English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Η ζωη του Μάνου Χατζηδάκι , το ανεπηθύμητο Όσκαρ και η συνέντευξη στην Αλίκη Βουγιουκλάκη

www.tips-fb.com


Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη, μια ακριτική καπνοπαραγωγική πόλη της Ελλάδας. Ο πατέρας του, Γεώργιος Χατζιδάκις, καταγόταν από τη Μύρθιο Ρεθύμνου και ήταν δικηγόρος. Η μητέρα του, Αλίκη (Βασιλική), το γένος Αρβανιτίδου καταγόταν από την Αδριανούπολη. «Από την μητέρα μου», όπως έλεγε ο ίδιος, «κληρονόμησα όλους τους γρίφους που από παιδί μ’ απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της δεν θα ‘μουν ποιητής…». Από την ηλικία των τεσσάρων ετών αρχίζει τα πρώτα μαθήματα πιάνου, με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Μάθαινε επίσης, βιολί και ακορντεόν. Το 1932, η μητέρα και τα δύο παιδιά, ο Μάνος και η Μιράντα, εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα και οι γονείς χωρίζουν. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα ενώ ταξίδευε για το Μιλάνο. Το γεγονός αυτό καθώς και η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, κατέστρεψαν οικονομικά την οικογένεια. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης, εργάτης στο εργοστάσιο ζυθοποιίας του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο…(η συνέχεια στο τέλος της σελίδας)
video από τη “μηχανή του χρόνου”, alpha,
…Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής. Αρχίζει επίσης σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (σπουδές που ποτέ δεν ολοκλήρωσε), ενώ παράλληλα γαλουχείται από καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.


Η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη στο μουσικό ορίζοντα της χώρας γίνεται το 1944 με τον Τελευταίο Ασπροκόρακα του Αλέξη Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, θέλοντας να γίνει ηθοποιός, αλλά ο Κουν θα τον αποτρέψει. Μέσα από τη γόνιμη συνεργασία του, ως συνθέτη πια, με το Θέατρο Τέχνης που θα διαρκέσει δεκαπέντε χρόνια, θα γράψει μουσική για πολλά έργα του σύγχρονου θεατρικού ρεπερτορίου: Γυάλινος Κόσμος (Τ. Ουίλιαμς, 1946), Αντιγόνη (Ζ. Ανουίγ, 1947), Ματωμένος Γάμος (Φ. Γ. Λόρκα, 1948), Όλα τα Παιδιά του Θεού έχουν Φτερά (E. Ο’ Νηλ, 1948), Λεωφορείον ο Πόθος (Τ. Ουίλλιαμς, 1948), Ο θάνατος του Εμποράκου (Α. Μίλερ, 1949) κ.ά.


Με το τέλος της γερμανικής κατοχής, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη τολμάει πρώτη να του αναθέσει να συνθέσει μουσική για τον Αγαμέμνονα και τις Χοηφόρες (1950) από την Ορέστεια του Αισχύλου. Μέχρι τότε την μουσική επένδυση των αρχαίων τραγωδιών την ανέθεταν σε ακαδημαϊκούς συνθέτες. Την ίδια περίοδο συνεργάζεται με τον μεγάλο ποιητή Άγγελο Σικελιανό για να συνθέσει τη μουσική στην τελευταία του τραγωδία Ιπποκράτης, ενώ η έγκυρη μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη γράφει ήδη ένθερμα άρθρα για το έργο του.
Το 1945, στο θεατρικό έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, γνωρίζει τη Μελίνα Μερκούρη που υποδύεται τη Λαβίνια, κατοπινή συνεργάτιδα και αγαπημένη του φίλη.


Η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο πραγματοποιείται το 1946 για την ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι, ενώ ένα χρόνο αργότερα αρχίζει να γράφει το έργο Για μια Μικρή Λευκή Αχιβάδα, op. 1 για πιάνο, το οποίο ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση στο σύνολο της εργασίας του. Το 1948 το ίδιο έργο θα παιχτεί από τον αμερικανό πιανίστα Julius Katchen.
Το 1949 με μια διάλεξη του για το Ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική Ελληνική αστική κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, απαγορευμένο και παράνομο, ήταν για τον υπόλοιπο κόσμο – αστούς και διανόηση – είτε άγνωστο είτε περιφρονημένο. Η «μουσική του δρόμου» και η «λαϊκή μουσική» έκαναν τον Μάνο Χατζιδάκι να αναγνωρίσει στο ρεμπέτικο τραγούδι αυθεντικά στοιχεία της παράδοσης.


