Τα κατάφερα τελικά και διάβασα την “Παναγία των Παρισίων” που έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Δε με δυσκόλεψε ιδιαίτερα, το βιβλίο είχε πολύ ενδιαφέρον, η δράση εξελισσόταν γρήγορα και όσα κεφάλαια μου φάνηκαν βαρετά, π.χ. το Παρίσι από ψηλά ή η περιγραφή της Παναγίας των Παρισίων, τα πέρασα “επί τροχάδην”.
Η υπόθεση, λίγο πολύ είναι γνωστή: ο πανάσχημος κωδωνοκρούστης του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων, ο Κουασιμόδος, ερωτεύεται τη νεαρή τσιγγάνα Εσμεράλδα, η οποία όμως αγαπάει έναν όμορφο αξιωματικό ο οποίος φυσικά δεν της δίνει σημασία. Την Εσμεράλδα διεκδικεί όμως κι ένας διεστραμμένος κληρικός που είναι παράφορα ερωτευμένος μαζί της, κι όλα αυτά κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τραγικό τέλος.
Η υπόθεση, λίγο πολύ είναι γνωστή: ο πανάσχημος κωδωνοκρούστης του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων, ο Κουασιμόδος, ερωτεύεται τη νεαρή τσιγγάνα Εσμεράλδα, η οποία όμως αγαπάει έναν όμορφο αξιωματικό ο οποίος φυσικά δεν της δίνει σημασία. Την Εσμεράλδα διεκδικεί όμως κι ένας διεστραμμένος κληρικός που είναι παράφορα ερωτευμένος μαζί της, κι όλα αυτά κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τραγικό τέλος.
Ο Καθεδρικός Ναός της Παναγίας των Παρισίων.
(Η φωτογραφία είναι από το http://hotelbeam.blogspot.com/, όπου υπάρχουν και ωραίες φωτογραφίες από το εσωτερικό του ναού)
Ο Βίκτωρ Ουγκώ άρχισε να γράφει την Παναγία των Παρισίων το 1829. Ασχολήθηκε όμως στο ενδιάμεσο με άλλα έργα, καθυστερώντας την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος και έτσι το καλοκαίρι του 1830 ο εκδότης του τον πίεσε να έχει τελειώσει μέχρι το Φεβρουάριο του 31. Ο Ουγκώ αγόρασε μελάνι, ένα γκρι μάλλινο χιτώνα και κάθισε στο γραφείο του, αρνούμενος να βγει έξω, με εξαίρεση τα βράδια που επισκεπτόταν την Παναγία των Παρισίων. Είχε ήδη μελετήσει καλά την ιστορία του ναού, διαβάζοντας παλιά συγγράμματα, βιβλία και κείμενα νομοθεσίας. Κολλημένος κυριολεκτικά στο γραφείο του για έξι μήνες, κατάφερε, τον Ιανουάριο του 1831, να τελειώσει το μυθιστόρημα.
Το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία και σύντομα ο Ουγκώ έγινε ο διασημότερος, εν ζωή, συγγραφέας στην Ευρώπη. Υπήρξε όμως και μια άλλη θετική επίπτωση της επιτυχίας του βιβλίου του: η παλιά και ερειπωμένη εκκλησία της Notre-Dam άρχισε να προσελκύει χιλιάδες τουρίστες, που όμως απογοητεύονταν βλέποντας την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κτήριο. Έτσι στα 1845 αποφασίστηκε να γίνουν έργα αποκατάστασης, τα οποία κράτησαν 19 χρόνια, μέχρι να πάρει ο ναός τη σημερινή του μορφή.
Το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία και σύντομα ο Ουγκώ έγινε ο διασημότερος, εν ζωή, συγγραφέας στην Ευρώπη. Υπήρξε όμως και μια άλλη θετική επίπτωση της επιτυχίας του βιβλίου του: η παλιά και ερειπωμένη εκκλησία της Notre-Dam άρχισε να προσελκύει χιλιάδες τουρίστες, που όμως απογοητεύονταν βλέποντας την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κτήριο. Έτσι στα 1845 αποφασίστηκε να γίνουν έργα αποκατάστασης, τα οποία κράτησαν 19 χρόνια, μέχρι να πάρει ο ναός τη σημερινή του μορφή.
