English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Ποιοι μας άφησαν το 1959

www.tips-fb.com
Billie Holiday
 (April 7, 1915 – July 17, 1959)
Aμερικανιδα Τραγουδιστρια της Jazz




Buddy Holly,
(September 7, 1936 – February 3, 1959)
Tραγουδιστης και Συνθέτης




Errol Flynn
 (20 June 1909 – 14 October 1959)
Αυστραλος Ηθοποιος




George Antheil 
(July 8, 1900 – February 12, 1959)
Συνθετης-Πιανιστας και Συγγραφεας




George Reeves
 ( January 5, 1914 – June 16, 1959)
Αμερικανος Ηθοποιος




Gérard Philipe 
(4 December 1922 – 25 November 1959)
Γαλλος Ηθοποιος




Gilda Gray
 (October 24, 1901 – December 22, 1959) 
Αμερικανιδα Ηθοποιος




Grant Withers
 (January 17, 1905 – March 27, 1959)
Αμερικανος Ηθοποιος




Henri Vidal 
(26 November 1919 – 10 December 1959) 
Γαλλος Ηθοποιος




Kay Kendall 
(21 May 1927 – 6 September 1959) 
Αγγλιδα Ηθοποιος




Max Baer
 (February 11, 1909 – November 21, 1959)
Επαγγελματιας Μποξερ




Ritchie Valens
 (May 13, 1941 – February 3, 1959) 
Μεξικανος Ηθοποιος




Sylvia Lopez 
(1931 – November 20, 1959) 
Γαλλιδα Μοντελο και Ηθοποιος




William  Bishop 
(July 16, 1918 - October 3, 1959)
Ηθοποιος


»

Κωστας Καρυωτακης - Ενα σπίτι και μία ιστορία

www.tips-fb.com


«Γυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζι»

                                      Κ .Γ.  Καρυωτάκης



Ο ποιητής Κ.Γ. Καρυωτάκης (1896 –1928) πέρασε ένα διάστημα της παιδικής του ηλικίας στην Λευκάδα (ο πατέρας του ως νομομηχανικός εργάστηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας) κι έτσι στα στενά της πόλης που σήμερα περπατάμε, κάποτε περπάτησε κι εκείνος. Πολύ αργότερα ο Καρυωτάκης, σαν δημόσιος υπάλληλος, ύστερα από ανοιχτή ρήξη, λόγω της αδέκαστης συνείδησής του, με τον τότε υπουργό Μιχάλη Κύρκο, μετατέθηκε στην Πρέβεζα, απ’ όπου ξαναεπισκέφτηκε την Λευκάδα, γράφοντας μάλιστα στον αδερφό του: «Την περασμένη Κυριακή επήγα στην Λευκάδα και είδα τι διαφορά μπορεί να υπάρχει μεταξύ ανθρώπων που χωρίζονται με ταξίδι μισής ώρας. Εδώ δεν βλέπει κανείς παρά χωριάτες».
Είναι πράγματι αξιοπρόσεκτο πως λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία 

του ο Καρυωτάκης μπορούσε να διακρίνει την διαφορά πολιτισμού 
ανάμεσα στα δύο αυτά μέρη - έτσι καταρρέει η άποψη κάποιων 
που ιχυρίζονται ότι στην ψυχική κατάπτωση που βρισκόταν θα 
έβλεπε "μαύρο" ακόμα και... το Παρίσι!Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως ένας τόσο ευφυής
άνθρωπος θα αυτοκτονούσε απλά και μόνο για μια δυσμενή 
μετάθεση που δεν κράτησε ούτε ένα μήνα. 
* * *

75 χρόνια αργότερα (2003) η Πρέβεζα πασπαλίζει με σκόνη το αίμα του Καρυωτάκη, αφήνοντας το σπίτι που διέμενε (Δαρδανελίων 12) στα νύχια της εγκατάλειψης. Το τραπεζάκι που έγραψε τα τελευταία του ποιήματα – κόσκινο απ’ το σαράκι κι απ’ την φθορά – μου το παραχώρησε η κυρία Πόπη, η τότε σπιτονοικοκυρά του ποιητή, που κοντά εκατό χρονών σήμερα θυμάται:

«Τα βράδια τον ακούγαμε που περπατούσε πάνω κάτω μέσα στην κάμαρη. Ύστερα άνοιγε το συρτάρι του τραπεζιού κι εκείνο έτριζε… Μετά ησυχία! Φαίνεται θα ’γραφε. Σε λίγο σηκωνόταν κι άρχισε πάλι να βηματίζει πάνω κάτω… Εγώ με την θεία μου κοιμόμαστε δίπλα… Μια πόρτα μάς χώριζε… Ήτανε το πάτωμα από σανίδες και τον ακούγαμε. Κι αυτό κάθε βράδυ… Πολλές φορές ως το πρωί…»

Η κυρία Πόπη καταγόταν απ’ την Καρυά Λευκάδας. Όταν της ζήτησα το τραπέζι για να το επισκευάσω και να το εκθέσω στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας, με την υπόσχεση αν ποτέ γίνει Μουσείο Καρυωτάκη στην Πρέβεζα να επιστραφεί, με κοίταξε και είπε: «Εγώ για την ιδιαίτερη πατρίδα μου θα έδινα και την ψυχή μου, αλλά τι να το κάνεις αυτό το πράγμα, δεν είναι για παρουσιασμό!» 




