Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1863 (29 Απριλίου) και πέθανε στην ίδια πόλη το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του. Ηταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου Ι. Καβάφη (Κωνσταντινούπολη, 1814 - Αλεξάνδρεια, 1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος που οι ρίζες του φαίνεται πως είναι βυζαντινές και της Χαρίκλειας Φωτιάδη (Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως, 1834 - Αλεξάνδρεια, 1899) από παλαιότατη οικογένεια της Πόλης. Υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της Αλεξάνδρειας.
Ο μικρός Καβάφης ζει τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες ευημερίας. Στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού των Καβάφηδων στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, στεγάζονταν τα γραφεία του ακμαιότατου εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία» (κύριος συνέταιρος ο Γεώργιος Καβάφης, θείος του ποιητή, εγκατεστημένος στο Λονδίνο), ενώ η οικογένεια του Πέτρου Καβάφη διαβίωνε με χαρακτηριστική άνεση στο πρώτο και στο δεύτερο πάτωμα, διατηρώντας Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα τροφό, Έλληνες υπηρέτες, Ιταλό αμαξά και Αιγύπτιο θυρωρό!
To 1870 με το θάνατο του πατέρα Καβάφη αρχίζει, ουσιαστικά, η σταθερή πορεία της οικογένειας προς την οικονομική κρίση και παρακμή. Το 1872 η Χαρίκλεια Καβάφη μετακομίζει με τα παιδιά της στην Αγγλία όπου και θα παραμείνουν τα επόμενα έξι χρόνια (κυρίως στο Λίβερπουλ αλλά και στο Λονδίνο). Ο μικρός Καβάφης σπουδάζει σε αγγλικό σχολείο όπου και διδάσκεται για μητρική του γλώσσα την αγγλική αλλά παράλληλα μαθαίνει και ελληνικά και γαλλικά. Μετά από λίγα χρόνια παραμονής στην Αγγλία αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια καθώς τα οικονομικά της οικογένειας πηγαίνουν άσχημα και η οικογενειακή επιχείρηση διαλύεται. Ο Καβάφης συνεχίζει τις σπουδές του στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής» ενώ παράλληλα υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιστροφή από την Αγγλία (1878) και στο ξεκίνημα της φοίτησης στον «Ερμή» (1881), ο Καβάφης είχε αρχίσει να μελετά και να εργάζεται πνευματικά από μόνος του, χρησιμοποιώντας βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Σ' αυτήν την τριετία ανάγεται και η φιλόδοξη απόπειρά του να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε αφού τα λήμματα του έργου σταμάτησαν «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος».
Το 1882, στη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης κατά των Αγγλων, πηγαίνει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Η τριετής παραμονή του Καβάφη στην Πόλη αποδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική και κρίσιμη για διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με τις βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου, ο ομοσεξουαλισμός του άρχισε να εκδηλώνεται στα 1883. Παράλληλα, γνωρίζουμε, ότι ο ποιητής άρχισε να εκφράζει ζωηρό ενδιαφέρον για να ακολουθήσει πολιτική και δημοσιογραφική καριέρα. Φυσικά, το πιο αξιοσημείωτο αυτής της περιόδου, είναι το γεγονός ότι η παραμονή του στην Πόλη συμπίπτει με τις πρώτες μαρτυρημένες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Τεκμήριο της πρώιμης αυτής προσπάθειας του Καβάφη, αποτελεί μια ομάδα αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εκδόθηκαν μαζί με άλλα ανέκδοτα ποιήματα το 1968 από το Γ.Π. Σαββίδη. Τον καιρό εκείνο συμπληρώνει και τις μελέτες του πάνω στην αρχαία και μεσαιωνική ελληνική φιλολογία που τις είχε αρχίσει την εποχή ακόμα που βρισκόταν στην Αγγλία.
Τον Οκτώβριο του 1885, ο Καβάφης γυρίζει στην Αλεξάνδρεια μαζί με τη μητέρα του και τους αδελφούς του, Αλέξανδρο και Παύλο. Με την επιστροφή του, ο Καβάφης εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα (που είχε αποκτήσει ο πατέρας του στα 1850) και παίρνει την ελληνική.
Τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή στην Αλεξάνδρεια είναι μια περίοδος προσαρμογής. Ο Καβάφης αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη συστηματικά, αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα όπως του δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο Αρδεύσεων (1889-1892) όπου και θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος το 1892 και θα εργαστεί μόνιμα εκεί επί τριάντα χρόνια, μέχρι το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη.
Η κυριότερη χρονολογική τομή ως προς την εξέλιξη του έργου του ποιητή, κατά την εποχή αυτή, τοποθετείται στα 1891. Είναι η χρονιά κατά την οποία ο Καβάφης εκδίδει σε μονόφυλλο το πρώτο πραγματικά αξιόλογο ποίημά του (το Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα πιο αξιόλογα πεζά του κείμενα, όπως τα δύο περί των «Ελγινείων» που παρουσιάζουν δημόσια την πολιτική πλευρά του ποιητή, «Ολίγαι λέξεις περί στιχουργίας» και άλλα.
Τα οικονομικά του βελτιώνονται σημαντικά και τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει στο Κάιρο (1893), στο Παρίσι και στο Λονδίνο με τον αδελφό του Τζων (1897). Το 1899 πεθαίνει η μητέρα του σε ηλικία 65 ετών, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή. Το 1901 και το 1903 ταξιδεύει στην Ελλάδα και γνωρίζεται στην Αθήνα με Ελληνες πεζογράφους (Πολέμης, Ξενόπουλος, Πορφύρας). Στις 30 Νοεμβρίου του 1903, δημοσιεύεται στα Παναθήναια το ιστορικό άρθρο του Ξενόπουλου για τον Καβάφη με τίτλο «Ένας Ποιητής». Την ίδια χρονιά γράφει και το σημαντικότερο πεζό κείμενό του, τον «φιλοσοφικό έλεγχο» των ποιημάτων του που είναι γνωστό με τον τίτλο «Ποιητική». Τα επόμενα χρόνια κυλούν ανάμεσα σε ποιητικούς, φιλοσοφικούς στοχασμούς, γνωριμίες με εξέχουσες προσωπικότητες στην Αλεξάνδρεια (Ιων Δραγούμης, Ε.Μ. Φόρστερ), ανανεώσεις συμβολαίων εργασίας στις Αρδεύσεις και τους διαδοχικούς θανάτους των αδερφών του. Σημαντικό βιογραφικό στοιχείο αποτελεί και η εγκατάσταση του ποιητή στο περίφημο σπίτι-εργαστήρι της οδού Λέψιους στα 1907, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα, ποσοτικά και ποιοτικά του έργου του.
Το 1922 δηλώνει την πρόθεσή του να μη συνεχίσει την εργασία του στις Αρδεύσεις απ' όπου και παραιτείται με το βαθμό του υποτμηματάρχη («επιτέλους ελευθερώθηκα απ' αυτό το μισητό πράγμα») και χωρίς καμιά περίσπαση αφοσιώνεται στη συμπλήρωση του ποιητικού του έργου. Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου απονέμει στον Καβάφη το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται υποστηρίζοντας ότι «Το παράσημο μου το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, την οποία σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή του παρασήμου θα είναι προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν γι' αυτό και το κρατώ». Το 1927 γνωρίζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Νίκο Καζαντζάκη. Από το 1930 αρχίζει να υποφέρει από το λάρυγγά του και τον Ιούλιο του 1932 οι γιατροί διαγιγνώσκουν καρκίνο του λάρυγγα. Πηγαίνει στην Αθήνα όπου εισάγεται σε νοσοκομείο και του γίνεται τραχειοτομία. Μετά από τετράμηνη παραμονή στην Αθήνα, επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια όπου και το επόμενο έτος, 1933, στις 29 Απριλίου, μέρα των γενεθλίων του, πεθαίνει.
Το «πάθος» του Κ.Π. Καβάφη
Ο Καβάφης είχε ένα μεγάλο «πάθος», μια παρεκτροπή από τα συνήθη που οι περισσότεροι μελετητές του έργου και της ζωής του θεωρούν ότι πρόκειται για την ομοφυλοφιλική ερωτική ζωή του ποιητή.