Δύο χρόνια αργότερα (1951), παρουσιάζοντας και παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο τις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές, που ήταν μεταφορά στο πιάνο έξι ρεμπέτικων τραγουδιών, θα πείσει πια έμπρακτα το ελληνικό κοινό για την ομορφιά και τον πλούτο των ρεμπέτικων τραγουδιών και θα αναμορφώσει όλο το ελληνικό τραγούδι, δρομολογώντας το σε νέους μουσικούς ορίζοντες. Όταν όμως, το λαϊκό τραγούδι έγινε προϊόν τουριστικής αξιοποίησης και αντικείμενο εκμετάλλευσης, δεν δίστασε πρώτος να το καταγγείλει.


Το 1951 ιδρύεται το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου – του οποίου ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής – και εκεί παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του: Μαρσύας (1950), Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές (1951), Το Καταραμένο Φίδι (1951) και Ερημιά (1958).
Από το 1950, αρχής γενομένης με την Ορέστεια του Αισχύλου, θα γράψει μουσική για πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες: Μήδεια (1956), Κύκλωπας (1959) και Βάκχες (1962) του Ευριπίδη, Εκκλησιάζουσες (1956), Λυσιστράτη (1957), Πλούτος (1956), Θεσμοφοριάζουσες (1958), Βάτραχοι (1959) και Όρνιθες (1959) του Αριστοφάνη. Το 1953, με μία σειρά διαλέξεών του με θέμα τους σύγχρονους αμερικανούς συνθέτες, θα «αποκαλύψει» τους  A. Copland, G. Menotti, L. Bernstein κ.ά. στο ελληνικό ακροατήριο που είχε απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο εξ αιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των δύσκολων μεταπολεμικών συνθηκών. Την ίδια εποχή γράφει ένα από τα σημαντικότερα έργα του τον Κύκλο του C.N.S., op. 8 για βαρύτονο και πιάνο.


Εκτός από το Θέατρο Τέχνης, συνεργάζεται και με το Εθνικό Θέατρο. Μεταξύ άλλων (Όνειρο Kαλοκαιρινής Nύχτας 1952, Βασιλιάς Ληρ 1957, Οθέλλος 1958, Δόνια Ροζίτα 1959), γράφει μουσική για τη Μήδεια του Ευριπίδη, που ανεβαίνει στην Επίδαυρο με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού (1956).
Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος», με την Νάνα Μούσχουρη.



Παράλληλα με το θέατρο, από το 1946 ο Μάνος Χατζιδάκις θα συνθέσει μουσική για πολλές ελληνικές και ξένες κινηματογραφικές ταινίες: Κάλπικη Λίρα (Γ. Τζαβέλλα 1954), Στέλλα (Μ. Κακογιάννη, 1955), Ο Δράκος (Ν. Κούνδουρου, 1956), Μανταλένα (Ντ. Δημόπουλου, 1960), In the Cool of the Day (R. Stevens 1962), America-America (E. Kazan, 1962), Blue (S. Narizzano, 1967), Sweet Movie (D. Makavejev, 1974), Το Ταξίδι του Μέλιτος (Γ. Πανουσόπουλου, 1978), Memed my Hawk (P. Oustinov, 1983), Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου (Π. Βούλγαρη, 1992), κ.ά. Το 1977 θα γράψει μουσική και για δύο ντοκιμαντέρ του J. Y. Cousteau (A la recherche de l’ Atlantide-1, A la recherche de l’ Atlantide-2).


Το 1959 και το 1960, στα δύο πρώτα Φεστιβάλ Τραγουδιού που διοργανώνει το Ε.Ι.Ρ., παίρνει το πρώτο βραβείο για δύο τραγούδια που ερμηνεύει η Νάνα Μούσχουρη. Το 1960 κερδίζει στη Θεσσαλονίκη το πρώτο βραβείο μουσικής της Α’ Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου (το τότε Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) για την μουσική του στην ταινία του Νίκου Κούνδουρου Το Ποτάμι.