Μάζεψα λοιπόν έναν σωρό από σαρακοφαγωμένα ξύλα – έτσι έγινε ύστερα από τόσα χρόνια το τραπέζι, παρατημένο στην αυλή, έρμαιο στις καιρικές συνθήκες, βαμμένο με τρεις στρώσεις λαδομπογιάς – και προσπάθησα, εγώ ο άσχετος από πάσης φύσεως τεχνική εργασία να το επισκευάσω. Στα περισσότερα σημεία, τρίβονταν λες κι ήταν από φελιζόλ!..




Ήταν κυριολεκτικά σαν να προσπαθούσα ν’ αναστήσω έναν νεκρό! Έξι μήνες κράτησε η επισκευή και οι εργασίες συντήρησης, οι οποίες ποιος ξέρει πόσο θα κρατούσαν ακόμα αν δεν υπήρχε η πολύτιμη και αφιλοκερδής συνδρομή του Ανδρέα Δ. Μεταξά και του Θωμά Π. Σολδάτου.

Μετά το πέρας των εργασιών, απευθύνθηκα στον δήμο Λευκαδίων και συγκεκριμένα στον συνθέτη κύριο Κυριάκο Σφέτσα, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή υπεύθυνος για τα πολιτιστικά του δήμου, προκειμένου να μεσολαβήσει ώστε να εκτεθεί το τραπέζι στην Βιβλιοθήκη ή όπου αλλού έκρινε ότι θα ήταν εφικτό.
Εισέπραξα αοριστίες, μιας και «οι επερχόμενες εκλογές», όπως είπε, «δεν μας επιτρέπουν τέτοιες ενέργειες τώρα» (δηλαδή ποιος ασχολείται με τραπέζια, όταν το ζήτημα είναι… τα κουτάλια!).

Απευθύνθηκα και στον Αριστοτέλη Χαραμόγλη. Ιδρυτή της «Χαραμόγλειου Ειδικής Λευκαδιακής Βιβλιοθήκης» (Χ.Ε.Λ.ΒΙ.) Πρόκειται για μια συλλογή 29.000 τίτλων με τα έργα 714 Λευκαδίων και άλλο υλικό που καλύπτει 60 ενότητες λευκαδίτικων θεμάτων τα οποία υπερβαίνουν τις 34.000 και συνεχώς εμπλουτίζεται με νέο υλικό.
Το 1984 δωρήθηκε από τον ίδιο τον συλλέκτη στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας. Το 1987 η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε τον Α. Χαραμόγλη για το έργο του. 

Αργότερα η Βιβλιοθήκη (Χ.Ε.Λ.ΒΙ.) αναγράφτηκε στο Bιβλίο των Pεκόρ GUINNSS 1994 ως η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη αποκλειστικού θέματος παγκοσμίως. 

Ο Χαραμόγλης ενθουσιάστηκε! Όχι μόνο ήθελε το τραπέζι, αλλά και όποιο άλλο αντικείμενο υπήρχε του Καρυωτάκη. Στο σπιτάκι της Πρέβεζας διατηρούνται ακόμα το κρεβάτι του ποιητή (το στρώμα εξαφανίστηκε από τους θαυμαστές του, αφού όταν επισκέπτονταν το σπίτι… έκοβαν κρυφά κι από ένα κομμάτι!) 



ένας μεγάλος καθρέφτης με επίχρυση κορνίζα, ένα ωραίο έπιπλο με νιπτήρα και μια κανάτα. Ευτυχώς που δεν κουβάλησα όλα αυτά τα πράγματα στον Χαραμόγλη, ο οποίος την άλλη μέρα είπε πως το ξανασκέφτηκε και… δεν το θέλει το τραπέζι! Κι όταν του είπα, εκνευρισμένος, πως εγώ ξόδεψα χρόνο και χρήμα για υλικά συντήρησης κι η Λευκάδα δεν έχει ούτε μια γωνίτσα για το τραπεζάκι, υποτιμητικά έβαλε το χέρι στην τσέπη… να μου δώσει τα λεφτά που χάλασα!
Όλα αυτά μ' έκαναν να πιστεύω πως στις μέρες μας δεν υπάρχει και πολύ μεγάλη διαφορά «μεταξύ ανθρώπων που χωρίζονται με ταξίδι μισής ώρας»!
Κρίμα, γιατί ο Χαραμόγλης ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για την Λευκάδα!

