English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Sarah Kane (1971-1999) -Ενα μεγαλο ταλέντο που αφησε το στιγμα του και έφυγε νωρίς ( in yer face theater)

www.tips-fb.com





Η Σάρα Κέιν γεννιέται το 1971 στοKelvedon Hatch κοντά στο Brentgoodτου Έσσεξ. Είναι η κόρη μιας δασκάλας και ενός πατέρα δημοσιογράφου. Στα μαθητικά της χρόνια διακατέχεται από ένα αόριστο μίσος για το σχολείο. Το μίσος την κατακλύζει αλλά δεν την γεμίζει με αρνητισμό. Μέσα στο μισητό εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να αναγνωρίσει υπεύθυνους καθηγητές που αποτελούν «σανίδες σωτηρίας» στα προσωπικά αδιέξοδα και στον ευμετάβλητο ψυχισμό των έφηβων μαθητών τους. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βοήθεια στην νεαρή Σάρα από την ενθάρρυνση της προσωπικής της έκφρασης. Παρουσιάζει κλίση προς το θέατρο. Η θεατρική πράξη γίνεται η μέθοδος με την οποία θα απελευθερωθούν οι αντιφάσεις και οι δημιουργικές δυνάμεις της Κέιν. Διαβάζει και γράφει πολύ. Αναζητά την αυτονομία και αντιδρά με το σφρίγος και την επαναστατικότητα μιας έφηβης που διεκδικεί το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού της ταυτότητάς της.



Εισάγεται στο πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και σπουδάζει θέατρο. Ο αντισυμβατικός χαρακτήρας της την οδηγεί σε σύγκρουση με το καθηγητικό κατεστημένο. Το πανεπιστήμιο είναι ένα περιβάλλον αρτηριοσκληρωτικών ανθρώπων που κοιτάζουν να συντρίψουν την ελεύθερη έκφραση. Ένας καθηγητής την κατηγορεί πως κάποιο από τα δοκίμιά της είναι πορνογράφημα. Η απάντησή της είναι άμεση και άκρως δυναμική: Του πετάει « στα μούτρα περιοδικά πορνό». Το 1992 «ξεκινάει μεταπτυχιακό στο πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ», απόδειξη πως εχθρεύεται την στασιμότητα και αναζητά την εξέλιξη. Θέλει να είναι κύρια των επιλογών της και ξεκαθαρίζει πως δεν έχει φιλοδοξία να γίνει ακαδημαϊκός.

Σφυρηλατεί μέσα της την έμμονη ιδέα για την αναζήτηση της πρωτοτυπίας στην θεατρική πράξη. Κέντρο αυτής της θεατρικής πράξης καθιστά τα βιώματα όλων αυτών των ανθρώπων που αδυνατούν να διατυπώσουν με ακρίβεια αυτά που νιώθουν.



Το κείμενο 4.48 Ψύχωση είναι γραμμένο για τις ανάγκες του θεάτρου. Είναι αυτοβιογραφικό και «καταγράφει με μεγάλη ακρίβεια τις μύχιες λειτουργίες του αυτοκτονικού νου»(Alastair Macaulay). Η συγγραφέας ξεδιπλώνει τον καταθλιπτικό της ψυχισμό. Η συνείδηση της θνητότητας την οδηγεί σε μια ακατανίκητη θλίψη. Όλα της τα συμπτώματα δείχνουν παθολογικό πένθος. Δεν μπορεί να κοιμηθεί και να απολαύσει το φαγητό της. Η σεξουαλική επιθυμία απουσιάζει και δεν μπορεί να αγαπήσει. Έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και χάνει κάθε ενδιαφέρον για το περιβάλλον της. Βασανίζεται από πλήξη και βαρεμάρα. Απορρίπτει τον κόσμο στον οποίο ζει. Είναι γεμάτη από θυμό τον οποίο αδυνατεί να διαχειριστεί. Νιώθει κουρασμένη και κατά πολύ μεγαλύτερη από την βιολογική της ηλικία. Δεν θέλει να πεθάνει μέχρι του σημείου να επιθυμεί την αυτοκτονία. Κάπου λέει: "γεννημένη για μόνη/να αγαπώ το απόν". Εκεί που υπάρχει ο φόβος υπάρχει και αυτό που φοβόμαστε. Ο θάνατος που απουσιάζει τροφοδοτεί και ισχυροποιεί την επιθυμία θανάτου. Η Κέιν σχεδόν εκλιπαρεί:"μην με αφήνετε να ξεχάσω". Γίνεται μανιακή της αναζήτησης νοήματος. "Δεν υπάρχει νόημα στη ζωή υπό το φως της απωλείας μου". Και αλλού: "Δεν υπάρχει φάρμακο στη γη που να μπορεί να κάνει τη ζωή να έχει νόημα" -εδώ θυμηθείτε και τον Αντώνη Γκίκα, οδός Πανός, αφιέρωμα Αυτόχειρες, Μάρτιος-Απρίλιος 1994: "Δεν υπάρχουν πια φαρμακεία/για τις ψυχές που διανυκτερεύουν/ο σώζων εαυτόν σωθήτω".