Το 1960 του απονέμεται το βραβείο Oscar για το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά -από την ταινία του Jules Dassin Ποτέ την Κυριακή- και ταυτόχρονα γίνεται ο πρώτος ‘Ελληνας συνθέτης που κάνει γνωστό το ελληνικό τραγούδι έξω από τα σύνορα της χώρας. Τα παιδιά του Πειραιά θα συμπεριληφθούν στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ου αιώνα και θα βραβευθούν στο Αμβούργο το 1987. Η συνεργασία του με τον Jules Dassin θα συνεχισθεί και στο TOPKAPI (1963).
Όμως, εκτός από Τα Παιδιά του Πειραιά που γνώρισαν την διεθνή αναγνώριση, τα επόμενα χρόνια πολλά τραγούδια του είχαν την ίδια τύχη και τραγουδήθηκαν από τους: Lale Andersen, Brenda Lee, Nat King Cole, Johnny Mathis, Hary Belafonte, Seon Filips, Amalia Rodrigues, Michael Kamen και την Νάνα Μούσχουρη. Η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών του χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θ’ αποδεχθεί ποτέ και θα την μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.


Το 1961 γράφει μουσική για την θεατρική παράσταση
Η κλέφτρα του Λονδίνου του G. Neveux,  που παρουσιάστηκε στο Παρίσι, με πρωταγωνίστρια τη Marie Bell και το 1962 ανεβάζει στην Αθήνα την Οδό Ονείρων. Προσπαθώντας να απαλύνει τις πληγές της μετεμφυλιακής Ελλάδας, δημιουργεί μια παράσταση-σταθμό για το ελληνικό μουσικό θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνικά και κοστούμια Μίνου Αργυράκη. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Δημήτρης Χορν.


Αντισυμβατικός και πνεύμα ανήσυχο, στραμμένος ανέκαθεν στην αναζήτηση του καινούργιου και του αυθεντικού, χρηματοδοτεί τον Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Προσκαλεί τον Αμερικανό συνθέτη Lucas Foss να προεδρεύσει της κριτικής επιτροπής (μέλη της οποίας ήταν ο μουσικολόγος Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου και ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου) και το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό.


Ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (ορχήστρα συμφωνικής μουσικής, 1963-66) και στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της δίνει 20 συναυλίες με πρώτες παρουσιάσεις δεκαπέντε έργων ελλήνων συνθετών. Η παρουσία της ορχήστρας δημιουργεί νέα δεδομένα στη μουσική ζωή του τόπου, προσελκύοντας το ενδιαφέρον του κοινού για την «άγνωστη» μέχρι τότε σύγχρονη μουσική.
Η μακρόχρονη και εποικοδομητική συνεργασία με τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα του Maurice Béjart, αρχίζει στις Βρυξέλλες το 1965 με τους Όρνιθες του Αριστοφάνη και συνεχίζεται διευθύνοντας τα έργα: Jean Cocteau et la dance (1972, μπαλέτο σε τρία μέρη με αφηγητή τον Jean Marais: Le fils de l’ air, L’ ange heurtebise -σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι-, Les maries de la tour Eiffel -σε μουσική Tailleferre, Auric, Honegger, Milhaud, Poulenc), και την Traviata του Verdi (1973). To 1988 o Béjart παρουσιάζει το μπαλέτο Διόνυσος σε μουσική R. Wagner – Μ. Χατζιδάκι ενώ το 1993 χορογραφεί μέρος του έργου του συνθέτη, Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς.


Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις φεύγει για την Αμερική για ν’ ανεβάσει στο Broadway με τον Jules Dassin και την Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του Ποτέ την Κυριακή με τον τίτλο Illya Darling. Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών Reflections με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble. Εκεί, εκτός των άλλων έργων του (Ρυθμολογία op. 26 για πιάνο, Μεγάλος Ερωτικός op. 30 – κύκλος τραγουδιών σε στίχους αρχαίων και νέων ελλήνων ποιητών), αρχίζει να γράφει τα λιμπρέτα για τρία μουσικά έργα (Μεταμορφώσεις, Όπερα για Πέντε, Ντελικανής), ηχογραφεί το Χαμόγελο της Τζοκόντα και αρχίζει να συνθέτει την Εποχή της Μελισσάνθης, μια μουσική ιστορία βασισμένη σε αυτοβιογραφικά στοιχεία που διαδραματίζεται τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης.