Τελικά, μετά από πολλές προσπάθειες… κατάφερα (!!!) να εκθέσω το τραπεζάκι στην Δημόσια Βιβλιοθήκη. Αφού του άλλαξαν χίλιες τοποθεσίες – μέχρι που το έκρυψαν κάτω από το μεγάλο τραπέζι του συμβουλίου –, αφού του έβγαλε κατά λάθος η καθαρίστρια το ένα πόδι, τώρα τυγχάνει κάποιας καλύτερης μεταχείρισης, κατόπιν και της συμβολής της διευθύντριας κυρίας Μαρίας Ρούσσου.

Σαν ελάχιστο φόρο τιμής στο αίμα και στο έργο του Καρυωτάκη, εμείς οι εναπομείναντες Λευκάδιοι «Δον Κιχώτες», «σκοντάφτοντας στην λογική και στα ραβδιά των άλλων» υιοθετούμε αυτό το… εξόριστο τραπεζάκι, παραδίδοντάς το, ως λείψανο ιερό, στο οστεοφυλάκιο της Ιστορίας.



Δημήτρης Ε. Σολδάτος
Περιοδικό «Νέα Λευκάδα», τεύχος 1
Άνοιξη 2003 



ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Η κυρία Πόπη, η τότε σπιτονοικοκυρά του ποιητή, ίσως ο μόνος άνθρωπος που ζει ακόμα (2003) απ' όσους γνώρισαν προσωπικά τον Καρυωτάκη, μου είπε κάποιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες γι' αυτόν, για την εποχή εκείνη, αλλά και για τις τελευταίες μέρες του:

α) «Ήταν τζέντλεμαν! Όμορφος (ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι της επαρχίας ήταν φυσικό να βλέπει έτσι ένα δημόσιο υπάλληλο, ντυμένο με την τελευταία λέξη της παρισινής μόδας, γιατί ο Καρυωτάκης δεν ήταν "Άδωνις"), ολιγόλογος, ευγενέστατος και καλοντυμένος! Όταν ήρθε φορούσε ένα ωραίο, καφέ σκούρο κοστούμι με λεπτές μαύρες ρίγες! Όλες οι κουβέντες του ήταν «καλημέρα σας» όταν του πηγαίναμε το γάλα του και «καλησπέρα σας» αν μας συναντούσε στην σκάλα καθώς επέστρεφε αργά το απόγευμα. Κόσμο δεν έφερνε ποτέ στο σπίτι…

β) Λίγες μέρες πριν αυτοκτονήσει ήρθε και μας προπλήρωσε αρκετά νοίκια και μας έδωσε και χρήματα για τα ρούχα που του πλέναμε, αφού μας ευχαρίστησε για την όμορφη φιλοξενία μας, όπως είπε. Εμείς όταν πέθανε ξοδέψαμε μέρος των χρημάτων αυτών για λαμπάδες στην κηδεία και για μνημόσυνα, γιατί δεν μας έκανε καρδιά να τα κρατήσουμε. Όταν έφτασε ο αδερφός του στην Πρέβεζα, είπαμε να του δώσουμε τα υπόλοιπα λεφτά πίσω. Εκείνος όμως δεν τα δέχτηκε...

γ) Λίγο καιρό αφότου πέθανε ο Κωστάκης, ήρθε ένας υπάλληλος της νομαρχίας που ήταν μαζί του στο ίδιο γραφείο και μου έφερε κάτι ποιήματα που βρήκε σ’ ένα συρτάρι. Τα κρατούσα για ενθύμιο πολλά χρόνια. Ζήλευε ο άντρας μου όμως και αναγκάστηκα να τα κάψω! Αυτός ο υπάλληλος μου είπε πως ο Κωστάκης έλαβε ένα γράμμα μια βδομάδα πριν πεθάνει κι απ’ όταν το διάβασε ήταν σε άλλο κόσμο...

δ) Αυτά που γράφει στo ποίημα "Πρέβεζα" είναι όλα αλήθεια. Είχε τόσες κάργιες εδώ τότε, που φέραμε τον στρατό για να τις σκοτώσει, γιατί έπεφταν πάνω στα σπίτια των νοικοκυραίων, έσπαγαν τα τζάμια κι έμπαιναν μέσα.
Εδώ πιο κάτω στην γειτονιά υπήρχε μια γυναίκα που της έδιναν απ' το εστιατόριο κρεμμύδια για να τα καθαρίζει. Κι όταν περνούσες έξω απ’ το σπίτι της την έβλεπες στο κατώφλι, συνήθως, να μην κάνει άλλη δουλειά κι όλο το στενό βρομούσε απ’ τα κρεμμύδια κι έτρεχαν δάκρυα απ’ τα μάτια σου.»



