Η «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού
Μάρκος Βαμβακάρης - Απόστολος Καλδάρας - Βασίλης Τσιτσάνης».
Ο Απόστολος Καλδάρας αποτελεί μία μοναδική περίπτωση για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Είναι ο μοναδικός συνθέτης που «έζησε» και υποστήριξε με γνησιότητα τις διαφορετικές περιόδους του λαϊκού τραγουδιού, που όχι μόνο εμπλούτισε με την παρουσία του και τη δημιουργία του, αλλά που στην ουσία συνδιαμόρφωσε μαζί με άλλους εμπνευσμένους προγενέστερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους ομοτέχνους του.
Σε μία ομιλία του σε εκδήλωση στην κοινότητα Θρακομακεδόνων, με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε ετών από το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε αναφερθεί στην «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «πατριάρχης υπήρξε ο Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ ισότιμα δεξιά του και αριστερά του στέκονται ο Απόστολος Καλδάρας και ο Βασίλης Τσιτσάνης».
Τι όμως είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους σύγχρονούς του και τον κάνει μοναδικό; Η απάντηση συνδέεται άμεσα με την πορεία και την προσφορά των άλλων δύο μελών της, κατά τον Λ. Παπαδόπουλο, «Αγίας Τριάδας». Ο Μ. Βαμβακάρης είναι αυτός που αναμφισβήτητα θεμελίωσε το αστικό λαϊκό τραγούδι, διαμόρφωσε τη φόρμα του και δημιούργησε τον καμβά μέσα από τη σύνθεση επιρροών που εμπεριέχουν στοιχεία από το βυζαντινό μέλος, το δημοτικό μοτίβο, τις καντάδες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η μεγάλη τιμή ανήκει στον Μ. Βαμβακάρη. Η εσωτερική μετανάστευση οδηγεί στην αστικοποίηση μεγάλου αριθμού του πληθυσμού. Και από το 1922 και μετά η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα περικυκλώνονται από προσφυγικούς συνοικισμούς. Το δημοτικό τραγούδι δεν μπορεί να εκφράσει τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, την αποπνικτική ατμόσφαιρα, την απουσία ανοιχτού ορίζοντα που αναζητούν το δικό τους τρόπο έκφρασης.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το μουσικό ισοδύναμο των μαζών των αστικών κέντρων και ο Μ. Βαμβακάρης ο κυριότερος εκφραστής του. Και αν στα πρώτα του βήματα εκφράζει τον παραβατικό υπόκοσμο, τους χασικλήδες, τους φυλακισμένους, το λούμπεν προλεταριάτο, έρχεται ο Β. Τσιτσάνης να «γλυκάνει» τη μουσική και το στίχο διατηρώντας τη λεβεντιά και να το βάλει στο στόμα όλων των Ελλήνων. Είναι χάρη κυρίως στον Β. Τσιτσάνη που το περιθωριακό ρεμπέτικο μετουσιώνεται σε αστικό λαϊκό τραγούδι και προσεγγίζει με αμεσότητα τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Σ’ αυτήν την πορεία του ο Β. Τσιτσάνης βρίσκει στο πρόσωπο του συμπατριώτη του, νεότερου στην ηλικία, Απ. Καλδάρα, τον καλύτερο σύμμαχο. Ο νεαρός Απόστολος από τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία δείχνει σαφή δείγματα ενός μεγάλου ολοκληρωμένου δημιουργού.
Γράφει υποδειγματικά κλασικά ρεμπέτικα στην πρώτη του μελωδική περίοδο (1947–1955). Καθώς επίσης λαϊκά αριστουργήματα στη συνέχεια για το χρονικό διάστημα 1955-1965, περίοδος που ίσως είναι και η παραγωγικότερη της δημιουργίας του. Το μεγάλο όμως καλλιτεχνικό βήμα που τον βάζει μπροστά από τους προγενέστερους ή σύγχρονούς του ομότεχνους πραγματοποιείται από το 1965 και μετά, όταν ο Καλδάρας, δεχόμενος τα μηνύματα της εποχής, μετουσιώνει τη λαϊκή φόρμα των τραγουδιών του και την κεντά σε έναν έντεχνο καμβά. Το «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει» του 1965 θεωρείται η αφετηρία σε αυτήν τη μεγάλη στροφή που πραγματοποίησε ο Απόστολος ανοίγοντας καινούριους δρόμους που κορυφώνονται το 1972 και το 1973 με την κυκλοφορία της «Μικράς Ασίας» και του «Βυζαντινού Εσπερινού», δίσκων που αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα ολοκληρωμένης έντεχνης δουλειάς. Εδώ βρίσκεται και η ιδιοφυΐα του δημιουργού.
Αυτό είναι, λοιπόν, το συγκριτικό πλεονέκτημα του Απ. Καλδάρα. Δίνει το δυναμικό «παρών» σε όλες τις φάσεις του λαϊκού μας τραγουδιού, με ορισμένα από τα ομορφότερα και χαρακτηριστικότερα τραγούδια της κάθε περιόδου, επιδεικνύοντας μια ιδιοφυή προσαρμοστικότητα στις ραγδαίες κοινωνικές πολιτιστικές αλλαγές που συντελούνται στον τόπο μας. Ανάλογο προηγούμενο δεν υπάρχει και αυτό το γεγονός τον καθιστά μοναδικό.
Μάρκος Βαμβακάρης - Απόστολος Καλδάρας - Βασίλης Τσιτσάνης».
Ο Απόστολος Καλδάρας αποτελεί μία μοναδική περίπτωση για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Είναι ο μοναδικός συνθέτης που «έζησε» και υποστήριξε με γνησιότητα τις διαφορετικές περιόδους του λαϊκού τραγουδιού, που όχι μόνο εμπλούτισε με την παρουσία του και τη δημιουργία του, αλλά που στην ουσία συνδιαμόρφωσε μαζί με άλλους εμπνευσμένους προγενέστερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους ομοτέχνους του.
Σε μία ομιλία του σε εκδήλωση στην κοινότητα Θρακομακεδόνων, με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε ετών από το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε αναφερθεί στην «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «πατριάρχης υπήρξε ο Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ ισότιμα δεξιά του και αριστερά του στέκονται ο Απόστολος Καλδάρας και ο Βασίλης Τσιτσάνης».
Τι όμως είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους σύγχρονούς του και τον κάνει μοναδικό; Η απάντηση συνδέεται άμεσα με την πορεία και την προσφορά των άλλων δύο μελών της, κατά τον Λ. Παπαδόπουλο, «Αγίας Τριάδας». Ο Μ. Βαμβακάρης είναι αυτός που αναμφισβήτητα θεμελίωσε το αστικό λαϊκό τραγούδι, διαμόρφωσε τη φόρμα του και δημιούργησε τον καμβά μέσα από τη σύνθεση επιρροών που εμπεριέχουν στοιχεία από το βυζαντινό μέλος, το δημοτικό μοτίβο, τις καντάδες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η μεγάλη τιμή ανήκει στον Μ. Βαμβακάρη. Η εσωτερική μετανάστευση οδηγεί στην αστικοποίηση μεγάλου αριθμού του πληθυσμού. Και από το 1922 και μετά η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα περικυκλώνονται από προσφυγικούς συνοικισμούς. Το δημοτικό τραγούδι δεν μπορεί να εκφράσει τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, την αποπνικτική ατμόσφαιρα, την απουσία ανοιχτού ορίζοντα που αναζητούν το δικό τους τρόπο έκφρασης.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το μουσικό ισοδύναμο των μαζών των αστικών κέντρων και ο Μ. Βαμβακάρης ο κυριότερος εκφραστής του. Και αν στα πρώτα του βήματα εκφράζει τον παραβατικό υπόκοσμο, τους χασικλήδες, τους φυλακισμένους, το λούμπεν προλεταριάτο, έρχεται ο Β. Τσιτσάνης να «γλυκάνει» τη μουσική και το στίχο διατηρώντας τη λεβεντιά και να το βάλει στο στόμα όλων των Ελλήνων. Είναι χάρη κυρίως στον Β. Τσιτσάνη που το περιθωριακό ρεμπέτικο μετουσιώνεται σε αστικό λαϊκό τραγούδι και προσεγγίζει με αμεσότητα τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Σ’ αυτήν την πορεία του ο Β. Τσιτσάνης βρίσκει στο πρόσωπο του συμπατριώτη του, νεότερου στην ηλικία, Απ. Καλδάρα, τον καλύτερο σύμμαχο. Ο νεαρός Απόστολος από τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία δείχνει σαφή δείγματα ενός μεγάλου ολοκληρωμένου δημιουργού.