Ο λόγος της Κέιν είναι κοφτός με μεγάλες σιωπές και παύσεις. Οι λέξεις χρειάζονται αναπνοές για να σηκώσουν το βάρος των νοημάτων και των βιωμάτων. Μετά την ηρεμία η καταιγίδα. Οι απορίες και οι ερωτήσεις της Κέιν πέφτουν με καταιγιστικούς ρυθμούς. Το μυαλό της "εξαθλιώνεται από το κακόβουλο πνεύμα της ηθικής των πολλών" και το σώμα της είναι ένα "ξένο κουφάρι". Γεννιέται σε "λάθος εποχή και σε λάθος σώμα" και σε έναν κόσμο που "όλα παν, όλα περνούν , όλα πεθαίνουν".



Στην αποτυχημένη απόπειρα να αυτοκτονήσει με μεγάλες ποσότητες χαπιών, αφήνει ένα ιδιόχειρο σημείωμα με την φράση "με σκότωσα". Σαν γνήσια συγγραφέας θέλει να διατηρήσει το δικαίωμα της αφήγησης μετά θάνατον, θέλει να έχει την τελευταία λέξη μετά την εκπνοή της ύπαρξής της. Η πρόθεσή της να αυτοκτονήσει είναι δεδηλωμένη. Οδηγείται στο νοσοκομείο και το ιατρικό προσωπικό είναι απολύτως ενημερωμενο για την ψυχολογική της κατάσταση. Η νοσοκόμα που είναι υπεύθυνη για την επίβλεψή της δεν κάνει σωστά την δουλειά της. Πιθανόν κοιμαται στο ωράριό της και ξυπνάει όταν ένας ασθενής προκαλεί επεισόδιο. Τότε είναι που συνειδητοποιεί την απουσία της Κέιν. Η πλημμελής παρακολούθηση δίνει την ευκαιρία στην συγγραφέα να κρεμαστεί από το κορδόνι παπουτσιού. Για μιάμιση ώρα η Κέιν βρίσκεται απαγχονισμένη και ο πατέρας της κάνει μήνυση για εγκληματική αμέλεια του προσωπικού και της διοίκησης του νοσοκομείου. Ο πατέρας της Κέιν δεν διεκδικεί χρήματα αλλά θέλει να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι και να λογοδοτήσουν. 

Η παραδειγματική τιμωρία των εγκληματιών είναι ο μόνος τρόπος για να ησυχάσει η ταραγμένη ψυχή της κόρης του...


Εδώ ενας υπεροχος ερωτικός μονολογος απο το θεατρικο της Sarah Kane - Crave (Λαχταρώ)


Ενα Αφιερωμα στη Shara Kane 





Γράφει η Μιρέλα Σταυρινού

Σάρα Κέιν: μια αφυπνιστική φωνή που έσβησε νωρίς
 «Με το που συνειδητοποιήσεις  ότι η ζωή είναι πολύ σκληρή και βάναυση, η μόνη λύση είναι να ζήσεις  με όσο πιο πολύ ανθρωπισμό, χιούμορ και ελευθερία μπορείς.»





Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, τα λόγια αυτά ανήκουν σε μια αυτόχειρα – την πασίγνωστη στους θεατρόφιλους συγγραφέα Σάρα Κέιν που έδωσε τέλος στη ζωή της το 1999, όταν ήταν μόλις 28 ετών.  Μέχρι τότε είχε γράψει 5 θεατρικά έργα, ταρακουνώντας και αλλάζοντας το βρετανικό και παγκόσμιο θέατρο και αποκτώντας τόσο επικριτές όσο και εκατομμύρια φανατικούς οπαδούς που δεν φοβούνται να κοιτάξουν την αλήθεια κατάματα.

Με το έργο της ήρθα σε επαφή αρκετά χρόνια μετά το θάνατό της,  όταν σπούδαζα αγγλική φιλολογία και σκεφτόμουν να ασχοληθώ με το σύγχρονο θέατρο. Για την ακρίβεια, όσο πιο σύγχρονο γίνεται.  Το θέατρο που γράφεται τώρα και αφορά το σήμερα, προοικονομώντας το μέλλον. Γιατί οι δημιουργοί του σήμερα, προκειμένου να θεωρηθούν αργότερα κλασικοί, πρέπει τα έργα τους να έχουν νόημα και μετά από πολλές δεκαετίες.



Ίσως η πιο αντιπροσωπευτική από τους θεατρικούς συγγραφείς του κινήματος “in-yer-face theatre” (έργα που δεν διστάζουν να αποκαλύψουν επί σκηνής την αγριότητα που ελλοχεύει στο συλλογικό ασυνείδητο στις σύγχρονες καπιταλιστικές και παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, που κάθε άλλο παρά πολιτισμένες είναι στην πραγματικότητα), η Σάρα Κέιν ήταν ένα ταλαντούχο μυαλό που όμως είχε την ατυχία να πάσχει από μια σοβαρότατης μορφής μανιοκατάθλιψη.

