English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Παιδιά δολοφόνοι - Willie Bosket

www.tips-fb.com

Willie Bosket
Της Νίνας Κουλετάκη

Εισαγωγή

Από τον καιρό της πρώτης κλοπής, η ανθρωπότητα αναζητούσε απάντηση στην υπέρτατη ερώτηση: τι κρύβεται πίσω από την εγκληματική συμπεριφορά, τι ωθούσε κάποιον στο να γίνει εγκληματίας.  Για να δώσουν απάντηση στο ερώτημα αυτό, ο άνθρωπος επιστράτευσε όλες τις επιστήμες, εντός και εκτός εισαγωγικών.  Από τον ζωδιακό κύκλο και τις συζυγίες των πλανητών, τη δαιμονολογία και τη θεολογία μέχρι την βιολογία, τη φιλοσοφία, την ψυχιατρική και την κοινωνιολογία.  Όλες κλήθηκαν να απαντήσουν το “γιατί” που βρίσκεται πίσω από την εγκληματική συμπεριφορά.  Παρά τα αλματώδη βήματα στην πρόοδο των επιστημών όπως η ιατρική, η τεχνολογία, ακόμη και η φιλοσοφική σκέψη, η ανθρωπότητα πασχίζει ακόμη να ορίσει τις αιτίες της εγκληματικής συμπεριφοράς.  Και ποιό καταλληλότερο παράδειγμα για μελέτη από τον Willie Bosket(9/12/1962), ληστή και δολοφόνο;
Αν ο Bosket ζούσε στον Μεσαίωνα, θα είχε θεωρηθεί κυριευμένος από δαίμονα και, με συνοπτικές διαδικασίες, θα είχε καεί στην πυρά ή θα είχε νοιώσει στον αυχένα του το τσεκούρι του δήμιου, χωρίς κανείς να σκεφτεί να εμβαθύνει στην ψυχολογία του ή στους παράγοντες που τον έκαναν εγκληματία.  Ένας παππάς θα βεβαίωνε πως ο διάβολος είχε κυριεύσει τον Bosket και θα φρόντιζε να υπενθυμίσει στο ποίμνιό του πως πάντα ο διάβολος ελλοχεύει να κυριεύσει την ψυχή των αμαρτωλών.  Ευτυχώς, μέσα στους επόμενους πέντε αιώνες, η ψυχολογία, η κοινωνιολογία και η εγκληματολογία έκαναν ουσιαστικά βήματα.  Νέες θεωρίες ως προς τα κίνητρα και τα αίτια ενός εγκλήματος, έφεραν την επανάσταση στις σχετικές επιστήμες και η υπόθεση Willie Bosket μπορεί να έχει τις επιστημονικές απαντήσεις που χρειάζεται.
Αθώο παιχνίδι παιδιών στο Χάρλεμ
Η παιδική του ηλικία με τις ιδιαιτερότητές της (απόντες γονείς, παππούς που κακοποιεί σεξουαλικά τον μικρό εγγονό του), μαζί με το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και αναπτύσσεται ο Willie (ένα ετοιμόρροπο σπίτι σε μιαν εξαθλιωμένη γειτονιά του Χάρλεμ, που σπαράσσεται από τις συμπλοκές μεταξύ των συμμοριών, τα ναρκωτικά και την πορνεία), έβαλαν τις γερές βάσεις για να γίνει ο Willie αυτό που έγινε:  ένας ανήλικος εγκληματίας που φέρει τον χαρακτηρισμό του πιο επικίνδυνου στην ιστορία του αμερικανικού εγκλήματος.
Η πείνα ήταν ο πρώτος του καθοδηγητής στο έγκλημα.  Ο Willie έκλεβε το μπακάλικο της γειτονιάς για να τραφεί και να επιβιώσει, πολύ πριν κλείσει τα δέκα του χρόνια.  Όσο μεγάλωνε, ο δρόμος και η ζωή σ’ αυτόν τον έμαθαν να είναι γρήγορος, αποφασιστικός και ανελέητος: ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσει και να επιβληθεί.  Ο μόνος τρόπος να αποκτήσει αυτό που δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να του στερήσει: τον σεβασμό.
Τα πρότυπα του Bosket δεν θα μπορούσε παρά να είναι παραβατικά, σαν τον ίδιο.  Τα μεγαλύτερα αγόρια των συμμοριών του Χάρλεμ και, ιδίως, ο ίδιος του ο πατέρας,  που ο Willie είχε “ντύσει” με τον ένδοξο μανδύα του νταή και δολοφόνου, έναν μανδύα που ανυπομονούσε να ρίξει και στους δικούς του ώμους.  Ο Willie δεν έκανε τίποτ’ άλλο από αυτό που έκαναν εκατοντάδες χιλιάδες αμερικανοί και οικονομικοί μετανάστες, στις δεκαετίες του ’60 και ’70:  προσπάθησε να φτάσει το “Αμερικανικό Όνειρο”, την οικονομική ανεξαρτησία και την ισχύ που αυτή παρείχε.  Μόνο που προσπάθησε με λάθος τρόπο, ή μάλλον με τον μόνο τρόπο που είχε: τον τρόπο ενός μαύρου, φτωχού αγοριού από το Χάρλεμ.
Όλη του την, ελεύθερη, ζωή ο Willie χρησιμοποίησε το έγκλημα για να αποκτήσει χρήματα, να εξαλείψει τον ανταγωνισμό και τις απειλές, να τρομοκρατήσει τους άλλους ώστε να αποδεχθούν την κυριαρχία του, ακόμα και για να αποκτήσει την ελευθερία του όταν του τη στερούσαν.  Και καθώς τα δικαστήρια ανηλίκων της Νέας Υόρκης δεν ήταν αρκετά για να τον περιορίσουν, έγινε ακόμα πιο αλλαζών και ανεξέλεγκτος.
Η περιοχή των ινδιάνων Cherokee, γύρω στο 1900.
Οι οικογενειακές καταβολές του Willie Bosket
Το 1760, οι ινδιάνοι Τσερόκι κατέσφαξαν εκατοντάδες αποίκων, αντιδρώντας στην προσπάθειά τους να εγκατασταθούν στην περιοχή τους και -άστεγοι πλέον- άνθρωποι, σχημάτισαν σύντομα συμμορίες, οι οποίες άρπαζαν γυναίκες και βασάνιζαν πλούσιους γαιοκτήμονες, προκειμένου να οικειοποιηθούν τα τιμαλφή τους.  Η πρώτη οργανωμένη ομάδα καταστολής του εγκλήματος, γνωστή ως “οι Ρυθμιστές”, ξεκίνησε από εδώ, χρησιμοποιώντας, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, πολύ πιο άγριες μεθόδους εκμετάλλευσης και σαδισμού από αυτές των εγκληματιών.  Η Αμερικανική Επανάσταση του 1775, έδωσε αφορμή για ακατάσχετη βία του ιππικού, το οποίο επέδραμε σε πόλεις και χωριά υπό τις διαταγές του αιμοσταγή Billy Cunningham, ο οποίος με τους άντρες του επέδραμε στις φάρμες και κατέσφαζε τους αποίκους.  Οι συνεχείς μάχες στην περιοχή του Edgefield, του Ματωμένου Edgelfield όπως ονομάστηκε, διπλασίασαν τον μέσο όρο φόνων στην πολιτεία και έπιασαν τους κατοίκους της σε έναν ιστό βίας, από τον οποίο δεν μπορούσαν να ξεφύγουν.  Ο κώδικας τιμής του ευγενούς άνδρα απαιτούσε κάποιος να μάχεται για την τιμή του, ή για ότι θεωρούσε τιμή.  Οι μονομαχίες ήταν στην ημερήσια διάταξη και αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας της Δύσης, που και εξαιτίας αυτών ονομάστηκε “άγρια”, παρόλο που -τυπικά- ήταν παράνομες.  Η κομητεία του Edgelfield έγινε γνωστή ως ένας τόπος με πεισσότερους φτωχοδιάβολους και παράνομους από κάθε άλλη κομητεία στην πολιτεία και- πιθανότατα- στη χώρα.  Ο κάτοικος του Edgelfield είχε τη φήμη σκληρού και βίαιου χαρακτήρα.  Η βία, σε όλες της τις εκφάνσεις, αποτελούσε μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου.  Ακόμα και σήμερα, τα φαντάσματα του παρελθόντος θαρρείς και στοιχειώνουν την περιοχή.  Το αίμα των μαρτύρων που έχει ποτίσει τη γη του Edgelfield, νομίζεις πως είναι αυτό που έχει δώσει στο αργιλώδες έδαφος του τόπου το κοκκινωπό του χρώμα.  Για τους Αφρο-αμερικανούς, η κομητεία του Edgelfield παραμένει ένα από τα πιο τρομακτικά μέρη στον πλανήτη.
Εdgefield
Η κομητεία του Edgelfield παράγει ροδάκινα και, επιφανειακά, είναι ένας γοητευτικός τόπος.  Οι σειρές των περιβολιών με τα ανθισμένα δέντρα εκτείνονται κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου και όμορφα, ασπροβαμμένα ξύλινα σπίτια και αναπαλαιωμένα αρχοντικά αποικιακού ρυθμού ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τα περιβόλια και τα όμορφα δάση.  Σου δημιουργείται η αίσθηση πως αυτός είναι ο τόπος όπου θέλεις να αποσυρθείς όταν πάρεις σύνταξη.  Αρκεί όμως μια παραμονή, έστω και λίγων ημερών, για να οσφρανθείς στον αέρα τη μυρωδιά.  Τη μυρωδιά του φόβου και του θανάτου, που είναι τόσο παλιά, ώστε έχει ποτίσει τα πάντα γύρω της, ακόμα και την ίδια τη γη. Τη γη, που μέσα της είναι θαμμένοι οι μάρτυρες του Edgelfield: μαύροι μάρτυρες.
Αυτό το φαινόμενο της διαρκούς παρουσίας της βίας στην περιοχή, ενδέχεται να έχει την εξήγησή του στο μεγάλο κομμάτι Σκώτων και Ιρλανδών που βρίσκονταν ανάμεσα σε αυτούς που αποίκισαν την περιοχή και που κουβαλούσαν τη ματωμένη τους ιστορία, έτσι όπως την είδαμε στην ταινία του Mel Gibson “Breveheart”.  Επτά αιώνες διαρκούς πολέμου ανάμεσα στους βασιλείς της Αγγλίας και της Σκωτίας, όπου ο συγκεκριμένος λαός μαρτύρησε και σφαγιάστηκε και εκδιώχθηκε από τον τόπο του.  Όταν μετανάστευσαν στην Αμερική, έφεραν μαζί τους την τάση για τη δημιουργία οικογενειακών φέουδων, την αγάπη για το ουίσκυ και τον πολεμοχαρή τους χαρακτήρα, ο οποίος ζητούσε εκδίκηση.  Δεν είναι τυχαίο που οι ιστορικοί τους έχουν αποκαλέσει “λευκούς αγρίους”.  Αν σε αυτά τα χαρακτηριστικά προσθέσουμε και το φυλετικό ζήτημα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί αυτοί οι “λευκοί άγριοι” αποτελούσαν τον φόβο και τον τρόμο των Αφροαμερικανών.
Οι πρόγονοι του Willie ήταν σκλάβοι σ’ αυτή την κομητεία, στο Όρος Γουίλινγκ.  Ο πρώτος Boskett εμφανίζεται στους εκλογικούς καταλόγους το 1868, μετά την απελευθέρωση των σκλάβων.  Το επώνυμο της οικογένειας,  προέρχεται από τον JohnBauskett, έναν ιδιοκτήτη φυτείας του Edgelfield, ο οποίος είχε στην κατοχή του 221 αφρικανούς σκλάβους.  Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ruben, που καθώς το συνήθειο της εποχής  ήθελε τους σκλάβους να φέρουν το επώνυμο του αφέντη τους, ονομάστηκε Bauskett, που με την παραφθορά έγινε Bosket.  Ο Ruben πωλήθηκε στον FrancesPickens, έναν άλλο μεγάλο γαιοκτήμονα, που είχε στη δούλεψή του πάνω από 500 σκλάβους.  Παντρεύτηκε και ο γιος του Aaron ήταν ο προ-προ-πάππος τους Willie.  O Aaron πουλήθηκε μακριά από την οικογένειά του, σε ηλικία 10 ετών σε έναν σκληροτράχηλο αφέντη, που ο τρόπος που συμπεριφερόταν στους σκλάβους του ήταν απάνθρωπος.  Ήταν ένας από αυτούς τους αφέντες που ήταν υπεύθυνοι για το βαθύ θυμό των σκλάβων εναντίον των λευκών αφεντάδων τους.