Γράφει υποδειγματικά κλασικά ρεμπέτικα στην πρώτη του μελωδική περίοδο (1947–1955). Καθώς επίσης λαϊκά αριστουργήματα στη συνέχεια για το χρονικό διάστημα 1955-1965, περίοδος που ίσως είναι και η παραγωγικότερη της δημιουργίας του. Το μεγάλο όμως καλλιτεχνικό βήμα που τον βάζει μπροστά από τους προγενέστερους ή σύγχρονούς του ομότεχνους πραγματοποιείται από το 1965 και μετά, όταν ο Καλδάρας, δεχόμενος τα μηνύματα της εποχής, μετουσιώνει τη λαϊκή φόρμα των τραγουδιών του και την κεντά σε έναν έντεχνο καμβά. Το «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει» του 1965 θεωρείται η αφετηρία σε αυτήν τη μεγάλη στροφή που πραγματοποίησε ο Απόστολος ανοίγοντας καινούριους δρόμους που κορυφώνονται το 1972 και το 1973 με την κυκλοφορία της «Μικράς Ασίας» και του «Βυζαντινού Εσπερινού», δίσκων που αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα ολοκληρωμένης έντεχνης δουλειάς. Εδώ βρίσκεται και η ιδιοφυΐα του δημιουργού.
Αυτό είναι, λοιπόν, το συγκριτικό πλεονέκτημα του Απ. Καλδάρα. Δίνει το δυναμικό «παρών» σε όλες τις φάσεις του λαϊκού μας τραγουδιού, με ορισμένα από τα ομορφότερα και χαρακτηριστικότερα τραγούδια της κάθε περιόδου, επιδεικνύοντας μια ιδιοφυή προσαρμοστικότητα στις ραγδαίες κοινωνικές πολιτιστικές αλλαγές που συντελούνται στον τόπο μας. Ανάλογο προηγούμενο δεν υπάρχει και αυτό το γεγονός τον καθιστά μοναδικό.
Μουσικά ακούσματα στα παιδικά του χρόνια
Ο Απόστολος Καλδάρας γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 7 Απριλίου του 1922 από Μετσοβίτες γονείς. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, όπως τα ανέφερε στον Τάσο Σχορέλη, τον άνθρωπο που με το μεράκι και την αγάπη του για το λαϊκό τραγούδι κατάφερε να μας αφήσει σημαντικές μαρτυρίες από τους πρωτεργάτες του στο έργο του «Ρεμπέτικη Ανθολογία»: «Η συνοικία που πρωτοείδα το φως του ήλιου είναι τα Αραπάτικα που είχαν κοινά σύνορα με τον τότε νεότευκτο οικισμό των προσφύγων που είχαν έρθει από τη Μ. Ασία, τα "Προσφυγικά" όπως τα λέγανε. Τους θεωρούσαν τότε (τους πρόσφυγες) σαν παρείσακτους που η εγκατάσταση τους εκεί δε σήμαινε τίποτα άλλο παρά ζημιά γιο τους γηγενείς. Θυμάμαι που πολλές μανάδες δεν άφηναν τα παιδιά τους να παίζουν με τα "προσφυγάκια" επειδή τα δυστυχισμένα εκείνα πλάσματα ήταν φτωχοντυμένα και τα περισσότερα τότε σχεδόν ξυπόλυτα και γενικά είχανε πάνω τους τα σημάδια της τραγικής τους μοίρας». Και συνεχίζει ο Απόστολος με πολλή τρυφερότητα: «Εγώ όμως τα αγαπούσα, για εμένα ήταν οι φίλοι μου... Ήτανε τα γειτονάκια μου που φτιάχναμε τόπι από κουρέλια για να παίζουμε στις αλάνες της γειτονιάς». Στη συνέχεια αναφέρεται στα παιδικά του ακούσματα:
«Σε ένα καφενεδάκι πρωτάκουσα τον Μπάτη, τη βραχνή φωνή του Μάρκου, που αργότερα ρουφούσαν τ’ αυτιά μου μία-μία τις απλές εκείνες νότες που βγαίνανε από το χωνί του μισοχαλασμένου φωνόγραφου και που έγινε αιτία πολλές φορές να με τιμωρήσει η μητέρα μου γιατί άργησα να πάω ή μάλλον να γυρίσω σπίτι μου, απορροφημένος τελείως από τη μουσική εκείνη... Σε ένα τρίτο καφενεδάκι πρωτάκουσα τον Τσιτσάνη, τον Στράτο, τον Παπαϊωάννου, τον Μπαγιαντέρα, τον Χατζηχρήστο, τον Κερομύτη και τόσους άλλους που η φαντασία μου τους εξίσωνε με θεούς».
Έτσι από μικρή ηλικία μαθητεύει κοντά στον ψάλτη της ενορίας, ο οποίος διακρίνοντας το μουσικό του «αυτί» τον κάνει Ισοκράτη. Το βυζαντινό μέλος είναι και το στοιχείο που θα επιδράσει περισσότερο και θα χαρακτηρίσει το δημιουργό Καλδάρα στο μέλλον:
«...Με τον καιρό εγώ έμαθα να διακρίνω τους ήχους της βυζαντινής μουσικής και πολλά άλλα ιδιόμελά της... Αργότερα, όταν μεγάλωσα, μπήκα και στη χορωδία την εκκλησιαστική, που πλαισίωνε τον ψάλτη συνοδεύοντάς τον με τετραφωνία πια. Εν τω μεταξύ είχα παρακολουθήσει και πολλά μαθήματα βυζαντινής μουσικής από τον αριστερό ψάλτη της εκκλησίας μας, αλλά τα εγκατέλειψα όταν άρχισα να γράφω τραγουδάκια ερωτικά με την κιθάρα μου. Νίκησε η φύση όπως βλέπεις».
Αυτές είναι οι μουσικές καταβολές του Απ. Καλδάρα. Ας προστεθούν σ’ αυτές και η επίδραση που άσκησε η δημοτική μουσική, λόγω της Μετσοβίτισσας μητέρας του που τραγουδούσε με έναν εξαίσιο τρόπο ηπειρώτικα τραγούδια.
Η βυζαντινή μουσική, τα τραγούδια των Μικρασιατών, ο Μάρκος και ο Μπάτης, η ηπειρώτικη παράδοση αποτελούν ένα ευλογημένο μίγμα που θα πυροδοτήσει το πηγαίο ανεξάντλητο ταλέντο που θα δώσει για 45 χρόνια ορισμένα από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια.
Το μόνο που λείπει μέχρι τότε είναι το μέσο να εκφραστεί η τέχνη του Απόστολου. Στην αρχή είναι η κιθάρα, δώρο ενός πρωτοξάδελφου. Το όργανο όμως που πραγματικά τον μάγεψε και τον κέρδισε ήταν το μπουζούκι: «Ήταν το καλοκαίρι του 1936 και έκανα βόλτα με τους φίλους μου, όταν βλέπω στην οδό Ασκληπιού έναν άνδρα να ακουμπάει το ένα του πόδι στη ρόδα του καροτσιού που πουλούσε παγωτά και στο γόνατο του επάνω να στηρίζει ένα όργανο άγνωστο τότε στον πολύ κόσμο, το μπουζούκι». (Από ραδιοφωνική συνέντευξη του Απ. Καλδάρα στη Μ. Κλιάφα το 1989).
Ο άνδρας με το μπουζούκι που αναφέρει ο Απόστολος δεν είναι άλλος από τον Μήτσο Παπασίκα, μαζί με τον οποίο αργότερα, στη διάρκεια της κατοχής, έπαιξαν μπουζούκι σε διάφορα κέντρα και καφενεία των Τρικάλων.
