Αρχαιότητα
Ο υπερβολικά διαδεδομένος ενταφιασμός των νεκρών με το πρόσωπο καλυμμένο από ένα προσωπείο, είναι κατανοητό ότι είναι στενά συνδεδεμένος με τη λατρεία των νεκρών. Αυτή μπορεί να καλύψει αρκετές λειτουργίες. Να προφυλάξει το νεκρό από τα πνεύματα, τα κακά και τα βλαβερά. Να υπερασπίσει — προφυλάξει — την εικόνα του, ενώ η ψυχή περιπλανάται χωρίς τέλος, πέρα από εδώ.
Οι Περουβιανοί στις μούμιες τους έβαζαν ένα προσωπείο από σκαλισμένο ξύλο, βαμμένο κόκκινο, στολισμένο με κογχύλια. Ανάλογα προσωπεία από ξύλο, μέταλλο ή από ψημένο πηλό μπορούσαν επίσης να είναι τυλιγμένα μέσα σε ύφασμα που έβαζαν στο νεκρικό πακέτο. Όσο για τις μούμιες των Ίνκας φορούσαν προσωπεία από χρυσό, στολισμένα με πολύτιμες πέτρες —ένα φύλλο μετάλλου, ελαφρά καμπυλωμένο δημιουργούσε την όψη.
Από όλους τους αρχαίους πολιτισμούς της λεκάνης της Μεσογείου είναι ο αιγυπτιακός πολιτισμός που έδωσε την πιο μεγάλη αίγλη και την πιο μεγάλη σημασία στη λατρεία των νεκρών. Το λειτουργικό και οι τεχνικές της ταρίχευσης – βαλσάμωσης – έγιναν από την αρχαιότητα, αντικείμενα περιγραφών και σχολίων.
Γύρω στο έτος 2000 πριν από την «εποχή» μας, εμφανίζονται τα πρώτα νεκρικά προσωπεία, στις μούμιες της Αιγύπτου. Οι ζωγραφιές τους θυμίζουν τις γραμμές του νεκρού. Η τέχνη του νεκρικού προσωπείου αγγίζει στην Αίγυπτο τον κολοφώνα της, στην εποχή της «Νέας Αυτοκρατορίας». Τα προσωπεία από χρυσό είναι τοποθετημένα πάνω στις μούμιες σπουδαίων προσώπων.
Το πιο φημισμένο, αυτό του Τουταγχαμών (Toutankhamon), κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπο του Φαραώ και αναπαρήγαγε τη βασιλική κόμμωση.
Αυτά τα προσωπεία ήταν μερικές φορές προφυλαγμένα με ένα προσωπείο από χαρτόνι. Η χρήση της νεκρικής μάσκας εξαφανίστηκε λίγο-λίγο στην εποχή της Κάτω Αυτοκρατορίας (Bas Empire).
Το νεκρικό προσωπείο χρησιμοποιούταν σε πολυάριθμους πολιτισμούς. Όπως στην Ελλάδα και στην Αφρική. Για την Αφρική όπως αυτό της Bakota (του Κονγκό) Congo. Οι Bakota στερεώνουν πάνω σε σάκους που περιείχαν το σώμα του νεκρού, ανθρώπινες μάσκες, πολύ σχηματοποιημένες. Αυτές οι μάσκες προσπαθούσαν να ενσαρκώσουν τη διπλή ψυχή των νεκρών. Κομμένες από ξύλο, ήσαν καλυμμένες από φύλλα δέρματος ή από πλέγμα μετάλλου.
Υπήρχαν επίσης προσωπεία για άλογα, σκυθικής προέλευσης, που αποδεικνύουν ότι το προσωπείο μπορούσε να ληφθεί σαν ένα μέσο μεταμόρφωσης, όχι μόνο για τη χρήση του ανθρώπου, αλλά επίσης και σ’ αυτήν του ζώου.