Η κυρία Πόπη, 2003 ___________________


ΔΑΡΔΑΝΕΛΙΩΝ 12




Στην Πρέβεζα, σ' ένα στενό υπάρχει ένα σπιτάκι
γωνιακό στην αγορά, φτωχό και ξεχασμένο.
Ογδόντα χρόνια αργότερα την σκάλα ανεβαίνω
που αντήχησαν τα βήματα του Κώστα Καρυωτάκη.

Στην πόρτα μ' υποδέχεται η σπιτονοικοκυρά του
γριούλα - τότε θα 'τανε παιδούλα στα δεκάξι.
"Τις πόρτες και τα έπιπλα σαράκι έχει ρημάξει..." 

μου λέει καθώς μπαίνουμε, "αυτή είναι η καμαρά του!"
 
Ανοίγω το παράθυρο και το γερτό πατζούρι
και βλέπω - με τα μάτια του - τις κάργιες να χτυπιούνται,
γυναίκες καθαρίζοντας κρεμμύδια ν' αγαπιούνται...

Κι ο ήλιος δύει, σαν πληγή ανοιχτή της Πολυδούρη.

Κάθομαι στο κρεβάτι του, ζεστά είναι τα σεντόνια
λες μόλις να σηκώθηκε! Κοιτιέμαι στον καθρέφτη
και μια σκιά ξωπίσω μου στο τζάμι μέσα πέφτει,
σαν να χαμήλωσε το φως και γύρισαν τα χρόνια...

Τον βλέπω στο γραφείο του - ένα παλιό τραπέζι.
Στο βάζο το τριαντάφυλλο, που απόψε το 'χει κόψει
γιατί γελώντας κοίταζε την αυστηρή του όψη,

 και δίπλα τα βιβλία του - αντί χαρτιά να παίζει...
 
Παντού η εγκατάλειψη! Και υγρασία στον τοίχο,
σαν δάκρυ που μαντήλι του τ' ασβέστη έχει την στρώση.
Γράφει το δάχτυλο σταυρούς: σκόνη - απουσία τόση -
στα πράγματα που απόμειναν! Μ' έναν δικό του στίχο

τα έπιπλα τριγύρω μου μιλούν με τον τριγμό τους -
λες κι απ' τα χείλη εκεινού τα λόγια ετούτα βγαίνουν:
"Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν
άλυτοι γρίφοι, που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους".




Δημήτρης Ε. Σολδάτος, 2003

 


 FORUM  ΠΡΕΒΕΖΑΣ (για τον Καρυωτάκη και το Τραπέζι)

http://forumprevezas.wordpress.com/tag/%ce%ba%ce%b1%cf%81%cf%85%cf%8e%cf%84%ce%b1%ce%ba%ce%b7%cf%82/


Εφημερίδα 'ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (Για την Πρέβεζα, τον Καρυωτάκη και το Τραπέζι)

http://trans.kathimerini.gr/4Dcgi/4dcgi/_w_articles_taxgreece_1_12/05/2011_390500



ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Απ' την εκπομπή "Πρώτη Σελίδα"
του Φρέντυ Γερμανού.




πηγη http://dimsol.blogspot.gr


»

Ο Ερνεστ Χεμινγουέι και ο θάνατος του

www.tips-fb.com


Ο Έρνεστ Χεμινγουέι γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου 1899, σ’ ένα προάστιο του Σικάγο κι απ’ όταν ακόμα φοιτούσε στο λύκειο, έδειξε την ικανότητά του στο γράψιμο. Στα 1917, πήγε στο Κάνσας κι εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα. Ο καημός του ήταν ότι δεν μπορούσε να καταταγεί στον στρατό, εξαιτίας ενός ελαττώματος στο μάτι. Παρ’ όλ’ αυτά, κατόρθωσε να γίνει οδηγός ασθενοφόρου του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και να βρεθεί στο ιταλικό μέτωπο, στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου. Τραυματίστηκε και νοσηλεύτηκε στο Μιλάνο, όπου ερωτεύτηκε μια νοσοκόμα, που όμως αρνήθηκε να τον παντρευτεί.