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το
http://hugo-online.org/works/novels/1831-the-hunchback-of-notre-dame/
http://hugo-online.org/works/novels/1831-the-hunchback-of-notre-dame/
Εικόνα από την πρώτη έκδοση της Παναγίας των Παρισίων (1831)
από τη Βικιπαίδεια
από τη Βικιπαίδεια
Μια από τις καλύτερες σκηνές του βιβλίου είναι η δίκη του κουφού -από τις καμπάνες- Κουασιμόδου, στην οποία ο δικαστής είναι κι αυτός κουφός! Προσέξτε την ειρωνεία. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στο έτος 1482, αλλά είναι φανερό πως ο Ουγκώ θέλει να καυτηριάσει την αδικία στην απονομή της δικαιοσύνης που επικρατούσε στην εποχή του, δηλαδή στα 1830.
Ο Ουγκώ ήταν ένας άνθρωπος που σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε υπέρ του δικαίου και υπερασπίστηκε με πάθος τις φιλελεύθερες ιδέες του, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί από τη Γαλλία και να ζήσει για 20 χρόνια σε ένα μικρό νησί της Αγγλίας.
Στο απόσπασμα περιγράφεται με κωμικοτραγικό τρόπο το αδύνατο της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου όταν ο δικαστής είναι προκατειλημμένος εναντίον του.
Ο Ουγκώ ήταν ένας άνθρωπος που σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε υπέρ του δικαίου και υπερασπίστηκε με πάθος τις φιλελεύθερες ιδέες του, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί από τη Γαλλία και να ζήσει για 20 χρόνια σε ένα μικρό νησί της Αγγλίας.
Στο απόσπασμα περιγράφεται με κωμικοτραγικό τρόπο το αδύνατο της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου όταν ο δικαστής είναι προκατειλημμένος εναντίον του.
-Τ’ όνομά σου;
Αλλά να που του τύχαινε τώρα μια περίπτωση που δεν την είχε προβλέψει ο νόμος: ένας κουφός να ανακρίνει έναν άλλον κουφό.
Ο Κουασιμόδος, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την ερώτηση που του είχαν απευθύνει, εξακολουθούσε να κοιτάζει σταθερά τον δικαστή και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Ο δικαστής, κουφός κι αυτός, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την κουφαμάρα του κατηγορουμένου, πίστεψε πως εκείνος του είχε απαντήσει, όπως έκαναν συνήθως όλοι οι κατηγορούμενοι, κι εξακολούθησε να ανακρίνει με τη μηχανική και χαυνωμένη απάθειά του:
-Πολύ καλά. Ηλικία;
Ο Κουασιμόδος δεν απάντησε ούτε σ’ αυτή την ερώτηση. Ο δικαστής νόμισε πάλι ότι είχε πάρει απάντηση και συνέχισε:
-Και τώρα πες μου το επάγγελμά σου.
Πάντα η ίδια σιωπή. Στο μεταξύ, σιγανοί ψίθυροι είχαν αρχίσει στο ακροατήριο, που αλληλοκοιτάζονταν με απορία.
-Αρκεί, συνέχισε ο μακάριος δικαστής, πιστεύοντας ότι ο κατηγορούμενος είχε ολοκληρώσει την τρίτη του απάντηση.
Κατηγορείσαι ενώπιον του δικαστηρίου, πρώτον, για διατάραξη της νυχτερινής ησυχίας, δεύτερον για ατιμωτική βιαιοπραγία εις βάρος γυναικός ελευθερίων ηθών, τρίτον για αντίσταση και ανυπακοή στους τοξοβόλους της φρουράς του βασιλιά και αφέντη μας. Απολογήσου για όλα αυτά. Εσύ, γραμματέα, κατέγραψες όσα είπε ο κατηγορούμενος ως τώρα;
Σ’ αυτή τη στενόχωρη ερώτηση ακούστηκε ένα ξέσπασμα γέλιου που ξεκίνησε από τον γραμματέα κι έφτασε ως το ακροατήριο, ένα γέλιο τόσο ξέφρενο, τόσο τρελό, τόσο μεταδοτικό, τόσο καθολικό, που ακόμη και οι δύο κουφοί το αντιλήφθηκαν. Ο Κουασιμόδος στράφηκε ορθώνοντας επιτιμητικά την καμπούρα του, ενώ ο κύριος Φλοριάν, κατάπληκτος, και νομίζοντας τελικά ότι οι θεατές γελούσαν επειδή ο κατηγορούμενος είχε δώσει κάποια θρασύτατη απάντηση –και αυτή του την εντύπωση την ενίσχυε το σήκωμα των ώμων του Κουασιμόδου-, του είπε αγανακτισμένος:
-Θα έπρεπε να σε κρεμάσουν για την απάντησή σου, ηλίθιε! Ξέρεις σε ποιον μιλάς;
Αλλά να που του τύχαινε τώρα μια περίπτωση που δεν την είχε προβλέψει ο νόμος: ένας κουφός να ανακρίνει έναν άλλον κουφό.