Το αρνητικό με τους αυτόχειρες δημιουργούς (Βιρτζίνια Γουλφ, Σύλβια Πλαθ, Σάρα Κέιν και Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας που κρεμάστηκε πριν από 4 χρόνια) είναι ότι όταν πια φύγουν από κοντά μας, πολλοί αναγνώστες των έργων τους κάνουν το λάθος να τα κρίνουν υπό το πρίσμα του βίαιου τρόπου με τον οποίο έδωσαν τέλος στη ζωή τους, θεωρώντας τα ως αυτοβιογραφικά ή ως γεννήματα της κατάθλιψής τους, μειώνοντας αυτομάτως την αξία τους.



Ας μην ξεχνάμε ότι η μανιοκατάθλιψη δεν είναι βίτσιο, δεν είναι τρόπος ζωής που επιλέγουμε, δεν έχει πάντα να κάνει με τις κοινωνικές συνθήκες που περιβάλλουν τον πάσχοντα, δεν πυροδοτείται από την ευφυΐα, το επάγγελμα, το ταλέντο ή οποιοδήποτε άλλο κλισέ μπορεί να επικρατεί στο μυαλό όσων έχουν άγνοια επί του θέματος. Δεν είναι τρόπος ζωής που επιλέγει κανείς συνειδητά. Είναι μια σοβαρότατη νόσος με την οποία κάποιος γεννιέται και παλεύει καθημερινά να την νικήσει. Σύμφωνα με ειδικούς, επηρεάζει σημαντικά την δημιουργική ικανότητα που πάσχοντος, επομένως οι αυτόχειρες ποιητές και συγγραφείς θα πρέπει να κατέβαλλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες να βγάλουν το ταλέντο τους στο χαρτί, κόντρα στους δαίμονες που κατοικούσαν στην ψυχή τους. Και η αυτοκτονία τους δεν ήταν σημάδι απόρριψης του κόσμου, εγωισμού, ματαιοδοξίας ή προσπάθεια να τραβήξουν την προσοχή. Ούτε σημαίνει ότι υποτίμησαν ή δεν αγαπούσαν τη ζωή.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ρίξουμε μια ματιά στα έργα της Σάρα Κέιν ξεχνώντας το τραγικό τέλος της. Σαν να μην γνωρίζαμε κανένα στοιχείο της βιογραφίας της. Αυτό θα μας δώσει τη δυνατότητα να επικεντρώσουμε στους ίδιους τους χαρακτήρες των έργων της, στην τραγική αλλά τόσο αληθινή θεώρηση της πραγματικότητας, στο σαρκαστικό χιούμορ, στην τομή που έκαναν στο παγκόσμιο θέατρο, μη διστάζοντας να φανερώσουν επί σκηνής όσα μέχρι τότε άλλοι θεατρικοί συγγραφείς μόνο να υπονοήσουν είχαν τολμήσει.


Blasted (1995)

«Δεν υπάρχει Θεός. Ούτε Άη-Βασίλης. Ούτε νεράιδες. Ούτε μάγισσες. Ένα γαμημένο τίποτα. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει Θεός απλά και μόνο επειδή θα ήταν καλύτερα αν υπήρχε».

Σ’ ένα τρίτης διαλογής ξενοδοχείο στο Ληντς, ο μεσήλικας δημοσιογράφος κίτρινου τύπου Ίαν πηγαίνει με την εικοσάχρονη Κέιτ, γόνο χαμηλοαστικής οικογένειας του Νότιου Λονδίνου. Ο Ίαν είναι κυνικός, βίαιος, αλκοολικός και οπλοφορεί. Με ύπουλο τρόπο κακοποιεί σωματικά, σεξουαλικά και λεκτικά την Κέιτ που είναι τρομακτικά αγαθή και όταν αγχώνεται τραυλίζει.

Ξαφνικά στο δωμάτιο εισβάλλει ο Στρατιώτης. Αφοπλίζει τον Ίαν που από θύτης γίνεται θύμα και ισχυρίζεται ότι «η πόλη είναι πια δικιά τους», υπονοώντας ότι έξω από το ξενοδοχείο επικρατεί εμπόλεμη κατάσταση. Η Κέιτ έχει καταφέρει να διαφύγει.

Το ξενοδοχείο πλήττεται από βλήμα όλμου και μια τεράστια τρύπα υπάρχει εκεί όπου πριν ήταν ο τοίχος. Ο Στρατιώτης, αφού διηγείται με ρεαλιστικό και ανατριχιαστικό τρόπο τις βιαιότητες που έζησε στην μάχη και πώς βασάνισαν και σκότωσαν την κοπέλα του, βιάζει τον Ίαν.

Η Κέιτ επιστρέφει στο δωμάτιο με ένα τραυματισμένο και λιμασμένο μωρό. Η συνέχεια και το τέλος δεν θα φέρουν τη λύτρωση…

Μετά το πρώτο ανέβασμα του έργου, στο Royal Court Upstairs, γράφτηκαν σκληρές κριτικές που το καταβαράθρωσαν και το χαρακτήρισαν ως υπερβολικά προκλητικό, «μία αηδιαστική παρέλαση χυδαιολογίας»… Αλλά καταξιωμένοι κριτικοί σαν τον Μάικλ Μπίλιγκτον της εφημερίδας Guardian, χρόνια μετά αναγνώρισαν το λάθος τους και παραδέχτηκαν ότι είχαν υπάρξει υπερβολικά στενόμυαλοι για να καταλάβουν την αξία του


Phaedra’s Love (Φαίδρας Έρως – 1996)

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ: «Μερικοί τά ‘χουν καταφέρει. Δεν σκοτώνουν τον χρόνο τους, τον ζουν. Ευτυχισμένοι. Με τους εραστές τους.
Τους μισώ».

