ευκαρία να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή. Ο Μπουκόφσκι μίλησε για την ψυχή αυτών των ανθρώπων και παρουσίασε την προσωπικότητά τους, επικρίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία που τους απαρνήθηκε.  Ίσως γι' αυτό η Αμερική να του γύρισε την πλάτη, της χαλούσε επιδεικτικά την εικόνα που είχε καλλιεργήσει για τον εαυτό της. 



Οι δεινόσαυροι, εμείς
 
Γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν
καθώς ο κ. Θάνατος γελά
καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται
καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται
καθώς το αγόρι στο σούπερ μάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου
καθώς τα μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους
καθώς ο ήλιος κρύβεται
 
είμαστε
γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους
με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό
με μπαρ όπου οι θαμώνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους
με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα
 
γεννημένοι έτσι
με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις
με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος
σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά
σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες
 
γεννημένοι μέσα σʼ αυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σʼ αυτό
πεθαίνοντας λόγω αυτού
μένοντας άφωνοι λόγω αυτού
ευνουχισμένοι
έκλυτοι
αποκληρωμένοι
λόγω αυτού
εξαπατημένοι από αυτό
χρησιμοποιημένοι από αυτό
εξευτελισμένοι από αυτό
εξοργισμένοι και απηυδισμένοι από αυτό
βίαιοι
απάνθρωποι
λόγω αυτού
 
η καρδιά έχει μελανιάσει
τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό
το όπλο
το μαχαίρι
τη βόμβα
τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό
 
τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι
το χάπι
τη σκόνη
 
γεννημένοι σʼ αυτό το θλιβερό θανατικό
γεννημένοι με μια κυβέρνηση με 60 χρονών χρέος
που σύντομα δε θα είναι ικανή να αποπληρώσει τους τόκους αυτού του χρέους
και οι τράπεζες θα καούν
το χρήμα θα καταστεί άχρηστο
θα υπάρξουν φανερές και ατιμώρητες δολοφονίες στους δρόμους
θα υπάρξουν όπλα και περιπλανώμενοι όχλοι
η γη θα είναι άχρηστη
η τροφή θα γίνει μια φθίνουσα απόδοση
η πυρηνική ενέργεια θα έρθει στην κατοχή των πολλών
εκρήξεις θα σείουν ακατάπαυστα τη γη
 
ραδιενεργά ρομπότ θα κυνηγούν το ένα το άλλο
οι πλούσιοι και οι επίλεκτοι θα παρακολουθούν από τους διαστημικούς σταθμούς
η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με παιδική χαρά
 
ο ήλιος θα κρυφτεί και θα είναι νύχτα παντού
τα δέντρα θα πεθάνουν
η βλάστηση όλη θα πεθάνει
ραδιενεργοί άνθρωποι θα τρώνε τη σάρκα ραδιενεργών ανθρώπων
η θάλασσα θα μολυνθεί
οι λίμνες και τα ποτάμια θα εξαφανιστούν
η βροχή θα είναι ο επόμενος χρυσός
 
σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων θα ζέχνουν στο σκοτεινό άνεμο
 
οι λίγοι τελευταίοι επιζήσαντες θα μολυνθούν από νέες και φρικιαστικές ασθένειες
και οι διαστημικοί σταθμοί θα καταστραφούν από δολιοφθορές
την έλλειψη προμηθειών
το φυσικό φαινόμενο της φθοράς
 
και θα υπάρξει η πιο όμορφη σιγή από ποτέ
 
γεννημένη από αυτό
 
ο ήλιος ακόμα εκεί κρυμμένος
 
να περιμένει το επόμενο κεφάλαιο.
 
