Μπράβο! Είσαι τέλειος! Πριν καλά-καλά ταχυδρομήσω το γράμμα, μου απάντησες. Μα πώς το κάνεις;
Σήμερα το πρωί, έπαιζα σκάκι με τον Αϊνστάιν στην αίθουσα ψυχαγωγίας, όταν ήρθε ο Ποπ Κορν και μου είπε!
«Έχουν έρθει οι γονείς σου.»
«Οι γονείς μου; Αποκλείεται. Οι γονείς μου έρχονται κάθε Κυριακή.»
«Είδα το αυτοκίνητο: ένα κόκκινο τζιπ με άσπρη κουκούλα.»
«Αποκλείεται.»
Σήκωσα τους ώμους και συνέχισα να παίζω σκάκι με τον Αϊνστάιν. Όμως, επειδή είχα το μυαλό μου αλλού, ο Αϊνστάιν μου ’φαγε όλα τα πιόνια, κι αυτό με εκνεύρισε ακόμα πιο πολύ. Τον Αϊνστάιν δεν τον λέμε Αϊνστάιν επειδή είναι πιο έξυπνος από τους άλλους, αλλά επειδή έχει ένα κεφάλι διπλάσιο απ’ το δικό μας — σαν να ’χει μέσα νερό. Κρίμα, γιατί, αν όλο αυτό ήταν μυαλό, θα μπορούσε να κάνει μεγάλα πράγματα ο Αϊνστάιν.
Όταν κατάλαβα ότι θα έχανα, εγκατέλειψα το παιχνίδι και πήγα στο δωμάτιο του Ποπ Κορν, που το παράθυρο του έβλεπε στο πάρκινγκ. Δεν έλεγε ψέματα: είχαν έρθει οι γονείς μου.
Πρέπει να σου πω, Θεέ, ότι οι γονείς μου κι εγώ μένουμε μακριά. Αυτό, δεν το καταλάβαινα όταν έμενα εκεί, αλλά τώρα που δεν μένω πια εκεί, μού φαίνεται πως είναι αρκετά μακριά. Έτσι οι γονείς μου μπορούν να ’ρχονται να με βλέπουν μόνο μια φορά την εβδομάδα, κάθε Κυριακή, γιατί την Κυριακή δεν δουλεύουν, ούτε κι εγώ.
«Βλέπεις ότι είχα δίκιο;» είπε ο Ποπ Κορν. «Πόσα μου δίνεις που σε ειδοποίησα;»
«Έχω σοκολάτες με φουντούκια.»
«Δεν έχεις πια φράουλες Tagada;»
«Όχι.»
«Ο.Κ.: σοκολάτες.»
Όπως καταλαβαίνεις, δε μας επιτρέπουν να δίνουμε στον Ποπ Κορν να τρώει, αφού είναι εδώ για να αδυνατίσει. Είναι εννιά χρονών κι είναι ενενήντα οκτώ κιλά, ένα και δέκα ύψος κι ένα και δέκα φάρδος! Το μοναδικό ρούχο που του κάνει, είναι ένα αμερικάνικο φούτερ. Και πάλι, οι ρίγες του είναι θεόστραβες. Επειδή, όμως, ούτε εγώ κι ούτε και κανένας απ’ τους φίλους μου πιστεύουμε ότι θα πάψει ποτέ να ’ναι χοντρός, κι επειδή τον λυπόμαστε που πεινάει τόσο πολύ, του δίνουμε πάντα ό,τι μας περισσεύει. Και τι να κάνει μια σοκολάτα σε τόσο λίπος! Αν έχουμε άδικο που τον ταΐζουμε, ας σταματήσουν και οι αδελφές να του χώνουν υπόθετα.
Γύρισα στο δωμάτιο μου για να περιμένω τους γονείς μου. Στην αρχή, δεν κατάλαβα πόσος χρόνος είχε περάσει, γιατί ήμουν λαχανιασμένος, αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι είχε περάσει τόσος χρόνος όσος για να πάνε και να έρθουν στο δωμάτιο μου δεκαπέντε φορές.