Εdgefield
Ο Aaron απελευθερώθηκε το 1865, σε ηλικία 17 ετών, και υπέγραψε μια σύμβαση εργασίας με έναν λευκό καλλιεργητή της περιοχής.  Ο Aaron του καλλιεργούσε τα χωράφια και έπαιρνε, ως αντάλλαγμα, ένα μέρος της σοδειάς.  Παντρεύτηκε, αλλά η ζωή του αποδείχτηκε ένας δύσκολος και διαρκής αγώνας.  Αισθανόταν πως οι λευκοί τον εξαπατούσαν, αλλά ήξερε πως δεν είχε εναλλακτική από το να τους εξυπηρετεί.  Γύρω του, η Κου Κλουξ Κλαν είχε αρχίσει να παρενοχλεί τους απελεύθερους σκλάβους και ο Aaron δεν ήθελε να το ρισκάρει.  Είχε ένα γιο, τον Clifton, που χαιδευτικά αποκαλούσανPud.
Το αγόρι αυτό μεγάλωσε με αίσθηση υπερηφάνιας και αντίστασης, σπόροι που ο πατέρας του είχε φυτέψει μέσα του.  Ήθελε τον σεβασμό.  Η υπόληψη ήταν για εκείνον το παν, και θεωρούσε τον εαυτό του ίσο με οποιονδήποτε λευκό.  Ο Παντ ήταν άτομο κοινωνικό και με πειθώ και, καθώς ο πατέρας της μητέρας του ήταν λευκός, είχε κληρονομήσει ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα.  Όταν ήταν 21 ετών και εργαζόταν ως σέμπρος στα μπαμπακοχώραφα, ο γαιοκτήμονας αποφάσισε να τον μαστιγώσει επειδή ήταν “κακός νέγρος”.  Ο Παντ δεν θα το ανεχόταν με τίποτα αυτό και τα όσα έγιναν ήταν φυσικό επακόλουθο: άρπαξε το μαστίγιο από τα χέρια του αφεντικού, το πέταξε μακριά και έσπρωξε τον ίδιο με δύναμη.  Στη συνέχεια έφυγε, έχοντας μόλις αποκτήσει τη φήμη ανθρώπου που, κανείς, θα είχε κάθε λόγο να φοβάται.
Μια μέρα που είχε ξεμείνει από χρήματα, ο Παντ διέρρηξε δύο μαγαζιά, αποκομίζοντας δώδεκα δολλάρια.  Συνελήφθη, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει.  Τρεις εβδομάδες αργότερα, ο σερίφης τον ξανασυνέλαβε και καταδικάστηκε σε ενός χρόνου καταναγκαστικά έργα.  Δούλευε αλυσοδεμένος, ό,τι σιχαινόταν περισσότερο.  Όταν εξέτισε την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος, ο Παντ είχε ήδη τη φήμη ενός “ήρωα-παράνομου”, σε κάθε περίπτωση πάντως ανθρώπου που άξιζε το σεβασμό των άλλων και τον είχε κερδίσει.  Ήταν ένας από τους πρώτους μιας νέας κατηγορίας Αφρο-Αμερικανών ηρώων, των μαύρων, παραβατικών ανδρών.  Ήταν ικανός να αντιμετωπίσει τον σκληρό, τιμωρητικό κόσμο και, όχι μόνο να επιβιώσει αλλά να καταφέρει και να διακριθεί.  Άνθρωποι σαν αυτό που είχε γίνει ο Παντ, ήταν κινούμενες βόμβες οργής.
Σταδιακά, ο Παντ γινόταν όλο και πιο βίαιος, μαχαιρώνοντας όσους τον προσέβαλαν.  Εντούτοις παντρεύτηκε και απέκτησε τρεις γιους, τους WilliamFreddie Lee και James.  Όταν τα αγόρια ήταν ακόμη μικρά, ο Παντ σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.  Τα αγόρια μεγάλωσαν με τις διηγήσεις των περιπετειών του πατέρα τους και της ιστορίας των Bosket, γαλουχήθηκαν με τις ιστορίες για τη φήμη και την περηφάνεια του Παντ:  είχε κερδίσει το σεβασμό και ήταν η σειρά τους να κάνουν κι εκείνοι το ίδιο.
Ο James παρατήρησε πως όταν έλεγε πως ήταν ένας Bosket, οι άνθρωποι οπισθοχωρούσαν.  Ο φόβος που ενέπνεε τον έκανε να αισθάνεται πανίσχυρος.  Ήθελε να συναγωνιστεί τον πατέρα του και διατυμπάνιζε πως όταν μεγάλωνε θα ήταν κακός.  Σύντομα άρχισε να πίνει και να κουβαλά παντού ένα μαχαίρι.  Πάθαινε συχνά κρίσεις καταληψίας και το αλκοόλ τον έκανε βίαιο.  Μια φορά πυροβόλησε εναντίον της γυναίκας του, Marie, η οποία εγκατέλειψε έντρομη το σπίτι τους.  Προσέφυγε στο δικαστήριο και κατέθεσε πως ήταν βίαιος και την κακοποιούσε και ζήτησε προστασία γι αυτή και το μωρό της, τον Willie James, γνωστό ως Butch.  Ο James όχι μόνο δεν τους στήριξε οικονομικά, αλλά έφυγε από την πολιτεία.  Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να επιτρέψει σε δικαστήριο λευκών να αναμιχθεί στην προσωπική του ζωή.  Συνέχισε τη ζωή του κακοποιού, συνελήφθη στο New Jersey και κατέληξε στη φυλακή.  Η Marie αποφάσισε να κάνει κι αυτή τη ζωή της: σε ηλικία 17 ετών άφησε το μωρό στην πεθερά της Francesκαι έφυγε για το Σικάγο.
Ο μικρός Butch μεγάλωνε, επί της ουσίας, μόνος του και έμαθε να τα βγάζει πέρα χωρίς τη βοήθεια κανενός.  Η γιαγιά του δεν του προσέφερε ούτε τα βασικά, όπως τροφή, και έτσι έκανε τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει φαγητό.  Η Frances  τον έδερνε συνεχώς, υποστήριζε πως στο πρόσωπό του έβλεπε τον διάβολο, αλλά το ξύλο και οι τιμωρίες ουδόλως τον σταμάτησαν από το να κλέβει.  Το μόνο αποτέλεσμα που είχαν ήταν να τον κάνουν σκληρότερο και σύντομα ο Butch έφυγε από το σπίτι της γιαγιάς του και άρχισε να ζει στους δρόμους.  Πολύ νωρίς αντιλήφθηκε πως για να επιβιώσει εκεί έπρεπε να μάχεται διαρκώς και να κερδίζει.  Έτσι θα εξασφάλιζε, εκτός από τη ζωή του, και το σεβασμό των άλλων.  Καθώς ο Butch δεν είχε συναισθηματικούς δεσμούς με κανέναν, γεγονός που θα μαλάκωνε τον χαρακτήρα του, έγινε γρήγορα το πιο σκληρό και άγριο αγόρι στους δρόμους που μεγάλωνε.
Κάποια στιγμή ο James αποφυλακίζεται και επιστρέφει, για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως πατέρας ή, τουλάχιστον, αυτά που ο ίδιος θεωρούσε πατρικά καθήκοντα:  το καθημερινό ξυλοφόρτωμα του Butch με τη ζώνη του.  Η Marie επιστρέφει επίσης, αλλά καθώς δεν της επιτρέπεται η είσοδος στο σπίτι, φεύγει για τη Νέα Υόρκη.  Όταν ο οκτάχρονος Butch συλλαμβάνεται επειδή λήστεψε μια γυναίκα με την απειλή μαχαιριού, ένας επιμελητής επιτηρήσεων τον διασώζει από το αναμορφωτήριο, στέλνοντάς τον στη Νέα Υόρκη, να ζήσει μαζί με τη μητέρα του.  Η Marie δε χάρηκε καθόλου που τον είδε και φρόντισε να του δώσει να καταλάβει πως τον θεωρούσε βάρος και, μάλιστα, δυσβάσταχτο.  Ο Butch έκανε τον υπόγειο της Νέας Υόρκης στέκι του:  όλη μέρα ταξίδευε με αυτόν, προκειμένου να αποφεύγει να είναι τόσο στο σχολείο, όσο και στο σπίτι.  Τελικά η Marie τον πέταξε έξω, ο Butch συνελήφθη για αλητεία, δικάστηκε από δικαστήριο ανηλίκων και στάλθηκε σε ένα ίδρυμα για παραμελημένα παιδιά, όπου δημιούργησε αρκετά προβλήματα.  Η διοίκηση του ιδρύματος τον έθεσε πάλι στην κρίση του δικαστηρίου, το οποίο αυτή τη φορά τον έστειλε στο Σχολείο Αρρένων Wiltyck.
Edgefield
Για έναν περίεργο λόγο, ο Butch τα πήγε καλά εκεί.  Απέκτησε τους πρώτους πραγματικούς συναισθηματικούς δεσμούς με ανθρώπους και έμαθε να διαβάζει.  Όταν, όμως, έγινε δεκατεσσάρων, έπρεπε να εγκαταλείψει το σχολείο.  Τον έστειλαν να ζήσει με τον πατέρα του, ο οποίος είχε μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, μετά την αποφυλάκισή του για ένοπλη ληστεία.  Ο James άρχισε πάλι να κακοποιεί το γιο του, καταστρέφοντας ότι το σχολείο είχε καταφέρει να δημιουργήσει.  Όμως, αυτή τη φορά, ο Butch ήταν σε θέση να ανταποδώσει τα χτυπήματα.
Εκείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει να έχει παραισθήσεις και τελικά του διέγνωσαν παιδική σχιζοφρένια που στη συνέχεια την άλλαξαν σε Διαταραχή Συμπεριφοράς.  Οι γιατροί που τον εξέτασαν ήταν πεπεισμένοι πως επρόκειτο να εξελιχθεί σε ψυχοπαθή, ένα άτομο χωρίς ενσυναίσθηση και με ελάχιστο έλεγχο των παρορμήσεών του.  Μολαταύτα, η σχετική μέτρηση έδειξε ένα IQ 130, σημαντικά πάνω από το μέσο και, επιπλέον, είχε το προτέρημα να είναι ένα όμορφο αγόρι.
Κι επειδή το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά, ο Butch σύντομα καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία, όπως ο πατέρας του πριν από αυτόν, και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση.  Κατά τον εγκλεισμό του δημιουργούσε διαρκώς προβλήματα και έμπλεκε σε καυγάδες με τους συγκρατούμενούς του.  Οι ψυχίατροι της φυλακής διέγνωσαν αντικοινωνική διαταραχή συμπεριφοράς, με πολύ κακή πρόγνωση.
Όταν αποφυλακίστηκε παντρεύτηκε τη Laura Roane, που σύντομα έμεινε έγκυος.  Ήθελαν το μωρό να είναι αγοράκι και να το ονομάσουν Willie.  Μετακόμισαν στο Μιλγουώκι, για να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή, αλλά και αυτή η προσπάθεια κατέληξε σε τραγωδία.  Ο Butch προσπάθησε να βάλει ενέχυρο κάποιες πορνογραφικές φωτογραφίες, αλλά όταν ο ενεχυροδανειστής αποπειράθηκε να τον κλέψει, έγινε έξαλλος.  Μαχαίρωσε τον άνδρα έξι φορές, τον σκότωσε και στη συνέχεια καταλήφθηκε από μανία, δολοφονώντας έναν ακόμη άνδρα, πελάτη που εκείνη την ώρα βρισκόταν στο ενεχυροδανειστήριο.  Όταν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, έφυγε από το μαγαζί και από το Μιλγουώκι.  Συνελήφθη και φυλακίστηκε, αφήνοντας την έγκυο και χωρίς πόρους γυναίκα του να τα βγάλει πέρα μόνη της.  Ο Butch είχε κάνει το μεγαλύτερο από όλα τα λάθη του: ένα λάθος που θα καθόριζε τη ζωή του, ακόμη, αγέννητου γιου του.


