ΜΟΣΟΥΛΗ, Ιράκ – Μέχρι την περασμένη εβδομάδα η Σαμάρ Χασάν δεν είχε δει ποτέ τη φωτογραφία της, την οποία είχαν δει εκατομμύρια άνθρωποι, και δεν γνώριζε ότι ήταν μια από τις πιο γνωστές εικόνες του πολέμου στο Ιράκ.
<<Hταν άρρωστος ο αδερφός μου και τον πηγαίναμε στο νοσοκομείο και στην επιστροφή, έγινε αυτό», δηλώνει η Σαμάρ. «Απλά ακούσαμε πυροβολισμούς». «Η μητέρα μου και ο πατέρας μου σκοτώθηκαν, έτσι απλά». Η εικόνα της Σαμάρ, 5 ετών τότε, να ουρλιάζει γεμάτη αίματα μετά το πυρ που είχαν ανοίξει οι Αμερικανοί στρατιώτες ενάντια στο αυτοκίνητο που επέβαινε η οικογένειά της βόρεια, στην πόλη στη βόρεια πόλη Ταλ Αφάρ, τον Ιανουάριο του 2005, καθρεφτίζει τον τρόμο για τα θύματα τις απώλειες των αμάχων και είναι μια από τις λίγες εικόνες αυτής της σύγκρουσης που ανήλθε στο πάνθεον της κλασσικής πολεμικής φωτογραφίας. Η φωτογραφία κέρδισε εκ νέου την προσοχή ως ένα μέρος του μεγάλου όγκου δουλειάς του Κρις Χόνδρος, φωτογράφου του Getty Images, που σκοτώθηκε πρόσφατα στην πρώτη γραμμή στην πόλη Μιζουράτα της Λιβύης.
H φωτογραφία της Σαμάρ έχει παγώσει στο χρόνο, όμως η ζωή της προχώρησε, σε μια πορεία χαρακτηριστική των όσων έχουν υπομείνει τόσοι Ιρακινοί. Σε μια χώρα όπου το σύστημα υγείας δεν έχει σχεδόν καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσει την ψυχολογική διάσταση των τραυμάτων, χιλιάδες Ιρακινοί έχουν μείνει μόνοι με το μαρτύριό τους.
Η Σαμάρ Χασάν ουρλιάζει μετά τη δολοφονία των γονιών της από αμερικανούς στρατιώτες, στο Ιράκ, το 2005
Σηη Σαμάρ, μια 12χρονη που τραβάει την προσοχή, ζει στα προάστια της Μοσούλης σε ένα διώροφο σπίτι με άλλες τέσσερις οικογένειες, κυρίως συγγενικές. Το νοικοκυριό τους είναι στενόχωρο και γεμάτο φασαρία από δουλειές καθώς οι γυναίκες μαγειρεύουν και καθαρίζουν, και τα παιδιά τρέχουν εδώ κι εκεί. Η μεγαλύτερη αδελφή της Σαμάρ, η Ιντισάρ, και ο σύζυγός της, ένας άνεργος πρώην αστυνομικός, τη φροντίζουν. Δύο από τους γιους του είναι αστυνομικοί, και οι μισθοί τους στηρίζουν την διευρυμένη οικογένεια.
Ο πόνος του πολέμου έχει βρει χιλιάδες Ιρακινούς, αλλά ακόμα κι έτσι η ιστορία της Σαμάρ ξεχωρίζει. Τρία χρόνια μετά τη δολοφονία των γονιών της, ο αδελφός της, Ρακάν, σκοτώθηκε όταν, εξαιτίας μιας επίθεσης ανταρτών, το σπίτι που ζει τώρα η Σαμάρ υπέστη σοβαρές ζημιές. Ο Ρακάν είχε τραυματιστεί σοβαρά από τους πυροβολισμούς που σκότωσαν τους γονείς του, και μεταφέρθηκε στη Βοστώνη για θεραπεία μετά τη δημοσίευση των φωτογραφιών του κ. Χόνδρος. Μια Αμερικανίδα εθελόντρια, η Μαρία Ρουτσίτσκα που βοήθησε στον διακανονισμό για τη θεραπεία του Ρακάν, σκοτώθηκε αργότερα σε έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου στη Βαγδάτη. Ο σύζυγος της Ιντισάρ, Νατίρ Μπασίρ Αλί, υποπτεύεται ότι το σπίτι του βομβαρδίστηκε από αντάρτες ως αντίποινα για την μεταφορά του Ρακάν στιςΗνωμένες Πολιτείες. «Όταν επέστρεψε ο Ρακάν από την Αμερική, όλοι νόμιζαν ότι είμαι κατάσκοπος», είπε.