Ξαφνικά, κατάλαβα πού ήταν. Βγήκα στο διάδρομο. Όταν δεν μ’ έβλεπε κανείς, κατέβηκα τη σκάλα, κι ύστερα, μες στο μισοσκόταδο, περπάτησα μέχρι το γραφείο του γιατρού Ντίσελντορφ. Ήταν εκεί. Άκουγα τις φωνές τους πίσω από την πόρτα. Όπως ήμουν εξαντλημένος απ’ τις σκάλες, χρειάστηκα λίγο χρόνο για να πάρω ανάσα, και τότε ήρθε η καταστροφή: άκουσα αυτό που δεν έπρεπε ν’ ακούσω. Η μητέρα μου έκλαιγε με λυγμούς, ο γιατρός Ντίσελντορφ επαναλάμβανε: «Δοκιμάσαμε τα πάντα… πιστέψτε με… δοκιμάσαμε τα πάντα», και ο πατέρας μου έλεγε με τρεμάμενη φωνή: «Το ξέρω, γιατρέ, το ξέρω».
Έμεινα με το αφτί κολλημένο στη σιδερένια πόρτα. Δεν ξέρω τι ήταν πιο παγωμένο, το μέταλλο ή εγώ.
Ύστερα ο γιατρός Ντίσελντορφ είπε!
«Θέλετε μήπως να τον δείτε… να τον αγκαλιάσετε;»
«Με τι κουράγιο…» είπε η μητέρα μου.
«Δεν πρέπει να μας δει σ’ αυτή την κατάσταση» συμπλήρωσε ο πατέρας μου.
Και τότε κατάλαβα ότι οι γονείς μου ήταν δειλοί· κι ότι (αυτό είναι το χειρότερο) με πέρναγαν κι εμένα για δειλό!
Άκουσα να σέρνονται καρέκλες, κατάλαβα ότι θα ’βγαιναν, κι άνοιξα την πρώτη πόρτα που βρήκα μπροστά μου.
Έτσι βρέθηκα μέσα στο ντουλάπι για τις σκούπες, κι έμεινα εκεί όλο το άλλο πρωί, γιατί, μπορεί και να μη το ξέρεις, Θεέ, τα ντουλάπια για τις σκούπες ανοίγουν μόνο απ’ έξω, όχι από μέσα, σαν να φοβούνται οι άνθρωποι μήπως, τη νύχτα, οι σκούπες, οι κουβάδες κι οι σφουγγαρίστρες την κοπανήσουν!
Έτσι κι αλλιώς, δε μ’ ενοχλούσε που ήμουν κλεισμένος στο σκοτάδι, γιατί δεν είχα πια όρεξη να δω κανέναν, και γιατί τα πόδια και τα χέρια μου είχαν παραλύσει από το σοκ.
Γύρω στο μεσημέρι ήρθε στ αφτιά μου φασαρία απ’ τον επάνω όροφο. Άκουγα βήματα, άκουγα τρεχαλητά. Μετά, από παντού ακουγόταν τ όνομα μου! «Όσκαρ! Όσκαρ!»
Ωραία είναι ν’ ακούς να σε φωνάζουν, και να μην απαντάς. Μου ’κανε και καλό. Ήθελα έτσι να «τη σπάσω» σ’ όλο τον κόσμο.
Μετά, νομίζω ότι με πήρε λίγο ο ύπνος, κι ύστερα άκουσα το σούρσιμο από τις γαλότσες της καθαρίστριας, της κυρίας Ντα. Άνοιξε την πόρτα, και τότε τρομάξαμε κι οι δυο και βάλαμε τις φωνές — εκείνη επειδή δεν περίμενε να με βρει εκεί, κι εγώ επειδή δε θυμόμουν πόσο μαύρη ήταν ούτε πόσο δυνατά φώναζε.
Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Ήρθαν όλοι: ο γιατρός Ντίσελντορφ, η προϊσταμένη, οι αδελφές, οι άλλες καθαρίστριες. Κι εκεί που νόμιζα ότι θα με κατσάδιαζαν, τους είδα όλους σαν βρεγμένες γάτες κι αποφάσισα να μη χάσω χρόνο και να το εκμεταλλευτώ.
«Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
«Μα πού ήσουν, Όσκαρ; Πώς αισθάνεσαι;»
«Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
«Πώς βρέθηκες μέσα σ’ αυτό το ντουλάπι; Ακολούθησες κάποιον; Άκουσες τίποτα;»
«Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
«Πιες ένα ποτήρι νερό.»
«Όχι. Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
«Φάε μια μπουκιά…»
«Όχι. Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
Γρανίτης. Βράχος. Τσιμέντο. Δε γινόταν τίποτα. Μου μιλούσαν, κι ούτε που τους άκουγα πια. Ήθελα να δω τη θεία Ροζ.
Ο γιατρός Ντίσελντορφ έδειχνε εξαιρετικά ενοχλημένος από τους συνεργάτες του που κανείς τους δεν μπορούσε να μου επιβληθεί. Στο τέλος, ξέσπασε:
«Ας πάει τελοσπάντων κάποιος να φέρει αυτή την κυρία!»