Το 1970 κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας The Martlet’s Tale στη Ρώμη θα γνωρίσει τον Nicola Piovani. Θα δημιουργηθεί μια σχέση μαθητή-δασκάλου και ο Piovani θα δουλέψει δίπλα του ως βοηθός του, σε αρκετές παραγωγές. Όταν ο Nino Rota -ακριβός φίλος του Χατζιδάκι- πέθανε, ο Χατζιδάκις αφού «αρνήθηκε» λόγω συγκυριών την πρόταση του Federico Fellini να συνεργαστούν στην ταινία του La nave và, πρότεινε στη θέση του τον Nicola Piovani.
To 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το Πολύτροπο (1973, μουσικό καφεθέατρο). Αποπειράται να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής, «φιλοδοξώντας» όπως έλεγε ο ίδιος, «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία».
Δύο χρόνια αργότερα με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας αναλαμβάνει πάλι ενεργό δράση στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Διορίζεται Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Λυρικής Σκηνής (1975-77) και Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας (1975-82). Παράλληλα, αναλαμβάνει τη Διεύθυνση του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, μετατρέπει σε σημείο αναφοράς, ποιότητας και ιδεών. Το 1979 καθιερώνει τις Μουσικές Γιορτές στ’ Ανώγεια της Κρήτης, με τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια και διοργανώνει συνέδριο με θέμα την παράδοση, στο οποίο συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί. Το 1980 εγκαινιάζει τον Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο της Κρήτης, ένα Φεστιβάλ που παρουσίαζε τα νέα ρεύματα σ’ όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής έκφρασης (μουσική, χορός, κινηματογράφος, ζωγραφική, θέατρο). Ο Μουσικός Αύγουστος θα επαναληφθεί και τον επόμενο χρόνο και θα φιλοξενήσει καταξιωμένους καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο:N. Piovani, A. Piazzola, S. Rinaldi, G. May, R. Winters, G. Sandor, E. Culp, H. Zender, Frei Hermano da Camara, κ.ά. Tο 1981-82 διοργανώνει τους Μουσικούς Αγώνες στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό με σκοπό την παρουσίαση νέων Ελλήνων καλλιτεχνών.\


Το 1985-86 εκδίδει το πολιτιστικό περιοδικό Το Τέταρτο, ένα περιοδικό «που προσπάθησε να καταγράψει τα καλλιτεχνικά θέματα, τα κοινωνικά ακόμη και τα επιστημονικά, μέσα από τις πολιτικές διαστάσεις τους». Θέλοντας να προστατέψει το ελληνικό τραγούδι από την φθορά του εμπορίου, συστήνει το 1985, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία ΣΕΙΡΙΟΣ, η οποία λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Με φορέα τον Σείριο παρουσιάζει στην Πλάκα (1987-88) μια σειρά μουσικών προγραμμάτων με νέους καλλιτέχνες «αντιδρώντας» μ’ αυτόν τον τρόπο «στον εκχυδαϊσμό και στη ρύπανση του πολιτιστικού μας περιβάλλοντος».
Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας διοργανώνει τους Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας. Γι άλλη μια φορά, αναζητά «τους νέους που θέλουν να συνομιλήσουν» μαζί του, «χωρίς κραυγές, χωρίς συνθήματα και δίχως εκτονώσεις…».


Το 1989-93 ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με έλληνες και ξένους σολίστ: Χ. Γεωργιάδη, Σ. Θεοδωρίδου, S. Armstrong, A. Piazzola, G. Sandor κ.ά. Αρκετά από τα έργα που παρουσίασε ήταν άγνωστα στην Ελλάδα, ενώ στο ρεπερτόριο της περιελήφθησαν και πρώτες παγκόσμιες εκτελέσεις έργων Ελλήνων συνθετών.
Από την αρχή της παρουσίας του στον ελληνικό χώρο και συγχρόνως με όλες τις προηγούμενες δραστηριότητες του, ήταν διαρκώς δισκογραφικά παρών με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί : Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά. Οι περισσότεροι κύκλοι τραγουδιών είναι σε στίχους Νίκου Γκάτσου.
Ο ίδιος δημοσίευσε τέσσερα βιβλία με ποιήματα και σχόλια: Μυθολογία, Μυθολογία Δεύτερη, Τα Σχόλια του Τρίτου, Ο καθρέφτης και το Μαχαίρι.


Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, αναπτύχθηκε και τράφηκε από την προσωπικότητα του Μάνου Χατζιδάκι, που δεν δίστασε ούτε μια στιγμή να προβάλλει τα οράματά του στη πιο ακραία τους μορφή για να φανερώσει έτσι το βαθύτερο νόημα της τέχνης.
Ασυμβίβαστος και πρωτοπόρος, εχθρός της σοβαροφάνειας και των παγιωμένων αντιλήψεων, λάτρης της «νεότητας» και της συνεχούς αμφισβήτησης και με όπλο του την ελληνική αλλά και την οικουμενική παιδεία, συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική, δημιουργώντας έτσι ένα «νέο» ήχο, ένα «νέο» τραγούδι που έχει τις ρίζες του τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.


Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1994, ο Μάνος Χατζιδάκις «άρχισε το ταξίδι του προς τα άστρα».
www.hadjidakis.gr

Ο Μάνος Χατζηδάκις φωτογραφίζεται κρατώντας το αγαλματάκι της Κατίνας Παξινού και όχι το δικό του



γράφει ο Νίκος Θηβαίος
Στις φωτογραφίες, που συνοδεύουν το άρθρο υπάρχει κάτι το “παραπλανητικό”. Το αγαλματάκι Όσκαρ δεν είναι του βραβευμένου Μάνου Χατζηδάκι (αρνήθηκε να παραβρεθεί στην τελετή, του το έστειλαν ταχυδρομικώς, και κάπου στη Γιουγκοσλαβία το έκλεψαν). Για την ανάγκη της φωτογράφισης, και ύστερα από επίμονη απαίτηση των δημοσιογράφων, ο Χατζηδάκις δέχτηκε να φωτογραφηθεί με το αγαλματάκι της Κατίνας Παξινού (βραβείο Όσκαρ 1943)
Ο Μάνος Χατζηδάκις βραβεύτηκε, το 1961, με το όσκαρ καλύτερου τραγουδιού για το θρυλικό τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» που ακούγεται στο «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ζυλ Ντασσέν. Ο Έλληνας συνθέτης δεν ένοιωσε ποτέ περήφανος για αυτή τη βράβευση και για αυτό δεν παραβρέθηκε στην απονομή. Αποκαλούσε το εν λόγω τραγούδι ως “ζαχομάρα” (:χαζομάρα) και εκνευριζόταν αφάνταστα,όταν το άκουγε. Το θεωρούσε προσβολή προς το έργο του το να έχει γίνει παγκοσμίως γνωστός για ένα τόσο απλοϊκό τραγούδι.
Φαίνεται, πάντως ότι αυτό το αγαλματάκι δεν ήταν γραφτό να φτάσει ποτέ στον Χατζηδάκι. Η Ακαδημία του το έστειλε ταχυδρομικώς αλλά χάθηκε κάπου στην, πάλαι ποτέ, Γιουγκοσλαβία. Κατόπιν της επιμονής των ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων που αδημονούσαν να έχουν τουλάχιστον μία φωτογραφία του συνθέτη με το αγαλματάκι, ο Μάνος Χατζηδάκις φωτογραφίζεται κρατώντας το αγαλματάκι της Κατίνας Παξινού (βραβείο Όσκαρ Β΄γυναικείου ρόλου για την ταινία “Για ποιον χτυπά η καμπάνα” το 1943.) Βλέπετε στην Αθήνα του 1961 μόνο η Παξινού είχε το αγαλματάκι  Όσκαρ
Μετά την απώλεια η Ακαδημία των Όσκαρ θα ξαναστείλει στο συνθέτη αντίγραφο, το οποίο μετά από χρόνια θα καταλήξει στον σκουπιδοτενεκέ από τα χέρια του Μάνου. Θα γίνει αντιληπτό από την οικακή βοηθό, η οποία και θα το παραδώσει στην αδελφή του συνθέτη για να το προστατέψει. Σήμερα το εν λόγω αγαλματάκι βρίσκεται στην κατοχή του γιου του Μάνου, Γιώργου Χατζηδάκι, και εκτίθεται στην οικία του με την πλάτη γυρισμένη στον θεατήσυνοδευόμενο από τη φιγούρα ενός Καραγκιόζη.
Τα Όσκαρ για την πλέμπα των άμουσων ήταν και είναι ένα σημαντικό “καλλιτεχνικό γεγονός”. Για τους πραγματικούς καλλιτέχνες, όπως ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, το βραβείο αυτό είχε την ίδια αξία με τα κουκλάκια, που κερδίζεις σε ένα συνοικιακό Λούνα Παρκ. Το μεγαλείο του Μάνου αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι αρνήθηκε, δίχως φανφάρες και ηρωισμούς, την παγκόσμια εμπορική αναγνώριση σε μια ηλικία (ήταν μόλις 35 ετών), που όλοι οι άλλοι θα σκέφτονταν να “τρουπώσουν” και να “βολευτούν”