Τελειώνει το Γυμνάσιο Τρικάλων το Νοέμβριο του 1941. Ως «άπορος με καλή επίδοση και συμπεριφορά» είχε τελειώσει το ίδιο αυτό Γυμνάσιο ο Βασίλης Τσιτσάνης λίγα χρόνια νωρίτερα. Οι δυο άποροι μαθητές του Γυμνασίου Τρικάλων έμελλε να σηκώσουν το λαϊκό τραγούδι στους ώμους τους, να εκφράσουν με την τέχνη τους την ψυχή ενός ολόκληρου λαού. Είχαν προηγηθεί ένας Συριανός και ορισμένοι ακόμα ταπεινοί ομότεχνοί τους που δημιούργησαν τις βάσεις του λαϊκού μουσικού μας πολιτισμού και έστρωσαν το δρόμο στους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, που δίκαια τους αναγνώρισαν και τους αποκάλεσαν δασκάλους τους.
Η πρώτη ηχογράφηση
Το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» είναι το πρώτο τραγούδι του Απόστολου που ηχογραφήθηκε. Συναντά μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Ένα όμορφο ζεϊμπέκικο που με το συνηθέστερο για την εποχή εκείνη τρόπο διάδοσης, αυτόν του «από στόμα σε στόμα», κάνει αίσθηση, γίνεται επιτυχία και τραγουδιέται από τους φίλους του είδους στη Θεσσαλονίκη. Με το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» ο Απόστολος δίνει τα διαπιστευτήρια του στο ρεμπέτικο σινάφι, στους ανθρώπους που θαύμαζε: στον Μάρκο, τον Στράτο, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Μπαγιαντέρα, τον Χατζηχρήστο... Η χασικλίδικη στιχουργική εξαντλείται μ’ αυτό το τραγούδι. Στο εξής θα την αποφύγει, όπως άλλωστε απέφυγε κατά γενική ομολογία «συνήθειες» ευρύτατα διαδεδομένες στους συναδέλφους του εκείνη την εποχή.
Ο ερχομός στην Αθήνα
Μετά την απελευθέρωση η ζωή στις μεγάλες πόλεις αρχίζει να ξαναβρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς, παρά το δράμα που διαφαίνεται ότι θα παιχθεί στα ελληνικά βουνά και την ύπαιθρο. Οι εταιρίες δίσκων που είχαν κλείσει το διάστημα της κατοχής επαναδραστηριοποιούνται. Καθώς έχουν ως έδρα τους την Αθήνα, ο ερχομός στην πρωτεύουσα αποτελεί πρωταρχικό στόχο του Απόστολου. Αναφέραμε νωρίτερα πως έχει γραφτεί ήδη και παρακολουθεί μαθήματα στη Γεωπονική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Η συνέχιση των σπουδών αντιστρατευόταν τον πόθο για αφοσίωση στη μουσική. Επικράτησε η δεύτερη άποψη». Ευτυχώς! Σε αυτήν την απόφασή του το λαϊκό τραγούδι οφείλει πολλά.
Η μετακίνηση στην πρωτεύουσα έγινε το 1946. Το πρώτο μέλημα, η συνάντηση με τους ομοτέχνους του. Το καφενεδάκι "Του Μάριου", τόπος συνάντησης συνθετών και στιχουργών, είναι το καταλληλότερο μέρος. Δεν έπεσε έξω. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα για ένα νέο συνθέτη. Ήταν η εποχή που μερικοί συνάδελφοι είχαν τεράστια δύναμη στις εταιρίες. «Εγώ όμως δεν αντιμετώπισα τέτοιες δυσκολίες, διότι μπροστά μου βρέθηκε κάποιος άνθρωπος, του οποίου όλη η πολιτεία σαν συνάδελφος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν αψεγάδιαστη. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει, διότι δεν υπάρχει πια. Αυτός ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Δεν ξέρω από πού και πώς έμαθε πως δημιουργός του "Μάγκας βγήκε για σεργιάνι" ήταν κάποιο επαρχιωτάκι από τα Τρίκαλα όπως και άλλων δύο τριών τραγουδιών που παίζονταν τότε με μεγάλη επιτυχία στα πάλκα. Μια μέρα λοιπόν γνωριστήκαμε τυχαία με τον Γιάννη σε ένα καφενείο της Ομόνοιας όπου σύχναζαν τότε οι καλλιτέχνες, με πήρε κυριολεκτικά από το χέρι και με παρουσίασε στον τότε διευθυντή της εταιρίας PARLOPHON, τον αείμνηστο Μίνωα Μάτσα. Θα μου μείνουν άσβεστα στη μνήμη μου τα λόγια του άγιου εκείνου ανθρώπου με τα οποία με παρουσίασε. Επί λέξει: "Κύριε Μίνω, από δω το παιδί είναι αυτό που έβγαλε το "Μάγκας βγήκε για σεργιάνι" το μεγάλο σουξέ. Έχει και άλλα καινούρια ωραία τραγούδια. Είναι μεγάλο ταλέντο, θα φάει πολλούς". Εγώ κοκκίνισα, ξεροκατάπια, αλλά η σύσταση είχε γίνει. Αυτό ήταν!»
Σε λίγο χρονικό διάστημα ηχογραφείται το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Είναι το σωτήριο έτος 1947, ακολουθούν το «Εβίβα, ρεμπέτες», το «Ψαράς θα γίνω στη στεριά» και «Η παραστρατημένη». Αυτά είναι τα τέσσερα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε ο Απόστολος το ένα πίσω από το άλλο, όλα την ίδια ημέρα. Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 1947, ημερομηνία - σταθμός στην καλλιτεχνική διαδρομή του Απόστολου. Την 1η Δεκεμβρίου του 1948, θα ηχογραφήσει ένα ακόμα αριστούργημα, ένα τραγούδι που πολλοί το χαρακτηρίζουν ισάξιο του «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Πρόκειται για το «Πάνω σ’ ένα βράχο» ή αλλιώς «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο», που ερμήνευσε εξαιρετικό ο Στράτος Παγιουμτζής (μαζί του η Λίτσα Χαρμαντά), που στη συνέχεια γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις, με σημαντικούς τραγουδιστές, τον Στράτο Διονυσίου, την Χαρούλα Αλεξίου και άλλους. Γι’ αυτό το τραγούδι, του οποίου ο Απόστολος έγραψε εκτός από τη μουσική και τους στίχους, ο νεαρός Καλδάρας δέχθηκε τα συγχαρητήρια του Κώστα Βάρναλη σε συνάντηση που είχε με τον ποιητή σε καφενείο της πλατείας Ομονοίας. Είναι μόλις 25 ετών. Καθιερώνεται αμέσως. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα ηχογραφήσει εκατοντάδες τρίλεπτα αριστουργήματα.
Η ρεμπέτικη περίοδος του Απόστολου Καλδάρα είναι σπουδαία. Τα τραγούδια του, χαρακτηριστικά της κλασικής περιόδου του ρεμπέτικου, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ζεϊμπέκικο και λίγα χασάπικα. Η θεματολογία τους, κατά κανόνα ερωτική, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν τραγούδια με σαφείς πολιτικές / κοινωνικές αναφορές. Η «Μπαρμπαριά», στην πρώτη της ηχογράφηση, είναι ένα αργό, νωχελικό, ταξιδιάρικο μινόρε σε ανατολίτικο ρυθμό. Εδώ το ακορντεόν δίνει «πάσα» στο κλαρινέτο κι αυτό με τη σειρά του στο μπουζούκι κι αντίστροφα, δημιουργώντας μια νοσταλγική, εξωτική ατμόσφαιρα. Στις «Σκλάβες του Μαχαραγιά» ο ρυθμός είναι δυτικότροπος, με ενορχηστρωτικό ενδιαφέρον. Ισπανική κιθάρα, καστανιέτες, αλλά και μπουζούκι και ακορντεόν δένονται και εναλλάσσονται σε ένα απρόβλεπτα όμορφο τραγούδι.
Χρόνια αργότερα, το 1961, ο Απόστολος θα ηχογραφήσει ένα ακόμα όμορφο παραμύθι με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα αυτήν τη φορά, το «Τραγούδα, καμηλιέρη».
Στα τραγούδια του, χαρακτηριστικό της ρεμπέτικης στιχουργικής, κυριαρχεί ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος: Πρόκειται ουσιαστικά για μεγάλα δίστιχα, που διαιρούμενα μας δίνουν τετράστιχα, τρία συνήθως, ομοιοκατάληκτα, χωρίς επωδό.
Η ορχήστρα, τυπική της κλασικής περιόδου του ρεμπέτικου: Ένα ή δυο μπουζούκια, μπαγλαμάς, κιθάρα. Αργότερα, θα προστεθεί ακορντεόν. Συχνά παίζει ο ίδιος μπουζούκι στους δίσκους του μόνος ή με τη συνοδεία άλλου μπουζουξή. Η πενιά του βαθιά, λιτή, δωρική...