Τσαρλς Μπουκόφσκι



Charles Bukowski, 16 Αυγούστου 1920 — 9 Μαρτίου 1994

»

Ζ.Π.Σαρτρ: Ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος και υπεύθυνος

www.tips-fb.com
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (1905-1980) φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός, ήταν ο βασικότερος εκπρόσωπος του υπαρξισμού τον 20ο αιώνα . Για τον Σαρτρ, η ελευθερία του ενός ανθρώπου απειλείται διαρκώς από την παρουσία του άλλου. Έτσι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος, καθώς ο Θεός δεν υπάρχει και είναι ο ίδιος υπεύθυνος της (ελεύθερης) επιλογής του


Πολλοί τον θεωρούν ως τον απόλυτο στρατευμένο διανοούμενο που στήριζε τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή και το έργο του. Κατ’ άλλους, προσπάθησε να δημιουργήσει μια συγχωνευτική θεωρία του υπαρξισμού με τον μαρξισμό, αλλά απέτυχε παταγωδώς.
 
Πάντως, η αντιφατικότητα ως μέρος της προσωπικότητάς του, ήταν εμφανής στις συνεχείς του παλινωδίες στην πίστη του στον κομμουνισμό και στις γενικότερες ιδεολογικές του τοποθετήσεις, αλλά και στην άρνησή του να παραλάβει το Νομπέλ Λογοτεχνίας που κέρδισε το 1964.

 
Η έννοια της ελευθερίας και η συμφιλίωση του υπαρξισμού με τον μαρξισμό
 
Η ελευθερία για τον Σαρτρ είναι πάντα ελευθερία «εν καταστάσει», δηλαδή εξαρτάται από μια κατάσταση αποτελούμενη από συνθήκες και όρους που προηγούνται της ελεύθερης δράσης.

Έτσι, η ανθρώπινη ελευθερία συνίσταται κατά κύριο λόγο σε ένα σχέδιο για το μέλλον: ο άνθρωπος ορίζεται από το σχέδιό του και είναι ελεύθερος στον βαθμό που προσδίδει μια σημασία στην κατάσταση, για να την αποδεχθεί ή να την τροποποιήσει. Ενώ τα πράγματα είναι, ο άνθρωπος υπάρχει: στη σαρτρική προοπτική η ύπαρξη θεωρείται σημαντικότερη από την ουσία.
 
Η ελευθερία όμως τού ενός ανθρώπου απειλείται διαρκώς από την παρουσία του άλλου, ο οποίος υπάρχει ως υποκείμενο όπως ακριβώς υπάρχει και ο πρώτος. Ο άλλος άνθρωπος με το βλέμμα του καθιστά τον άνθρωπο πράγμα ή τον εκμηδενίζει. Για να μην περιορισθεί η ελευθερία του, ο άνθρωπος πρέπει να δράσει, πρέπει να επιλέξει, αλλά σε τούτη την επιλογή του είναι μόνος: είναι απολύτως υπεύθυνος για την ελευθερία του και μάλιστα είναι υπεύθυνος για όλη την ανθρωπότητα.
 
Φτάνουμε λοιπόν σε μια τη βεβιασμένη συμφιλίωση του υπαρξισμού με τον μαρξισμό κατά την οποία ο Σαρτρ διατυπώνει δύο αντιρρήσεις: α) Ο μαρξισμός υποτάσσει το άτομο σε έναν γενικότερο σκοπό, ο οποίος προκύπτει από μια αφηρημένη ιστορική σύλληψη β) Η μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας επιμένει στις αντιφάσεις που εμπεριέχουν οι οικονομικές συνθήκες και στην αλλοτρίωση του ατόμου, περιγράφοντας εύστοχα την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα· ωστόσο, παραμερίζει την ύπαρξη του ανθρώπου και υποτιμά την αξία της ατομικής ελευθερίας. Άρα, ο μαρξισμός, η μοναδική αξιόπιστη ερμηνεία της ιστορίας, καταλήγει δογματικός και φορμαλιστικός επειδή δεν λαμβάνει υπόψη του τον υπαρξισμό, τη μοναδική συγκεκριμένη προσέγγιση της πραγματικότητας. Ο υπαρξισμός πρέπει λοιπόν να ενσωματωθεί στον μαρξισμό ώστε να υπερβεί την θρησκευτικομυθολογική κατάσταση του δόγματος.
 