Χάρλεμ, δεκαετία '70
Της Νίνας Κουλετάκη

Η ζωή στο Χάρλεμ

Ναρκωτικά, έγκλημα και φτώχεια: οι τρεις πλευρές του τριγώνου, μέσα στο οποίο υπέφερε το Χάρλεμ τη δεκαετία του ’70.  Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι.
Μια από τις πιο παλιές γειτονιές της Νέας Υόρκης, είχε ήδη συγκεντρώσει μεγάλο κομμάτι του λευκού πληθυσμού της πόλης, από το 1880.  Οι εργολάβοι, αναμένοντας περαιτέρω ανάπτυξη της περιοχής μετά τη σύνδεσή της με τον υπόγειο, έσπευσαν να χτίσουν περισσότερα κτήρια για να φιλοξενήσουν τους νέους κατοίκους.  Τίποτα δεν προδίκαζε την εξέλιξή του Χάρλεμ: υπήρχαν χώροι αναψυχής, γήπεδα πόλο και μπέηζμπωλ, όπερα και θέατρα και, γενικά, το Χάρλεμ ήταν το κέντρο της κουλτούρας, της μόδας, του πλούτου και της διανόησης.
Όμως ο πυρετός της οικοδόμησης και μια καθυστέρηση στη σύνδεση της περιοχής με τον υπόγειο έριξε κατά πολύ τις τιμές των ακινήτων και το Χάρλεμ άρχισε να προσελκύει λιγότερο ευημερούσες ομάδες πληθυσμού, όπως τους Εβραίους από την Ανατολική Ευρώπη, που έκαναν ένα σύντομο πέρασμα, Ιρλανδούς και Φινλανδούς μετανάστες και -κυρίως- Αφροαμερικανούς.  Από το 1905 και μετά, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων στο Χάρλεμ δυσκολεύονταν πολύ να βρουν ενοικιαστές.  Ήταν τότε που ένας αφροαμερικανός μεσίτης, άρχισε να βάζει οικογένειες μαύρων στα ξενοίκιαστα κτήρια.  Σιγά-σιγά, το Χάρλεμ έγινε αυτό που ξέρουμε: ένα γκέτο αφροαμερικανών.
Χάρλεμ, δεκαετία '70
Μαζί με τους μαύρους ήρθε και η κουλτούρα τους και η θρησκεία  τους:  οι εκκλησίες τους άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε όλες τις γειτονιές, μαζί με τα κλαμπς που έπαιζαν την εκπληκτική τους μουσική.  Γύρω στο 1930 το 70,18% των κατοίκων του Χάρλεμ ήταν αφροαμερικανοί.  Η προσέλευσή τους στη Νέα Υόρκη οφειλόταν στη βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής, καθώς οι αφροαμερικανοί αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των εργατών στις διάφορες βιομηχανίες.
Όμως, γύρω στο 1950, αυτά άρχισαν να αλλάζουν.  Οι περισσότερες βιομηχανίες εγκατέλειψαν τη Νέα Υόρκη και πολλές δουλειές που, παραδοσιακά, ανήκαν σε αφροαμερικανούς (όπως αυτές των οικιακών βοηθών και διάφοροι τύποι χειρονακτικών εργασιών), σταδιακά καταλαμβάνονταν από εργαζόμενους άλλων εθνικοτήτων.  Και οι τελευταίοι λευκοί εγκατέλειψαν το Χάρλεμ.  Μαζί τους σταμάτησε και η συντήρηση των κτηρίων, όχι όμως και οι αλόγιστες αυξήσεις στα ενοίκια.  Οι οικογένειες των αφροαμερικανών πλήρωναν εξωφρενικά ενοίκια σε σπίτια που κατέρρεαν μέρα με τη μέρα.  Η περιοχή εγκαταλείφθηκε στο σύνολό της να σαπίσει, μαζί με τους κατοίκους της.
Ο Willie Bosket μεγαλώνει στο Χάρλεμ τη δεκαετία του 1970.  Ήδη οι ιδιοκτήτες έχουν μετατρέψει τα διαμερίσματα σε κατοικίες ενός δωματίου, σε μιαν απελπισμένη προσπάθεια να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα.  Πολυμελείς οικογένειες αφροαμερικανών στοιβάζονται σε ελάχιστα τετραγωνικά και είναι η εποχή που το Χάρλεμ είναι περισσότερο πυκνοκατοικημένο από ποτέ.  Η ανύπαρκτη συντήρηση των κτηρίων τα μετατρέπει σύντομα σε άδεια κουφάρια, στους μισογκρεμισμένους τοίχους των οποίων βρίσκουν καταφύγιο οι έμποροι των ναρκωτικών και οι χρήστες και, γενικά, άτομα που έχουν παραβατική συμπεριφορά.
Χάρλεμ, δεκαετία '70
Τα παιδιά και οι έφηβοι που ζουν στο Χάρλεμ δεν έχουν εναλλακτικές στις επιλογές τους: γίνονται κακοποιοί.  Βαποράκια, προαγωγοί, κλέφτες και δολοφόνοι.  Ο Willie Bosket δεν είναι παρά ένα εξαιρετικό προϊόν του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε.  Ένα περιβάλλον χωρίς κοινωνικούς δεσμούς.  Είναι γνωστό πως οι δεσμοί διαφόρων ειδών (δεσμός με την οικογένεια, τους φίλους, το σχολείο) είναι απαραίτητη για τη σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός παιδιού.  Ο Willie είχε την ατυχία να μην έχει κανέναν δεσμό τέτοιου είδους, αφενός, και να μεγαλώνει στο Χάρλεμ του ’70 αφετέρου.  Στον Willie δεν δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να αναπτύξει τέτοιους δεσμούς.  Αντίθετα είχε ένα περιβάλλον που ευνοούσε την παραβατικότητα και έναν άφαντο πατέρα που είχε ηρωοποιηθεί στα μάτια του μικρού Willie, γι’ αυτήν ακριβώς την παραβατικότητα.  Ακόμα, όμως και με αυτόν, ο Willie δεν είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει μιαν υγιή σχέση πατέρα-γιου.  Το μόνο άλλο ανδρικό πρότυπο στην οικογένεια, ο παππούς του, είχε κατηγορηθεί από τον Willie πως τον είχε κακοποιήσει σεξουαλικά.
Ο Willie δεν είχε καμία ευκαιρία να έχει καλύτερη τύχη:  δεν ήταν παρά το αναμενόμενο προϊόν του περιβάλλοντός του.  Ενός περιβάλλοντος όπου οι σκοτωμοί στους δρόμους αποτελούν καθημερινή πρακτική και ο δολοφόνος δεν στιγματίζεται ούτε περιθωριοποιείται.
Ο Willie Bosket  έχει χαρακτηρισθεί ως ο πιο βίαιος εγκληματίας στην ιστορία της πολιτείας της  Νέας Υόρκης.  Η δολοφονική του λύσσα, οδήγησε τους φύλακές του να τον ονομάσουν Hannibal Lecter και να τον κρατούν αλυσοδεμένο, όπως τον συνονόματό του στην ταινία.
Ο Bosket αποκαλεί τον εαυτό του “ένα τέρας, δημιουργημένο από το σύστημα”.  Γιος ενός άντρα που καταδικάστηκε για δυο φόνους, στάλθηκε σε αναμορφωτήριο σε ηλικία 9 ετών.  Στα 15 του είχε ήδη καταδικαστεί για τις δολοφονίες δυο αντρών, στον υπόγειο της Νέας Υόρκης και, 10 χρόνια αργότερα, μαχαίρωσε βίαια έναν φρουρό των φυλακών..
Πώς γίνεσαι “Κακός”
Την Κυριακή, 19 Μαρτίου του 1978, ένα 15χρονο αγόρι που ονομαζόταν Willie Bosket, πηγαινοερχόταν με τον υπόγειο, αναζητώντας θύμα για να το ληστέψει.  Ο νεαρός είχε ήδη κάνει τη γνωριμία των αιθουσών δικαστηρίου από την τρυφερή ηλικία των 9 ετών και είχε μάθει πως δεν υπήρχε μεγάλη ισχύ στις δικαστικές αποφάσεις του Οικογενειακού Δικαστηρίου του Μανχάταν.
Είχε ήδη παραστεί σε μια ακρόαση για απόπειρα ληστείας και γνώριζε πως ένα αξιαγάπητο ζευγάρι είχε ξεκινήσει τις διαδικασίες για να τον δεχτεί ως ανάδοχη οικογένεια, καθώς ο πατέρας του βρισκόταν στη φυλακή και η μητέρα του δεν ενδιαφερόταν καθόλου για εκείνον.  Καθώς η πολιτεία χρειαζόταν χρόνο για να προχωρήσει με τα διαδικαστικά, ο Willie αλώνιζε στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Ο Willie Bosket σε ηλικία 9 ετών
Ένα απόγευμα βρήκε 380$ στο πορτοφόλι ενός κοιμισμένου επιβάτη του μετρό και τα χρησιμοποίησε για να αγοράσει ένα όπλο από τον Charles, έναν τύπο που, την εποχή εκείνη, συζούσε με τη μητέρα του στο Χάρλεμ, έναν άντρα που τον διαβεβαίωσε πως το όπλο θα του εξασφάλιζε σεβασμό και παραδοχή στους δρόμους.  Ο Charles του πούλησε ένα 22άρι για 65$.  Ο Willie αγόρασε μια δερμάτινη θήκη και κυκλοφορούσε έχοντάς τη δεμένη στο πόδι του.  Το βάρος του όπλου στη γάμπα του τον έκανε να αισθάνεται πανίσχυρος.
Εκείνη την Κυριακή, στις 5.30′ το απόγευμα, βρέθηκε σε ένα βαγόνι του 3 IRT τραίνου μόνος του, παρέα με έναν μεσήλικα, κοιμισμένο επιβάτη, που φορούσε ένα χρυσό ψηφιακό ρολόι.  Ο Willie τον κλώτσησε και, σίγουρος πως κοιμόταν βαθιά καθώς ο άνδρας δεν αντέδρασε, προσπάθησε να του βγάλει το ρολόι από τον καρπό.  Παρατήρησε πως ο άνδρας φορούσε ροζ γυαλιά ηλίου, γεγονός που του θύμισε έναν σύμβουλο στο αναμορφωτήριο, τον οποίο αντιπαθούσε.  Ο Willie εκνευρίστηκε…
Ο άνδρας, ξαφνικά, άνοιξε τα μάτια του.  Ο νεαρός έπιασε το όπλο του και τον πυροβόλησε στο δεξί μάτι, μέσα από τα ροζ γυαλιά, τρυπώντας του τον εγκέφαλο.  Ο άνδρας, δεν πέθανε, αντίθετα σήκωσε τα χέρια για να προστατευτεί και άρχισε να φωνάζει πανικόβλητος.  Ήταν σειρά του Willie να πανικοβληθεί, στη σκέψη πως ο άνδρας δεν θα πέθαινε και πως θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει, και τον πυροβόλησε ξανά, αυτή την φορά στον κρόταφο.  Ο άνδρας έπεσε με την πλάτη στο κάθισμά του και, στη συνέχεια, στο έδαφος.
Καθώς το τραίνο πλησίασε στον σταθμό του γηπέδου των Yankees, o Willie αφαίρεσε το ρολόι του θύματός του, 15$ από την πίσω τσέπη του παντελονιού του και ένα δαχτυλίδι από το δάχτυλό του, το οποίο πούλησε κατά την επιστροφή του σπίτι για 20$.
Το θύμα αναγνωρίστηκε: ήταν ο Noel Perez, 44 ετών, που εργαζόταν σε ένα νοσοκομείο και ζούσε μόνος του.  Η υπόθεση χαρακτηρίστηκε ως τυχαίος πυροβολισμός, χωρίς εμφανές κίνητρο.  Ήταν μάλλον απίθανο να βρεθεί ο ένοχος.
Για τον Willie, η μοιραία αυτή συνάντηση ήταν το πεπρωμένο του.  Είχε περάσει μεγάλο διάστημα της μέχρι τώρα ζωής του, απορρόντας πώς θα ήταν αν έπαιρνε μιαν ανθρώπινη ζωή.  Και τώρα ήξερε.  Μεγαλύτερη ικανοποίηση του έδινε το γεγονός πως κανείς δεν είχε δει το παραμικρό.  Έφτασε μέχρι του σημείου να ομολογήσει την πράξη του στην αδελφή του, αλλά και πάλι χωρίς επιπτώσεις.  Είτε γιατί δεν τον πίστεψε, είτε από αδιαφορία.  Είχε διαπράξει φόνο και την είχε γλυτώσει.  Μέσα  του πίστεψε πως δεν είναι και τίποτα τρομερό να σκοτώνεις ανθρώπους.  Εξάλλου είχε γίνει, πια, αυτό που πάντα έλεγε σε όλους πως θα γίνει: απόλυτα κακός.
Ο Willie ένοιωθε το βάρος μιας κληρονομιάς, η οποία είχε φτάσει σ’ εκείνον μέσα από μιαν ιστορία βίας, ριζωμένης σε μιαν από τις πιο άγριες περιοχές του Νότου: εκείνης της Κομητείας του Edgefield, στη Νότια Καρολίνα.