Ο Καλδάρας δεν αποδέχτηκε ποτέ το χαρακτηρισμό «Ρεμπέτης» και βέβαια δεν ήταν. Διέθετε επαρκή μουσική παιδεία, την οποία συνεχώς βελτίωνε διαβάζοντας τα βιβλία αρμονίας του Καλομοίρη, θεωρίας του Παπαϊωάννου και άλλων. Βέβαια στο ωδείο, όπως και ο ίδιος σε πολλές συνεντεύξεις του έχει αναφέρει, δεν πάτησε το πόδι του ούτε μια μέρα. Οι γνώσεις του ωστόσο στη μουσική του επέτρεπαν να γράφει μόνος του τις παρτιτούρες και να κάνει τις ενορχηστρώσεις στους δίσκους του. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Απόστολου ήταν η βαθύτατη καλλιέργεια και η εσωτερική ανεπιτήδευτη ευγένεια του. Στα τραγούδια του διακρίνεται καθαρά η επίδραση του βυζαντινού μέλους, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι σε κάθε άλλο συνθέτη. Βαθύτατος γνώστης της αυστηρής, λιτής, απέριττης εκκλησιαστικής υμνωδίας, την αναδεικνύει ως πηγή στις έξοχες συνθέσεις του.
Πνεύμα ανήσυχο, ανανεώνει διαρκώς το μουσικό του ύφος, υποδέχεται και προϋπαντά την κάθε εποχή. Από το 1965, το φλάουτο αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στα τραγούδια του Απόστολου, δίνοντάς του για μια ακόμα φορά ένα προσωπικό στίγμα. Παράλληλα από εκείνη ακόμα την εποχή φλερτάρει και με όργανα, όπως το τσέλο, διαμορφώνοντας πάντα το δικό του εντελώς προσωπικό ύφος, συμμετέχοντας δυναμικά με αυτόν τον τρόπο στην εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού, κάτι που κανένας συνθέτης της γενιάς του δεν κατόρθωσε.
Για την ικανότητα του να γράφει τραγούδια με τόσο διαφορετικό ύφος έχουν γραφτεί αρκετά. Τον έχουν αποκαλέσει συνθέτη «παντός καιρού», που έχει την ικανότητα να μεταλλάσσεται μελωδικά ανάλογα με την εποχή κ.ο.κ.
Είναι ένας άλλος τρόπος να εκφράσει κανείς το γεγονός ότι στην περίπτωση του Καλδάρα έχουμε να κάνουμε με έναν ευφυή λαϊκό συνθέτη που στήνει συνεχώς το αυτί και αφουγκράζεται τα μηνύματα των καιρών.
«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»
Για πολλούς το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» κατατάσσεται ανάμεσα στα δύο τρία καλύτερα τραγούδια του 20ού αιώνα. Ας αφήσουμε τον Απόστολο να διηγηθεί πώς το έγραψε, έτσι όπως τα διηγήθηκε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στον Π. Κουνάδη. «Ίσως κάποιοι πουν πως ξεχωρίζω το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι". Όχι, αυτό το αγαπώ γιατί είναι ζωντανό. Δε μου έδωσε κάποιος το στίχο για να βάλω τη μελωδία εγώ. Το έζησα, τότε με τις συλλήψεις του 1945, μετά τους Γερμανούς, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος. Ήμουν στη Θεσσαλονίκη φοιτητής και εργαζόμουν για να εξοικονομώ τα προς το ζην σε ένα κέντρο, μ’ ένα φίλο (πρόκειται για τον Χρήστο Μίγκο, συνθέτη και ικανότατο θεσσαλονικιό μπουζουξή. Το κέντρο που δούλευε εκείνη τη περίοδο ο Απόστολος είναι το «Μαξίμ» που βρισκόταν επί της οδού Νίκης 25) του οποίου το σπίτι ήταν στην Ακρόπολη κάτω από το Γεντί Κουλέ. Πήγαινα συχνά στο σπίτι του... Τότε μαζεύανε όλους τους αριστερούς στο Γεντί Κουλέ. Ένα σούρουπο, φεύγοντας από το σπίτι αυτό και βλέποντας τη σιλουέτα του κάτεργου, αυτό μου έδωσε την ιδέα:
Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί…
Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει με βαρύ αναστεναγμό,
ας μπορούσα να μαντέψω της καρδιάς του τον καημό.
Θέλω να πω ότι αυτό το τραγούδι το αγαπώ πολύ γιατί είναι ζωντανό για μένα. Ένα αυτό και ένα το "Σ’ ένα βράχο φαγωμένο από κύμα αγριωπό". 'Έχω και άλλα τραγούδια που αγαπώ, αλλά αυτά τα δύο τα ξεχωρίζω λόγω αναμνήσεων».
Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» είναι ουσιαστικά το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ο Απόστολος Καλδάρας! Το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» που τυπικά είναι το πρώτο του, δεν εξέφραζε την ψυχοσύνθεση του! Απλώς εμιμείτο το κλίμα μιας εποχής. Αντίθετα, το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» είναι 100% Καλδάρας! Στο μέλλον ό,τι έγραφε, όσο καλό κι αν ήταν, θα συγκρινόταν με το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και αυτό είναι άδικο. Σε κάποιο βαθμό αυτό εκνεύριζε τον Απόστολο, θεωρούσε ότι η όποια σύγκριση αδικούσε τις επόμενες δουλειές του και μάλλον είχε δίκιο. Του ήταν πολύ δύσκολο να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι το πρώτο του τραγούδι θα ήταν και το καλύτερό του, πως ό,τι και αν έκανε στη συνέχεια θα υπολειπόταν αυτής της αρχικής του δουλειάς.
Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» γράφτηκε σε μια εποχή που τα τύμπανα ενός ακόμη πολέμου, αυτήν τη φορά αδελφοκτόνου, ηχούσαν σε όλη τη χώρα. Πρόκειται για ένα πολιτικό κοινωνικό τραγούδι, ένα θλιμμένο τραγούδι που ηχογραφήθηκε σε μια εποχή κατά την οποία ο ελληνικός λαός ήταν βαθύτατα θλιμμένος για την αδικία, για μια ακόμα αδικία σε βάρος του. Έτσι αγαπήθηκε αμέσως και έγινε διαχρονικό, κλασικό.
Ο ελληνικός κινηματογράφος
Τη δεκαετία του ’60 ο Απόστολος «έντυσε» με τα τραγούδια του πολλές ελληνικές ταινίες. Σκηνοθέτης σε όλες ο τρικαλινής καταγωγής Απόστολος Τεγόπουλος, που από το 1963 είχε ιδρύσει τη δική του εταιρία παραγωγής ταινιών με την επωνυμία «ΚΛΑΚ ΦΙΛΜΣ»-«Ταινίες για όλη την οικογένεια».
Μόνιμος πρωταγωνιστής αλλά και τις περισσότερες φορές ερμηνευτής των τραγουδιών για τις ανάγκες της ταινίας ο Νίκος Ξανθόπουλος. Μολονότι τα τραγούδια που ερμήνευσε στις ταινίες ο Ξανθόπουλος είχαν γυριστεί νωρίτερα σε δίσκο από τραγουδιστές, οι ταινίες του Τεγόπουλου αποδείχτηκαν ένα πολύ ισχυρό μέσο για να γίνουν αυτά τα τραγούδια ευρύτερα γνωστά και να αγαπηθούν από τον κόσμο, αλλά και να καθιερωθεί το όνομα του Καλδάρα, ο οποίος εμφανιζόταν συχνά με το μπουζούκι του στις περισσότερες ταινίες.
Η δεκαετία ταυ ’60 είναι η χρυσή δεκαετία του ελληνικού κινηματογράφου και ο Νίκος Ξανθόπουλος αναδεικνύεται σε ένα κοσμαγάπητο ηθοποιό αυτών των «μελό» ταινιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε λίγες μόνο περιπτώσεις κόπηκαν λιγότερο από διακόσιες χιλιάδες εισιτήρια, ενώ στην περίπτωση της ταινίας «Ξεριζωμένη γενιά» του 1968, που υπήρξε και η εμπορικότερη της συνεργασίας Τεγόπουλου - Ξανθόπουλου, κόπηκαν 450.000 εισιτήρια.