Ξαναγύρισε στην Αμερική αλλά ο τόπος δεν τον σήκωνε. Βρέθηκε στη Γαλλία, ανταποκριτής μιας εφημερίδας του Καναδά. Εκεί, γνωρίστηκε με τους λογοτέχνες Σκοτ Φιτζέραλντ, Γερτρούδη Στάιν και Έζρα Πάουντ, που τον πίεσαν να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Στα 1925, εξέδωσε μια συλλογή διηγημάτων και τον αμέσως επόμενο χρόνο το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Τhe sun always rises», στο οποίο περιέγραφε την απόγνωση των Αμερικανών που ζούσαν στο Παρίσι. Έγινε διάσημος. 




Βρέθηκε στην Ισπανία και γοητεύτηκε από τη χώρα, την οποία τακτικά επισκεπτόταν, αν και συνέχιζε να μένει στο Παρίσι. Συνέχισε να γράφει, με πιο γνωστό από τα έργα του το διήγημα «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο». Όμως, στα 1929, ένα αριστούργημά του ήρθε να ταράξει τα νερά της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Ο «Αποχαιρετισμός στα όπλα». Πρόκειται για την ιστορία ενός Αμερικανού υπολοχαγού που, στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ερωτεύεται μια Αγγλίδα νοσοκόμα. Η προσωπική του ιστορία, παραλλαγμένη, έγινε το υλικό για ένα ζοφερό ατμοσφαιρικό λογοτέχνημα.




Συνέχισε να ταξιδεύει, να πίνει και να γράφει. Υπήρξε ανταποκριτής στην Ισπανία και αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «Για ποιον χτυπά η καμπάνα;» (1948), με φόντο τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.
Όλα αυτά τα έργα είχαν ως πρωταγωνιστές Αμερικανούς που βρέθηκαν να παρασύρονται από τις ηθικές και πολιτικές συρράξεις του 20ού αιώνα. Το ύφος του ήταν άμεσο και απείχε πολύ από το συμβατικό λόγο των συγχρόνων του. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Κούβα, όπου έγραψε τη νουβέλα «Ο Γέρος και η Θάλασσα».


Το 1954 βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Η συνέντευξη που ακολουθεί δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβριο του 1958, στο περιοδικό Argosy και δόθηκε στον Ρόμπερτ Μίλτον Μάχλιν, Αμερικανό δημοσιογράφο που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Μπράουν και στη παρισινή Σορβόννη. Υπήρξε διευθυντής του περιοδικού People το διάστημα 1958 - 1960 κι έκτοτε διευθυντής του Argosy. Έγραψε το «Αναζητώντας τον Μάικλ Ροκφέλερ» (1972) που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και το «Η προσωπική κόλαση του Χέμινγουεϊ» (1962). Το 1976 βραβεύτηκε με το ειδικό βραβείο Mistery Writers.


Η συνάντησή μου με τον Χεμινγουέι δεν ήταν εύκολη. Πρώτα απ’ όλα, απεχθάνεται τις συνεντεύξεις και δεν δίνει παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. Έπειτα, τότε έγραφε αυτό που αποκαλούσε «το πιο μεγάλο έργο της ζωής μου», 3 - 6 μυθιστορήματα αφιερωμένα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τους μετέπειτα χρόνους, και δεν ήθελε κανείς και για τίποτε να τον διακόψει. Όταν δουλεύει δε σηκώνει το τηλέφωνο. Όταν δε δουλεύει, προτιμά να ψαρεύει με το πλοιάριό του, Πιλάρ, ή να κάνει ο,τιδήποτε εξίσου συναρπαστικό.


Είναι ένας καλοσυνάτος άνθρωπος, που θεωρεί ιερή και πολύτιμη την προσωπική του ζωή. Αν έφτανες απρόσκλητος στο σπίτι του, ήταν ικανός - το είχε κάνει σε διάφορους δημοσιογράφους - να σε πετάξει κυριολεκτικά με τις κλωτσιές. Η πρώτη ερώτηση μόλις χτύπαγε την πόρτα κάποιος άγνωστος ήταν: «Τι στο διάβολο θέλετε;». Και η δεύτερη φράση: «Γιατί στο καλό νομίζετε ότι ήρθα να ζήσω εδώ; Για να είμαι μακριά από κακογεννημένους σαν κι εσάς!».


Παρότι τον είχα ξανασυναντήσει, ήξερα πως θα ήταν πολύ δύσκολο να με δεχτεί. Αλλά η τύχη με βοήθησε. Του τηλεφώνησα λέγοντάς του πως κάποια φυλλάδια της Γουόρνερ Μπρος σχετικά με την κινηματογραφική μεταφορά του έργου του «Ο Γέρος κι η Θάλασσα» ίσως περιείχαν ανακρίβειες. Έξαλλος μου είπε:
«Θέλω να σας εδώ στις 6.30 ακριβώς! Και φέρτε κι αυτά τα χαρτιά της Γουόρνερ Μπρος!».
Μας περίμενε στην πύλη, ευγενής αλλά γεμάτος ένταση. Η θέα του φωτογράφου του προκαλούσε μεγάλη νευρικότητα.