Προσωπείο, με το οποίο αναπαράγεται η εικόνα του νεκρού, φορά ο νεκρός στην Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Ετρουρία, τη Ρώμη, το Μεξικό, στην Κολομβία, στη Ν. Γουινέα, το Περού, γενικά στην προκαλομβιανή Αμερική (300 π.Χ.-1000 μ.Χ.), την Καμπότζη, το Σιάμ, την Αφρική. Εδώ, θα περιοριστούμε εν πολλοίς στα ελληνικά δεδομένα θυμίζοντας ότι νεκρικά προσωπεία, και μάλιστα χρυσά, έχουν βρεθεί μέχρι τώρα στις Μυκήνες και στον μακεδονικό χώρο (Σίνδος, Αρχοντικό, Αμφίπολη) με, περίπου, δέκα αιώνες απόσταση μεταξύ τους.
Είναι πιθανό ότι οι Μυκηναίοι πήραν την ιδέα του νεκρικού προσωπείου από τους Αιγυπτίους. Τα προσωπεία εκεί κατασκευάζονταν είτε από πολύτιμα υλικά, χρυσό και ασήμι, είτε από ύφασμα καλυμμένο με στόκο ή ασβεστοκονίαμα, το οποίο ζωγράφιζαν. Αυτού του είδους τα προσωπεία ήταν στυλιζαρισμένα και απέδιδαν τα γενικά χαρακτηριστικά των νεκρών. Αργότερα, στην περιοχή Φαγιούμ της Αιγύπτου (1ος και 2οςαι. μ.Χ.), χρησιμοποιήθηκαν ρεαλιστικά πορτραίτα, τα οποία ζωγραφίζονταν με εγκαυστική στο ξύλο όσο ακόμη το άτομο ήταν ζωντανό. Η μάσκα-πορτραίτο προσαρμοζόταν στην περιοχή του προσώπου πάνω στο σάβανο της μούμιας.
Στον ταφικό κύκλο Α των Μυκηνών βρέθηκαν συνολικά πέντε χρυσές προσωπίδες, τρεις στον τάφο IV και δύο στον V, αν και οι βασιλικοί νεκροί ήταν επτά άνδρες, οκτώ γυναίκες και δύο βρέφη. Μία ακόμη προσωπίδα από ήλεκτρο προέρχεται από τον τάφο Γ του ταφικού κύκλου Β. Εκτός από μία που είναι από ήλεκτρο, οι άλλες έχουν κατασκευαστεί από παχύ χρυσό έλασμα, είναι έκτυπες, σφυρηλατήθηκαν σε ξύλινο πυρήνα και οι λεπτομέρειες προστέθηκαν κατόπιν με μικρό εργαλείο. Οι προσωπίδες στερεώνονταν με νήμα, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τις οπές που υπάρχουν στην περιοχή των αυτιών. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι περισσότερες, με εξαίρεση αυτή του «Αγαμέμνονα», έχουν σχηματικά, τυποποιημένα χαρακτηριστικά και ότι σχεδόν δεν διαφέρουν μεταξύ τους, μπορεί κανείς με ασφάλεια να συμπεράνει ότι δεν αποδίδουν ρεαλιστικά τα χαρακτηριστικά των προσώπων, οπωσδήποτε όμως γίνεται προσπάθεια να απεικονιστούν η ηλικία και η προσωπικότητα. Όλες είναι ανδρικές και όλες έχουν κλειστά τα μάτια. Άγνωστες παραμένουν οι αιτίες που ορισμένοι μόνο από τους νεκρούς, και μάλιστα τους άνδρες νεκρούς, έφεραν προσωπεία.
Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν προσωπεία από γύψο φτιαγμένα πάνω σε ξύλινες μήτρες. Συχνά τοποθετούνταν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού ή φοριόταν από έναν ηθοποιό, για να συνοδεύσει τη νεκρική πομπή στον τόπο ταφής.