Πρόκειται για μια μετα-μοντέρνα εκδοχή, ίσως και υπονόμευση, της Φαίδρας του Σενέκα.

Σε πρώτο πλάνο ο Ιππόλυτος, ο  μελαγχολικός αθεράπευτα κυνικός και είρωνας γιος του Βασιλιά. Περνά την ημέρα του παίζοντας βίαια βιντεοπαιχνίδια, αυνανίζεται με κτηνώδη τρόπο και καλεί γυναίκες στο σπίτι μόνο για σεξ. Είναι ξεκάθαρο πως το παρελθόν του και η βασιλική οικογένεια στην οποία ανήκει τον πνίγουν και τον πληγώνουν. Δεν απολαμβάνει τη ζωή και η κατάστασή του μοιάζει μη αναστρέψιμη.

Η Φαίδρα, μητριά του, είναι παθιασμένα και παράλογα ερωτευμένη μαζί του. Την ημέρα των γενεθλίων του, του προσφέρει ένα «δώρο» που θα του αλλάξει τη ζωή και θα τον λυτρώσει με τον πιο απρόσμενο τρόπο…

Μπορεί η Αγάπη και ο Έρωτας να αλλάξουν τον άνθρωπο;

Έχει κανένα νόημα να μετανοεί κανείς για τις αμαρτίες του λίγο πριν το μοιραίο τέλος της ζωής;

Πρόκειται για ένα άκρως προκλητικό έργο, μια πραγματική γροθιά στο κατεστημένο του Κράτους, της Βασιλείας, μέχρι και της Εκκλησίας.




Cleansed (Καθαροί Πια – 1998)

«ΡΟΝΤ: Τι σκέφτεσαι;
ΚΑΡΛ: Πως θα σ’ αγαπάω για πάντα.
ΡΟΝΤ: (γελάει)
ΚΑΡΛ: Πως δεν θα σε προδώσω ποτέ.
ΡΟΝΤ: (γελάει πιο δυνατά)
ΚΑΡΛ: Πως δεν θα σου πω ποτέ ψέματα.
ΡΟΝΤ: Μόλις είπες το πρώτο.»

Εμπνευσμένη από το βιβλίο του Ρολάν Μπαρτ με τίτλο «Αποσπάσματα Ερωτικού Λόγου», όπου η κατάσταση ενός πληγωμένου εραστή παρομοιάζεται με εκείνη ενός φυλακισμένου στο Νταχάου, η Σάρα Κέιν δημιούργησε εδώ ένα τόσο σκληρό όσο και ρομαντικό έργο, ένα από τα καλύτερά της.

Έγκλειστοι σε αυτό που στις σκηνοθετικές οδηγίες αναφέρεται ως «Πανεπιστήμιο» αλλά στην πράξη παραπέμπει ξεκάθαρα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, οι χαρακτήρες του θεατρικού υπόκεινται σε ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια από τον «γιατρό» της ιστορίας, τον Τίνκερ, ο οποίος στην πραγματικότητα όμως συμπεριφέρεται ως σαδιστής φύλακας.

Η Γκρέις αναζητά τον αδερφό της που σκοτώθηκε από τον Τίνκερ. Ζει μόνο γι’ αυτό και αρνείται να αποδεχτεί ότι δεν θα τον ξαναδεί. Φορά τα ρούχα του, χορεύει με το πνεύμα του, κοιμάται μαζί του, στο τέλος γίνεται «αυτός»…

Ταυτόχρονα, ο Ρόμπιν, ένας αμόρφωτος και διαταραγμένος έφηβος που η Γκρέις του μαθαίνει να διαβάζει, την ερωτεύεται. Όταν μέσω της μόρφωσης συνειδητοποιεί την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, ο Ρόμπιν δίνει τέλος στη ζωή του.

«Δεν ήθελα με το ‘Καθαροί πια’ να πω: Μιλά για τη δολοφονία 6 εκατομμυρίων Εβραίων. Αυτό ήταν όντως κατά τη συγγραφή σημαντικό αλλά όχι για την υπόθεση του έργου, και γι’ αυτό δεν το έδωσα καν σαν συγκείμενο. Άλλωστε ένα κείμενο χάνει σε σημασία και διάσταση όταν κάποιος το περιορίζει σε ένα επίπεδο. Το ‘Blasted’ και το ‘Καθαροί πια’ ευτυχώς ξεπερνούν τα γεγονότα στη Βοσνία ή στη Γερμανία».  Σάρα Κέιν




Crave (Λαχταρώ – 1998)

« Μ: Δεν θέλω να κακογεράσω και να μιζεριάσω και να μην έχω ούτε να βάψω τα μαλλιά μου.

C: Παίρνεις μπερδεμένα μηνύματα γιατί και τα αισθήματά μου είναι μπερδεμένα.