«Προτιμώ να μου δώσεις μια μπουνιά, εδώ ακριβώς στη μύτη παρά να με φωτογραφίσεις!», μούγκρισε. «Αυτό το πείσμα σας να με γελοιοποιήσετε! Τι πάτε να κάνετε; Να με τραβήξετε με το στόμα ανοιχτό; Δεν είμαι αστέρι του κινηματογράφου. Κρύψτε αυτή τη μηχανή».
Και αλλάζοντας τόνο πρόσθεσε:
«Κοιτάξτε, δεν έχω πολύ χρόνο για να αναπαυτώ. Αν θέλετε να συζητήσουμε ήσυχα, εντάξει. Αλλιώς... - Θέλετε να πιείτε κάτι;».
Ζήτησα ένα ουίσκι και μου έδωσε το μπουκάλι για να βάλω όσο ήθελα. Με κοίταξε προσεκτικά και μου είπε:
«Έχετε αδυνατίσει από την τελευταία φορά που σας είδα. Κι εγώ έχασα λίγα κιλά. Τώρα ζυγίζω μόνο 103 κιλά. Καλό βάρος για μένα. Ακόμη και με τα 15 κιλά λιγότερα που έχω τώρα δεν είμαι ελαφρών βαρών. Χρειάζεται πολλή και συστηματική δουλειά. Πολλή γυμναστική. Πρέπει να προσέξουμε την υγεία μας, ξέρετε δα, εμφράγματα, συγκοπές κλπ. Εγώ κολυμπώ 880 μέτρα καθημερινά στην πισίνα».
Κάθισε κι άρχισε να ξεφυλλίζει τα χαρτιά της Γουόρνερ που είχα φέρει μαζί μου. Εξοργίστηκε διαβάζοντας ένα κείμενο που έλεγε ότι είχε προσφέρει ένα ποτό στο κουβανό δικτάτορα Μπατίστα.