Και μόνο τότε συμφώνησα να γυρίσω στο δωμάτιο μου και να κοιμηθώ λίγο.
Όταν ξύπνησα, η θεία Ροζ ήταν εκεί. Χαμογελούσε.
«Μπράβο, Όσκαρ — τα κατάφερες! Τους έδωσες ένα χαστούκι που δε θέλαν άλλο. Τώρα, όμως, με ζηλεύουν.»
«Σκασίλα μας.»
«Είναι, καλοί άνθρωποι, Όσκαρ… πολύ καλοί άνθρωποι.»
«Σκασίλα μου.»
«Τι συνέβη;»
«Ο γιατρός Ντίσελντορφ είπε στους γονείς μου ότι θα πεθάνω, κι εκείνοι το ’βαλαν στα πόδια. Τους μισώ.»
Της τα διηγήθηκα όλα με λεπτομέρειες, όπως και σε σένα, Θεέ.
«Χμμμ…» έκανε η θεία Ροζ, «αυτό μου θυμίζει το τουρνουά του Μπετίν, όπου είχα παλέψει με τη Σάρα Γιουπ Λα Μπουμ, την παλαίστρια με το λαδωμένο κορμί, το χέλι του ρινγκ, μια ακροβάτιδα που αγωνιζόταν σχεδόν τσίτσιδη και σου ξεγλιστρούσε από τα χέρια όταν προσπαθούσες να της κάνεις μια λαβή. Αγωνιζόταν μόνο στο Μπετίν, και κάθε χρόνο κέρδιζε το κύπελλο. Εγώ, όμως, αυτό το κύπελλο του Μπετίν το ήθελα σαν τρελή!»
«Και τι κάνατε, θεία Ροζ;»
«Όταν ανέβηκε στο ρινγκ, οι φίλοι μου της πέταξαν αλεύρι. Το λάδι και το αλεύρι κάνουν μια ωραία κρούστα. Με τρεις «σταυρούς» και δύο κινήσεις την έριξα στο καναβάτσο τη Σάρα Γιουπ λα Μπουμ. Μετά απ’ αυτό, δεν την έλεγαν πια χέλι του ρινγκ, αλλά μπακαλιάρο πανέ.»
«Με συγχωρείτε, θεία Ροζ, αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει το ’να με τ άλλο.»
«Εγώ καταλαβαίνω — και πολύ καλά, μάλιστα. Για όλα υπάρχει λύση, Όσκαρ. Πάντα υπάρχει κάπου ένα σακί με αλεύρι. Να γράψεις στο Θεό. Είναι πιο δυνατός από μένα.»
«Ακόμα και στο κατς;»
«Ναι. Ακόμα και στο κατς, ο Θεός «δεν παίζεται». Δε χάνεις να δοκιμάσεις. Για πες μου, όμως, μικρέ μου Όσκαρ: Τι σε πονάει πιο πολύ;»
«Μισώ τους γονείς μου.»
«Τότε μίσησέ τους με όλη σου τη δύναμη.»
«Εσείς μου το λέτε αυτό, θεία Ροζ;»
«Ναι. Μίσησέ τους με όλη σου τη δύναμη. Θα ’ναι σαν να μασουλάς ένα κόκαλο. Όταν θα πάψεις να το μασουλάς αυτό το κόκαλο, θα καταλάβεις ότι δεν άξιζε τον κόπο. Γράψε στο Θεό, πες του τα όλα και ζήτησε του να σε επισκεφθεί.»
«Μετακινείται;»
«Με τον τρόπο του· κι όχι συχνά, για να μην πω, πολύ σπάνια.»
«Γιατί; Κι αυτός άρρωστος είναι;»
Εκείνη τη στιγμή, απ’ τον αναστεναγμό τής θείας Ροζ κατάλαβα ότι δεν ήθελε να μου ομολογήσει πως κι εσύ, Θεέ, έχεις τα χάλια σου.
«Πες μου κάτι, Όσκαρ: οι γονείς σου δε σου μίλησαν ποτέ για το Θεό;»
«Τι το ψάχνετε τώρα; Οι γονείς μου είναι χαζοί.»
«Άλλο αυτό. Για το Θεό, όμως, δε σου μίλησαν ποτέ;»
«Ναι· μια φορά μονάχα. Για να πουν ότι δεν πιστεύουν σ’ αυτόν. Αυτοί πιστεύουν μόνο στον Αι-Βασίλη.»