Ο Κουασιμόδος, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την ερώτηση που του είχαν απευθύνει, εξακολουθούσε να κοιτάζει σταθερά τον δικαστή και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Ο δικαστής, κουφός κι αυτός, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την κουφαμάρα του κατηγορουμένου, πίστεψε πως εκείνος του είχε απαντήσει, όπως έκαναν συνήθως όλοι οι κατηγορούμενοι, κι εξακολούθησε να ανακρίνει με τη μηχανική και χαυνωμένη απάθειά του:
-Πολύ καλά. Ηλικία;
Ο Κουασιμόδος δεν απάντησε ούτε σ’ αυτή την ερώτηση. Ο δικαστής νόμισε πάλι ότι είχε πάρει απάντηση και συνέχισε:
-Και τώρα πες μου το επάγγελμά σου.
Πάντα η ίδια σιωπή. Στο μεταξύ, σιγανοί ψίθυροι είχαν αρχίσει στο ακροατήριο, που αλληλοκοιτάζονταν με απορία.
-Αρκεί, συνέχισε ο μακάριος δικαστής, πιστεύοντας ότι ο κατηγορούμενος είχε ολοκληρώσει την τρίτη του απάντηση.
Κατηγορείσαι ενώπιον του δικαστηρίου, πρώτον, για διατάραξη της νυχτερινής ησυχίας, δεύτερον για ατιμωτική βιαιοπραγία εις βάρος γυναικός ελευθερίων ηθών, τρίτον για αντίσταση και ανυπακοή στους τοξοβόλους της φρουράς του βασιλιά και αφέντη μας. Απολογήσου για όλα αυτά. Εσύ, γραμματέα, κατέγραψες όσα είπε ο κατηγορούμενος ως τώρα;
Σ’ αυτή τη στενόχωρη ερώτηση ακούστηκε ένα ξέσπασμα γέλιου που ξεκίνησε από τον γραμματέα κι έφτασε ως το ακροατήριο, ένα γέλιο τόσο ξέφρενο, τόσο τρελό, τόσο μεταδοτικό, τόσο καθολικό, που ακόμη και οι δύο κουφοί το αντιλήφθηκαν. Ο Κουασιμόδος στράφηκε ορθώνοντας επιτιμητικά την καμπούρα του, ενώ ο κύριος Φλοριάν, κατάπληκτος, και νομίζοντας τελικά ότι οι θεατές γελούσαν επειδή ο κατηγορούμενος είχε δώσει κάποια θρασύτατη απάντηση –και αυτή του την εντύπωση την ενίσχυε το σήκωμα των ώμων του Κουασιμόδου-, του είπε αγανακτισμένος:
-Θα έπρεπε να σε κρεμάσουν για την απάντησή σου, ηλίθιε! Ξέρεις σε ποιον μιλάς;
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη
Η απολογία του Κουασιμόδου υπάρχει στο παρακάτω απόσπασμα από την ταινία “Η Παναγία των Παρισίων”, παραγωγής 1939.