Στις 15 Ιουνίου 1994, στις 7.35 το απόγευμα, μια σπουδαία ελληνική καρδιά σταμάτησε να χτυπάει. Ο μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζιδάκις εξέπνευσε μετά από οξύ πνευμονικό οίδημα, αφήνοντας ευτυχώς, πίσω του μουσικά αριστουργήματα.
18 χρόνια μετά το θάνατό του δημοσιεύουμε αποσπάσματα από μια σπάνια συνέντευξή του, το 1988 στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, όταν εκείνη είχε μια εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή στο AΝΤ-1 FM, με τίτλο "Ό,τι γίνεται σήμερα":

«Γεια σας. Είμαι η Αλίκη Βουγιουκλάκη από το ραδιοφωνικό σταθμό ΑΝΤ1 FM. "Ό,τι γίνεται σήμερα". Η εκπομπή έχει τη μεγάλη τιμή, τη χαρά, να φιλοξενήσει σήμερα μια από τις μεγαλύτερες, αν όχι τη μεγαλύτερη φυσιογνωμία στον καλλιτεχνικό χώρο. Κυρίες και κύριοι σας παρουσιάζω τον Μάνο Χατζιδάκι στην εκπομπή μας».

Έχεις παραμείνει ένας έφηβος...
Όχι. Ζωντανός. Άλλο έφηβος και άλλο ζωντανός. Το να παραμένεις έφηβος προϋποθέτει και λίγη αφέλεια.
Ναι.
Εγώ δεν έχω αφέλεια. Έχω όλη τη γνώση της ηλικία μου και είμαι ζωντανός. Αυτό είναι καλύτερο.

Η ανάγκη να κάνει ο καλλιτέχνης ή να λέει ελεύθερα αυτό που θέλει, στις μέρες μας, έχει ακριβό αντίτιμο;
Δεν νομίζω. Εξαρτάται το τι λέει. Εγώ από νωρίς, από πολύ νέος, έλεγα αυτό που ήθελα και πλήρωνα το αντίτιμό μου, κάθε φορά που μου το ζητούσαν. Το αντίτιμο αυτό είναι κάτι σαν τη φορολογία. Πρέπει να πληρώνεται για να είσαι ελεύθερος.

Για δες, να κάνω εγώ το δημοσιογράφο. Έχω τρακ το ξέρεις; Ειλικρινά, γιατί σε ξέρω πολύ σαν άνθρωπο, έχω ζήσει πολλά χρόνια...
Μ΄ αρέσει που είσαι δημοσιογράφος

Και που φοράω γυαλιά, ε;
Να είσαι μια εθνική σταρ και να γίνεσαι δημοσιογράφος είναι σπουδαίο, διότι βλέπεις οι δημοσιογράφοι δεν πρόκειται να γίνουν Εθνικοί σταρ.

Μια ερώτηση από τους ακροατές, αν ο κύριος Χατζιδάκις εκτιμάει περισσότερο τους ανθρώπους που τον δέχονται άνευ όρων ή αυτούς που τον αμφισβητούν.
Δεν εκτιμώ ούτε τους ανθρώπους που με αποδέχονται άνευ όρων, ούτε αυτούς που με αμφισβητούν. Εκτιμώ εκείνους που επικοινωνούν μαζί μου.

Μάνο, τα έργα σου, που εσύ αγάπησες ιδιαίτερα, είχαν απαραίτητα τη μεγάλη απήχηση στον κόσμο;
Θα κατάλαβες και από τις προηγούμενες απαντήσεις μου ότι το αίτημά μου δεν ήταν η μεγάλη απήχηση, μάλιστα μπορώ να σου πω ότι, όταν σε ένα διάστημα έγινα πανελληνίως γνωστός ανησύχησα φοβερά. Κι αυτό παρεξηγήθηκε από τους άλλους. Ανησύχησα για τούτο –γιατί όπως λέω πολλές φορές, το να σε γνωρίζει ο μπακάλης της γειτονιάς σου είναι μια πάρα πολύ σωστή σχέση, σου δίνει καλά πράγματα, στα φέρνει στο σπίτι, τον εκτιμάς, σε εκτιμά. Αλλά το να σε γνωρίζει ο μπακάλης της παρακάτω γειτονιάς, είναι μια δέσμευση, για την οποία εγώ δεν θέλω να λάβω καμία ευθύνη. Συνεπώς αυτή η πανελλήνια παραδοχή, μου έφερε μεγάλα προβλήματα και έκανα το κάθε τι για να την απορρίψω. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι ξέρουν το όνομά μου, χωρίς να γνωρίζουν καλά-καλά τι έχω κάνει. Ο πολύς κόσμος έτσι; Εκείνοι που πρέπει να με ξέρουν, με ξέρουν.