Στην κατεύθυνση αυτή ο Σαρτρ πρότεινε μια διαλεκτική διαμεσολάβηση ανάμεσα στην ελευθερία του ατόμου και στις υλικές και οικονομικές συνθήκες που καθορίζουν την κοινωνική πραγματικότητα. Χρησιμοποιώντας στοιχεία από διάφορες γνωστικές περιοχές (ψυχανάλυση, θεωρία της λογοτεχνίας), προσπάθησε να συμπληρώσει τη μαρξιστική θεωρία καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος φτιάχνει την ιστορία του, πλην όμως σε δεδομένες συνθήκες και πλαίσιο.
 
»

Σιμόν ντε Μποβουάρ: «Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι»

www.tips-fb.com

Στις 14 Απριλίου του 1986,  πέθανε σε κάποιο αρχοντικό σπίτι της λεωφόρου Ρασπάιγ στο Παρίσι ένα κορίτσι που έγινε ένα από τα πιο φωτεινά γυναικεία σύμβολα του 20ού αιώνα και άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο νοείται η γυναίκα. Η ζωή και η σκέψη της Σιμόν ντε Μποβουάρ ξέφευγαν από τα στενά φεμινιστικά πλαίσια, περιπλέκονταν με τον υπαρξισμό, την Αριστερά, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τη Γαλλική διανόηση και επηρέασαν σε επίπεδο ιδεών και φαινομένων την κοινωνία.


Η Σιμόν γεννιέται στις 9 Ιανουαρίου 1908 στο Παρίσι, μεγαλώνει σε ένα συντηρητικό, μεγαλοαστικό και καθολικό περιβάλλον και σε μικρή ηλικία θέλει να γίνει καλόγρια. Στα 14 της χρόνια περνάει μια σημαντική υπαρξιακή κρίση που την απομακρύνει μια και καλή από το Θεό και την εθίζει στη φιλοσοφική αναζήτηση. Το πάθος της για τη φιλοσοφία την οδηγεί στα έδρανα της École Normale Supérieure, όπου ξεχωρίζει για την ανατρεπτική της σκέψη και το 1921 γνωρίζει τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ.



Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός πως η «μητέρα του φεμινισμού» έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση πολλών ως η σύντροφος ενός σπουδαίου άντρα, αλλά η σχέση της Μποβουάρ με τον Σαρτρ, τόσο στον έρωτα όσο και στη φιλοσοφία, είναι ιδιαίτερη, αμφίδρομη και ανεξάρτητη. Ως ζευγάρι, μένουν σε διαφορετικά σπίτια και ως ερωτικοί σύντροφοι, διατηρούν ανοιχτές ερωτικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, ενίοτε και όλοι μαζί, καταστάσεις που η Μποβουάρ θα εξιστορήσει μέσα από το λογοτεχνικό της έργο.


Ο ελεύθερος έρωτας και η αυτοδιάθεση του σώματος βρίσκονται στην καρδιά της σχέσης τους και η λέξη «γάμος» αποτελεί ένα «κακό αστείο». Όταν το 1931 ο Σαρτρ ζητά από τη Μποβουάρ να παντρευτούν –για πρακτικούς κυρίως λόγους– η Γαλλίδα είναι κάθετη: «ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών».


Για  να κερδίσει την οικονομική ανεξαρτησία της, η Σιμόν γίνεται καθηγήτρια, αλλά το ναζιστικό κατοχικό καθεστώς την απολύει το 1943, επειδή υποστηρίζει τη σχέση μαθήτριάς της με Ισπανό εβραϊκής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η Μποβουάρ έρχεται σε επαφή με τον Καμύ, τον Ζενέ, τον Πικάσο και άλλα «αντιστασιακά στοιχεία» του Παρισιού, ενώ παίρνει μέρος στην οργάνωση ‘Σοσιαλισμός και Ελευθερία’ που ιδρύει ο Σαρτρ στα πλαίσια της αντίστασης.