Η πρώτη συνεργασία του Απόστολου Καλδάρα με τον Τεγόπουλο πραγματοποιήθηκε το 1963 - 1964 στη σπαραξικάρδια ταινία «Αγάπησα και πόνεσα». Μαζί με τον Ξανθόπουλο η Άντζελα Ζήλεια, ο Κώστας Κακαβάς, η Γεωργία Βασιλειάδου και ο Βασίλης Αυλωνίτης. Σύμφωνα με τον Απόστολο Τεγόπουλο, για την ερμηνεία των τραγουδιών της ταινίας η αρχική σκέψη ήταν κάποιο μεγάλο όνομα να ντουμπλάρει τη φωνή του Νίκου Ξανθόπουλου. Επιλέχθηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Η ταινία έκανε 125.000 εισιτήρια, θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία, θα ακολουθήσουν πολλές πονεμένες ταινίες: «Πληγωμένες καρδιές», την ίδια χρονιά, «Είμαι μια δυστυχισμένη» το 1964, με τον Απόστολο να έχει στο πλάι του την Πόλυ Πάνου, να τραγουδάει:
....Φέρτε μια κούπα με κρασί και κάντε μου παρέα
για μένα απόψε η βραδιά θα ’ναι η τελευταία…
Σειρά έχει η ταινία «Απόκληροι της κοινωνίας», το 1965, όπου ακούγεται μεταξύ άλλων και το «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει» και στην οποία εμφανίζεται η Βίκυ Μοσχολιού δίπλα στον Καλδάρα.
«Καρδιά μου, πάψε να πονάς»,το 1965, όπου μεταξύ άλλων ακούγονται τα «Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι», που έγινε μεγάλη επιτυχία με τον Μανώλη Αγγελόπουλο και το «Στ’ Αποστόλη το κουτούκι» που έγινε επιτυχία με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, και τα δύο σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Θα ακολουθήσουν:
«Περιφρόνα με, γλυκιά μου», το 1965, με διακόσιες πενήντα οκτώ χιλιάδες εισιτήρια και τον Μιχάλη Μενιδιάτη να τραγουδά στο πλευρό του Απόστολου Καλδάρα:
«Με πόνο και με δάκρυα», το 1965,
«Ο κατατρεγμένος», το 1966,
«Σκλάβοι της μοίρας», το 1966,
«Ο άνθρωπος που γύρισε από τον πόνο», το 1966, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στο πάλκο δίπλα στον Απόστολο Καλδάρα.
«Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί», στην οποία ακούγεται και ένα από τα εμπορικότερα τραγούδια του Καλδάρα σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, το θρυλικό «Πετραδάκι, πετραδάκι».
Τραγούδια του Απόστολου από τα οποία ξεχωρίζουν το «Πλάι μου στάσου», σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που το τραγούδησε ο Σταμάτης Κόκκοτας και το «Τα καλά όλου του κόσμου» σε στίχους Ουρ. Λιανδράκη που τραγούδησε σε δίσκο η Χαρούλα Λαμπράκη μαζί με τον Καλδάρα.
Η συμμετοχή του Απόστολου σε αυτές τις ταινίες έκανε τα τραγούδια του γνωστά και χάρισε στον ίδιο μεγάλη αναγνωσιμότητα, σε μια εποχή μάλιστα που είτε είχε εγκαταλείψει ήδη τα νυχτερινά μαγαζιά, είτε ετοιμαζόταν να το κάνει, λειτουργώντας κατά κάποιον τρόπο αντισταθμιστικά.
Υπάρχει ωστόσο και μια κωμωδία στην οποία ακούγονται τραγούδια του Απόστολου, μάλιστα πιθανότατα αποτελεί και την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο. Πρόκειται για την ταινία του Ορέστη Λάσκου «Τρίτη και 13» με τους Ν. Σταυρίδη και Γ. Γκιωνάκη που προβλήθηκε το 1963. Στην ταινία ακούγονται διάφορα τραγούδια του Απόστολου, ο οποίος μεταξύ άλλων εμφανίζεται με τον Πάνο Γαβαλά στο πλάι του να ερμηνεύει το «Τι με άλλη, τι με σένα».
«Μικρά Ασία»
Με τον Πυθαγόρα ο Απόστολος συναντήθηκε καλλιτεχνικά στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Σε επαφή τους έφερε ο Μίνως Μάτσας, καθώς εκείνη την εποχή ο Απόστολος έψαχνε για στίχους. Οι δύο άνδρες δέθηκαν αμέσως με βαθιά και ουσιαστική φιλία που κράτησε έως τον πρώιμο χαμό της πολυτάλαντης φυσιογνωμίας που άκουγε στο όνομα «Πυθαγόρας».
Από τη συνεργασία Καλδάρα - Πυθαγόρα έμελλε να ξεπηδήσει η «Μικρά Ασία», μια ολοκληρωμένη ενότητα τραγουδιών που κυκλοφόρησαν το 1972, έτος συμπλήρωσης 50 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο κύκλος αυτός τραγουδιών, μοναδικής αισθητικής, αναδεικνύει την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του συνθέτη και την αστείρευτη του έμπνευση. Το έντεχνο ύφος, η εμπνευσμένη ενορχήστρωση υπογραμμίζουν την καλλιτεχνική αξία του Καλδάρα. Η βαθιά γνώση της ελληνικής μουσικής και των μουσικών δρόμων τοποθετούν τον Καλδάρα μια κατηγορία ψηλότερα. Η «Μικρά Ασία» δημιουργεί αίσθηση, ταράζει τα λιμνάζοντα νερά της δισκογραφίας, ανοίγει νέους δρόμους σε μια εποχή που το φτηνό και η κακογουστιά είναι στην ημερήσια διάταξη.
Τα τραγούδια αναλαμβάνουν να τραγουδήσουν δύο πολύ νέοι τραγουδιστές, ο Γιώργος Νταλάρας, τότε στα πρώτα του βήματα και η Χαρούλα Αλεξίου, που άγνωστη την εποχή εκείνη κάνει ουσιαστικά με τη «Μικρά Ασία» την πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία. Ο Καλδάρας δε δίστασε να εμπιστευθεί αυτά τα τραγούδια σε δύο σχεδόν άγνωστους τραγουδιστές νεαρότατους στην ηλικία.
Τα ερμήνευσαν μοναδικά και ο δίσκος έγινε δεκτός από τον κόσμο και αγκαλιάστηκε με πρωτοφανή τρόπο. Οι πωλήσεις ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, οι κριτικές ήταν διθυραμβικές - μια άνοιξη μέσα στο πολιτιστικό καταχείμωνο.
Στην «Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού» ο Κώστας Μυλωνάς αναφέρει: «Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η δουλειά και η προσφορά του Απ. Καλδάρα στο τραγούδι θα πάρει άλλες μεγαλύτερες και σημαντικότερες διαστάσεις. Με το αριστουργηματικό έργο του "Μικρά Ασία" (1972) σε στίχους Πυθαγόρα, που αποτελεί την έντεχνη προέκταση του αρχικού του ύφους, ο κορυφαίος αυτός λαϊκός δημιουργός θα παρουσιάσει ένα εντελώς ανανεωμένο πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που μολονότι διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά του, αποκτάει μια άλλου είδους φωτεινότητα και διαύγεια. Στο έργο αυτό είναι συγκεντρωμένες όλες οι μουσικές αρετές που μπορεί κανείς να συναντήσει στο ελληνικό τραγούδι των τελευταίων τριάντα ετών. Η ομορφιά, το πνεύμα και η ουσία ολόκληρης της ελληνικής παράδοσης, περασμένη από το φίλτρο ταυ δημιουργού και δοσμένη με τρόπο σύγχρονο, αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο καθιστώντας τη "Μικρά Ασία" ένα έργο αυτόχρημα εθνικό».
«Μεγάλο μάστορα της λαϊκής ποίησης» αποκαλούσε τον Πυθαγόρα ο ίδιος ο Απόστολος. Και τα 11 τραγούδια που αποτελούν το δίσκο διαθέτουν ένα μεστό στίχο. Η μουσική του Απόστολου και η ενορχήστρωση τα αναδεικνύουν με ένα μοναδικό τρόπο. Το σαντούρι, ο ταμπουράς και το κανονάκι ντύνουν υποδειγματικά τα εξαίσια λόγια του Πυθαγόρα και μας ταξιδεύουν στου «Βοσπόρου τα στενά», το «Αϊβαλί»,το Κορδελιό, τη Σμύρνη και τραγουδούν με αφοπλιστική απλότητα αυτονόητες αξίες:
Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός κι εγώ λαός, κι εσύ λαός,
εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ.