Μ: Δεν θέλω να μένω σε γκαρσονιέρα στα εξήντα μου, και να φοβάμαι ν’ ανοίξω το καλοριφέρ γιατί δεν θα ‘χω να πληρώσω τα κοινόχρηστα.

C: Μαζί σου με δένει μόνο η ενοχή.

Μ: Δεν θέλω να πεθάνω ολομόναχη και να με βρουν όταν πια θα ‘χουν μείνει τα κόκαλά μου γυμνά και του κόσμου τα νοίκια απλήρωτα.

C: Δε θέλω να μείνω. »

Τέσσερις χαρακτήρες. Ο Α (Author: Συγγραφέας αλλά και Αυτουργός) , ο B (Boy: αγόρι, αλλά και Brother: αδερφός), η C (child: παιδί) και η Μ (mother: μητέρα). Ή μήπως τελικά πρόκειται για τέσσερα κομμάτια ενός κατακερματισμένου εαυτού;

Πρόκειται για διαλόγους που μοιάζουν με μονόλογοι, κάτι που δεν έχουμε ξανασυναντήσει στη δραματουργία. Μονόλογοι που λαχταρούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, γεμάτοι ποίηση αλλά και ρεαλισμό, διακειμενικότητα αλλά και αποσπάσματα από αυστηρά προσωπικές ιστορίες.

Η φόρμα του κειμένου είναι ανοικτή, επιτρέποντας στον κάθε σκηνοθέτη που καταπιάνεται μαζί του να αυτοσχεδιάζει και να εμπνέεται έναν πρωτότυπο τρόπο παρουσίασης επί σκηνής. Εξ’ ου και ότι το ‘Crave’ είναι το έργο της Σάρα Κέιν που ανεβαίνει περισσότερο ανά τον κόσμο.  

Στην παράσταση που παρακολούθησα το 2003 στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, το concept ήταν πολύ εμπνευσμένο, τοποθετώντας τις τέσσερις ‘φωνές’ και κατά συνέπεια τους ηθοποιούς σε μικρά κομμάτια γης, περιτριγυρισμένα από νερό. Κάτι σαν να κατοικούσε ο κάθε χαρακτήρας στο δικό του νησί.




4.48 Psychosis (Η Ψύχωση των 4:48 – 2000)

«Εγώ τον εαυτό μου δεν συνάντησα ποτέ
εμένα το πρόσωπό μου
είναι κολλημένο στην πίσω όψη του μυαλού μου

Ανοίξτε τις κουρτίνες σας παρακαλώ

_ _ _ _ _ _ »

Το τελευταίο της έργο, του οποίου ο τίτλος αναφέρεται στη μεταμεσονύκτια ώρα που οι ειδικοί λένε ότι έχουν σημειωθεί οι περισσότερες αυτοκτονίες, εκδόθηκε και παρουσιάστηκε επί σκηνής ένα χρόνο μετά τον θάνατό της.

Εδώ ο χαρακτήρας είναι ένας – με ξεκάθαρα κατακερματισμένο εαυτό όμως – άλλοτε σε συνομιλία με ψυχιάτρους και άλλοτε με το άλλο του Εγώ. 

Παρεμβάλλονται συνταγές γιατρών για την βασανιστική ασθένεια από την οποία έπασχε και η ίδια η συγγραφέας, παρενέργειες φαρμάκων, ανάμεικτα συναισθήματα, και τελικά… η παραίτηση.

Εκεί που το ‘Crave’ έληγε με μια μεταφορική βουτιά στο φως, εδώ στο τέλος ο χαρακτήρας ξεκάθαρα αυτοκτονεί γιατί δεν βρίσκει άλλη διέξοδο. Στην τελευταία φράση μας προτρέπει να ανοίξουμε τις κουρτίνες. Μήπως πρόκειται για τις κουρτίνες του θεάτρου όπου θα μπορέσουμε να βλέπουμε τα αφυπνιστικά έργα της δημιουργού – ερήμην της πλέον; Μήπως πρόκειται για τις κουρτίνες που οι ίδιοι βάζουμε μεταφορικά στην ζωή μας προστατευόμενοι από το καθετί στραβό και άδικο συμβαίνει γύρω μας, έτσι ώστε να αισθανόμαστε εμείς καλά; Δηλαδή ίσως να μας λέει «ανοίξτε τις κουρτίνες σας και κοιτάξτε τι συμβαίνει έξω και πέρα από το ζεστό σπιτικό σας. Ο πόνος του διπλανού μπορεί αύριο να είναι ο δικός σας.» 