Ο δεύτερος φόνος

Την Πέμπτη, 23 Μαρτίου του 1978, ο ξάδελφος του Willie, Herman Spates, πήγε στο σπίτι του και τον ξύπνησε.  Ο Willie ζώστηκε το πιστόλι του και πρότεινε στον Herman να “πάνε να βρουν παραδάκι”.  Είχαν περάσει μόλις τέσσερις μέρες από τη δολοφονία του ανθρώπου στο μετρό και ένοιωθε σκληρός και ανίκητος.  Σκόπευαν να επιβιβαστούν στο συρμό 3, στη γωνία της 148ης Οδού και της Λεωφόρου Λέξινγκτον.
Όταν κατέβηκαν στον υπόγειο, είδαν έναν μηχανικό, τον Anthony Lamorte, από το Μπρούκλιν.  Είχε έναν ασύρματο και τα αγόρια πίστευαν πως αν τον πουλούσαν στο δρόμο, θα αποκόμιζαν καμιά εκατοστή δολάρια.  Τον ακολούθησαν.
Ο Lamorte τελείωνε τη βάρδια του.  Δουλειά του ήταν να συνδέει και να αποσυνδέει βαγόνια στο συρμό, ανάλογα με την κίνηση.  Παρατήρησε πως τα δυο παιδιά δεν είχαν καμιά δουλειά στο συγκεκριμένο σημείο του σταθμού και τους ζήτησε να φύγουν.  Ο Willie δεν επρόκειτο να δεχτεί εντολές από έναν λευκό.  Ήταν ο εχθρός.  “Γιατί δεν έρχεσαι εσύ να μας διώξεις;”, τον προκάλεσε.
Ο Lamorte κατέβηκε από το βαγόνι στο οποίο ήταν ανεβασμένος και τους πλησίασε.  Βλέποντας το παιδικό πρόσωπο του Willie, δεν φαντάστηκε πως θα αντιμετώπιζε πρόβλημα μαζί του, ήταν μόνο ένα μικρό παιδί.  Όταν βρέθηκε καμιά 15ριά μέτρα μακριά του, είδε τον Willie να τον σημαδεύει με το όπλο του και να του ζητά τα χρήματα και το ασύρματο.
Ο Lamorte, διαισθανόμενος πως κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί, στράφηκε και κατευθύνθηκε ξανά προς το βαγόνι.  Άκουσε τα αγόρια να τρέχουν πίσω του και μετά άκουσε τον κρότο.  Αυτό που ακολούθησε ήταν ένας οξύς πόνος που ένοιωσε στην πλάτη και στον δεξί του ώμο.  Αμέσως μετά άκουσε τα παιδιά να απομακρύνονται τρέχοντας.  Τρέκλισε μέχρι το γραφείο του προϊσταμένου βάρδιας και του είπε πως τον είχαν πυροβολήσει.
Ο Willie και ο Herman κατάφεραν να ξεφύγουν, αλλά στη διάρκεια των επόμενων τριών ημερών διέπραξαν τρεις, ακόμα, βίαιες ληστείες.  Άρπαξαν δώδεκα δολλάρια από έναν άνδρα που γκρέμισαν από τις σκάλες, σε έναν σταθμό.  Στη συνέχεια πυροβόλησαν τον 57χρονο Matthew Connolly στον γοφό, όταν προέβαλε αντίσταση.  Ένας αστυνομικός που περιπολούσε κατάφερε να πιάσει τον Willie και να τον ψάξει, αλλά του ξέφυγε το όπλο που το παιδί έκρυβε κάτω από το παντελόνι του.  Όταν το θύμα απέτυχε να τον αναγνωρίσει, ο Willie ένοιωσε ανίκητος.  Πίστεψε πως ήταν πιο έξυπνος από το νόμο και τους εκπροσώπους του και πως θα μπορούσε να τη γλιτώνει πάντα.
Τη Δευτέρα, 27 Μαρτίου, ο Willie και ο Herman πήδηξαν πάνω από την μπάρα του ακυρωτικού μηχανήματος στον υπόγειο στην 135η Οδό και επιβιβάστηκαν στο τελευταίο βαγόνι του συρμού που μόλις είχε μπει στο σταθμό.  Υπήρχε μόνο ένας επιβάτης εκεί, ένας 30άρης, ισπανικής καταγωγής.
Ο Willie είπε στον Herman να σταθεί στο μπροστινό μέρος του βαγονιού, ώστε να αναχαιτίσει πιθανή προσπάθεια του θύματος να ξεφύγει.  Έβγαλε το πιστόλι του και ζήτησε από τον άνδρα τα χρήματά του.
“Δεν έχω”, του απάντησε εκείνος, κάτι που ήταν εντελώς λάθος υπό τις επικρατούσες συνθήκες.  Ο Willie τράβηξε τη σκανδάλη.  Ο άνδρας γλίστρησε από το κάθισμα στο δάπεδο του βαγονιού, γεμίζοντας τον τόπο με αίματα.  Ο Willie τον έψαξε και βρήκε το πορτοφόλι του.  Είχε μέσα δυο δολλάρια και την ταυτότητά του:  επρόκειτο για τονMoises Perez (απλή συνωνυμία με το πρώτο θύμα του Willie).
Τα αγόρια πέταξαν το πορτοφόλι σε έναν κάδο απορριμμάτων και επέστρεψαν με τα πόδια στο σπίτι, χαχανίζοντας και αστειευόμενοι με το κατόρθωμά τους.  Ο Willie ένοιωθε πλέον ως δολοφόνος ολκής, ένας πραγματικά Κακός.  Όταν, το επόμενο πρωί, είδε την είδηση στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, της έδειξε περήφανος στην αδελφή του.
Η ειρωνεία είναι πως την ίδια ακριβώς ημέρα, η Επιτροπή Μέριμνας Ανηλίκων εξέδωσε την απόφαση για την υιοθεσία του Willie από το ζευγάρι των ανάδοχων γονέων.  Όλα αυτά, όμως, επρόκειτο να αλλάξουν δραματικά.  Και δεν μιλώ μόνο για τη ζωή του Willie, αλλά και τη ζωή κάθε παιδιού στην Νέα Υόρκη, που είχε την ηλικία του Willie και που θα διέπρατε ένα βίαιο έγκλημα.