Τώρα που ήμουν στην Αμερική για να συναντήσω τον Μαίκλ Δουκάκης, άκουσα ακόμη μια φορά τραγούδια δικά σου και μέσα σε αυτά και τα παιδιά του Πειραιά. Και θυμήθηκα κάτι που μου είχες πει: "Δεν έχω τίποτα με το τραγούδι μου, οι εκτελέσεις του είναι εκείνες που με σκοτώνουν. Οι κακές του εκτελέσεις".
Όχι δεν έχω τίποτε με το τραγούδι, διότι καταρχήν φέρει την υπογραφή μου. Αλλά άσχετα από αυτό δεν είναι το ωραιότερο τραγούδι που έχω γράψει. Ή τουλάχιστον έτσι όπως παίζεται δεν είναι το ωραιότερο τραγούδι που ακούγεται. Άλλες δυνάμεις το κάνανε παγκόσμιο και το ξέρουμε αυτό. Γι αυτό αποφάσισα μάλιστα να το χαρίσω στη Μελίνα Μερκούρη, είπα ότι είναι δικό της και όχι δικό μου.

Μια δουλειά του Χειμώνα; Που θα είχα και την αίσθηση, αν με ήθελες, να ενταχτώ;
Θα φτιάξω πάλι τον Σείριο και θα βγεις να τραγουδήσεις κάτι.

Seriously ε; Η κυρία Βουγιουκλάκη έκλεισε δουλειά για το χειμώνα, αν κατάλαβα καλά τώρα; Τι θα τραγουδήσω; Μάνο Χατζιδάκι;
Σε σκέφτηκα να φοράς μια πολύ έτσι, έξωμη τουαλέτα, πολύ ωραία ντυμένη από κανένα μεγάλο μάστορα της μόδας και να βγαίνεις να τραγουδάς δύο τραγούδια εντυπωσιακά.

Άδειο στομάχι και τέχνη, πάνε μαζί ή χωριστά;
Δεν μπορεί να πάνε μαζί. Καμία εργασία δεν γίνεται με άδειο στομάχι. Όσες φορές καλλιτέχνες ή επιστήμονες αναγκάστηκαν να εργαστούν με άδειο στομάχι, αναγκάστηκαν να εκμαιεύσουν από μέσα τους περίσσια δύναμη. Δεν πάνε καθόλου μαζί.

Για πες μου για κείνη την εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και κυρίως της Φίνος Φιλμ και της δικιάς μας, ας τολμήσω να πω, συνεργασίας. Κείνη την εποχή μου εμπιστεύτηκες πολύ σημαντικά τραγούδια. Πώς μου τα εμπιστεύτηκες;
Γλυκιά μου Αλίκη, τότε όλοι μας και συ και εγώ, εργαζόμαστε για τη βιομηχανία της Φίνος Φιλμ. Ο ένας εμπιστεύονταν τον άλλο. Ούτε εσύ ήξερες ποιος ήμουν καλά καλά, ούτε εγώ ήξερα ποια είσαι, εκτός από τη χάρη σου, η οποία ανέδυε και τότε, εξίσου έντονα, όπως και τώρα.

Αχ Μάνο, πάντα είσαι πολύ ευγενικός. Αλλά εγώ εκείνη την εποχή την αναπολώ με νοσταλγία. Αν και...
Γιατί έχεις κάνει τόσο ωραία μετά χρόνια.

Ίσως οι πρώτες εμπειρίες μου, η συνεργασία με ανθρώπους τέτοιας ποιότητας.
Εγώ βλέπω καμιά φορά αυτές τις ταινίες της Φίνος Φιλμ και ιδιαίτερα τα εξωτερικά, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, τα παλιά αυτοκίνητα, οι άδειοι δρόμοι και με πλήττουν θανάσιμα.