Χαρακτηριστικές του ψυχοπνευματικού βασανισμού του είναι οι βραχυγραφημένες σημειώσεις που κρατά:
«Πρέπει αλύγιστα να επιβάλω στον εαυτό μου ένα τέρμα εώς την 1η Απριλίου, διαφορετικά δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω. Θ' αρρωστήσω και πώς θα περάσω τη θάλασσα, και πώς, αρρωστημένος θ' απολαύσω το ταξίδι μου;
16 Μαρτίου: Μεσάνυχτα. Υπέκυψα εκ νέου. Απελπισία, απελπισία, απελπισία. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει. Παρεκτός αν σταματήσω ως τις 15 Απριλίου. Ο θεός βοηθός.»
και κάπου αλλού:
«Υφίσταμαι μαρτύριο. Σηκώθηκα και γράφω τώρα. Τί θα κάμω και τι θα γίνει; Τί να κάνω; ...Βοήθεια. Είμαι χαμένος.»
Απ' αυτές τις σημειώσεις ενός απελπισμένου ανθρώπου που ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια καθώς και από τα ερωτικά ποιήματά του, πολλοί μελετητές έβγαλαν αβίαστα το συμπέρασμα περί της ανώμαλης σεξουαλικής συμπεριφοράς του ποιητή. Και όμως ...
Ο Ατανάζιο Κατράρο, πρώτος μεταφραστής στα ιταλικά των ποιημάτων του Καβάφη και προσωπικός του φίλος, γράφει:
«Την ομοφυλοφιλία του Καβάφη τη βαραίνει ένα μεγάλο ερωτηματικό, που χρειάζεται βαθιά συνετή και αντικειμενική μελέτη και δεν αποκλείεται η απόφαση να είναι απαλλακτική. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να προσκομίσει μια απόδειξη για το αμάρτημα που αποδίδεται στον ποιητή και ποτέ δεν βρέθηκε ανακατεμένος σ' ένα σκάνδαλο.»
Διπλής σημασίας η παραπάνω δήλωση. Πρόκειται για δήλωση προσωπικού φίλου του ποιητή που εννοείται ότι γνωρίζει καλά τον άνθρωπο και επιπλέον αναφέρεται η έλλειψη αποδείξεων και σκανδάλων στα οποία να είχε ανακατευτεί ο ποιητής.
Σε ανάλογες βάσεις (που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν) στηρίχτηκαν, ο Στρατής Τσίρκας και ο Ι.Μ. Χατζηφώτης για να εκφράσουν την πολύ ενδιαφέρουσα άποψη ότι το «πάθος» του Καβάφη δεν ήταν η ομοφυλοφιλία του αλλά ο αυνανισμός και ο αλκοολισμός. Ηταν πολύ ντροπαλός (όπως εξάλλου ομολογείται απ' όλους) ο ποιητής για να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο από το «μοναχικό» πάθος του, υποστηρίζει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης. Ετσι τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη κινούνται - σύμφωνα με τη γνώμη των δύο λογοτεχνών - στα όρια της φαντασίας και του απραγματοποίητου. Είχε τις προθέσεις ο Καβάφης αλλά δεν τις έκανε πράξη...
Για περισσότερες, όμως, πληροφορίες πάνω στο ενδιαφέρον αυτό θέμα της ζωής του Καβάφη, θα σας προτείνω το βιβλίο «Καβαφικά» του Ι.Μ. Χατζηφώτη (πήγαινε στις εκδόσεις).
Το Εργο του Κ.Π. Καβάφη
Ο Κάβαφης, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό του έργο, το οποίο, άλλωστε, συμπλήρωνε ως την τελευταία στιγμή της ζωής του. Ούτε, φυσικά, πραγματοποίησε ποτέ μια κανονικά εμπορική έκδοση. Ακολούθησε ένα δικό του, ιδιόρρυθμο σύστημα έκδοσης και κυκλοφορίας του έργου, το οποίο και προκάλεσε πολλές συζητήσεις στο χώρο των καβαφικών μελετών. Σύμφωνα με τη διδακτορική διατριβή του Γ.Π. Σαββίδη, υπήρξαν τρία διαφορετικά στάδια εκδοτικής τακτικής, σε «μονόφυλλα», «τεύχη» και «συλλογές», τα οποία αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές φάσεις στην ιστορία της καβαφικής ποίησης. Η μέθοδος των «μονόφυλλων» χρησιμοποιείται από το 1891 ως και το 1904, οπότε ο ποιητής τυπώνει το πρώτο «τεύχος» με 21 ποιήματα. Η πρώτη χρονολογική «συλλογή » του κυκλοφόρησε, ιδιωτικά πάντα κατά την πάγια τακτική του, το 1912 και η πρώτη θεματική «συλλογή» του το 1917. Για πρώτη φορά συγκεντρωμένο ολόκληρο το σώμα της αναγνωρισμένης καβαφικής ποίησης, κυκλοφόρησε το 1935 με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, ενώ σήμερα κυκλοφορούν έγκυρες εκδόσεις των «αναγνωρισμένων», των «ανέκδοτων», των «αποκηρυγμένων» ποιημάτων (φροντισμένες από το Γ.Π. Σαββίδη) και των «ατελών» ποιημάτων του (από τη Ρενάτα Λαβανίνι).