Ο Κουασιμόδος εμφανίζεται ενώπιον του δικαστή στο 5΄και 40΄΄ και η στιχομυθία μεταξύ …των δύο κουφών διαρκεί μέχρι το 7΄και 35΄΄:
Ο Κουασιμόδος εμφανίζεται ενώπιον του δικαστή στο 5΄και 40΄΄ και η στιχομυθία μεταξύ …των δύο κουφών διαρκεί μέχρι το 7΄και 35΄΄:
Τον Κουασιμόδο στην ταινία ενσαρκώνει ο Τσαρλς Λότον
Για τους αρχαίους Έλληνες η δικαιοσύνη ήταν τυφλή. Για τον Ουγκώ η δικαιοσύνη, εκτός από τυφλή, είναι και κουφή! Και δυστυχώς από το περιστατικό με τον Φώτη Δήμου, φαίνεται πως ακόμη και στις μέρες μας, η δικαιοσύνη παραμένει, αν όχι κουφή, τουλάχιστον βαρύκοη…
Η Μορίν Ο΄Χάρα παίζει στην ταινία του 1939 την Εσμεράλδα
(από τοhttp://www.dvdbeaver.com/film/Reviews/hunchback_of_notre_dame.htm)
Ο Ουγκώ περιγράφει με μοναδικό τρόπο την αγάπη του Κουασιμόδου για τις καμπάνες του, μια αγάπη που φτάνει συχνά στα όρια του πρωτόγονου πάθους:
…εκείνο που του έδινε λίγη ευτυχία ήταν οι καμπάνες. Τις αγαπούσε, τις χάιδευε, μιλούσε μαζί τους, τις κατανοούσε. Από τις μικρές καμπανούλες του καμπαναριού, πάνω από τη διασταύρωση, μέχρι τη χοντρή καμπάνα του πρόπυλου, ένιωθε για όλες την ίδια στοργή. (…)
Ωστόσο, ήταν αυτές οι ίδιες καμπάνες που τον είχαν κουφάνει. Όμως, είναι γνωστό πως οι μητέρες αγαπούν συνήθως περισσότερο το παιδί που τους έχει χαρίσει τις μεγαλύτερες πίκρες.
Η αλήθεια είναι ότι η φωνή τους ήταν η μοναδική φωνή που του ήταν δυνατό να ακούει ακόμη. Κι έτσι, η πιο μεγάλη καμπάνα ήταν και η πιο αγαπημένη του. Αυτή την προτιμούσε απ’ όλη εκείνη την οικογένεια των φωνακλάδικων κοριτσιών που αναπηδούσαν τριγύρω του τις γιορτινές μέρες. Τούτη η βαριά καμπάνα άκουγε στο όνομα Μαρία. Ήταν μόνη στον κάτω πύργο, μαζί με την αδελφή της, τη Ζακλίν, μια μικρότερη καμπάνα κλεισμένη σε ένα κλουβί μικρότερο από της πρώτης. (…) Ο Κουασιμόδος είχε, λοιπόν, δεκαπέντε καμπάνες στο σεράι του.
Αλλά η χοντρή Μαρία ήταν η ευνοούμενή του.
Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς την έκταση της χαράς του τις μέρες της μεγάλης καμπανοκρουσίας. Τη στιγμή που ο αρχιδιάκος τον άφηνε και του έλεγε: «Εμπρός, πήγαινε!», αυτός ανέβαινε την περιστροφική σκάλα του καμπαναριού πιο γρήγορα απ’ όσο θα την κατέβαινε κάποιος άλλος. Ορμούσε ξεφυσώντας από την τρεχάλα στον εναέριο θάλαμο όπου βρισκόταν η χοντρή, βαριά καμπάνα, και στεκόταν μια στιγμή να την κοιτάξει με ευλάβεια και αγάπη, Ύστερα άρχιζε να της μιλά γλυκά, να τη χαϊδεύει παντού, σαν ένα καλό άλογο που το ετοιμάζουμε για να κάνει μεγάλο δρόμο. Την παρηγορούσε για τον κόπο που την περίμενε. Ύστερα απ’ αυτά τα πρώτα χάδια φώναζε στους βοηθούς του, που ήταν στο κάτω πάτωμα του πύργου, να αρχίσουν. Και τότε αυτοί κρεμιούνταν από τα σχοινιά, το μάγκανο έτριζε και το γιγαντιαίο μεταλλικό κουδούνι λικνιζόταν αργά. (…)
Ξαφνικά η φρενίτιδα της καμπάνας τον συνέπαιρνε ολότελα. Το βλέμμα του γινόταν αλλόκοτο, περίμενε το πέρασμα της καμπάνας, σαν την αράχνη που καραδοκεί τη μύγα, και απότομα ριχνόταν με όλο του το σώμα πάνω της. Και τότε, κρεμασμένος πάνω από το βάραθρο, εκτοξευμένος στη φοβερή ταλάντωση της καμπάνας, γράπωνε το μπρούτζινο τέρας απ’ τα αυτιά, το καβαλίκευε σφιχτά με τα γόνατά του, το σπιρούνιζε με τις φτέρνες του και διπλασίαζε με όλη του την ορμή και με όλο το βάρος του κορμιού του την παραφορά της καμπάνας. Τότε ο πύργος τρανταζόταν ολόκληρος. Εκείνος ούρλιαζε και τα δόντια του έτριζαν, τα αγριοκόκκινα μαλλιά του ορθώνονταν, το στήθος του ξεφυσούσε δυνατά σαν φυσερό, τα μάτια του αστραποβολούσαν και η τερατώδης καμπάνα χρεμέτιζε ξεφυσώντας από κάτω του.
