«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το "Άσιμος" με γιώτα. Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το "Άσιμος" με γιώτα. Γιατί, όταν λέμε "ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής", η λέξη "άσημος" παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη "τραγουδιστής" και γράφεται με ήτα. Ενώ το "Άσιμος" είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».
«Νικόλας Άσιμος», αυτό ήταν το όνομα που επέλεξε ο Νικόλαος Ασημόπουλος στα 18 του χρόνια.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου 1949 και μεγάλωσε στην Κοζάνη. Από τα σχολικά του χρόνια έδειξε ότι πρόκειται για ένα παιδί με ιδιαίτερες ανησυχίες που συχνά προκαλούσε τις έντονες αντιδράσεις των καθηγητών του. Η ισχυρή προσωπικότητά του και το ξεχωριστό ταλέντο του τον αναδεικνύουν σε «μπροστάρη» των διαφόρων μαθητικών εκδηλώσεων.
Το 1967, η Ελλάδα μπαίνει στο γύψο και ο Άσιμος μπαίνει στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών. Εκεί εφευρίσκει και το όνομά του. Σε ένα κείμενο που έστειλε σε τοπική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης –επιθυμία του ήταν να γίνει δημοσιογράφος- υπογράφει για πρώτη φορά με το ψευδώνυμο Άσιμος, το οποίο στη συνέχεια καθιέρωσε ως επίσημο όνομά του.
Τη κιθάρα την είχε πάντα πάνω του, όμως ποτέ δεν την διδάχτηκε. Μόνος του έμαθε, όσα έμαθε, έξω από καλούπια και κανόνες. Η αντισυμβατική-αντικαθεστωτική συμπεριφορά του, τον έφερε αρκετές φορές στα κελιά της ασφάλειας Θεσσαλονίκης, επί δικτατορίας. Πώς να υποταχθεί όμως ένας «εκ φύσεως ανυπόταχτος»; Η σύγκρουση με την κοινωνία του, σε κάθε περίοδο, αποτελούσε κομμάτι της ζωής του, ίσως και τη ζωή του ολόκληρη.
Το 1973 αποφασίζει να κατέβει στην Αθήνα. Οι συνεργασίες με διάφορους καλλιτέχνες στα μαγαζιά της Πλάκας, τον κάνουν, όπως ο ίδιος γράφει στο βιβλίο του «αναζητώντας κροκανθρώπους», έναν «άγνωστο – ευρύτατα γνωστό». Ωστόσο συχνά αυτές οι συνεργασίες, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα του, διαλύονται. Μαζί με ομάδα καλλιτεχνών δημιουργούν το πρώτο «Μουσικό Καφενείο», ένα θίασο μουσικών. Ο ίδιος έκανε και κάποια περάσματα σε ταινίες της εποχής.
Οι δρόμοι του κέντρου έγιναν το υπαίθριο θέατρό του όπου καθημερινά έδινε μουσικές παραστάσεις για τους περαστικούς, ενώ με το συγκρότημα «Exarchia Square Band» πραγματοποιήσε αρκετές συναυλίες με έντονο το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο. Τα τραγούδια του τα ηχογραφούσε μόνος του ή σε στούντιο φίλων, χωρίς δισκογραφικές και μάνατζερ, διαφημίσεις και παραγωγούς.
Μόνος του πουλούσε τις κασέτες του, στα στενά της Αθήνας. Λίγο αργότερα άνοιξε και ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στη Καλλιδρομίου. Στο «χώρο προετοιμασίας», όπως τον αποκαλούσε ο ίδιος, μπορούσες να βρεις όλη του την περιουσία, τις οκτώ κασέτες του, τα χειρόγραφά του και ότι αντικείμενο φάνταζε για τον ίδιο σημαντικό.
Για χρήματα ούτε κουβέντα του αρκούσαν τα λίγα και οι ιδέες του. Αρνήθηκε ότι ήταν κοινωνικά συμβατό. Μοναδική απόγονός του είναι η Λίλιαν, καρπός μίας ελεύθερης σχέσης. Όσο αντιδρούσε τόσο η κοινωνία τον περιθωριοποιούσε και το αντίστροφο. Το 1987 θα δεχτεί ένα από τα τελευταία χτυπήματα. Ο Άσιμος οδηγείται στον Κορυδαλλό με την κατηγορία του βιασμού μίας πρώην ερωτικής συντρόφου του.
Η κατηγορία τον αποτελείωσε. Σταδιακά αγγίζει τα όρια της τρέλας, απομονώνεται και γίνεται επιθετικός. Λίγο καιρό αργότερα, στις 17 Μαρτίου του 1988 εκεί στο «χώρο προετοιμασίας», Καλιδρομίου 55, αποφασίζει το «φευγιό» του και δίνει τέλος στη ζωή του. Κυνηγήθηκε πολύ άλλωστε και ας ήταν μόλις 39 χρόνων… τόσο άντεξε.
Την επόμενη μέρα, στο νεκροταφείο στη Νέα Σμύρνη, θα ακουστεί από στόματα φίλων του, «Λέγανε ότι ήσουν απροσάρμοστος, μα εμείς ξέραμε ότι ήσουν ευαίσθητος...Νικόλα, γεια σου, σ' αγαπάμε...». Στο μαγαζάκι βρέθηκαν έξι χειρόγραφα κείμενα, στα οποία αναφέρονταν οι λόγοι της αυτοκτονίας και μία εντολή… «Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με».
Τα περισσότερα τραγούδια βρίσκονται στις «παράνομες κασέτες». Μέρος του μουσικού θησαυρού του Άσιμου έχει φέρει στην επιφάνεια ο Β.Παπακωνσταντίνου μέσα από προσωπικούς δίσκους αλλά και δύο μεταθανάτιους δίσκους του Άσιμου. Ωστόσο στα τραγούδια των δύο μεταθανάτιων δίσκων υπάρχει μία ωραιοποίηση και σε ορισμένες περιπτώσεις καλοπροαίρετη παραποίηση. Για παράδειγμα ο «Μπαγάσας», που ενώ στην αρχική του ηχογράφηση (Παράνομη κασέτα Νο 000008 "Στο Φανάρι του Διογένη") τον τραγουδούσαν ως ντουέτο ο Νικόλας κα η Σωτηρία Λεονάρδου, στον δίσκο εμφανίστηκε μόνο η φωνή του Άσιμου.
Την τελευταια ανοιχτη επιστολη του Νικολα Ασιμου λιγο πριν την αυτοκτονία του μπορείτε να τη διαβάσετε ΕΔΏ
Νικόλας Άσιμος 20 Αυγούστου 1949 - 17 Μαρτίου 1988