Ολα τα ποιήματά του ο Καβάφης τα έγραψε στην ελληνική, με την εξαίρεση ελαχίστων από τα μέχρι το 1968 ανεκδότων ποιημάτων του.
Συνολικά τα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης είναι 154. Επιπλέον θα πρέπει να υπολογιστούν άλλα 75 που παρέμειναν ανέκδοτα εώς το 1968 και τα οποία βρέθηκαν στο Αρχείο του ή σε χέρια φίλων του καθώς και 27 ποιήματα που δημοσίευσε μεν ο ίδιος μεταξύ 1886 και 1898 αλλά που αργότερα τα αποκήρυξε. Ο Καβάφης έγραψε και κάποια πεζά, δοκίμια, μελέτες, μεταξύ των οποίων: «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα», «Οι Βυζαντινοί ποιηταί», «Το Κυπριακόν ζήτημα», «Το Τέλος του Οδυσσέως», «Μία σελίς της Τρωϊκής Ιστορίας» κ.α.
Σύμφωνα με διευκρινίσεις και υποδείξεις του ποιητή, τα ποιήματά του κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά. Αν και στην αρχή η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη συνάντησε την εχθρότητα και την επιφύλαξη του πνευματικού κόσμου, με τον καιρό επιβλήθηκε στη συνείδηση όλων σαν ένας ιδιόμορφος αλλά μεστός και γεμάτος με ουσιαστικό περιεχόμενο ποιητής που δεν ενδιαφερόταν για την εξωτερική εμφάνιση του στίχου του αλλά μονάχα για τον εσωτερικό στοχασμό, τη φιλοσοφική σκέψη και το στοχαστικό δίδαγμα.
Μετά θάνατον, ο Καβάφης έγινε αντικείμενο μακρόχρονης μελέτης από ποιητές και μελετητές του έργου του σε όλο τον κόσμο. Τα ποιήματά του εκδόθηκαν και εκδίδονται σε συλλογές, ενώ πρόκειται και για τον πιο πολυμεταφρασμένο Νεοέλληνα λογοτέχνη. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ολλανδέζικα, αραβικά, γιαπωνέζικα, αρμένικα, ινδικά, σλαβικές γλώσσες και σε πάρα πολλές άλλες γλώσσες.
Στην οδό Λέψιους στην Αλεξάνδρεια, το διαμέρισμα του Καβάφη έχει μετατραπεί σε μουσείο με εκδόσεις, χειρόγραφα, μεταφράσεις, δημοσιεύματα και έργα τέχνης εμπνευσμένα από το έργο του, πλούσιο φωτογραφικό, φιλολογικό και άλλο υλικό.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Τα άλογα του Αχιλλέως
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ' άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ' την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ' έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ' εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
ΤείχηΧωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Ενας γέροςΣτου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
ΔέησιςΗ θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη.--
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν' καλοί καιροί --
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν' καλοί καιροί --
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Η κηδεία του ΣαρπηδόνοςΒαρυάν οδύνη έχει ο Ζεύς. Τον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Μενοιτιάδης κ' οι Αχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.
Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί - που το άφισε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι -
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.
Του ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ' τα αίματα·
κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης -
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξη -
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.
Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυό αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.
Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές και θρήνους,
και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ' έπειτα έμπειροι απ' την πολιτείαν εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Σημειώσεις:
Γυιος του Δία και της Λαοδαμείας ή του Εύανδρου και της Δηϊμαδείας. Ο Σαρπηδών έλαβε μέρος στον Τρωϊκό Πόλεμο όπου και σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο. Ο Δίας διέταξε τότε τον Απόλλωνα να καθαρίσει το σώμα του αγαπημένου του παιδιού, από το αίμα και τη σκόνη με αμβροσία. Έτσι καθαρισμένο το παρέλαβαν οι δίδυμοι αδελφοί Θάνατος και Ύπνος και μετέφεραν στη Λυκία, όπου τον έθαψαν με μεγάλες τιμές.
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Μενοιτιάδης κ' οι Αχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.
Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί - που το άφισε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι -
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.
Του ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ' τα αίματα·
κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης -
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξη -
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.
Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυό αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.
Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές και θρήνους,
και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ' έπειτα έμπειροι απ' την πολιτείαν εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Σημειώσεις:
Γυιος του Δία και της Λαοδαμείας ή του Εύανδρου και της Δηϊμαδείας. Ο Σαρπηδών έλαβε μέρος στον Τρωϊκό Πόλεμο όπου και σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο. Ο Δίας διέταξε τότε τον Απόλλωνα να καθαρίσει το σώμα του αγαπημένου του παιδιού, από το αίμα και τη σκόνη με αμβροσία. Έτσι καθαρισμένο το παρέλαβαν οι δίδυμοι αδελφοί Θάνατος και Ύπνος και μετέφεραν στη Λυκία, όπου τον έθαψαν με μεγάλες τιμές.
ΚεριάΤου μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Το πρώτο σκαλίΕις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ' αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ' ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ' αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ' ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
ΘερμοπύλεςΤιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Τα βήματαΣ' εβένινο κρεββάτι στολισμένο
με κοραλλένιους αετούς, βαθυά κοιμάται
ο Νέρων -- ασυνείδητος, ήσυχος, κ' ευτυχής·
ακμαίος μες στην ευρωστία της σαρκός,
και στης νεότητος τ' ωραίο σφρίγος.
Αλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει
των Αηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο
τι ανήσυχοι που είν' οι Λάρητές του.
Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί,
και προσπαθούν τ' ασήμαντά των σώματα να κρύψουν.
Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή,
θανάσιμη βοή την σκάλα ν' ανεβαίνει,
βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά.
Και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες,
μέσα στο βάθος του λαράριου χώνονται,
ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά,
ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλο πέφτει
γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη,
τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Σημειώσεις:
Αηνοβάρβοι: Ο Νέρων ανήκε σ' αυτόν τον οίκο.
Λάρητες: Σπιτικοί θεοί των Ρωμαίων, πιθανώς πνεύματα των προγόνων, που λατρεύονταν σε βωμό πλάι στην εστία του σπιτιού.
Εριννύες: Στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, οι Εριννύες ήταν τρία φρικιαστικά γυναικεία πνεύματα (Αλητώ, Τισιφόνη και Μέγαιρα) που κατεδίωκαν ατιμώρητους εγκληματίες.
με κοραλλένιους αετούς, βαθυά κοιμάται
ο Νέρων -- ασυνείδητος, ήσυχος, κ' ευτυχής·
ακμαίος μες στην ευρωστία της σαρκός,
και στης νεότητος τ' ωραίο σφρίγος.
Αλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει
των Αηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο
τι ανήσυχοι που είν' οι Λάρητές του.
Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί,
και προσπαθούν τ' ασήμαντά των σώματα να κρύψουν.
Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή,
θανάσιμη βοή την σκάλα ν' ανεβαίνει,
βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά.
Και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες,
μέσα στο βάθος του λαράριου χώνονται,
ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά,
ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλο πέφτει
γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη,
τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Σημειώσεις:
Αηνοβάρβοι: Ο Νέρων ανήκε σ' αυτόν τον οίκο.
Λάρητες: Σπιτικοί θεοί των Ρωμαίων, πιθανώς πνεύματα των προγόνων, που λατρεύονταν σε βωμό πλάι στην εστία του σπιτιού.
Εριννύες: Στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, οι Εριννύες ήταν τρία φρικιαστικά γυναικεία πνεύματα (Αλητώ, Τισιφόνη και Μέγαιρα) που κατεδίωκαν ατιμώρητους εγκληματίες.