Σαμάρ άφησε το σχολείο πέρυσι γιατί ήταν πολύ ντροπαλή και δεν τα πήγαινε καλά, είπε ο κ. Αλί, αν και η Σαμάρ είπε ότι θα ήθελε να γυρίσει και ελπίζει να γίνει γιατρός όταν μεγαλώσει. Φεύγει από το σπίτι μόνο για σπάνιες οικογενειακές εκδρομές και έχει δύο φίλες που επισκέπτεται για να παίξουν με τις κούκλες και να κουβεντιάσουν. Περνάει τις μέρες της καθαρίζοντας, ακούγοντας μουσική με το μοβ MP3 player της και βλέποντας επεισόδια από την αγαπημένη της τηλεοπτική εκπομπή, την τούρκικη σαπουνόπερα «Απαγορευμένη Αγάπη», με τους ερωτευμένους Μοχανάντ και Σαμάρ.
«Είμαι η Σαμάρ», λέει, φορώντας ένα μακρύ κόκκινο φόρεμα, καθισμένη στον καναπέ δίπλα στον κ. Αλί. Δύο από τα αδέλφια της, που επίσης βρίσκονταν στο αυτοκίνητο όταν σκοτώθηκαν οι γονείς της, κάθισαν κοντά τους. «Τους έχω πάει πολλές φορές στο νοσοκομείο, για να πάρουν χάπια για ψυχολογικά προβλήματα», λέει ο κ. Αλί.«Όλοι τους παίρνουν χάπια». Λέει ότι ο 8χρονος αδελφός της Σαμάρ, ο Μουχαμάντ, μιλάει στον εαυτό του όταν είναι μόνος. «Όταν βγαίνουμε έξω και βλέπουμε κάποια οικογένεια, στεναχωριούνται», λέει. Μερικές φορές βρίσκει τα παιδιά όλα μαζί σε ένα δωμάτιο να κλαίνε. «Όταν θυμούνται το ατύχημα, είναι σα να σκοτώθηκαν μόλις τώρα».
Η Σαμάρ Χασάν, εδώ με έναν συγγενή της, δεν είχε δει ποτέ τη φωτογραφία της (παρακάτω) που τραβήχθηκε μετά τη δολοφονία των γονιών της από Αμερικανούς στρατιώτες στο Ιράκ.
Η φωτογραφία της Σαμάρ είχε μεγάλο αντίκτυπο, αφού ήταν μια οπτική μαρτυρία για μια συγκεκριμένη μάστιγα αυτού του πολέμου: τους πυροβολισμούς εναντίον αθώων πολιτών, καθώς πλησιάζουν αμερικάνικα σημεία ελέγχου ή πεζές περιπολίες, δολοφονίες επιτράπηκαν λόγω των μη αυστηρών κανόνων εμπλοκής που σκοπό έχουν να προστατεύσουν τους στρατιώτες από βομβιστές αυτοκτονίας με παγιδευμένα αυτοκίνητα. Η φωτογραφία υπήρξε θέμα συζήτησης στα ανώτατα κλιμάκια του Πενταγώνου, καθώς εξέταζε τρόπους για να μειωθούν οι απώλειες αμάχων.