Ο διαχωρισμός της τέχνης σε ποιοτική και εμπορική, γενικότερα και στον κινηματογράφο και στη μουσική, έχει κάποια βάση ή είναι επινόηση;
Είναι μια επινόηση τέχνη υπήρξε πάντα εμπορική. Να ξέρουμε τι εννοούμε εμπορική. Ας πούμε αν έπαιζε η Παξινού και έπαιζε και μία ηθοποιός που έκανε στριπτίζ, όλος ο κόσμος θα πήγαινε στην γυναίκα που έκανε στριπτίζ. Δεν πάει να πει αυτό ότι ήταν εμπορικότερη από την Κατερίνα Παξινού. Να ξέρουμε τι λέμε, έχουμε μάθει να λέμε ότι αυτό που κολακεύει τον κόσμο ή τον απασχολεί για λίγο διάστημα, ότι αυτό είναι το εμπορικό. Όχι, το εμπορικό είναι πάντα η μεγάλη τέχνη. Η αληθινή τέχνη. Αυτή που ελκύει τον κόσμο. Καμιά μεγάλη αληθινή τέχνη, κανένα αληθινό καλλιτέχνημα δεν απωθεί τον κόσμο.

Υπάρχουν πράγματα που σε κάνουν να γελάς ή να λυπάσαι;
Πάρα πολλά. Καθημερινώς. Και επιλέγω τα πιο σημαντικά για να διαμαρτύρομαι. Γιατί αν διαμαρτυρόμουν για όλα όσα γίνονται, θα είχα γίνει γραφικός. Και το αποφεύγω.

Έχεις μια ιδιαίτερη ευαισθησία για πράγματα που γράφονται για σένα και σε πληγώνουν ή δεν πληγώνεσαι;
Όχι, δεν με πληγώνει τίποτε.

Α και εγώ το ίδιο.
Απλώς μερικά πράγματα με απωθούν. Ας πούμε ματαιώθηκε μια συναυλία μου στην Πάτρα διότι οι οργανωτές δεν έφεραν πιάνο. Ήμουν έτοιμος να πάω, μου είπανε, δεν έχουμε πιάνο και δεν πήγα. Δεν έγινε. Συμφωνούσαν και εκείνοι ότι δεν μπορούσε να γίνει η συναυλία. Διαβάζω σήμερα σε μια απογευματινή εφημερίδα: «Φέρτε ένα πιάνο ρε παιδιά». Η φωτογραφία. Μου ήρθε ταμπλάς. Πού να προβλέψεις μια τόσο χυδαία έκφραση. Να στο βάζουν στο στόμα σου με την φωτογραφία. «Φέρτε ένα πιάνο ρε παιδιά». Είναι θλιβερό. Φυσικά φταίει αυτός ο δημοσιογράφος που νόμισε ότι έδινε με εντατικό τρόπο την είδηση της ματαίωσης της συναυλίας. Εγώ απλώς αισθάνθηκα ένα ανατρίχιασμα χυδαιότητας. Αλλά αυτό δεν μπορεί να με κάνει να διαμαρτυρηθώ. Τι να διαμαρτυρηθώ, ένας βλαξ εκεί πέρα. Ούτε ένας, ούτε δύο, πάρα πολλοί.

Η εποχή μας είναι ερωτική;
Όσο ερωτική μπορεί να είναι μια εποχή με τις αντιθέσεις της, με τά προβλήματά της, με τις αγωνίες της. Κάθε εποχή έχει παρόμοια θέματα επί τάπητος. Σήμερα είναι συνολική συμμετοχή του κόσμου στα προβλήματα. Αλλά ο ρατσισμός είναι μια έννοια ταυτόσημη με την έννοια άνθρωπος.

Μάνο, το 2000 που δεν είναι πια τόσο μακριά, εσύ πως φαντάζεσαι τον κόσμο;
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Θα ήθελα να ζω όλα τα χρόνια που θα έρθουν αργότερα. Ειδικά μου αρέσουν πάρα πολύ οι ανακαλύψεις. Ό,τι μηχάνημα βγαίνει με ενδιαφέρει. Και είπα στο τέλος, όταν θα έχω φύγει από αυτόν τον κόσμο, στον κλασικό πια τάφο μου, να μην μου φέρνουν ούτε καντήλια, ούτε να μου βάζουν εικονίσματα, αλλά να μου φέρνουν τα τελευταία προσπέκτους από τα μηχανήματα που βγαίνουν, ώστε να πληροφορούμαι.