Τα Φαγιούμ
Με τον όρο πορτραίτα Φαγιούμ εννοείται το σώμα των προσωπογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα από συνεχιστές της ύστερης ελληνιστικής παράδοσης της Αλεξανδρινής Σχολής και διασώθηκαν ως τη σημερινή εποχή. Τα πορτραίτα ανακάλυψε και ανέφερε πρώτος ο ιταλός περιηγητής Πιέτρο ντελα Βάλλε το 1615 (Pietro Della Valle)[1]. Αυτά τα νεκρικά πορτραίτα, προορισμένα για ταφική χρήση, πήραν το όνομά τους από την όαση Φαγιούμ, στην οποία ανακαλύφθηκαν αρχικά, 85 χλμ νότια του Καΐρου.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διεξήχθησαν από αγγλικές και γαλλικές αποστολές στις αρχές του 19ου αιώνα έφεραν στην επιφάνεια περισσότερες προσωπογραφίες, χωρίς ωστόσο να κεντριστεί το ενδιαφέρον των ειδημόνων της τέχνης. Το 1887, κάτοικοι της περιοχής κοντά στο ελ-Ρουμπαγιάτ ανακάλυψαν και ανέσκαψαν μομμιοποιημένα σώματα με προσωπογραφίες στη θέση της κεφαλής. Τα συγκεκριμένα έργα αγόρασε ο Θίοντορ Γκραφ (1840–1903), αυστριακός επιχειρηματίας και τα παρουσίασε σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και τη Νέα Υόρκη.
Ένα μεγάλο μέρος του συνολικού corpus, ωστόσο, ήλθε στην επιφάνεια χάρις στον άγγλο αρχαιολόγο Γουΐλιαμ Φλίντερς Πέτρι (Sir William Flinders Petrie), ο οποίος τον Ιανουάριο του 1900 αναζητώντας την είσοδο της πυραμίδας Χαουάρα στην όαση Φαγιούμ της Αιγύπτου, εντόπισε την ελληνορωμαϊκή νεκρόπολη της Αρσινόης, γνωστή από τον Ηρόδοτο ως Κροκοδείλων πόλις, κέντρο λατρείας του θεού Σομπέκ.
Οι Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετέφεραν τα Ελληνικά ταφικά έθιμα στην Αίγυπτο τον 4ο π.χ. αιώνα. Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τον στρατηλάτη Αλέξανδρο, η περιοχή του Φαγιούμ παραχωρήθηκε σε Μακεδόνες και άλλους Έλληνες βετεράνους, σαν ανταμοιβή για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.
Το Φαγιούμ είναι μια μαγευτική τοποθεσία 60 χιλιόμετρα νότια του Καΐρου στη δυτική όχθη του Νείλου.
Οι νέοι κληρονομικοί ιδιοκτήτες της Αιγυπτιακής γης ονομαζόταν κληρούχοι. Οι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι μετανάστες στο Φαγιούμ, αλλά και Εβραίοι, Σύριοι, Λίβυοι που συχνά παντρευόταν μεταξύ τους, ή με τους γηγενείς Αιγυπτίους και διαμόρφωναν σταδιακά μια κοσμοπολίτικη κοινωνία με έντονο το στοιχείο του συγκρητισμού στις παραδόσεις και τη θρησκεία της.
Αρχικά οι Έλληνες και άλλοι ξένοι που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο έμειναν σταθερά προσκολλημένοι στις δικές τους πεποιθήσεις και θεότητες, ωστόσο οι Αιγυπτιακές θρησκευτικές παραδόσεις που οι ρίζες τους χάνονταν στα βάθη των αιώνων, δεν ήταν εύκολο να σβήσουν ή να αγνοηθούν.
Σύμφωνα με την Αιγυπτιακή θρησκευτική παράδοση, κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση μπορούσε να γίνει δεκτός στο βασίλειο των θεών, αν όταν πέθαινε τον ταρίχευαν σωστά, περνούσε τις σχετικές δοκιμασίες και συνοδευόταν από το σωστό τελετουργικό.
Την ημέρα της κηδείας, αλλά και στην επέτειο του θανάτου ενός προσφιλούς προσώπου, η οικογένεια οργάνωνε νεκρόδειπνα για την ψυχή του νεκρού.
Στα χρόνια του Τιβέριου (44-37μ.χ) άρχισαν να τοποθετούνται πάνω στις μούμιες ζωγραφισμένες προσωπογραφίες των νεκρών και όχι οι τρισδιάστατες νεκρικές μάσκες με τα χαρακτηριστικά των νεκρών ζωγραφισμένα στην ανάγλυφη επιφάνειά τους.