Ωστόσο, ήταν αυτές οι ίδιες καμπάνες που τον είχαν κουφάνει. Όμως, είναι γνωστό πως οι μητέρες αγαπούν συνήθως περισσότερο το παιδί που τους έχει χαρίσει τις μεγαλύτερες πίκρες.
Η αλήθεια είναι ότι η φωνή τους ήταν η μοναδική φωνή που του ήταν δυνατό να ακούει ακόμη. Κι έτσι, η πιο μεγάλη καμπάνα ήταν και η πιο αγαπημένη του. Αυτή την προτιμούσε απ’ όλη εκείνη την οικογένεια των φωνακλάδικων κοριτσιών που αναπηδούσαν τριγύρω του τις γιορτινές μέρες. Τούτη η βαριά καμπάνα άκουγε στο όνομα Μαρία. Ήταν μόνη στον κάτω πύργο, μαζί με την αδελφή της, τη Ζακλίν, μια μικρότερη καμπάνα κλεισμένη σε ένα κλουβί μικρότερο από της πρώτης. (…) Ο Κουασιμόδος είχε, λοιπόν, δεκαπέντε καμπάνες στο σεράι του.
Αλλά η χοντρή Μαρία ήταν η ευνοούμενή του.
Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς την έκταση της χαράς του τις μέρες της μεγάλης καμπανοκρουσίας. Τη στιγμή που ο αρχιδιάκος τον άφηνε και του έλεγε: «Εμπρός, πήγαινε!», αυτός ανέβαινε την περιστροφική σκάλα του καμπαναριού πιο γρήγορα απ’ όσο θα την κατέβαινε κάποιος άλλος. Ορμούσε ξεφυσώντας από την τρεχάλα στον εναέριο θάλαμο όπου βρισκόταν η χοντρή, βαριά καμπάνα, και στεκόταν μια στιγμή να την κοιτάξει με ευλάβεια και αγάπη, Ύστερα άρχιζε να της μιλά γλυκά, να τη χαϊδεύει παντού, σαν ένα καλό άλογο που το ετοιμάζουμε για να κάνει μεγάλο δρόμο. Την παρηγορούσε για τον κόπο που την περίμενε. Ύστερα απ’ αυτά τα πρώτα χάδια φώναζε στους βοηθούς του, που ήταν στο κάτω πάτωμα του πύργου, να αρχίσουν. Και τότε αυτοί κρεμιούνταν από τα σχοινιά, το μάγκανο έτριζε και το γιγαντιαίο μεταλλικό κουδούνι λικνιζόταν αργά. (…)
Ξαφνικά η φρενίτιδα της καμπάνας τον συνέπαιρνε ολότελα. Το βλέμμα του γινόταν αλλόκοτο, περίμενε το πέρασμα της καμπάνας, σαν την αράχνη που καραδοκεί τη μύγα, και απότομα ριχνόταν με όλο του το σώμα πάνω της. Και τότε, κρεμασμένος πάνω από το βάραθρο, εκτοξευμένος στη φοβερή ταλάντωση της καμπάνας, γράπωνε το μπρούτζινο τέρας απ’ τα αυτιά, το καβαλίκευε σφιχτά με τα γόνατά του, το σπιρούνιζε με τις φτέρνες του και διπλασίαζε με όλη του την ορμή και με όλο το βάρος του κορμιού του την παραφορά της καμπάνας. Τότε ο πύργος τρανταζόταν ολόκληρος. Εκείνος ούρλιαζε και τα δόντια του έτριζαν, τα αγριοκόκκινα μαλλιά του ορθώνονταν, το στήθος του ξεφυσούσε δυνατά σαν φυσερό, τα μάτια του αστραποβολούσαν και η τερατώδης καμπάνα χρεμέτιζε ξεφυσώντας από κάτω του.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη
Ο Λον Τσάνεϊ ως Κουασιμόδος σε μια παλαιότερη ταινία, του 1923.