Ο πόλεμος στο Ιράκ έδωσε λίγες αξιόλογες εικόνες για να ικανοποιήσει την φαντασία του κοινού, εν μέρει γιατί η χώρα ήταν πολύ επικίνδυνη για να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα οι φωτογράφοι, αλλά και γιατί σε μια εποχή κορεσμένης κάλυψης από τα ΜΜΕ και μικρού διαστήματος προσοχής, μπορεί να είναι πιο δύσκολο να ριζώσουν καινούριες εικόνες στη συλλογική μνήμη. Ο στρατός έθεσε επίσης σκληρούς όρους για τους ενσωματωμένους δημοσιογράφους, οι οποίοι κράτησαν πολλές παραστατικές εικόνες μακριά από το φως της δημοσιότητας. Ο στρατός ζήτησε από τον κ. Χόνδρος να αφήσει την ανάθεση ενσωμάτωσης του, αφού είχε τραβήξει τις φωτογραφίες της Σαμάρ.
Ο Λίαμ Κένεντι, καθηγητής στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Δουβλίνου, ερευνά την πολεμική φωτογραφία και χρησιμοποιεί την εικόνα της Σαμάρ, που έχει τραβήξει ο κ. Χόνδρος, στο μάθημά του, ως μία από τις ελάχιστες φωτογραφίες του πολέμου στο Ιράκ που θα μπορούσε να ξεχωρίσει στην ιστορία, συγκρίνοντάς τη με τη γνωστή φωτογραφία από το Βιετνάμ, του φωτογράφου Νικ Ουτ από το Associated Press, που απεικονίζει ένα μικρό κορίτσι να προσπαθεί να ξεφύγει από μια επίθεση βόμβας ναπάλμ.
«Φαίνεται πραγματικά να μιλάει για κάτι σχετικά με όσα συνέβαιναν τότε», λέει ο καθηγητής Κένεντι. «Όλη η αυθαιρεσία της βίας που υπήρχε τότε συνοψίζεται σε αυτό το κορίτσι». Η Σάρα Λέα Γουίτσον, διευθύντρια του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Human Rights Watch) στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, έχει ένα αντίγραφο της φωτογραφίας στον πίνακα ανακοινώσεων του γραφείου της στη Νέα Υόρκη. Θυμάται να κλαίει όταν πρωτοείδε τη φωτογραφία στην εφημερίδα, και έπρεπε να εξηγήσει την εικόνα στα παιδιά της. «Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα ότι απαθανάτιζε απόλυτα τις φρικαλεότητες του πολέμου οι οποίες δεν ήταν πραγματικά κατανοητές από τους Αμερικανούς», λέει. «Τα πάντα στο πρόσωπο αυτού του κοριτσιού, συμβόλιζαν ό,τι ένιωθα πως νιώθουν όλοι οι Ιρακινοί». Και προσθέτει,«σκεφτόμουν: "αναρωτιέμαι πώς θα είναι η ζωή για αυτό το κορίτσι;"»
Ο κ. Χόνδρος μίλησε για τη φωτογραφία το 2007 σε μια συνέντευξη στο πρόγραμμα αναμετάδοσης ειδήσεων «Δημοκρατία Τώρα» (Democary Now). «Πιστεύω ότι ένας από τους λόγους που η φωτογραφία είχε τέτοια απήχηση είναι γιατί έχει ένα είδος κενού συναισθήματος», λέει. «Ξέρετε, το κακόμοιρο το κορίτσι, ολομόναχο πλέον στον κόσμο, να κάθεται απλά στο σκοτάδι». Αυτή την εβδομάδα ηΣαμάρ, αγκαλιάζοντας ένα μαξιλάρι, θυμάται: «Με φωτογράφιζε, θυμάμαι. Ύστερα σταμάτησε, και μου έφεραν μια ζακέτα και με έβαλαν στο φορτηγάκι και φρόντισαν την πληγή στο χέρι μου. Και μου έδωσαν μερικά παιχνίδια».
Δεν είχε δει ποτέ τη φωτογραφία μέχρι αυτή την εβδομάδα, όμως είπε ότι καταλάβαινε πως έδειχνε στον κόσμο «τα θλιβερά πράγματα που συμβαίνουν στο Ιράκ». Προς το τέλος της συνέντευξης, έδειξε μια οικογενειακή φωτογραφία στον τοίχο. «Ονειρεύομαι συνέχεια τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τον αδερφό μου», λέει.