Συχνάζει στο θρυλικό παρισινό καφέ Les Deux Magots, όπου οι πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις της με τον Σαρτρ και τους υπόλοιπους μένουν στην ιστορία. Όταν ο πόλεμος τελειώνει, αρχίζει η χρυσή εποχή για τη Σιμόν, που εκδίδει μαζί με τον Σαρτρ το πολιτικό περιοδικό ‘Les Temps Modernes’ στις σελίδες του οποίου αντανακλάται η ανατρεπτική της σκέψη πάνω στην πολιτική, τη φιλοσοφία και το γυναικείο ζήτημα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι συντηρητικοί και καθολικοί κύκλοι της Γαλλίας την βλέπουν ως «πορνογράφο» και ως «νυμφομανή».


Στα μέσα του 1949, η Σιμόν ντε Μποβουάρ δημοσιεύει ‘Το Δεύτερο Φύλο’ (Le Deuxième Sexe), ένα έργο που σήμερα είναι γνωστό ως «η βίβλος του φεμινισμού» και που, σε κάθε περίπτωση, δίνει μια ριζοσπαστική ερμηνεία στο τι είναι γυναίκα. Για πρώτη φορά, η ταυτότητα της γυναίκας παρουσιάζεται ως κάτι μη φυσικό και μη δεδομένο, ως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα που συντηρεί συγκεκριμένες σεξουαλικές σχέσεις εξουσίας: «Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι».



Υπό το πρίσμα του υπαρξισμού, η Μποβουάρ βλέπει τη Γυναίκα ως το σημαντικότερο παράδειγμα του κοινωνικού «Άλλου», ως μία ύπαρξη που ιστορικά ορίζεται σαν το αδύναμο, αφύσικο και μη ομαλό αντίθετο του Άντρα και το γεγονός αποτελεί τη ρίζα της καταπίεσης των γυναικών. Η θεώρηση αυτή είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία θα στηριχθεί η μετέπειτα φεμινιστική λογοτεχνία, που περιστρέφεται γύρω από το κοινωνικό κατασκεύασμα της θηλυκής ταυτότητας και την έννοια του σεξουαλικού «Άλλου».



Καπως έτσι, η Σιμόν αναδεικνύεται σε αρχιέρεια του φεμινισμού κατά την ταραγμένη δεκαετία του ’60, ένα κίνημα που έχει ξεφύγει από τη διεκδίκηση ψήφου και ίσων δικαιωμάτων και θέλει να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γυναίκες. Παράλληλα, θεωρείται παραδειγματική η στάση που κρατάει σε πολιτικά τεκταινόμενα όπως ο γαλλοαλγερινός πόλεμος.



Το έργο της Μποβουάρ είναι πολυδιάστατο, αφού περιλαμβάνει από πολιτικές θέσεις και φιλοσοφικά δοκίμια μέχρι μυθιστορήματα, βιογραφίες και θεατρικά έργα. Η αλληλοεπιρροή με το Σάρτρ είναι εμφανής σε πολλές περιπτώσεις, τόσο στα κείμενα της Μποβουάρ, όσο και σε αυτά του Σάρτρ, ακόμα και στο μεγαλούργημά του «Το Είναι και το Μηδέν».



Η Σιμόν ντε Μποβουάρ πεθαίνει στις 14 Απριλίου 1986 από πνευμονία και θάβεται στο νεκροταφείο Μονπαρνάς του Παρισιού, δίπλα στον αγαπημένο της Σαρτρ.


9 Ιανουαρίου 1908 – 14 Απριλίου 1986

»