Willie Bosket
Της Νίνας Κουλετάκη

Παραπομπή μετ’ εμποδίων

Ο ντετέκτιβ Martin Davin, του 6ου Τμήματος Εγκλημάτων κατά της ζωής, ερευνούσε τους πρόσφατους φόνους στον Υπόγειο.  Υπήρχε φημολογία για κάποιον κατά συρροή δολοφόνο που δρούσε ανενόχλητος και αυτό του δημιουργούσε μεγαλύτερη πίεση για την ανακάλυψη και τη σύλληψη του δράστη.  Το γεγονός πως το πορτοφόλι του Moises Perez είχε βρεθεί σε έναν κοντινό κάδο, ενίσχυε την άποψη πως ο δολοφόνος ίσως να ήταν από τη γειτονιά.  Μια έρευνα μέσω υπολογιστή, έφερε ανάμεσα στους υπόπτους και τον Willie Bosket μαζί με τον Herman Spates, ήδη γνωστούς στην αστυνομία από την επίθεση στον Matthew Connolly.  Δεν είχε καταφέρει να τους αναγνωρίσει και, έτσι, είχαν αφεθεί ελεύθεροι, αλλά καθώς τα δυο αγόρια είχαν συλληφθεί κατ’ επανάληψη, ο Davin σκέφτηκε να τους τσεκάρει.
Ο Willie ήταν ανήλικος, μόλις 15 ετών, και ο Davin ήξερε πως έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός.  Αποφάσισε να στραφεί, αρχικά, εναντίον του Herman, που είχε συμπληρώσει τα 17.  Όμως κάποιοι ζηλωτές αστυνομικοί άρπαξαν τον Willie από τους δρόμους και τον κουβάλησαν στο Τμήμα.  Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να βρεθεί ο Herman άμεσα, γιατί το να κρατούν έναν ανήλικο στο Τμήμα για πολύ, ελλόχευε τον κίνδυνο να απορριφθεί η υπόθεση.   Βρήκαν τον Herman με τον υπεύθυνο αναστολής του.  Ακολούθησε πρόθυμα τον Davin, ο οποίος του είπε πς γνώριζαν πού ήταν την ημέρα του μοιραίου πυροβολισμού.  Ο Herman ισχυρίστηκε πως κοιμόταν σε έναν κινηματογράφο, αλλά πληροφορήθηκε από τους αστυνομικούς πως ο ξάδελφός του είχε μιλήσει και τον είχε καταδώσει.  Ο Herman, τότε, ισχυρίστηκε πως ήταν ο Willie αυτός που πάτησε τη σκανδάλη.  Επιπλέον έδωσε πληροφορίες για τον πρώτο φόνο και υπέδειξε την κρυψώνα του όπλου.
Οι αστυνομικοί, εφοδιασμένοι με ένταλμα ερεύνης, όρμησαν στο σπίτι του Willie και πρόλαβαν τη μητέρα του την ώρα που έβγαινε από αυτό.  Τους έδειξε απρόθυμα το σημείο όπου βρισκόταν το όπλο.  Στη συνέχεια τους ακολούθησε στο Τμήμα, όπου θα ανέκριναν τον Willie.  Αρχικά εκείνος απείλησε τον Εισαγγελέα και στη συνέχεια παραδέχτηκε κομπάζοντας πως το όπλο ήταν δικό του.
Στο παρελθόν, όλα τα παραπτώματα του Willie παραπέμπονταν στο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Τα διάφορα εγκλήματά του, από την ηλικία των εννέα ετών, είχαν ως αποτέλεσμα να μπαινοβγαίνει στα αναμορφωτήρια. Όμως, με τη νεανική εγκληματικότητα να ανέρχεται σε διαρκώς υψηλότερα επίπεδα, υπήρξε ανάγκη να αναδιαρθρωθεί το σύστημα του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Το 1976, ψηφίστηκε στην πολιτεία της Νέας Υόρκης η Ανανεωτική Απόφαση για τη Λειτουργία των Δικαστηρίων Ανηλίκων, η οποία εγκαθίδρυε μια νέα κατηγορία νεανικού εγκλήματος, το “καθορισμένο κακούργημα”.  Αυτό έδινε τη δυνατότητα να καταδικάζονται σε μεγαλύτερες από τη συνήθη των 18 μηνών φυλάκισης, παιδιά από 14 ετών.  Μπορούσαν να σταλούν σε αναμορφωτήρια για τρία έως πέντε χρόνια.  Το δικαστήριο έπαυε να λειτουργεί ως “κηδεμών” αλλά στο σκεπτικό της απόφασης έμπαινε, πλέον και ο παράγοντας “προστασία της κοινωνίας” από τον νεαρό ανήλικο εγκληματία.  Οι εισαγγελείς έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους σε αίθουσες δικαστηρίων ανηλίκων.
Ο βοηθός εισαγγελέα Robert Silbering ανέλαβε την υπόθεση του Willie.  Είχαν το όπλο και το τεστ βαλλιστικής που το συνέδεε αδιαμφισβήτητα με τον φόνο, αλλά ο Silbering φοβόταν πως δεν θα είχαν μάρτυρες, ούτε ομολογία.  Ο Anthony Lamorte αναγνώρισε τον Willie ανάμεσα σε άλλους υπόπτους και ο εισαγγελέας άσκησε πίεση στον Herman να καταθέσει εναντίον του ξαδέλφου του, με αντάλλαγμα μιαν ελαφρύτερη ποινή για τον ίδιο.
Ακόμα και με όλα αυτά τα δεδομένα, δεν υπήρχαν πολλά που ένα δικαστήριο θα μπορούσε να επιτύχει εναντίον ενός ανηλίκου, παρά τον “φουσκωμένο” ποινικό του φάκελλο και τις σαφέστατες ενδείξεις πως θα σκότωνε ξανά.  Ο Willie είχε κατ’ επανάληψη δηλώσει πως “ο πατέρας του ήταν φονιάς και πως ο ίδιος θα γινόταν το ίδιο”.  Είχε μάθει από πολύ μικρός, πως με τη βία εξασφαλίζεις τον σεβασμό.  Επιπλέον, είχε μια μητέρα εντελώς αποξενωμένη, που πίστευε πως ο γιος της ήταν ίδιος ο πατέρας του, άρα εξαρχής χαλασμένος.  Όσο μεγάλωνε, ο Willie είχε βιαιότατα ξεσπάσματα, χτυπούσε τους δασκάλους του, έκλεβε και, γενικά, ζούσε τη ζωή του με τους δικούς του όρους.  Ο παππούς του τον είχε κακοποιήσει σεξουαλικά σε ηλικία εννέα ετών.  Τον είχαν ακούσει πολλές φορές να λέει πως δεν τον ενδιέφερε αν θα έχανε τη ζωή του και πάντα συμπεριφερόταν σαν να μην είχε τίποτα σημαντικό να χάσει.  Δεν είχε ποτέ αντιμετωπίσει στα σοβαρά τις συνέπειες των πράξεών του, καθώς πάντα δικαζόταν από δικαστήρια ανηλίκων, τα οποία δεν τον αντιμετώπιζαν ως έναν επικίνδυνο και καθ’ έξιν εγκληματία, αλλά ως ένα παραστρατημένο παιδί, χωρίς εγκληματικές προθέσεις.  Έτσι πάντα ξεγλιστρούσε, ανάμεσα από τα “συναισθηματικά κενά” του νόμου και, μετά από ένα σύντομο διάστημα σε σχολεία και αναμορφωτήρια, γύριζε πάντα σπίτι του.  Η βία έγινε ένα άθλημα, στο οποίο ήταν πολύ καλός.
Τον καιρό που συμπλήρωσε τα έντεκα χρόνια του, ήταν ένα θυμωμένο, επιθετικό, αγόρι με κλίση δολοφονική,  με τάσεις μεγαλομανίας και ναρκισσισμού, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τις παρορμήσεις του, με την αίσθηση ότι μπορούσε να καταφέρει τα πάντα, υπερβολικά βίαιο και απειλητικό για όλους.  Ένα παιδί που κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει. Η ψυχιατρική εκτίμηση που του έγινε διέγνωσε Αντικοινωνικής Συμπεριφοράς, διάγνωση μόλις ελάχιστα διαφορετική από τη διαταρραχή που είχε διαγνωστεί στον πατέρα του.  Ο Willie δεν ήταν ψυχωσικός, αλλά ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος.  Παρά το τότε πολύ νεαρό της ηλικίας του, οι γιατροί είχαν προβλέψει ότι στο μέλλον θα γινόταν δολοφόνος.