Σε κάθε τραγούδι είναι έκδηλη η αλλαγή των συναισθημάτων. Τη χαρά και το πανηγύρι διαδέχεται το κλάμα και το μοιρολόι για όλα όσα χάθηκαν, για την προσφυγιά, τον ξεριζωμό. Χωρίς εθνικιστικές κορόνες και παραφωνίες. Από την ανεμελιά στην καταστροφή και μετά στο νέο ξεκίνημα:
Πέτρα, πέτρα χτίσαμε μια φτωχή γωνιά,
τη ζωή μας κλείσαμε μες στην Κοκκινιά.
Για να κλείσει:
Φέρτε μου νερό να ξεδιψάσω
και μια πέτρα για να ξαποστάσω,
τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω απ’ όσα πέρασα.
Η φωνή του Γιώργου Νταλάρα συγκλονιστική. Η Χαρούλα Αλεξίου δίνει τα δείγματα της λαμπρής κατοπινής της πορείας. Ο Κώστας Μυλωνάς έχει δίκιο, είναι ένα έργο εθνικό. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αναφέρει για τον Πυθαγόρα: «Με τη "Μικρά Ασία", ο Πυθαγόρας πέρασε σε ένα άλλο επίπεδο. Γιατί το έργο αυτό, με την αποφασιστική, δική του συμβολή, βρέθηκε στα χείλη όλων των Ελλήνων».
Τα 11 τραγούδια του δίσκου είναι τα εξής:
«Μες στου Βοσπόρου τα στενά», «Οι καμπάνες της Αγια-Σοφιάς», «Δυο παλικάρια απ’ τ’ Αϊβαλί», «Η προσφυγιά», «Πέτρα, πέτρα χτίσαμε», «Η Σμύρνη», «Γιορτή ζεϊμπέκηδων», «Το σπίτι μου το πατρικό», «Πήρε φωτιά το Κορδελιό», «Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω», «Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς».
O Γιώργος Νταλάρας σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στην ΕΡΑ 4 (11/1989) θα πει: «...Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια ο κόσμος μου ζητάει να τραγουδήσω τραγούδια από τη "Μικρά Ασία". Αυτό δείχνει ότι το θέμα του δίσκου έπιασε τους Έλληνες, από τη μια γιατί ένα μέρος των Ελλήνων είναι Μικρασιάτες, αλλά από την άλλη, γιατί ο Απόστολος Καλδάρας, με τις μελωδίες του, με τα μυστικά που ξέρει πάνω στη λαϊκή, στη δημοτική και τη βυζαντινή μουσική, κάνει αυτά τα τραγούδια να νομίζεις πως υπάρχουν μέσα μας και απλώς τα ανασύρει ο Καλδάρας και τα εμφανίζει μπροστά στα μάτια μας και μπροστά στην ψυχή μας...».
Κλείνοντας αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι μπουζούκι στη «Μικρά Ασία», όπως άλλωστε και στο «Βυζαντινό Εσπερινό», έπαιξαν δύο από τους σημαντικότερους σολίστες: ο Θανάσης Πολυκανδριώτης και ο Χρίστος Νικολόπουλος.
«Βυζαντινός Εσπερινός»
Ο «Βυζαντινός Εσπερινός» είναι μια συλλογή 12 τραγουδιών που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της «Μικράς Ασίας» και που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη φυσική της συνέχεια. Τα στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης είναι έντονα, το ύφος όμως εδώ βαθιά ερωτικό.
Για το «Βυζαντινό Εσπερινό» έγραψε ο Απόστολος: «Ο "Βυζαντινός Εσπερινός" είναι ένα έργο που από καιρό σκεφτόμουν να γράψω. Όπως θα καταλάβει ο ακροατής, το έργο αυτό είναι γέννημα διασταυρώσεως, αν επιτρέπεται η έκφραση, ήχων της βυζαντινής οκταήχου. Αυτό έγινε σκόπιμα, διότι διαφορετικά θα προέκυπταν μελωδίες, οι οποίες θα είχαν το εκκλησιαστικό ύφος. Αυτό νομίζω το απέφυγα. Στοιχεία μουσικής δυτικού τύπου λείπουν τελείως από το έργο. Γι’ αυτό, ως επί το πλείστον, και η σύνθεση της ορχήστρας που παίρνει μέρος στην εκτέλεση των τραγουδιών αποτελείται από όργανα που κατά τη γνώμη μου ταιριάζουν πιο πολύ στο κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκα (σαντούρι, λαούτο, κλαρίνο κ.λ.π.). Από τη διασταύρωση λοιπόν αυτή των ήχων της βυζαντινής οκταήχου, με τις απαραίτητες για το σκοπό μου φθορές, βγήκαν δώδεκα δρόμοι (τρόποι) τους οποίους μέχρι σήμερα χρησιμοποιεί και το γνήσιο δημοτικό μας τραγούδι. Θα ήθελα να τονίσω ότι κάθε τραγούδι του "Βυζαντινού Εσπερινού" είναι γραμμένο σε ξεχωριστό δρόμο, επιπλέον, δε, έχει το καθένα από αυτά και το δικό του ξεχωριστό ρυθμό».
Ο δίσκος έχει 12 τραγούδια, το ένα ορχηστικό- το εξαίσιο «Απτάλικο».Το υπέροχο εξώφυλλο του δίσκου, κέντημα πάνω σε λινάτσα, είναι έργο της Ρούλας Μάτσα, συζύγου του Μάκη Μάτσα. Το 1973 ο Απόστολος ντύνει με μουσική το «Αχ, ο μπαγλαμάς!» που κυκλοφορεί σε δίσκο 45 στροφών με την εξαιρετική ερμηνεία του Γ.Νταλάρα.
Αχ, ο μπαγλαμάς!
Μεσάνυχτα στα χέρια του Αρσένη
και συ μες στη βροχή
να με κοιτάς σαν ξένη,
και να μου παίρνεις την ψυχή…
Γι’ αυτό το υπέροχο τραγούδι γράφει ο Λ. Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Τα τραγούδια γράφουν τη δική τους ιστορία»:
«Είναι ένα κυκλικό, όπως το χαρακτηρίζω, τραγούδι. Δεν τελειώνει ποτέ! Ο Αρσένης που αναφέρω, ήταν ένας τραγουδιστής και δισκάς, στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχει καμία σχέση με το τραγούδι. Μου ταίριαζε όμως το όνομα. Ερχόταν καμιά φορά ο Νταλάρας, στο καφενείο που έπαιζα χαρτιά και μας το τραγουδούσε, γιατί ήξερε πως μας άρεσε πολύ».
Από τη «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό Εσπερινό» στις «Μπαλάντες του περιθωρίου»
Με τη «Μικρά Ασία» και ακόμα περισσότερο με το «Βυζαντινό Εσπερινό», ο Απόστολος Καλδάρας αγγίζει τα φυσικά του καλλιτεχνικά όρια. Οι επόμενες δουλειές του, αν και πάντα προσεγμένες, δε θα καταφέρουν να ξεπεράσουν αυτά τα όρια. Συνεχίζει να κάνει μεγάλους δίσκους πότε με καινούρια τραγούδια, ορισμένες φορές με επανεκτελέσεις παλαιοτέρων του, όπως για παράδειγμα ο πρώτος του δίσκος μακράς διάρκειας (LP) που κυκλοφόρησε το 1971 με τίτλο «Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδά Απόστολο Καλδάρα», δίσκος που περιλαμβάνει επανεκτελέσεις παλαιότερων επιτυχιών του συνθέτη από τις 78 στροφές και το «Φορτώθηκα τις τύψεις μου» από τις 45 στροφές. Ένας τέτοιος δίσκος είναι και το «Για ρεμπέτες και για φίλους» του 1974 με τη Χ. Αλεξίου, τον Δ. Κοντολάζο και τον Κ. Σμοκοβίτη. Εδώ η Χαρούλα τραγουδά εξαιρετικά το «Μια στενοχώρια» και το «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο».