Η φωτογραφία δείχνει μια ακόμα συγκινητική και ανθρώπινη σκηνή του βιβλίου. Ο Κουασιμόδος, μετά την ποινή της μαστίγωσης, αφήνεται στον τόπο του μαρτυρίου του να υποφέρει. Μάταια εκλιπαρεί για λίγο νερό. Κανείς δεν τον πλησιάζει, μέχρι που η Εσμεράλδα, αψηφώντας τις κραυγές και κοροϊδίες του κόσμου, του προσφέρει να πιει νερό από μια κανάτα.
Ύστερα από λίγα λεπτά ο Κουασιμόδος περιέφερε το γεμάτο αγωνία βλέμμα του στον κόσμο κι επανέλαβε με ακόμη πιο σπαρακτική κραυγή:
-Νερό!
Κι όλοι ξανάβαλαν τα γέλια.
Τότε ο Ρομπέν Πουσπέν του πέταξε στα μούτρα ένα σφουγγάρι που το είχε μουσκέψει στο βούρκο.
-Πιες αυτό εδώ! φώναξε. Έλα, πιάσ’ το, βρομιάρη κουφέ! Στο χρωστάω.
Ταυτόχρονα μια γυναίκα του έριξε μια πέτρα που τον βρήκε στο κεφάλι.
-Άρπα την! Για να μάθεις να μας ξυπνάς τη νύχτα με τα αναθεματισμένα τα καμπανάκια σου, ούρλιαξε. (…)
-Νερό! επανέλαβε τρίτη φορά ο Κουασιμόδος ασθμαίνοντας.
Την ίδια στιγμή είδε το πλήθος να παραμερίζει. Μια κοπέλα με αλλόκοτη φορεσιά και με ένα ντέφι στο χέρι πρόβαλε μέσα από τον κόσμο. Τη συνόδευε ένα μικρό, κάτασπρο κατσικάκι με χρυσωμένα κερατάκια.
Το μοναδικό μάτι του Κουασιμόδου άστραψε. Είδε τη γυφτοπούλα που ο ίδιος είχε προσπαθήσει να απαγάγει την περασμένη νύχτα και που γι’ αυτήν είχε την αόριστη εντύπωση ότι τον τιμωρούσαν τώρα. Βέβαια, αυτό δεν ήταν αλήθεια, αφού η καταδίκη του οφειλόταν απλώς στην κακοτυχία του ότι αφενός ήταν κουφός και αφετέρου τον είχε δικάσει ένας κουφός. Όμως ήταν σίγουρος ότι το κορίτσι είχε έρθει για να τον εκδικηθεί με τη σειρά του και να του δώσει ένα ακόμη χτύπημα όπως όλοι οι άλλοι. (…)
Η κοπέλα πλησίασε αμίλητη τον κατάδικο, που στριφογύριζε μάταια για να της ξεφύγει, και τραβώντας ένα παγούρι από τη ζώνη της το έφερε απαλά στα κατάξερα χείλη του.
Και τότε, απ’ αυτό το ως τώρα ολόστεγνο και πυρωμένο μάτι είδαν ένα χοντρό δάκρυ να κυλά αργά σε όλο το κακάσχημο και παραμορφωμένο από τις συσπάσεις πρόσωπό του. Ίσως ήταν το πρώτο δάκρυ που είχε χύσει ποτέ ο άμοιρος.