Με αυτό το ιστορικό και με ό,τι αποδείξεις θα κατόρθωνε να συγκεντρώσει, ο Silbering προετοιμάστηκε για τη δίκη.
Η δίκη του Willie
Η δίκη του Willie Bosket έγινε στο Οικογενειακό Δικαστήριο, στην οδό Λαφαγιέτ, στο κάτω Μανχάταν.  Του απαγγέλθηκαν τρεις ξεχωριστές κατηγορίες, δύο για φόνο και μία για απόπειρα φόνου, γεγονός που σήμαινε τρεις διαφορετικές δίκες.
Η δικαστής Edith Miller δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον Willie απέναντι από την έδρα της.  Τον θεωρούσε ιδιαίτερα έξυπνο και λυπόταν που σπαταλιόταν έτσι.  Όμως, αυτή τη φορά η στάση του εξέπληξε ακόμα και την ίδια.  Ήταν βίαιος και επιθετικός, ώστε αναγκάστηκαν να τον έχουν δεμένο.  Έβριζε συνεχώς, δεν έδειξε ούτε στιγμή μετανοιωμένος και δεν είχε κανένα σεβασμό για τις οικογένειες των θυμάτων.  Ακόμα, στο Αναμορφωτήριο Spofford όπου τον κρατούσαν, τραυμάτισε ένα άλλο αγόρι με ένα πηρούνι, χτύπησε έναν σύμβουλο στο πρόσωπο και προσπάθησε να στραγγαλίσει έναν ψυχίατρο.  Αργότερα καυχήθηκε πως, αν και μόλις 15 χρονών, είχε διαπράξει πάνω από 2.000 εγκλήματα, 25 από τα οποία ήταν επιθέσεις με μαχαίρι.
Αναμορφωτήριο Spofford
Ο Willie αντιμετώπιζε τις δίκες του εντελώς αποστασιοποιημένος, καθώς πίστευε πως η διαδικασία και οι ποινές θα είναι ίδιες με εκείνες που είχε αντιμετωπίσει δυο χρόνια νωρίτερα.  Όσο πέρναγαν οι μέρες, και με την επιμονή του δικηγόρου του, συνειδητοποίησε τη διαφορά. Σκέφτηκε να αποφύγει τις δίκες με το να ομολογήσει την ενοχή του και το ανακοίνωσε στον έκπληκτο δικηγόρο του.  Ο Silbering επέμεινε πως έπρεπε να ομολογήσει και για τις τρεις κατηγορίες, πράγμα που έγινε.  Ορίστηκε η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και το μέλημα του Silbering ήταν πια πώς θα κατόρθωνε να εξασφαλίσει για τον Willie ποινή μεγαλύτερη του ανώτατου των πέντε ετών, που προβλεπόταν.  Χωρίς προηγούμενη παρόμοια υπόθεση κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο.
Ο Willie στάλθηκε στο Τμήμα Ανηλίκων των φυλακών για πέντε χρόνια.  Στα 21 του θα ήταν πάλι ελεύθερος.
Δυο ημέρες μετά την καταδίκη του Willie, η δίκη του οποίου μονοπώλησε τα φώτα της δημοσιότητας και το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, ο Κυβερνήτης Hugh Carey ταξίδευε από το Μανχάταν στο Ρότσεστερ, στα πλαίσια της προεκλογικής του καμπάνιας.  Ο ρεπουμπλικάνος αντίπαλός του σ’ εκείνες τις εκλογές τον κατηγορούσε πως ήταν πολύ επιεικής με το έγκλημα σε όλες του τις εκφάνσεις και πρότεινε έναν νέο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι ανήλικοι κατηγορούμενοι για βίαια εγκλήματα, όπως ο φόνος και ο βιασμός, θα δικάζονταν ως ενήλικες.
Κυβερνήτης Hugh Carey
Ο Carey, ένας φιλελεύθερος δημοκράτης, είχε αντισταθεί σε αυτό το μέτρο, το οποίο εύρισκε ιδιαίτερα σκληρό.  Πίστευε πως ήταν περισσότερο δραστικό απ’ όσο έπρεπε, αν και γνώριζε πως υπήρχαν πολλοί στο στρατόπεδό του που σύντάσσονταν με την άποψη του ρεπουμπλικάνου.
Εκείνο το πρωί, καθώς διάβαζε την εφημερίδα του, πρόσεξε την αναφορά στην καταδίκη του Willie, η οποία προφανώς είχε διαρρεύσει, μια και -υποτίθεται- πως ήταν απόρρητη.  Ένα ρεπορτάζ στη Daily News ανέφερε τα λόγια του Herman Spates, ο οποίος έλεγε πως ο Willie σκότωσε “για να τους δει πώς θα τινάζονταν όταν τους χτύπαγε η σφαίρα”.  Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφερόταν επίσης πως ένας από τους κοινωνικούς λειτουργούς που είχαν, στο παρελθόν, αναλάβει τον Willie, ενημέρωσε το Τμήμα Ανηλίκων της φυλακής πως “επρόκειτο για ένα εξαιρετικά επικίνδυνο άτομο”.
Η αντίδραση του Carey υπήρξε άμεση.  Προφανώς συνειδητοποίησε ξαφνικά πως μερικά παιδιά δεν αναμορφώνονται εύκολα, όπως ήταν ο στόχος του Οικογενειακού Δικαστηρίου που επέβαλε ελαφρές -ή και καθόλου- ποινές.  Ο Carey υπαναχώρησε από τη θέση του και έδωσε μια συνέντευξη τύπου, κατά την οποία δήλωσε πως θα υποστήριζε την αντιμετώπιση των βίαιων ανηλίκων εγκληματιών ως ενηλίκων τέτοιων και ορκίστηκε πως “ο Willie Bosket δεν θα ξαναπερπατούσε ελεύθερος στους δρόμους της Νέας Υόρκης”.
Υποστήριξε πως ήταν αδυναμία του συστήματος να αντιμετωπίσει τέτοιες περιπτώσεις, ενώ το Τμήμα Ανηλίκων της φυλακής δεν ήταν προετοιμασμένο να χειριστεί έναν κρατούμενο σαν τον Willie: δεν υπήρχαν ούτε τα κατάλληλα προγράμματα, ούτε οι συνθήκες.
Μια εβδομάδα αργότερα, ο Carey κάλεσε το νομοθετικό σώμα στο Άλμπανι, σε ειδική συνεδρίαση, όπου και ψηφίστηκε η Πράξη του 1978, περί Νεανικής Εγκληματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις της οποίας, παιδιά ηλικίας από 13 ετών και πάνω, θα ήταν δυνατόν να δικάζονται από δικαστήρια ενηλίκων, αν τους είχε απαγγελθεί κατηγορία για φόνο, και θα αντιμετώπιζαν τις ίδιες ποινές.  Ο νόμος αυτός κατέρριψε την πεποίθηση 150 χρόνων στην αμερικανική ιστορία, πως τα παιδιά ήταν εύπλαστα και θα μπορούσαν να αναμορφωθούν και να σωθούν.  Τώρα επικρατούσε η άποψη πως υπήρχαν παιδιά τόσο επικίνδυνα για την κοινωνία, που θα  έπρεπε να κρατηθούν μακριά της για όλη τους τη ζωή.  Ήταν πολύ αργά για να δικαστεί ο Willie με αυτό το νόμο, αλλά τα πράγματα είχαν αλλάξει για τους συνομηλίκους του που θα διέπραταν βίαια εγκλήματα.
Η πολιτεία της Νέας Υόρκης ήταν η πρώτη που ψήφισε τέτοιο νόμο.  Καθώς τα βίαια εγκλήματα που διέπραταν ανήλικοι πλήθαιναν σε όλη την Αμερική, γρήγορα και άλλες πολιτείες ακολούθησαν το παράδειγμά της.  Ο τύπος, το κοινό και οι εισαγγελείς στη Νέα Υόρκη συνήθισαν να τον αποκαλούν “ο νόμος του Willie Bosket”.  Ο Willie είχε αποκτήσει τη φήμη που επιθυμούσε αν και όχι με τον τρόπο που φανταζόταν, όταν κόμπαζε σε όλους πως θα γινόταν δολοφόνος, όπως ο πατέρας του.