«Σκατά!. Ούτε που τον έχω δει στη ζωή μου αυτόν τον τύπο!».
Αλλά αρνήθηκε να σχολιάσει το «Ο Γέρος και η Θάλασσα». Σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα, είχε πάρει 25.000 δολ. για τα κινηματογραφικά δικαιώματα αυτού του μυθιστορήματος που στάθηκε καθοριστικό για να κερδίσει το Νόμπελ, και επιπλέον 33% των εσόδων.
«Δεν θέλω να πω τίποτε μέχρι να δω τον παραγωγό, Λέλαν Χάιγουαρντ. Είμαι σαν τον μάγο που προσπαθεί να κόψει μια γυναίκα στα δύο με ένα πριόνι: δεν λέει ποτέ στο κοινό πώς το κάνει, προτού να το κάνει. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια αρκετά πιστή διασκευή του βιβλίου. Η ταινία σέβεται σχεδόν αυτούσιους τους διαλόγους του μυθιστορήματος. Είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται στη διάρκεια τριών ημερών: η μάχη ανάμεσα στο Σαντιάγο, ένα γέρο ψαρά, και το μεγαλύτερο ψάρι που έχει πιάσει ποτέ στη ζωή του, που τελικά μετά από έναν τιτάνιο αγώνα, καταλήγει βορά των καρχαριών».
- Υπάρχει αυτός ο γερο-ψαράς;
«Όλα διαδραματίζονται στο χωριό Κοχιμάρ. Γνωρίζω σχεδόν όλους τους ψαράδες του που περνούν ατέλειωτες ώρες διηγούμενοι ιστορίες για τα κατορθώματά τους. Όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο, εμφανίστηκαν διάφοροι και είπαν πως ήταν ο ψαράς του έργου μου, ο Γέρος. Μάλιστα ένας από αυτούς πήγε και στους δημοσιογράφους. Έγινα έξαλλος. Τον έφερα στην Ταράτσα, τη διάσημη ψαροταβέρνα του Κοχιμάρ, και τον ανάγκασα να μιλήσει ενώπιον όλων. Και ομολόγησε ότι όχι μόνο δεν ήταν ο "γέρος" αλλά ούτε ψαράς δεν ήταν. Η ιστορία μου είναι φανταστική. Ο "γέρος" δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Όλα αυτά που λέγονται είναι βλακείες. Έγραψα αυτή την ιστορία μετά από 30 χρόνια που ψαρεύω εδώ και αλλού. Η πλειοψηφία των ψαράδων έχουν παρόμοιες εμπειρίες. Κι αν κάποιος ήταν ο "γέρος", θα μπορούσε να είναι μόνο ο Τσάγο, που πέθανε πριν από 4 χρόνια.
- Πώς συναντήσατε τον Τσάγο;
«Ψάρευε με το γιο του κοντά στο σκάφος μου. Είχαν πιάσει ένα τεράστιο ψάρι και δυσκολεύονταν πολύ να το ανεβάσουν στο καΐκι. Πήγα λοιπόν με το δικό μου καΐκι και τους βοήθησα. Τους ρώτησα αν ήθελαν να πιουν κάτι. Ο Τσάγο ήθελε απλώς λίγο νερό, εγώ ήπια μπύρα. Τον ρώτησα αν μπορούσα να κρατήσω το κεφάλι του ψαριού και πήγα να του δώσω πέντε δολάρια. Θύμωσε και είπε πως θα τα πέταγε στη θάλασσα, αν δεν τα έβαζα αμέσως στην τσέπη μου. Κι έτσι γίναμε φίλοι. Έκτοτε, ψαρέψαμε πολλές φορές μαζί».
- Στο έργο σας ο «κακός» είναι ο καρχαρίας...
«Στη ζωή μου, νομίζω ότι ο καρχαρίας ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός μου. Ίσως είναι το μοναδικό πλάσμα που στ’ αλήθεια μισώ. Το πρώτο ψάρι που έπιασα, ένας μεγάλος τόνος, μου το έκλεψε ένας καρχαρίας μετά από ώρες μάχη. Εκείνο το βράδυ αγόρασα ένα ντουφέκι κι από τότε κυνηγώ με αυτό αλλά ακόμη και με μυδραλιοβόλα τους καρχαρίες. Πρέπει να ξέρεις το κατάλληλο σημείο που θα στοχεύσεις: Ίσα στον εγκέφαλο και να το κάνεις τη στιγμή που βγαίνουν στην επιφάνεια. Έχω μια δική μου εφεύρεση για τους καρχαρίες. Είναι μια ξύλινη λόγχη κάπου τέσσερα μέτρα μήκος με αιχμηρό άκρο φτιαγμένο από τη λαμαρίνα ενός Φορντ. Πάντα έχω δυο τρεις τέτοιες λόγχες μαζί μου όταν ψαρεύω.
Μου έδωσε το μπουκάλι να βάλω κι άλλο ουίσκι κι όταν του το πρότεινα αρνήθηκε:
«Θα συνεχίσω να πίνω για πολύ μετά που εσείς θα φύγετε. Πίνω πια μόνο δύο κάθε βράδυ και πρέπει να τα κάνω να κρατάνε πολύ. Πάνε τα παλιά μου ρεκόρ. Το ρεκόρ μου είναι αχτύπητο: 15 κοκτέιλ "papa's special". Έπινα στο Φλοριντίτα με έναν φίλο μου παίκτη του μπέιζμπολ που ήταν πολύ στεναχωρημένος που είχε χάσει κι αρχίσαμε να πίνουμε έτσι για πλάκα. Πίναμε από τις 10 το πρωί μέχρι τις 7 το απόγευμα. Ήπια συνολικά 15. Απίστευτο. Και μετά γύρισα σπίτι και βάλθηκα να διαβάζω σαν να μην έτρεχε τίποτε».
- Θα πηγαίνατε στη Ρωσία σαν ανταποκριτής κάποιου έντυπου;
«Μου το έχουν ζητήσει τρεις φορές, κάτι σαν ανταλλαγή ανταποκριτών. Και μου το έχει ζητήσει επίσης και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Τι στο διάβολο να κάνω εγώ εκεί; Να ποζάρω για να μου τραβούν φωτογραφίες; Να υπογράφω αυτόγραφα και να βγάζω λόγους που θα παρεξηγηθούν; Αγνοώ τη γλώσσα τους. Είναι αδύνατο να μάθεις ο,τιδήποτε όταν δεν γνωρίζεις τη γλώσσα της χώρας. Δεν έχω πρόβλημα όπου μιλούν γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και σουαχίλι. Αλλά μέχρι εκεί φτάνει η γλωσσομάθειά μου».



Ο Χεμινγουέι πέρασε τα τελευταία του χρόνια στο Αϊντάχο.  Θύμα της κατάθλιψης, αυτοκτόνησε στις 2 Ιουλίου 1961, εκεί.