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί ο κύκλος τραγουδιών με το γενικό τίτλο «Ροβινσώνες», σε στίχους του Γιώργου Σαμολαδά και ερμηνευτές τη Χ. Αλεξίου, τον Γ. Πάριο και τη Β. Λαβίνα. Θα ακολουθηθούν το «Ρίζες και χρώματα» με ερμηνεύτρια την Ξανθίππη Καραθανάση το 1975.
Είναι η σειρά της συνεργασίας του Απόστολου με τη στιχουργό Σώτια Τσώτου. Καρπός της συνεργασίας τους τα «Σκόρπια φύλλα», με τον Τρικαλινό Δ. Μητροπάνο και τη Χριστιάννα. Ένας πολύ καλός δίσκος που όμως δε γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Το 1976 Καλδάρας και Πυθαγόρας κυκλοφορούν «Τα σήμαντρα» με τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Νίκο Νομικό σε 2 τραγούδια. Από το δίσκο ξεχωρίζει το τραγούδι «Γιατί πεθαίνουν τα πουλιά» με την υπέροχη ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού.
Το 1977 ο Καλδάρας επιστρέφει στις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες με το δίσκο «Τελευταία νύχτα». Οι στίχοι είναι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ερμηνευτής είναι ο Σταμάτης Κόκκοτας. Το «Γιε μου» τραγουδιέται σε όλη την Ελλάδα, οι πωλήσεις ξεπερνούν τα 50.000 αντίτυπα και ο δίσκος γίνεται χρυσός. Πρόκειται για ένα δίσκο όπου αν και τα τραγούδια στο σύνολο τους είναι πολύ καλά επισκιάστηκαν όμως από το «Γιε μου».
Η επόμενη χρονιά είναι η ευκαιρία για τη Γλυκερία που με το δίσκο «Μην κάνεις όνειρα» πραγματοποιεί την πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία. Στο δίσκο συμμετέχει και ο Γιώργος Γερολυμάτος. Δύο τραγούδια θα ξεχωρίσουν από αυτόν το δίσκο και θα βοηθήσουν στην καθιέρωση της πρωτοεμφανιζόμενης Γλυκερίας, το «Γκρέμισα το είδωλο σου» και το «Χιόνι».
Επόμενος σημαντικός σταθμός το 1978 με τα «Ορθόδοξα». Δίσκος με τον οποίο ο Απόστολος κινείται σε πολύ γνώριμες γι’ αυτόν περιοχές. «Με τη συνοδεία του ποτηριού να πει τον πόνο του, τους καημούς του, τα βάσανα του. Όλα όμως αυτά με το δικό του τραγούδι που δεν είναι άλλο από το λαϊκό. Που είναι το μόνο τραγούδι που απηχεί τα αισθήματα του απλού ανθρώπου του λαού μας. Έχοντας λοιπόν υπόψη μου όλα αυτά έγραψα τα "Ορθόδοξα" τα οποία και του αφιερώνω έχοντας πολύτιμο συνεργάτη μου, για την απόδοση τους το φίλο μου Στράτο Διονυσίου».
Θα ακολουθήσει μια σειρά από άλλες δουλειές πότε σε συνεργασία με άλλους στιχουργούς, συχνότερα όμως γράφει ο ίδιος και τους στίχους, θα συνεργαστεί με παλαιότερους συνεργάτες του τραγουδιστές (Στ. Κόκκοτα, Μ. Μενιδιάτη, Δ. Μητροπάνο) αλλά και με τραγουδιστές με τους οποίους για συνεργάζεται πρώτη φορά (Λ. Χαλκιά, Ηλ. Κλωναρίδη, Σ. Βαλμά κ.ά.).
Το «κύκνειο άσμα» για τον Απόστολο Καλδάρα θα αποτελέσει η δουλειά του «Μπαλάντες του περιθωρίου» που θα κυκλοφορήσει από το ΣΕΙΡΙΟ του Μάνου Χατζιδάκι. Μάλιστα, στον Χατζιδάκι οφείλεται και ο τίτλος του δίσκου που κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1990.
Οι «Μπαλάντες του περιθωρίου» είναι μια τοιχογραφία των περιθωριακών τύπων της προπολεμικής Αθήνας, αλλά και ένας μικρός φόρος τιμής στον Μάρκο, τον Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά... Μολονότι ο Καλδάρας συνθέτει αυτά τα τραγούδια λίγο πριν από το βιολογικό του τέλος, το αποτέλεσμα είναι ένα έργο σύγχρονο, με ενορχηστρωτική φρεσκάδα, που αποκαλύπτει για μια ακόμα φορά ένα δημιουργό με αστείρευτη έμπνευση.
Τέλος, ένα χρόνο μετά από το θάνατο του Απόστολου θα κυκλοφορήσει ο δίσκος με το γενικό τίτλο «Κάποιο αστέρι» σε στίχους του Κώστα Βίρβου, με ερμηνεύτρια την Άντρη Κωνσταντίνου.
Επίλογος
Συμπυκνώνοντας τις σκέψεις μας για τον Απόστολο, θα λέγαμε ότι ως συνθέτης - δημιουργός, ο Καλδάρας είναι μοναδικός. Γράφει με υποδειγματική προσήλωση στη φόρμα και τη δομή ρεμπέτικα, αλλά και συμβάλλει ουσιαστικά στη μετάλλαξη του περιθωριακού ρεμπέτικου στο λαϊκό τραγούδι που αγαπιέται απ’ όλους και μπαίνει στις καρδιές και τα χείλη όλων των Ελλήνων. Αργότερα, δε, αιφνιδιάζει, δίνοντάς μας δείγματα υπέροχων λυρικών τραγουδιών, ξεδιπλώνοντας το αστείρευτο ταλέντο του.
Με την απεμπλοκή του από τα λαϊκά κέντρα και τη «νύχτα», ο Καλδάρας βρίσκει την ηρεμία και το ρεμβασμό που χρειαζόταν για να εμπνευστεί δουλειές του ύψους της «Μικράς Ασίας» και του «Βυζαντινού Εσπερινού», υψώνοντας έναν πήχη που οι κατοπινές δουλειές του δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν.
Στα 45 χρόνια της παρουσίας του στο λαϊκό τραγούδι συνθέτει ορισμένα από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια και όχι μόνο καμιά δεκαριά καλά. Από το σύνολο των περίπου 600 που συνέθεσε, εκατοντάδες είναι σπουδαία τραγούδια με διαχρονική αισθητική αξία, γεγονός που τον τοποθετεί στην κορυφή των λαϊκών δημιουργών.
Λεπτολόγος και σχολαστικός στο στίχο, έντιμος απέναντι στους συνεργάτες του στιχουργούς, αναζητά σε όλη του τη διαδρομή την αρμονία στίχου - μουσικής, αναγνωρίζοντας όσο λίγοι το σημαντικό ρόλο του στίχου στο τραγούδι. Διαθέτοντας ένα σπουδαίο αισθητήριο δίνει την ευκαιρία και αναδεικνύει μεγάλες φωνές, στηρίζοντας στα πρώτα τους βήματα τραγουδιστές που πρωταγωνίστησαν ή ακόμα και σήμερα πρωταγωνιστούν στη μουσική σκηνή του τόπου μας. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Πάνος Γαβαλάς, η Γιώτα Λύδια, η Χάρις Αλεξίου, η Γλυκερία, ο Γιάννης Πάριος, ο Γιώργος Νταλάρας, αποτελούν ορισμένα μόνο παραδείγματα.
Κι αν μέχρι σήμερα δε γράφτηκαν πολλές σελίδες για τον Καλδάρα, παρά μόνο αποσπασματικά και μεμονωμένα, η διαχρονικότητα του έργου του, η αισθητική, η ευγένεια και η αξιοπρέπεια των τραγουδιών του οδηγούν προς ένα μόνο συμπέρασμα: ο Απόστολος Καλδάρας είναι ο μεγαλύτερος λαϊκός συνθέτης.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του ανθρώπου Καλδάρα ήταν η καλλιέργεια, η ευγένεια, η σεμνότητα. Μακριά «...από των σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία». Ο Απόστολος Καλδάρας υπήρξε ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη δουλειά του, που θεωρούσε ότι είναι η σύνθεση. Αυτό ήθελε να κάνει, αυτό επεδίωκε πάντα. Να ζει με αξιοπρέπεια την οικογένεια του συνθέτοντας τραγούδια.