Της Νίνας Κουλετάκη
Η απάντηση του Willie
Στην πραγματικότητα, ο πατέρας του Willie, o Butch, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το γεγονός ότι ο γιος του ακολουθούσε τα βήματά του.  Αν και είχε δραπετεύσει από τη φυλακή στο Γουϊσκόνσιν, είχε συλληφθεί εκ νέου, μετά τις ληστείες τραπεζών στη Νέα Υόρκη και είχε σταλεί στην ομοσπονδιακή φυλακή του Λέβενγουώρθ, στο Κάνσας.
Ο Butch, είχε προσπαθήσει πολύ να βρει ευκαιρίες στη φυλακή ώστε να ελαφρύνει τη θέση του και κάνει το συμβούλιο αναστολών να εξετάσει θετικά την περίπτωσή του.  Μοιραζόταν το κελί του με έναν διανοούμενο, ο οποίος υποστήριζε τις προσπάθειες του Μπουτς να μορφωθεί.  Στο Γουϊνσκόνσιν είχε καταφέρει να πάρει το απολυτήριο του Λυκείου και στη συνέχεια, στο Κάνσας, είχε παρακολουθήσει 40 μαθήματα και είχε καταφέρει να πάρει το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο σχεδόν με άριστα.  Ήταν στο κορυφαίο 3% των συμφοιτητών του.  Δυστυχώς όμως ο Butch, αντί να καταφέρει να αλλάξει τη ζωή του, κατέληξε και πάλι στη φυλακή.
Ο Willie διάβασε για τον πατέρα του στη φυλακή.  Η Daily News είχε καταφέρει να ξεθάψει πολλές πληροφορίες αναφορικά με τη ζωή και την οικογένεια του Willie, αναφέροντας πως ο πατέρας του, παρά το αγγελικό του πρόσωπο, ήταν επίσης ένας καταδικασμένος δολοφόνος.  Το συγκεκριμένο δημοσίευμα συνεπήρε τον μικρό.  Ήταν η πρώτη απτή απόδειξη, εκτός από τις αφηγήσεις της μητέρας του και της γιαγιάς του, για την εγκληματική σταδιοδρομία του πατέρα του.  Και τότε ο Willie κάθησε κι έγραψε ένα γράμμα στον πατέρα του.
Ο Butch είχε προσπαθήσει να απομακρυνθεί από την οικογένειά του, ιδιαίτερα τον πατέρα του, και δεν χάρηκε καθόλου όταν έμαθε πως και ο ίδιος του ο γιος εξέτιε ποινή φυλάκισης για φόνο.  Αντιλαμβανόταν την οργή του παιδιού, που πήγαζε από το αίσθημα εγκατάλειψης που ένοιωθε και από το γεγονός ότι, κυριολεκτικά, μεγάλωνε στους δρόμους, αλλά προσπάθησε να τον συμβουλέψει και να τον πείσει να μην ακολουθήσει τα δικά του βήματα.  Αντίθετα τον πίεσε να επιστρέψει στο σχολείο.
Αυτό ήταν το μόνο που δεν περίμενε ο Willie και η απάντηση του πατέρα του τον απογοήτευσε.  Είχαν και μιαν τηλεφωνική επικοινωνία και ο Butch του έστειλε μερικά βιβλία γραμματικής και λεξιλογίου.
Ο Butch, στις φυλακές Leavenworth, γύρω στο 1980
Ο Willie δεν ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του.  Αντιθέτως, το έσκασε από το αναμορφωτήριο, παρέα με μερικά άλλα αγόρια.  Δυο ώρες αργότερα είχε συλληφθεί ξανά.  Αυτό που είχε παραβλέψει ήταν πως είχε ήδη συμπληρώσει τα 16 και, επομένως θεωρούνταν ενήλικας.  Η δραπέτευση αποτελούσε σοβαρό αδίκημα, ακόμα και αν επρόκειτο για τέτοια από ένα σωφρονιστήριο ανηλίκων.  Καταδικάστηκε σε κάθειρξη τεσσάρων ετών, σε κρατική φυλακή.  Αυτό ήταν το πρώτο χτύπημα για τον Willie.
Στη φυλακή ήρθε σε επαφή με μαύρους μουσουλμάνους, οι οποίοι προσέδωσαν στην οργή του μιαν ιδεαλιστή χροιά, προσανατολίζοντάς την εναντίον των λευκών.  Την ίδια εποχή καταστράφηκε οριστικά και η σχέση του με τον Butch.  Ο  Willie είχε τις δικές του απόψεις για τη ζωή και το δρόμο που ήθελε να τραβήξει και ο πατέρας του με τις συμβουλές του δεν είχε καταλήξει παρά ένα πεσμένο είδωλο.  Ο  Willie δεν ήθελε, πια, καμιά σχέση μαζί του.
Αφού εξέτισε 4 χρόνια στη φυλακή, επέστρεψε στο Τμήμα Ανηλίκων για το υπόλοιπο της ποινής του.  Στα 21 του αποφυλακίστηκε και προσπάθησε να κρατηθεί έξω από τη φυλακή.  Γνώρισε μια κοπέλα, τη Sharon Hayward, η οποία ήταν ήδη μητέρα ενός παιδιού, και αποφάσισαν να παντρευτούν.  Γράφτηκε, επίσης, σε ένα κολλέγιο και άρχισε να σκέφτεται το μέλλον του.  Άρχισε, ακόμα, να ψάχνει για δουλειά.
Δυστυχώς, όλα αυτά δεν επρόκειτο να συμβούν.
Κάποια μέρα, ένας άνδρας επισκέφθηκε την αδελφή του, η οποία έμενε στο ίδιο κτήριο με τον Willie, συναντήθηκε μαζί του και γρήγορα η συνάντηση κατέληξε σε συμπλοκή.  Ο άνδρας ισχυρίστηκε πως ο νεαρός προσπάθησε να τον ληστέψει.  Ο Willie συνελήφθη, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του ότι επρόκειτο περί παρεξήγησης.  Το όλο θέμα φαινόταν παράλογο, αλλά διέκρινε κανείς, εύκολα, πίσω του μια “πολιτική” σκιά: ο Willie είχε ξεγλιστρίσει άνετα από το μακρύ χέρι του νόμου και ο Κυβερνήτης ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να ξαναπέσει ο Willie στα χέρια του.  Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ο Willie ήταν καταδικασμένος.
Το σύστημα, το οποίο είχε λειτουργήσει προς όφελός του για μεγάλο χρονικό διάστημα, τώρα στρεφόταν εναντίον του.  Το ποινικό του μητρώο, πλέον, τον ακολουθούσε σε κάθε του βήμα και κάθε στραβοπάτημα το πλήρωνε ακριβά.  Παρόλο που το νεανικό του ποινικό μητρώο είχε καθαρίσει, η φήμη του τον συνόδευε και ήταν απολύτως γνωστή στα όργανα επιβολής του νόμου.  Η εποχή που ο Willie ξέφευγε, είχε περάσει ανεπιστρεπτί.  Για την υποτιθέμενη απόπειρα ληστείας ο Willie έμεινε στη φυλακή περιμένοντας να δικαστεί, καθώς το ποσό εγγύησης για την αποφυλάκισή του ήταν τόσο υψηλό, που η οικογένειά του αδυνατούσε να καταβάλει.
Για να γίνει αντιληπτό πόσο η παραμικρή κίνηση του Willie μετρούσε, πλέον, εις βάρος του, αξίζει να παραθέσουμε ένα περιστατικό, που έγινε στην αίθουσα του δικαστηρίου.  Ένας αστυνομικός, ακουμπά τον νεαρό στον ώμο, προτρέποντάς τον να προχωρήσει.  Ο Willie αντιστέκεται και τρεις αστυνομικοί αρχίζουν να τον σπρώχνουν.  Απαντά με βρισιές και τότε τον στριμώχνουν στο τραπέζι της υπεράσπισης και πέφτουν πάνω του.  Το έδρανο σπάει κάτω από το βάρος τους και ένας από τους αστυνομικούς χτυπά τον Willie με ένα από τα πόδια του τραπεζιού.  Στη συμπλοκή συμμετέχει και ο δικηγόρος του Willie.  Όταν τα πράγματα ηρεμούν, ο Willie καταλήγει “χρεωμένος” με τις ακόλουθες κατηγορίες: επίθεση, αντίσταση κατά της αρχής και εγκληματική περιφρόνηση του δικαστηρίου.
Το τέλος της δίκης βρήκε τον Willie ένοχο για απόπειρα επίθεσης.  Η δραπέτευσή του από το Goshen ήταν το δεύτερο αδίκημα που τον βάραινε.  Ήδη αντιμετώπιζε φυλάκιση από τρισήμισυ έως επτά χρόνια.  Ένα τρίτο αδίκημα, οποιοδήποτε, θα του επέφερε ποινή κάθειρξης από είκοσι πέντε χρόνια έως ισόβια, σύμφωνα με έναν νόμο του 1965, περί επαναλαμβανομένων αδικημάτων.  Ο Willie, τα τελευταία χρόνια, είχε ζήσει ελεύθερος μόνο εκατό ημέρες.
Το γεγονός αυτό υπήρξε καθοριστικό για τον Willie.  Αφού η προσπάθειά του να παραμείνει ήσυχος δεν τον είχε οδηγήσει πουθενά, αποφάσισε να γίνει ακόμα πιο σκληρός και να επιτεθεί στο σύστημα.   Πίστευε πως δεν είχε τίποτα, πια, να χάσει, καθώς ήταν σίγουρος πως θα περνούσε τη ζωή του πίσω από κάγκελα.  Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ήταν προορισμένος για τον εγκλεισμό.
Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Willie απέλυσε τον δικηγόρο του και δήλωσε πως δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο.  Επίσης ισχυρίστηκε πως δεν ήταν ο Willie Bosket αλλά οBobby Reed.  Ο δικαστής τον άφησε να κάνει και να λέει ότι ήθελε μέσα στην αίθουσα.  Στο τέλος του είπε πως τον θεωρούσε μια ενεργοποιημένη ωρολογιακή βόμβα και του επέβαλε τη μέγιστη ποινή, προσθέτοντας ακόμα 30 ημέρες για τους θεατρινισμούς του μέσα στην αίθουσα.
Επιπλέον, έπρεπε να δικαστεί και για τις κατηγορίες που του αποδώθηκαν αναφορικά με την επίθεση των αστυνομικών.  Ζήτησε, για άλλη μια φορά, να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του.  Έδωσε τέτοια παράσταση, που οι ένορκοι τον έκριναν αθώο.  Είχε γλιτώσει παρά τρίχα την τρίτη καταδίκη.  Προς το παρόν, τουλάχιστον.
O Willie αγορεύει ως δικηγόρος του εαυτού του
Στο μεταξύ, ο Butch αποφυλακίστηκε και άρχισε μια νέα ζωή.  Δεν άργησε, όμως, να κακοποιήσει σεξουαλικά ένα παιδί, για τη φύλαξη του οποίου ήταν υπεύθυνος.  Συνελήφθη ξανά.  Προσπαθώντας απελπισμένα να δραπετεύσει, πέθανε κατά τη διάρκεια συμπλοκής με την αστυνομία.  Σκότωσε τη φίλη του και ο ίδιος αυτοκτόνησε, πριν τον συλλάβουν.
Ο Willie, μαθαίνοντας τα νέα, αποκατέστησε μέσα του τον πατέρα του.  Θεώρησε πως, έχοντας αυτό το τέλος, απέδειξε πως τελικά ήταν αυτό που ο Willie πάντα έλπιζε και ευχόταν: απόλυτα κακός και έφυγε με τον πιο ένδοξο τρόπο.
Ο Willie είχε, πλέον, πειστεί πως θα τελείωνε τη ζωή του στις φυλακές.  Θα τον κρατούσαν εκεί για πάντα.  Ξεκίνησε έναν ανελέητο πόλεμο κατά του συστήματος, στοχοποιώντας ένα από τα σύμβολά του: τους φρουρούς των φυλακών.  Σε σύντομο χρονικό διάστημα, βρέθηκε κατηγορούμενος για νέα αδικήματα: επίθεση κατά της αρχής και εμπρησμό.  Και πάλι υπερασπίστηκε μόνος του τον εαυτό του.  Είχε ήδη μάθει πολλά για τους νόμους και νόμιζε πως θα τα κατάφερνε, έκανε όμως λάθος.  Αυτή ήταν η τρίτη και καθοριστική καταδίκη του.
Οι τρεις καταδίκες του ήταν κατά σειρά απόδραση, απόπειρα επίθεσης και επίθεση/εμπρησμός.  Ήσσονος σημασίας αδικήματα, που όμως κατέληξαν να του επιφέρουν ποινή ίση με αυτήν που θα εισέπραττε αν είχε διαπράξει φόνο.  Ο Willie αυτό το θεώρησε ως “άδεια” να φτάσει σε ακρότητες τέτοιες, όπου δεν είχε φτάσει ποτέ.  Βρισκόταν σε πόλεμο με το σύστημα και τους εκφραστές του.  Κάποια φορά μαχάιρωσε έναν από τους φρουρούς της φυλακής με ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι, αστοχώντας για την καρδιά του άνδρα μόλις για λίγα εκατοστά.  Καταδικάστηκε άλλη μια φορά σε ισόβια για απόπειρα φόνου.  Ο Willie είχε καταφέρει να μπει στη φυλακή για 3.5 χρόνια και, από τα εγκλήματα που διέπραξε μέσα σ’ αυτήν, να μείνει για 53.  Δεν έχει δικαίωμα αναστολής και, ακόμα κι αν αυτό αλλάξει, δεν θα απελευθερωθεί πριν από τα 74α γενέθλιά του.