Παρ’ όλα αυτά ξεχνούσε να πιει. Η τσιγγανοπούλα έκανε πάλι τη γνωστή της γκριμάτσα και με ένα ανυπόμονο χαμόγελο ακούμπησε το στόμιο του παγουριού στα χείλη του Κουασιμόδου με τα σουβλόδοντα. Εκείνος ήπιε άπληστα, με ασίγαστη δίψα.
-Νερό!
Κι όλοι ξανάβαλαν τα γέλια.
Τότε ο Ρομπέν Πουσπέν του πέταξε στα μούτρα ένα σφουγγάρι που το είχε μουσκέψει στο βούρκο.
-Πιες αυτό εδώ! φώναξε. Έλα, πιάσ’ το, βρομιάρη κουφέ! Στο χρωστάω.
Ταυτόχρονα μια γυναίκα του έριξε μια πέτρα που τον βρήκε στο κεφάλι.
-Άρπα την! Για να μάθεις να μας ξυπνάς τη νύχτα με τα αναθεματισμένα τα καμπανάκια σου, ούρλιαξε. (…)
-Νερό! επανέλαβε τρίτη φορά ο Κουασιμόδος ασθμαίνοντας.
Την ίδια στιγμή είδε το πλήθος να παραμερίζει. Μια κοπέλα με αλλόκοτη φορεσιά και με ένα ντέφι στο χέρι πρόβαλε μέσα από τον κόσμο. Τη συνόδευε ένα μικρό, κάτασπρο κατσικάκι με χρυσωμένα κερατάκια.
Το μοναδικό μάτι του Κουασιμόδου άστραψε. Είδε τη γυφτοπούλα που ο ίδιος είχε προσπαθήσει να απαγάγει την περασμένη νύχτα και που γι’ αυτήν είχε την αόριστη εντύπωση ότι τον τιμωρούσαν τώρα. Βέβαια, αυτό δεν ήταν αλήθεια, αφού η καταδίκη του οφειλόταν απλώς στην κακοτυχία του ότι αφενός ήταν κουφός και αφετέρου τον είχε δικάσει ένας κουφός. Όμως ήταν σίγουρος ότι το κορίτσι είχε έρθει για να τον εκδικηθεί με τη σειρά του και να του δώσει ένα ακόμη χτύπημα όπως όλοι οι άλλοι. (…)
Η κοπέλα πλησίασε αμίλητη τον κατάδικο, που στριφογύριζε μάταια για να της ξεφύγει, και τραβώντας ένα παγούρι από τη ζώνη της το έφερε απαλά στα κατάξερα χείλη του.
Και τότε, απ’ αυτό το ως τώρα ολόστεγνο και πυρωμένο μάτι είδαν ένα χοντρό δάκρυ να κυλά αργά σε όλο το κακάσχημο και παραμορφωμένο από τις συσπάσεις πρόσωπό του. Ίσως ήταν το πρώτο δάκρυ που είχε χύσει ποτέ ο άμοιρος.
Παρ’ όλα αυτά ξεχνούσε να πιει. Η τσιγγανοπούλα έκανε πάλι τη γνωστή της γκριμάτσα και με ένα ανυπόμονο χαμόγελο ακούμπησε το στόμιο του παγουριού στα χείλη του Κουασιμόδου με τα σουβλόδοντα. Εκείνος ήπιε άπληστα, με ασίγαστη δίψα.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη
Η Εσμεράλδα δίνει νερό στον Κουασιμόδο (από 4΄07΄΄ έως 7΄48΄΄)
Η Παναγία των Παρισίων, εκτός από ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, είναι μια συγκλονιστική καταγγελία της ανισότητας στην απονομή δικαιοσύνης, της κοινωνικής αδικίας, της υποκρισίας του εκκλησιαστικού κατεστημένου και βέβαια της θανατικής ποινής.
Είναι όμως και ένας ύμνος στην ανθρωπιά, στην καλοσύνη και στον έρωτα. Με λίγα λόγια, ένα σπουδαίο βιβλίο από ένα σπουδαίο συγγραφέα και άνθρωπο.
Είναι όμως και ένας ύμνος στην ανθρωπιά, στην καλοσύνη και στον έρωτα. Με λίγα λόγια, ένα σπουδαίο βιβλίο από ένα σπουδαίο συγγραφέα και άνθρωπο.
http://logomnimon.wordpress.com/%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CF%84%CE%BF%CF%81-%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%BA%CF%8C/