Ή μήπως πρόκειται για τις κουρτίνες που ο κοινωνικός περίγυρος βάζει μπροστά μας από τότε που ήμασταν παιδιά και μας εμποδίζει να έρθουμε επιτέλους σε επαφή με τον πραγματικό μας Εαυτό;

«Δεν μ’ αρέσει καθόλου το θέατρο ως απλή αφορμή για νυχτερινή έξοδο. Το θέατρο πρέπει να ερεθίζει και τα συναισθήματα και το μυαλό. Λατρεύω το ποδόσφαιρο. Οι αναλύσεις που ακούς στις κερκίδες είναι εκπληκτικές, την ίδια ώρα που η συγκίνηση χτυπάει κόκκινο. Αν ήταν έτσι και το θέατρο…»  Σάρα Κέην



ΣΆΡΑ ΚΈΗΝ: ΈΧΩ ΑΠΟΦΑΣΊΣΕΙ ΝΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΉΣΩ

Είμαι θλιμμένη

Νιώθω πως το μέλλον είναι ανέλπιδο και
ότι τα πράγματα δεν πρόκειται να καλυτερέψουν
Νιώθω πλήξη και δεν ικανοποιούμαι με τίποτα
Απέτυχα πλήρως σαν άνθρωπος
Είμαι ένοχη και τιμωρούμαι
Θέλω να σκοτωθώ
Κάποτε μπορούσα να κλαίω αλλά τώρα είμαι αδάκρυτη
Έχασα το ενδιαφέρον μου για τους ανθρώπους
Δεν μπορώ να παίρνω αποφάσεις
Δεν μπορώ να φάω
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Δεν μπορώ να σκεφτώ
Δεν μπορώ να ξεπεράσω τη μοναξιά μου, το φόβο μου, την αηδία μου
...
Δεν μπορώ να γράψω
Δεν μπορώ να αγαπήσω...
Στις 4.48
όταν κάνει επιδρομή η κατάθλιψη
θα κρεμαστώ
στον ήχο της ανάσας του εραστή μου

Δεν θέλω να πεθάνω

Έχω τόσο αποκαρδιωθεί από το δεδομένο της θνητότητάς μου που έχω αποφασίσει να αυτοκτονήσω.

Σάρα Κέην: 4.48 Psychosis

Το Ψύχωση 4:48, το τελευταίο έργο της Σάρα Κέιν είναι ένα ψυχολογικό παραλήρημα ενός προσώπου πριν την αυτοκτονία ή ένας εσωτερικός ποιητικός λόγος, συχνά τεμαχισμένος σε περισσότερες από μία εσωτερικές φωνές. Δεν υπάρχει σκηνοθετική οδηγία που να προσδιορίζει το χώρο και το χρόνο της δράσης του έργου. Από τον τίτλο του καταλαβαίνουμε πως η συγγραφέας θέλει να τοποθετήσει αυτό το παραλήρημα στις 4:48 το πρωί, την ώρα που καταγράφονται οι περισσότερες αυτοκτονίες. Το κείμενο του έργου μας δημιουργεί την ατμόσφαιρα ενός ψυχιατρείου στο οποίο είτε μεταφορικά είτε κυριολεκτικά βρίσκεται η ηρωίδα. Από τους μονολόγους του γίνεται φανερό πως το πρόσωπο πιστεύει πως το πνεύμα του βρίσκεται μακριά από το σώμα του. Εκτός από την κοινωνία, υπεύθυνο μοιάζει να είναι εδώ και το ίδιο το άτομο – σώμα που αρνείται ή δεν μπορεί να απαλλαγεί από μια επιτελεστικά κατασκευασμένη χριστιανική ηθική και ως εκ τούτου είναι ήδη ακυρωμένο και νεκρό.
Το χριστιανικό στοιχείο είναι τόσο έντονο σε αυτό το έργο που αναγκαστικά πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο της χριστιανικής ενοχής ως αίτιο για την απέχθεια του σώματος. Στις Μελέτες για την Υστερία ο Μπρόυερ και ο Φρόιντ μελετούν πολλές ευφυείς γυναίκες που αρνούνται για χριστιανικούς – ηθικούς λόγους να παραδεχθούν την πραγματική σωματική τους επιθυμία και νιώθουν απέχθεια και φόβο για το σώμα τους, οδηγώντας τον εαυτό τους σε νευρολογικές παραλύσεις. Αν και το πρόσωπο αυτού του έργου μοιάζει πολύ πιο συνειδητοποιημένο ως προς τη σωματική του επιθυμία αλλά και ως προς την άρνησή της από τα περιστατικά που μελέτησε ο Φρόιντ, το αποτέλεσμα παραμένει λίγο – πολύ το ίδιο, καθώς συνεχίζει να υποφέρει.
Η συγγραφέας έγραψε το έργο το 1998 λίγους μήνες πριν την αυτοκτονία της, τον Φεβρουάριο του 1999. Ένας εσωτερικός διάλογος ενός ανθρώπου που υποφέρει, άλλοτε κραυγάζοντας και άλλοτε σιωπώντας. Ένα είδος ανταπόκρισης από κείνη την περιοχή του μυαλού που οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν θα προσεγγίσουν ποτέ. «Μπορώ να γεμίσω το χώρο μου να γεμίσω το χρόνο μου αλλά τίποτα δεν μπορεί να γεμίσει αυτό το κενό στην καρδιά μου».
Πόσοι από εμάς, λοιπόν, γνωρίζουν τη Σάρα Κέιν; Γεννημένη στην Αγγλία το 1971, με έντονη θεατρική δραστηριότητα, ακραία κι ολιγόχρονη, η οποία τερματίστηκε από τον εκούσιο θάνατό της το Φεβρουάριο του 1999. Η ίδια προτιμούσε να μιλάει για βιωματικό θέατρο, είχε πει ότι προτιμά «να ριψοκινδυνέψει τις πιο βίαιες αντιδράσεις κι άμυνες εκ μέρους των θεατών παρά να ανήκει σε μια κοινωνία που έχει αυτοκτονήσει». Το έργο της πολεμήθηκε πολύ από τους σύγχρονούς της κριτικούς και προκάλεσε πικρόχολες αντιδράσεις. Προκάλεσε σε αρκετές περιπτώσεις την οργή και την οξύτατη κριτική πολλών που τη χαρακτήρισαν ως μια εξπρεσιονιστική γλωσσού χωρίς ίχνος θεατρικότητας.
Μαζί με άλλους, συμπατριώτες της κυρίως, ομότεχνους άνοιξε το δρόμο για μια νέα δραματουργική έκφραση εισάγοντας το λεγόμενο «Στα Μούτρα Θέατρο» στα πλαίσια της λογικής «τρίβω-στα-μούτρα-σας-τον-κόσμο-που-μου-κληροδοτήσατε». Στον απόηχο αυτής της κατάστασης, μόλις στα 28 της χρόνια έθεσε τέλος στη ζωή της, όταν βρέθηκε κρεμασμένη στην ψυχιατρική κλινική όπου νοσηλευόταν μετά την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας της. Όμως, η ίδια μας απαλλάσσει από τη σκέψη που μόλις κάναμε όλοι: «Δεν έχω επιθυμία θανάτου κανείς αυτόχειρας ποτέ δεν είχε» αλλά «το κακόβουλο πνεύμα της ηθικής των πολλών δεν αφήνει και πολλά περιθώρια». Η Σάρα Κέιν από πολλούς χαρακτηρίζεται ως καταθλιπτική και σοκαριστική, όμως εκείνη δεν αποδέχεται αυτούς τους χαρακτηρισμούς για τον εαυτό της: ‘Δε θεωρώ τα έργα μου καταθλιπτικά, ούτε πιστεύω ότι τους λείπει η ελπίδα’.
«Δεν είναι ότι δεν ξέρουμε, αλλά ότι δε νιώθουμε.» Η βία κι η σκληρότητα που βρίσκονται στα έργα της Κέιν συναντώνται και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αυτού του κόσμου. Η αγάπη είναι λύση, σανίδα σωτηρίας. Μέσα από τα κείμενά της φαίνεται ένας άνθρωπος που μπορεί να αγαπήσει, που είναι ικανός να νιώσει. Να νιώσει στο πετσί του τον πόνο και να κραυγάσει στην ύστατη προσπάθεια να τον νικήσει. Να νιώσει την αδιαφορία και να θελήσει να τη διαπεράσει. Κανείς δεν μπορεί να πληγεί τόσο βαθιά εάν δεν διαθέτει ο ίδιος μεγάλο βάθος. Ποιος είναι τελικά ο άρρωστος και ποιος ο υγιής; Πού σταματά η πραγματική αγωνία και πού αρχίζει η αναπαράσταση της;
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα του έργου:

«να επιτυγχάνω στόχους και φιλοδοξίες/ να ξεπερνώ εμπόδια και να επιτυγχάνω υψηλές επιδόσεις/ να αυξάνω τον αυτοσεβασμό με την επιτυχή άσκηση του ταλέντου/ να υπερνικώ τους αντιπάλους/ να ασκώ έλεγχο και επιρροή στους άλλους/ να υπερασπίζω τον εαυτό μου/ να υπερασπίζω τον ψυχολογικό μου χώρο/ να δικαιώνω το εγώ/ να προσελκύω την προσοχή/ να φαίνομαι και να ακούγομαι/ να συγκινώ, να καταπλήσσω, να γοητεύω, να αιφνιδιάζω, να διεγείρω, να ψυχαγωγώ, να διασκεδάζω ή να ξελογιάζω τους άλλους/ να είμαι ελεύθερη από κοινωνικούς περιορισμούς/ να αντιστέκομαι στην καταπίεση και στον καταναγκασμό/ να είμαι ανεξάρτητη και να δρω ανάλογα με τις επιθυμίες μου/ να περιφρονώ τους τύπους/ να αποφεύγω τον πόνο/ να αποφεύγω την ντροπή/ να ξεπλένω παλιές ταπεινώσεις αναλαμβάνοντας εκ νέου δράση/ να διατηρώ τον αυτοσεβασμό μου/ να καταστέλλω το φόβο/ να ξεπερνώ την αδυναμία/ να ανήκω/ να είμαι αποδεκτή/ να πλησιάζω και να επικοινωνώ ευχάριστα με τους άλλους/ να συνομιλώ φιλικά, να λέω ανέκδοτα, να ανταλλάσσω συναισθήματα, ιδέες, μυστικά/ να επικοινωνώ, να συνομιλώ/ να γελάω και να κάνω καλαμπούρια/ να κερδίζω τη στοργή του επιθυμητού Άλλου/ να προσκολλώμαι και να παραμένω πιστή στον Άλλο/ να απολαμβάνω αισθησιακές εμπειρίες με αυτόν τον καθεξόμενο Άλλον/ να τρέφω, να βοηθώ, να προστατεύω, να ανακουφίζω, να παρηγορώ, να υποστηρίζω/ να νοσηλεύω ή να θεραπεύω/ να με τρέφουν, να με βοηθούν, να με προστατεύουν, να με ανακουφίζουν, να με παρηγορούν, να με υποστηρίζουν, να με νοσηλεύουν ή να με θεραπεύουν/ να σχηματίζω αμοιβαίως ευχάριστες, μόνιμες, συνεργατικές και ανταποδοτικές σχέσεις με τον Άλλον, με έναν όμοιο/ να με συγχωρούν/ να με αγαπούν/ να είμαι ελεύθερη’.