«Μα τόσο χαζοί είναι, λοιπόν;»
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε! Τη μέρα που γύρισα από το σχολείο και τους είπα να σταματήσουν τις χαζομάρες γιατί είχα μάθει πια, όπως όλοι οι φίλοι μου, ότι δεν υπάρχει Άι-Βασίλης, πήραν ένα ύφος σαν να ’πεφταν από τα σύννεφα. Καθώς ήμουν έξω φρενών που είχα γίνει ρεζίλι στην αυλή του σχολείου, εκείνοι μου ορκίστηκαν ότι δεν είχαν κανένα σκοπό να με κοροϊδέψουν, ότι και οι ίδιοι πίστευαν στ’ αλήθεια πως ο Άι-Βασίλης υπήρχε, κι ότι είχαν πολύ, μα πάρα πολύ απογοητευτεί που δεν ήταν αληθινός! Τρελοί για δέσιμο σας λέω, θεία Ροζ!»
«Δεν πιστεύουν στο Θεό, λοιπόν…»
«Όχι.»
«Δε σε προβλημάτισε καθόλου αυτό;»
«Αν ασχολούμαι με το τι σκέφτονται οι χαζοί, δε θα μου μένει χρόνος γι’ αυτό που σκέφτονται οι έξυπνοι.»
«Έχεις δίκιο. Όμως το γεγονός ότι οι γονείς σου που, κατά τη γνώμη σου, είναι χαζοί…»
«… με περικεφαλαία, θεία Ροζ!»
«Αφού λοιπόν είναι χαζοί και δεν πιστεύουν στο Θεό, γιατί εσύ να μη πιστέψεις και να μη του ζητήσεις να σου κάνει μια επίσκεψη;»
«Δεν έχω αντίρρηση. Αλλά εσείς μου είπατε ότι είναι κατάκοιτος…»
«Όχι. Απλώς, έχει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να κάνει τις επισκέψεις του. Σ’ επισκέπτεται νοερά — στο μυαλό σου.»
Μ’ άρεσε αυτό. Το βρήκα σούπερ. Η θεία Ροζ πρόσθεσε:
«Θα δεις: οι επισκέψεις του κάνουν πολύ καλό.»
«Ο.Κ., θα του κάνω μια κουβέντα. Για την ώρα, πάντως, μόνο οι δικές σας επισκέψεις μού κάνουν καλό.»
Η θεία Ροζ χαμογέλασε και, σχεδόν ντροπαλά, έσκυψε να μου δώσει ένα φιλάκι στο μάγουλο. Όμως, σαν να μη το τολμούσε· σαν να ζητούσε την άδεια μου με το βλέμμα της.
«Εμπρός, φιλήστε με. Δε θα το πω στους άλλους. Δε θα σας χαλάσω τη φήμη.»
Ακούμπησε τα χείλη της στο μάγουλο μου και το ευχαριστήθηκα, ένιωσα μια ανατριχίλα και, μαζί, μια ζεστασιά — μύριζε πούδρα και σαπούνι.
«Πότε θα ξανάρθετε;»
«Μόνο δύο φορές την εβδομάδα μού επιτρέπουν να ’ρχομαι.»
«Μα δεν είναι δυνατόν, θεία Ροζ! Θα περιμένω δηλαδή τρεις μέρες;»
«Έτσι είναι ο κανονισμός.»
«Και ποιος τον φτιάχνει τον κανονισμό;»
«Ο γιατρός Ντίσελντορφ.»
«Αυτή τη στιγμή, ο γιατρός Ντίσελντορφ τα κάνει πάνω του μόλις με βλέπει. Πηγαίνετε να του ζητήσετε την άδεια, θεία Ροζ. Δεν κάνω πλάκα.»
Με κοίταξε σαν να δίσταζε.
«Δεν κάνω πλάκα. Θα ’ρχεστε να με βλέπετε κάθε μέρα. Αλλιώς, εγώ δεν γράφω στο Θεό.»
«Θα δω τι μπορώ να κάνω.»
Η θεία Ροζ έφυγε, κι εγώ έβαλα τα κλάματα.
Ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα πόσο ανάγκη είχα από βοήθεια. Ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα πόσο άρρωστος ήμουν. Όλα αυτά τα κατάλαβα όταν μου πέρασε απ’ το νου ότι μπορεί και να μη την ξανάβλεπα ποτέ τη θεία Ροζ, και τα δάκρυα κυλούσαν καυτά στα μάγουλα μου.