Της Νίνας Κουλετάκη
Η κληρονομιά του Willie
Στη δεκαετία του 1970, ένας δεκαπεντάχρονος δολοφόνος ήταν κάτι το εξωπραγματικό και φρικιαστικό.  Σήμερα όχι.  Ο αριθμός των εφήβων που διαπράττουν βίαια εγκλήματα, όπως ο βιασμός και ο φόνος, αυξήθηκε δραματικά κατά τη δεκαετία του 1990, σε αντίθεση με αυτόν των βίαιων εγκλημάτων που διαπράττονται από ενήλικες, ο οποίος βαίνει συνεχώς μειούμενος.  Οι εγκληματολόγοι προβλέπουν πως η κατάσταση θα χειροτερεύει διαρκώς.  Η νομοθεσία μερικών πολιτειών στην Αμερική, έχει κατεβάσει κατά πολύ το όριο ηλικίας των ανήλικων εγκληματιών, έτσι ώστε να είναι εφικτό να δικάζονται ως ενήλικες, σε περιπτώσεις διάπραξης βίαιων εγκλημάτων.  Στις φυλακές της Φλόριδα, στην πτέρυγα μελλοθανάτων, υπάρχουν έφηβοι που περιμένουν τη μέρα της εκτέλεσης.  Στη Ν. Υόρκη, το 85% των ανηλίκων που δικάζονται στα δικαστήρια ανηλίκων, ξαναπέφτουν σε αδικήματα, πολύ πιο σοβαρά.  Η φυλακή έχει καταλήξει να είναι τόπος συνάντησης για μερικές ομάδες εφήβων.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν πολλές μελέτες και έρευνες για την παιδική και νεανική εγκληματικότητα και να βρεθούν τρόποι για την πρόβλεψη της επικινδυνότητας των παιδιών και της προοπτικής να εγκληματήσουν στο μέλλον.  Προγράμματα και μέθοδοι βρίσκονται στη διάθεση γονιών και δασκάλων, έτσι ώστε να βοηθήσουν τους πρώτους να ανατρέφουν σωστά τα παιδιά τους και να αντιμετωπίσουν τυχόν παρεκκλίσεις και παραβατική συμπεριφορά, και τους δεύτερους να είναι καταρτισμένοι ώστε να τις αναγνωρίζουν και να επαγρυπνούν.
Για τον Willie όλα αυτά ήρθαν πολύ αργά.  Λίγους μήνες μετά τη νέα καταδίκη του σε ισόβια, έσπασε το κεφάλι ενός φύλακα, με αποτέλεσμα να καταλήξει με άλλη μία ποινή ισόβιας φυλάκισης.  Αργότερα πέταξε καυτό νερό στο πρόσωπο ενός άλλου φρουρού.  Γρήγορα άρχισε να θεωρείται ο πιο επικίνδυνος εγκληματίας στη Νέα Υόρκη, και αποφασίστηκε να κρατείται στην απομόνωση, σε ειδικά διαμορφωμένο κελί.  Οι φύλακες απαγορεύεται να του μιλούν και δεν έχει επαφή με άλλους κρατουμένους. Δεν απολαμβάνει κανενός προνομίου και δεν του παρέχονται ούτε οι βασικές διευκολύνσεις. Στο κελί του δεν υπάρχουν πρίζες και, συνεπώς, δεν έχει τηλεόραση.  Συνεπώς κάνει τα μόνα τρία πράγματα που μπορεί: διαβάζει, κοιμάται και σκέφτεται.  Όλα πολύ.  Πίσω από τα κάγκελα του κελιού του υπάρχει μια κατασκευή από πλεξιγκλάς, η οποία αφενός αποτρέπει τη φυσική επαφή με άλλα άτομα, και αφετέρου επιτρέπει να είναι ορατός στους φρουρούς του 24 ώρες το 24ωρο.  Επιπλέον, τέσσερις βιντεοκάμερες τον παρακολουθούν επί 24ώρου βάσεως.  Όποτε βγαίνει από το κελί του, αλυσοδένεται με μιαν αλυσίδα τόσο χοντρή, σαν αυτές που χρησιμοποιούνται στις ρυμουλκήσεις πλοίων. Κι αυτό δεν συμβαίνει παρά μόνο για μια ώρα την ημέρα, μέσα στην οποία πρέπει να προλάβει να πλυθεί και να ασκηθεί.  Δεν έχει δικαίωμα να συναναστραφεί άλλους κρατούμενους πριν το 2046. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στους New York Times οThomas A. Coughlin 3d, εκπρόσωπος του Υπουργείου Σωφρονιστικών Καταστημάτων, “ο μόνος ήχος που θα ακούει ο Willie Bosket, θα είναι ο ήχος από το καζανάκι της τουαλέτας του”.
Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, το όνομα του Bosket γράφτηκε στο ποινολόγιο της φυλακής 250 φορές, για διάφορες παραβάσεις, όντας στην απομόνωση: έφτυνε και έβριζε τους δεσμοφύλακες, πετούσε το φαγητό του και, σε μία περίπτωση, κατάπιε το κάτω μέρος ενός κουταλιού.  Τα τελευταία 17 χρόνια έχει ηρεμήσει, και περνά τον καιρό του ήσυχα: διαβάζει, κοιμάται και σκέπτεται.  Μάλιστα, το 1989, εξέπληξε τους πάντες δηλώνοντας την πρόθεσή του να παντρευτεί μία γυναίκα, το όνομα της οποίας δεν διέρρευσε στα ΜΜΕ.  Η ίδια είχε υποβάλει έγγραφη σχετική αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, όμως ο γάμος δεν τελέστηκε ποτέ, για άγνωστους λόγους.
Ο Willie παραμένει στην πτέρυγα μελλοθανάτων περιμένοντας την εκτέλεση, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει τίποτα να απομακρύνει την ηλεκτρική καρέκλα από αυτόν.  Μερικές φορές θρηνεί για την παράλογη βία της νιότης του, όπως την έζησε και όπως την εφάρμοσε, κάποιες άλλες λυπάται για τον εαυτό του και για όλα αυτά τα πράγματα που έχασε στη ζωή του.
Και, εξαιτίας του, το νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης ανηλίκων εγκληματιών δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο.
Διαφωνίες για τη θανατική ποινή
Στην πολιτεία της Ν. Υόρκης η θανατική ποινή είναι σε ισχύ, μόνο που έχει ατονήσει εδώ και πολλά χρόνια.  Ο κυβερνήτης Mario Cuomo, αντιτίθεται σθεναρά στην επαναφορά της και, αντ’ αυτής προτείνει ως τιμωρία για ενοχή για φόνο πρώτου βαθμού τον ισόβιο εγκλεισμό, χωρίς δικαίωμα αναστολής.  Όσοι διαφωνούν μαζί του, φέρνουν ως παράδειγμα τον Willie Bosket, που διέπραξε περισσότερους φόνους μέσα στη φυλακή, απ’ όσους έξω.
Κατά την ανακοίνωση της 25ετούς κάθειρξης του Willie για την επίθεση στον φρουρό των φυλακών, ο δικαστής του είπε: “Είμαι σίγουρος πως θα δολοφονήσεις κάποιον.  Έτσι, καταδικάζοντάς σε σε φυλάκιση, αντί να σε στείλω στην ηλεκτρική καρέκλα, γνωρίζω πως καταδικάζω και έναν αθώο σε θάνατο”.  Ο εισαγγελέας δήλωσε πως “η μόνη πραγματική δικαιοσύνη για τον Bosket θα ήταν η εκτέλεση”.
Τα λόγια αυτά ήταν ευπρόσδεκτα από τους νομοθέτες που επιθυμούσαν την επαναφορά της θανατικής ποινής.  Διακήρυσσαν πως ο Willie Bosket ήταν το ζωντανό και αδιάσειστο παράδειγμα πως ένας ισοβίτης δεν υπάρχει περίπτωση να σωφρονιστεί.  Αντίθετα θα γίνεται όλο και πιο βίαιος, καθώς δεν έχει τίποτα πια να χάσει.
Η συντριπτική πλειοψηφία των ποινικολόγων και των ψυχολόγων, όμως, διαφωνεί:  ο Willie δεν είναι ο κανόνας, αλλά η άσχημη εξαίρεσή του.  Έμπειρα διοικητικά στελέχη φυλακών βεβαιώνουν πως οι ισοβίτες είναι μακράν οι πιο ήσυχοι και εύκολοι στον χειρισμό καρατούμενοι.   Σύμφωνα με μιαν έρευνα που έγινε πρόσφατα σε φυλακές υψίστης ασφαλείας των ΗΠΑ, οι κρατούμενοι με μικρές ποινές που ενεπλάκησαν σε βίαια επεισόδια στις φυλακές, άγγιζαν το 20%, ενώ στο ίδιο δείγμα των ισοβιτών το ποσοστό μόλις και πλησίασε το 9%.
Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό δεν είναι ξεκάθαροι. Κάποιοι καταδικασμένοι σε ισόβιο εγκλεισμό, διακατέχονται από την εμμονή της επιθυμίας να ξαναζήσουν ελεύθεροι.  Έτσι συμπεριφέρονται υπάκουα και φιλικά, προκειμένου να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των φρουρών ώστε, κάποια στιγμή, να διαλάθουν της προσοχής τους και να δραπετεύσουν.
Όμως, ο σηματικότερος λόγος που οι ισοβίτες επιδεικνύουν καλή συμπεριφορά, είναι άλλος.  Γνωρίζουν πως οι φύλακες μπορούν να κάνουν τη διαμονή τους στη φυλακή από πολύ δύσκολη έως αβίωτη, γεγονός που δεν ισχύει αντίστροφα.  Έτσι προτιμούν να συμπεριφέρονται καλά και να μην δημιουργούν προβλήματα, για να σπρώξουν πιο εύκολα τον καιρό να περάσει.  Η αντιπαράθεση με τους φύλακες και η διαρκής δημιουργία προβλημάτων, δεν έχει ως κατάληξη παρά μια διαμονή όμοια με αυτή του Willie Bosket, όπως την περιγράψαμε παραπάνω.
Αντιθέτως, όσοι επιδεικνύουν καλή συμπεριφορά, βγαίνουν από τα κελιά τους σε καθημερινή βάση, παρακολουθούν μαθήματα σε σχολείο, σεμινάρια λογοθεραπείας και ελέγχου θυμού, τρώνε στην τραπεζαρία, κοινωνικοποιούνται στο προαύλιο, συμμετέχουν σε αθλήματα, ακούνε ραδιόφωνο, βλέπουν τηλεόραση και κινηματογράφο, δέχονται επισκέψεις και τους επιτρέπονται τα τηλεφωνήματα.
Για την κοινή γνώμη ο Willie  Bosket και ο τρόπος κράτησής του, φαίνεται να συμβολίζει τα όρια της ισχύος της φυλακής να τιμωρεί και να ελέγχει.  Για τους κρατούμενους δείχνει πόσο πραγματική και αδιαμφισβήτητη είναι αυτή η ισχύ.  Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης είναι ευχαριστημένο με τις συνθήκες κράτησης του Bosket.  Υπάρχουν, όμως, και αυτοί που πιστεύουν πως αυτές είναι απάνθρωπες.  Η πλήρης έλλειψη προσωπικών στιγμών καθώς και η παντελής έλλειψη επικοινωνίας με άλλους κρατούμενους, ισχυρίζονται πως δεν βοηθούν στην επανένταξη του Bosket.

Πηγές

*The Bosket Family and the American Tradition of Violence, Fox Butterfield, New York, Alfred A. Knopf, 1995.
*Willie Bosket, Katherine Ramsland, Trutv Crime Library.
*Strain of Violence: Historical Studies of American Violence and Vigilantism, Richard Maxwell Brown, New York, Oxford University Press, 1975.
*The New York Times (αρθρογραφία των David Anderson, Martin Gallanter, Fox Butterfield, William Glaberson, Charles Kaiser, Richard Meislin, Anna Quindlen, Roy Silver, John Eligon, Ron Smothers)
*Tracking the Ghosts of Edgelfield County, J. Douglas Allen-Taylor, Point, 1996
*What Makes Willie Boskett Kill, Hardy Green.
*The Devil in Willie Boskett, Brian M. Kern, University of North Texas.
*Growing Pains Come to Harlem, Associated Press.