Και στη σχέση της με το γιατρό της ξεχωρίζουμε τα ακόλουθα αποσπάσματα:
‘Η ζωή μου πιάστηκε σε έναν ιστό λογικής/ υφασμένο από έναν γιατρό για να αυξάνεσθε και πληθύνεσθε/ υ/ημείς οι λογικοί.»
«- Μ” έχεις δει στα χειρότερά μου.
- Ναι.
- Εγώ δεν ξέρω τίποτα για σένα.
- Ναι.
- Αλλά μου αρέσεις.
- Και μένα μου αρέσεις. (Σιωπή).
- Είσαι η τελευταία μου ελπίδα. (Μεγάλη σιωπή).
- Δε σου χρειάζεται φίλος. Γιατρός σου χρειάζεται. (Μεγάλη σιωπή).
- Είσαι τόσο λάθος. (Πολύ μεγάλη σιωπή).
- Μα αφού έχεις φίλους. (Μεγάλη σιωπή)
- Έχεις πολλούς φίλους.
- Τι προσφέρεις στους φίλους σου και σε στηρίζουν τόσο; (Μεγάλη σιωπή).
- Τι προσφέρεις στους φίλους σου και σε στηρίζουν τόσο; (Μεγάλη σιωπή).
- Τι προσφέρεις; (Σιωπή).
- Έχουμε μία επαγγελματική σχέση. Νομίζω ότι έχουμε μια καλή σχέση. Μόνο που είναι επαγγελματική. (Σιωπή).
- Κοίτα. Καταλαβαίνω τον πόνο σου μόνο που δεν μπορώ να πάρω τη ζωή σου στα χέρια μου. (Σιωπή).
- Θα τα πας μια χαρά. Εσύ είσαι δυνατή. Το ξέρω ότι θα είσαι ΟΚ γιατί μου αρέσεις και δε γίνεται να σου αρέσει κάποιος που δε χωνεύει τον εαυτό του. Οι άνθρωποι για τους οποίους φοβάμαι είναι εκείνο που δε συμπαθώ γιατί μισούν οι ίδιοι τον εαυτό τους τόσο πολύ που δεν αφήνουν κανέναν άλλον να τους συμπαθήσει. Όμως εσύ πραγματικά μου αρέσεις. Θα μου λείψεις. Και το ξέρω ότι θα είσαι ΟΚ. (Σιωπή).
Οι περισσότεροι πελάτες μου θέλουν να με σκοτώσουν. Κάθε μέρα όταν φεύγω από δω μέσα, νιώθω την ανάγκη να γυρίσω σπίτι στον εραστή μου και να χαλαρώσω.

“Έχω ανάγκη τους φίλους μου για να μην τρελαίνομαι (Σιωπή).
Γαμώτο μου τη μισώ αυτή τη δουλειά και έχω ανάγκη τους φίλους μου για να μη μου στρίψει. (Σιωπή). Συγγνώμη.


- Δε φταίω εγώ.
- Συγγνώμη. Αυτό ήταν λάθος
- Δε φταίω εγώ.
- Όχι. Δε φταις εσύ. Συγγνώμη. (Σιωπή).
- Ήθελα να εξηγήσω-
- Καταλαβαίνω. Θυμώνω επειδή καταλαβαίνω, κι όχι επειδή δεν καταλαβαίνω.»
«Μπουκαπόρτα ανοίγει Ξερό φως και Τίποτα. Δε βλέπω τίποτα.
Με τι μοιάζω εγώ; το παιδί της άρνησης από τον ένα θάλαμο βασανιστηρίων στον άλλο μια ελεεινή διαδοχή σφαλμάτων χωρίς άφεση. Η απελπισία με σπρώχνει στην αυτοκτονία.

Αγχώδης αγωνία για την οποία ούτε οι γιατροί δε βρίσκουν Γιατρειά

Ούτε και νοιάζονται να καταλάβουν ποτέ
Ελπίζω να μην καταλάβεις ποτέ. Γιατί μου αρέσεις»
«Δεν ξέρω πού να κοιτάξω πια
Κουράστηκα να ψάχνω στο πλήθος. Τηλεπάθεια κι ελπίδα
Κοίτα τ” άστρα
Προφήτευσε το παρελθόν και άλλαξε τον κόσμο με μια ασημένια έκλειψη το μόνο μόνιμο η καταστροφή όλοι θα εξαφανιστούμε πασχίζοντας να αφήσουμε ένα χνάρι πιο μόνιμο από τον εαυτούλη μου».