Ευτυχώς, άργησε λίγο να γυρίσει, κι έτσι πρόλαβα να συνέλθω.
«Τα κανόνισα» μου είπε, επιστρέφοντας. «Πήρα άδεια. Για δώδεκα μέρες, μπορώ να ’ρχομαι να σε βλέπω κάθε μέρα.» «Μόνο εμένα και κανέναν άλλον;» «Μόνο εσένα και κανέναν άλλον, Όσκαρ. Δώδεκα μέρες.»
Εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω γιατί, έπιασα πάλι να κλαίω με λυγμούς. Ξέρω, βέβαια, πως τ’ αγόρια δεν κλαίνε, προπαντός εγώ με το κεφάλι γουλί που δε μοιάζω ούτε με αγόρι ούτε με κορίτσι, αλλά μάλλον με Αρειανό. Τίποτα — δεν μπορούσα να σταματήσω.
«Δώδεκα μέρες; Τόσο άσχημα, λοιπόν, είναι τα πράγματα, θεία Ροζ;»
Ήταν έτοιμη κι αυτή να βάλει τα κλάματα. Ταλαντευόταν. Η πρώην παλαίστρια εμπόδιζε την πρώην κοπέλα να αφεθεί. Το θέαμα ήταν όμορφο, και κάπως με διασκέδασε.
«Όσκαρ, τι μέρα έχουμε;»
«Πού σάς ήρθε τώρα; Κοιτάξτε το ημερολόγιο μου: 19 Δεκεμβρίου.»
«Στην πατρίδα μου, Όσκαρ, έχουμε ένα θρύλο που λέει ότι οι τελευταίες δώδεκα μέρες του χρόνου δείχνουν τον καιρό που θα κάνει τους δώδεκα μήνες της επόμενης χρονιάς. Έτσι, η 19η Δεκεμβρίου αντιστοιχεί στον Ιανουάριο· η 20ή Δεκεμβρίου, στο Φεβρουάριο και ούτω καθεξής, ώς την 31η Δεκεμβρίου που προμηνύει τον επόμενο Δεκέμβριο.»
«Αλήθεια;»
«Είναι ένας θρύλος! ο θρύλος του δωδεκαήμερου. Λέω, λοιπόν, να τον παίξουμε μαζί. Από σήμερα κιόλας, κάθε μέρα που περνάει, θα την υπολογίζεις ότι μετράει για δέκα χρόνια.»
«Δέκα χρόνια;»
«Ναι. Μια μέρα ίσον δέκα χρόνια.»
«Άμα είναι έτσι, σε δώδεκα μέρες θα ’μαι εκατόν τριάντα χρονών!»
«Ναι! Το φαντάζεσαι;»
Η θεία Ροζ με φίλησε (νιώθω ότι της αρέσει) κι έφυγε.
Άκου, λοιπόν, Θεέ: σήμερα το πρωί, γεννήθηκα, κι ούτε το κατάλαβα καλά καλά· το πράγμα άρχισε να ξεκαθαρίζει γύρω στο μεσημέρι, όταν έγινα πέντε χρονών κι ένιωσα ότι άρχιζα να καταλαβαίνω, κάτι που δεν με ωφέλησε και τόσο πολύ, γιατί πήρα τα άσχημα μαντάτα» απόψε είμαι δέκα χρονών, κι αυτή είναι η ηλικία της λογικής. Α, μη ξεχάσω να σου ζητήσω μια χάρη: όταν έχεις κάτι να μου αναγγείλεις, όπως σήμερα το μεσημέρι που έκλεισα τα πέντε, μη το κάνεις τόσο απότομα. Ευχαριστώ.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Έχω και μιαν άλλη χάρη να σου ζητήσω. Ξέρω ότι δικαιούμαι μόνο μία, αλλά η προηγούμενη ήταν και δεν ήταν χάρη· μάλλον συμβουλή θα την έλεγα.
Δεν έχω αντίρρηση για μια επισκεψούλα… μια νοερή επίσκεψη. Αυτό το βρίσκω πολύ σούπερ. Θα ’θελα πολύ να μου κάνεις μία. Είμαι ανοιχτός από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις εννιά το βράδυ. Τον υπόλοιπο χρόνο κοιμάμαι. Μερικές φορές, και κατά τη διάρκεια της ημέρας παίρνω έναν υπνάκο — είναι από τα φάρμακα. Όμως, αν έρθεις και με βρεις να κοιμάμαι, μη διστάσεις να με ξυπνήσεις. Θα ’ταν χαζό να κάνεις άδικα όλον αυτόν τον κόπο…