Με βάση τις απόψεις των Αιγυπτίων για τη λατρεία των νεκρών, οι προσωπογραφίες του Φαγιούμ θα πρέπει οπωσδήποτε να θεωρούνταν αντικείμενα λατρείας, αφού οι μούμιες τις οποίες κοσμούσαν αποτελούσαν το αθάνατο υποκατάστατο του νεκρού.
Κι ενώ η μούμια και γενικότερα η αντίληψη ότι η διατήρηση της φυσικής μορφής του νεκρού είναι απαραίτητη για τη μετά θάνατον ζωή – αδιαμφισβήτητα τελετουργικό της Αιγυπτιακής θρησκείας – τα πορτραίτα ανήκουν στην νατουραλιστική παράδοση της Ελληνικής ζωγραφικής που εισήγαγαν οι Μακεδόνες έποικοι στην Αίγυπτο τον 4ο π.χ αιώνα.
Άριστα διατηρημένα εξαιτίας του ξηρού κλίματος της αιγυπτιακής ερήμου, τα πορτραίτα Φαγιούμ είναι ζωγραφισμένα είτε με την εγκαυστική τεχνική ή με την τεχνική της τέμπερας. Οι τεχνικές αυτές προέρχονται από την αρχαιοελληνική ζωγραφική παράδοση, που συνεχίστηκε στις πρωτοχριστιανικές εγκαυστικές εικόνες της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.
Η εγκαυστική τεχνική χαρακτηρίζεται από το λιωμένο κερί που με τη βοήθεια του «καυτηρίου», του πινέλου ή του «κέστρου» απλωνόταν πάνω στο ξύλο ή το πανί που έπρεπε να ζωγραφιστεί. Το κερί απλωνόταν ομοιόμορφα στη ζωγραφική επιφάνεια και πάνω του ο καλλιτέχνης εκτελούσε την παράσταση που επιθυμούσε. Στο έργο σε αρκετές περιπτώσεις και ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του νεκρού χρησιμοποιούνταν φύλλα χρυσού, με τα οποία αποδίδονταν διακοσμητικοί στέφανοι και κοσμήματα.
Πρακτικά μόνον οι πλούσιοι μπορούσαν να επωμισθούν τα έξοδα της δαπανηρής ταρίχευσης. Όλες οι νεκρικές τελετές αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση της μεταθανάτιας ζωής.
Μετά την ταρίχευση ο νεκρός επιστρέφει στους οικείους του. Αυτοί κατασκευάζουν από ξύλο ένα κούφιο ομοίωμα ανθρώπου, όπου τοποθετούν το σώμα, το κλείνουν και το διατηρούν στο ειδικό δωμάτιο, το οίκημα του θανάτου.
Παραμένει όμως το πρόβλημα ότι αυτού του είδους οι «φωτογραφίες», τα νεκρικά προσωπεία, πέρα από το να αποδίδουν συμβατικά τα χαρακτηριστικά, δεν ήταν προορισμένα να κρατηθούν στον κόσμο των ζωντανών. Παραμένει λοιπόν και η εικασία ότι το προσωπείο στους νεκρούς ήταν συνυφασμένο με τις αντιλήψεις για τη μετά θάνατο ζωή.
Μετέπειτα χρόνοι
Περί τα τέλη του Μεσαίωνα, η τεχνική κατασκευής νεκρικών προσωπείων αλλάζει. Δεν πρόκειται πια για γλυπτή ή ζωγραφική αναπαράσταση του προσώπου του νεκρού, αλλά για κέρινο ή γύψινο εκμαγείο αυτού. Εκτός από την τεχνική, αλλάζει και η χρήση. Τα νεκρικά προσωπεία δεν προορίζονται πλέον για ενταφιασμό με το σώμα. Χρησιμοποιούνται στις τελετές ταφής και, στη συνέχεια, φυλλάσσονται σε βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια και μουσεία.
Συνήθως ανήκουν σε μέλη βασιλικών οικογενειών και ευγενών, αλλά και σε ποιητές, φιλοσόφους, δραματουργούς, στρατιωτικούς. Με αυτόν τον τρόπο διασώθηκαν ως τις μέρες μας τα νεκρικά προσωπεία των: Napoleon Bonaparte, Dante, Voltaire, Oliver Cromwell, Abraham Lincoln και πολλών άλλων.