Το FBI ίσως η αιτία πίσω από την αυτοκτονία του Έρνεστ Χεμινγουεϊ 


Μυστήριο περιβάλλει το θάνατο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ από τότε που αφαίρεσε ο ίδιος τη ζωή του το 1961. Αλλά, στην επέτειο θανάτου του, ένας φίλος του διέψευσε τις φήμες που ήθελαν τον Χέμινγουει να αυτοκτονεί εξαιτίας διαταραχής της προσωπικότητας ή κατάθλιψης. Τα αίτια ήταν οι συνεχείς παρακολουθήσεις από πράκτορες του FBI.
Ο φίλος του Χέμινγουεϊ, βιογράφος του και θεατρικός συγγραφέας Aaron Edward Hotchner θεωρεί πως ο λόγος, για τον οποίο ο γνωστός συγγραφέας αφαίρεσε τη ζωή του, ήταν ότι γνώριζε πως το παρακολουθούσαν από το FBI. Το FBI θεωρούσε ότι ο συγγραφέας είχε ύποπτες συνδέσεις με την Κούβα, την οποία επισκεπτόταν συχνά κατά τη διάρκεια της ζωής του, όπως αναφέρει η ιστοσελίδα της «Daily Mail».
Ο συγγραφέας των «Papa Hemingway» και «Hemingway and His World», έγραψε στην εφημερίδα «New York Times», πως οι ανησυχίες του μεγάλου συγγραφέα ότι τον παρακολουθούν δεν ήταν παρανοϊκές ψευδαισθήσεις. Η παρακολούθηση από το FBI είχε τεράστιο αντίκτυπο στον Χέμινγουεϊ «εντείνοντας το άγχος του και οδηγώντας τον στην αυτοκτονία». Ήταν τρομοκρατημένος, γράφει ο Hotchner.
Μάλιστα, ο Hotchner περιγράφει ένα συγκεκριμένο περιστατικό που αναδεικνύει την έντοχη ανησυχία και το άγχος του νομπελίστα συγγραφέα, ο οποίος τρομοκρατείτο από τους πράκτορες του FBI: Το Νοέμβριο του 1960 ο Xέμινγουεϊ εκμυστηρεύτηκε στον Hotchner πως τον καταδίωκαν συνεχώς πράκτορες του FBI:
«Είναι η χειρότερη κόλαση, η πιο καταραμένη κόλαση. Έχουν γεμίσει με κοριούς τα πάντα. Γι' αυτό μετακινούμαστε με το αυτοκίνητο του Ντιουκ, γιατί το δικό μου έχει κοριό. Τα πάντα έχουν κοριούς. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό μου και έχω σταματήσει να αλληλογραφώ».

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ λέγεται ότι παρουσίαζε συμπτώματα παράνοιας. Μάλιστα το Νοέμβριο του 1960 -όταν εκμυστηρεύτηκε στον Hotchner την κόλαση που ζούσε- εισήχθη σε κλινική της Μινεσότα, όπου και υποβλήθηκε σε θεραπεία ηλεκτροσόκ.
Πήρε εξιτήριο το Γενάρη του 1961 και η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί και τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου εισήχθη πάλι στην κλινική. Στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο σπίτι του στο Αϊντάχο ενώ η γυναίκα του κοιμόταν



»

Ποιοι μας άφησαν το 1960

www.tips-fb.com
A.P. Carter
(December 15, 1891 – November 7, 1960)
Αμερικανος Μουσικος




Beverly Kenney 
(January 29, 1932, – April 13, 1960,)
Αμερικανιδα Τραγουδιστρια της Jazz




Boris Pasternak 
(1890-1960)
Ρωσσος Ποιητης




Clark Gable 
(February 1, 1901 – November 16, 1960)
Αμερικανος Ηθοποιος




Diana Barrymore 
(March 3, 1921 – January 25, 1960) 
Αμερικανιδα Ηθοποιος




'EddieCochran
 (October 3, 1938–April 17, 1960)
Αμερικανος Τραγουδιστης




Eddie Parker 
(December 12, 1900 - January 20, 1960) 
Αμερικανος Ηθοποιος




Edmond Van Daële 
(1884–1960). Actor
Γαλλος Ηθοποιος και Σκηνοθετης




Gordon Polk

 (1923 - 1960) 

Αμερικανος Ηθοποιος




Henny  Porten 
(7 January 1890 – 15 October 1960) 
Γερμανιδα Ηθοποιος και Παραγωγος του βωβου Κινηματογραφου




Jesse  Belvin 
(December 15, 1932 – February 6, 1960)
Αμερικανος Τραγουδιστης,Πιανιστας και Συνθετης




Lynn Baggett,
Αμερικανιδα Ηθοποιος




Leonora Corbett 
(1908–1960) 
Βρεττανη Ηθοποιος




Louis Jean Heydt 
(April 17, 1903, - January 29, 1960)
Αμερικανος Ηθοποιος




Mahlon  Hamilton 
 (June 15, 1880 – June 20, 1960) 
Αμερικανος Ηθοποιος




Margaret Sullavan 
(May 16, 1909 – January 1, 1960)
Αμερικανιδα Ηθοποιος





Richard Cromwell.
Αμερικανος Ηθοποιος




Véra Gibson-Amado
Ηθοποιος


»