Η ζωή στα λαϊκά κέντρα του προκαλούσε δυσφορία και με ανακούφιση τα εγκατέλειψε. Αυτό είναι και ένα κομβικό σημείο στη ζωή του. Του δίνεται η ευκαιρία να μελετήσει καλύτερα μουσική, να παρακολουθήσει στενότερα τις τάσεις και τις εξελίξεις όπως αυτές διαμορφώνονται με την εμφάνιση στο προσκήνιο των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Λοΐζου και των άλλων έντεχνων. Έτσι είναι ο μόνος της γενιάς του που μπορεί και παρακολουθεί αυτές τις εξελίξεις και ανανεώνει το μουσικό του ύφος. Αυτή η διαρκής ανανέωση είναι που χαρακτηρίζει περισσότερο και διαφοροποιεί τον Καλδάρα από τους άλλους μεγάλους λαϊκούς δημιουργούς. Πνεύμα ανήσυχο δεν εφησυχάζει, δεν επαναπαύεται, συμπορεύεται με τους νεότερους δημιουργούς, συντονίζει το βήμα του με το δικό τους, συμμετέχει στην εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού, δηλώνει «παρών» μέχρι το τέλος.
Ήταν όμως ο Απόστολος και ένας άνθρωπος ιδιαίτερα μαχητικός και ανυποχώρητος. Υπερασπιζόταν τις αρχές του και δεν έκανε πίσω ούτε για λόγους τακτικής. Ο Καλδάρας δεν υπέκυψε ποτέ στην προσπάθεια των εταιριών δίσκων να παραμερίσουν τους δημιουργούς και να προβάλουν τους τραγουδιστές. Έτσι, ουδέποτε δέχθηκε την απαξιωτική για ένα μεγάλο συνθέτη πρακτική, να συμβάλει με ένα μόνο αριθμό τραγουδιών, σε ένα μεγάλο δίσκο ενός οποιουδήποτε τραγουδιστή. Πλήρωσε φυσικά ακριβά το τίμημα, που ήταν η περιθωριοποίηση. Υπήρξε περίοδος που ο κορυφαίος Έλληνας λαϊκός συνθέτης δυσκολευόταν να κυκλοφορήσει έτοιμες, ολοκληρωμένες δουλειές του.
Ήταν όμως μαχητικός και στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των δημιουργών. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης Μουσικών Συνθετών Ελλάδας, της Ε.Μ.Σ.Ε., του συνδικαλιστικού οργάνου των δημιουργών, της οποίας υπήρξε για πολλά χρόνια αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Δίπλα στον Λ. Παπαδόπουλο, τον Θ. Δερβενιώτη, τον Μ. Λοϊζο και τόσους άλλους.
O Απόστολος Καλδάρας έκλεισε τα μάτια του στις 8 Απριλίου του 1990 την επομένη των 68ων γενεθλίων του, στην αγκαλιά της γυναίκας του και του γιου του, έτσι ακριβώς όπως ο ίδιος ήθελε.
Το άρωμα του έργου που άφησε θα συντροφεύει τις σημαντικές μας στιγμές. Τους έρωτες, τις χαρές, τη θλίψη και τη μοναξιά μας. Όλα όσα μας κάνουν να αισθανόμαστε ζωντανοί. Και όταν ο καημός της ψυχής μας ξεχειλίζει, οι χωρίς φεγγάρι νύχτες μας θα έχουν τη δική του μουσική...
Είπαν για τον Απόστολο Καλδάρα
Μίκης Θεοδωράκης:
«Με το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα χάνεται ένας από τους τελευταίους μεγάλους του λαϊκού μας τραγουδιού. Η μουσική του γαλούχησε γενιές Νεοελλήνων και βοήθησε στην αναγέννηση του ελληνικού τραγουδιού».
Γιάννης Μαρκόπουλος:
«Μεγάλη απώλεια. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν από τα πιο μεγάλα μουσικά αναστήματα της λαϊκής μας μουσικής. Τα τραγούδια του θα μείνουν αθάνατα, γιατί μέσα τους είχαν πολλές φορές το πιο μεγάλο επίπεδο, που σκόπευε η νεοελληνική τέχνη για να μπει μέσα στο πάνθεον του μεγάλου πολιτισμού της Ανατολής».
Κώστας Βίρβος:
«...Έχω να πω ότι χάθηκε ίσως ο μεγαλύτερος λαϊκός μας συνθέτης. Δεν είχε ολοκληρώσει ακόμα το έργο του. Είχε πολλά να δώσει. Ο πρόωρος θάνατός του μας στέρησε από τη δημιουργική του προσφορά.
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
γιατί ένα παλικάρι
πήγε για να κοιμηθεί.
Με συγχωρείς, Απόστολε, για την παράφραση του μεγαλειώδους στίχου σου, αλλά δεν μπορούσα με άλλα λόγια να πω ότι δεν είσαι πια κοντά μας. Δε μας έφυγες, απλά πήγες να κοιμηθείς. Κουράστηκες ίσως γιατί δινόσουν ολόκληρος στις δημιουργικές σου στιγμές. Βέβαια εμείς χάσαμε εσένα, μα ο Ελληνισμός κέρδισε έναν ανεπανάληπτο λαϊκό συνθέτη κι έναν ασύγκριτο ποιητή που πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία. Μόνο το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι" και το "Σ’ ένα βράχο φαγωμένο" φτάνουν να σε καθιερώσουν ως το μεγαλύτερο ίσως συνθέτη και σε ένα από τους πιο μεγάλους ποιητές μας.
(…) Θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο γιατί έγραψα μαζί σου πάνω από 150 τραγούδια και γιατί από τη συνεργασία σου έμαθα πάρα πολλά. Οι στιχουργοί έχουν να το λένε ότι τους έβγαζες τον καλύτερο τους εαυτό.
Μα πώς αλλιώς θα γίνονταν τα τραγούδια τέλεια; Ήσουν ο συνθέτης κι ο στιχουργός που τα ήξερε όλα. Πάντα είχες μια σφαιρική αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω μας. Το είδος του τραγουδιού, είτε μάγκικο λεγότανε, είτε ρεμπέτικο, είτε λαϊκό το κατείχες, ήταν κτήμα σου. Ήξερες το βυζαντινό μέλος απέξω και ανακατωτά, γεννημένος δίπλα στον προσφυγικό συνοικισμό, αγάπησες αυτούς τους πονεμένους ανθρώπους και έμαθες τα τραγούδια τους.
Ποιος απλός 'Έλληνας συνθέτης θα μπορούσε να γράψει τόσο αριστουργηματικά τη "Μικρά Ασία" σε στίχους του Πυθαγόρα; Ποιος άλλος Έλληνας συνθέτης θα είχε για κάθε τραγούδι και άλλον δρόμο (τρόπο) στο "Βυζαντινό Εσπερινό" σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου;».
Γιώργος Νταλάρας:
«Έφυγε πρόωρα, ξαφνικά και άδικα, παίρνοντας μαζί του τα μεγάλα μυστικά της λαϊκής μουσικής. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν ένας πολύ μεγάλος, ένας μοναδικός συνθέτης, που κατάφερε να εκφράσει το λαϊκό συναίσθημα και τον καημό των ανθρώπων, πέρα και πάνω από κάθε γραφικότητα. Οι γνώσεις του για τη λαϊκή μουσική ήταν έξω από κάθε σύγκριση και μέτρο, γι’ αυτό το κενό που αφήνει είναι τεράστιο. Η πλουσιότερη και ουσιαστικότερη περίοδος του λαϊκού τραγουδιού χάνει έναν από τους τελευταίους θεματοφύλακές της. Το τραγούδια του θα μας θυμίζουν την απουσία του. Χάνω ένα μεγάλο φίλο, ένα δάσκαλο, έναν πατέρα, που με προίκισε με ανεκτίμητα δώρα, τα τραγούδια του. θα τον τιμώ και ευγνωμονώ για πάντα».
Λευτέρης Παπαδόπουλος:
«Ο τελευταίος από τους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού. Μαζί με Βαμβακάρη και Τσιτσάνη στάθηκαν οι τρεις κορυφές του τριγώνου του λαϊκού τραγουδιού με την υπογράμμιση όμως ότι ο Καλδάρας εξακολουθούσε να γράφει έως τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Για μένα έχει γράψει ένα από τα 2-3 σημαντικότερα ελληνικά τραγούδια, το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι", που και μόνο γι’ αυτό θα μπορούσε να περάσει στην ιστορία».