Τον 17ο αιώνα, σε μερικές Ευρωπαϊκές χώρες, ήταν σύνηθες φαινόμενο τα νεκρικά προσωπεία να χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ομοιώματος του νεκρού (συνήθως βασιλέως ή πολιτικού). Το εκμαγείο ζωγραφίζονταν ώστε να αποδίδονται πιο ζωντανά τα χαρακτηριστικά του νεκρού και το κοσμούσαν με ανθρώπινα μαλλιά.
Τα νεκρικά προσωπεία χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τους επιστήμονες (ανθρωπολόγους, εγκληματολόγους και ιατροδικαστές), από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, προκειμένου να καταγράψουν διαφοροποιήσεις στην ανθρώπινη φυσιογνωμία. Οι ανθρωπολόγοι τα χρησιμοποιούσαν (μαζί με τα προσωπεία ζωντανών ανθρώπων), προκειμένου να μελετήσουν τις φυλετικές διαφορές, ενώ οι εγκληματολόγοι για να διαπιστώσουν αν οι εγκληματίες παρουσιάζουν κάποια κοινά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά.
Στην ιατροδικαστική, και κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα, τα νεκρικά προσωπεία ήταν ο συνήθης τρόπος να αποτυπώνονται τα χαρακτηριστικά των προσώπων πτωμάτων αγνώστου ταυτότητας, έτσι ώστε να είναι δυνατή η αναγνώρισή τους αργότερα. Η χρήση αυτή σταμάτησε με τη διάδοση της φωτογραφίας. Μια νεκρική μάσκα που εμπίπτει σ’ αυτήν την τελευταία κατηγορία, ίσως η πιο διάσημη, είναι αυτή τηςΆγνωστης του Σηκουάνα.
Στα τέλη του 1880, ανασύρθηκε από τα νερά του Σηκουάνα στο Παρίσι, το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας. Καθώς δεν έφερε ίχνη βίας, ο θάνατός της αποδόθηκε σε αυτοκτονία. Το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο του Παρισιού όπου, ένας από το προσωπικό, γοητευμένος από την ομορφιά της κοπέλλας αποφάσισε να τη διατηρήσει, φτιάχνοντας ένα νεκρικό προσωπείο. Μπορεί το πτώμα του άτυχου κοριτσιού να μην αναγνωρίστηκε ποτέ, όμως το νεκρικό του προσωπείο πέρασε από το νεκροτομείο στα καλούπια των κατασκευαστών αγαλματιδίων και γέμισε το Παρίσι και τα σπίτια των μποέμ της εποχής. Εξακολουθεί να πωλείται ως αναμνηστικό.
Η πιο γνωστή του χρήση όμως, είναι αυτή της CPR Annie, μιας κούκλας που χρησιμοποιείται για την εκπαίδευση φοιτητών ιατρικής και νοσηλευτικής, καθώς και όλων όσοι παρακολουθούν μαθήματα καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης. Η πρώτη κούκλα προσομοίωσης με το πρόσωπο της άγνωστης του Σηκουάνα κατασκευάστηκε το 1960 και εξακολουθεί να επιβιώνει.
Το νεκρικό αυτό προσωπείο ενέπνευσε πολλούς δημιουργούς στο έργο τους. Υπάρχουν αρκετά έργα ζωγραφικής και γλυπτικής σχετικά, καθώς και πλείστες όσες αναφορές σε λογοτεχνικά έργα παγκοσμίως.
Πηγές
-Το μήνυμα που φέρνει το προσωπείο – ‘Αγγελος Γερακάρης
-Όψεις του προσωπείου – Δήμητρα Μήττα
-Προσωπίδα, δίψα για ζωή χωρίς τέλος – Ευγενία Κούκουρα
-L’Inconnue de la Seine – Vladimir Nabokov
-Ophelia of the Seine – Angelique Chrissafis
-Laurence Hutton Collection of Life and Death Masks – John Delaney