Ο Μανώλης Χιώτης ήταν ένας από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες της Λαϊκής μουσικής και σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Έφερε επανάσταση στην ελληνική μουσική, και στο λαϊκό τραγούδι γενικότερα επινοώντας τη τετράχορδη παραλλαγή του μπουζουκιού, αλλά και δημιουργώντας το πρώτο "κοσμικό κέντρο".
Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1921 στη Θεσσαλονίκη (κατ' άλλες αναφορές στο Ναύπλιο). Ο πατέρας του λεγόταν Διαμαντής Χιώτης, ένας «βαρύμαγκας» γεννημένος στον Πειραιά. Από μικρή ηλικία άρχισε ν΄ ασχολείται με τα λαϊκά όργανα και ξεκίνησε να μαθαίνει κοντά σε Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο αρχικά κιθάρα, μπουζούκι και στη συνέχεια ούτι. Έτσι από 15 ετών όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Ναύπλιο ο Μανώλης Χιώτης άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά ως μουσικός.
Ο αξέχαστος Μανώλης ήταν ένα κράμα, ένα χαρμάνι, ας το πούμε, της έξυπνης και δραστήριας μητέρας του και του τίμιου μα καβγατζή και παλικαρά πατέρα του.
- Το πρώτο όργανο που μαθαίνει και παίζει συνέχεια ο Μανωλάκης είναι η ...σφυρίχτρα! Μια κοινή σφυρίχτρα σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι χωροφύλακες.
Τη βλέπει κάποια παραμονή Πρωτοχρονιάς στον πάγκο ενός μικροπωλητή στη μεγάλη πλατεία του Ναυπλίου, κι αρχίζει να κλαίει γοερά κι ασταμάτητα για να του την αγοράσουν.
Από τότε σφυρίζει, σφυρίζει μ' έναν παράξενο τρόπο που νόμιζε κανείς πως σκάρωνε μ' αυτήν μελωδίες και μέτρα τραγουδιών που εκείνες τις στιγμές δημιουργούσε. Άρα το πρώτο όργανο του Μανώλη Χιώτη ήταν η σφυρίχτρα που τον είχε γοητέψει και συνεπάρει τόσο.
Σαν ξεπετάγεται ο Μανώλης και γίνεται ένας νέος άντρας τυχαίνει ν' ακούει κάποιον κιθαρίστα να παίζει και ξετρελαίνεται μ' αυτό το όργανο. Κι έτσι απαιτητικός καθώς είναι, κολλάει στη μητέρα του: Μάνα, θέλω να μου αγοράσεις μια καλή κιθάρα! Πρόθυμη η μητέρα του τον παίρνει και με το τρένο κατεβαίνουν στην Αθήνα. Πηγαίνουν κι' οι δυο τους, πιασμένοι χέρι-χέρι στη Στοά του Αρσακείου που βρίσκεται ακόμα το κατάστημα οργάνων του Γαϊτάνου.
- Κύριε Γαϊτάνε, του λέει, θέλω μια καλή κιθάρα για το γιο μου. Ο καταστηματάρχης ξεκρεμάει από τις ντουλάπες του ένα μικρό και πολυτελέστατο κιθαρόνι και το δίνει στο γιο. Μα ο Μανώλης, ο αργότερα μεγάλος αναμορφωτής του λαϊκού μας τραγουδιού, κοιτάζει με περιφρόνηση το μικρό κιθαρόνι και αρνιέται να το δεχτεί.
- Δεν θέλω τέτοια μικρή κιθάρα, λέει. Εγώ θέλω μια μεγάλη κιθάρα σ' αυτές που παίζουν οι επαγγελματίες. Θέλω να τη διαλέξω μόνος μου. Αυτό το κιθαρόνι δεν μου κάνει!
Τέλος κι από τις πολλές κιθάρες που βλέπει ο Μανώλης, καταλήγει να πει το «ναι» για μια μεγάλη κιθάρα με πολλά στολίδια και με μανίκι από έβενο!
- Μ' έκαψες παιδί μου, του κάνει η μητέρα του. Η κιθάρα που διάλεξες θα είναι πολύ ακριβή. Πρέπει να πουλήσω το Μπαρ για να σου την αγοράσω!
Στο σημείο αυτό επεμβαίνει ο γέρο-Γαϊτάνος:
- Μα αγοράκι μου, του λέει, είναι πολύ μεγάλη. Και τα δάχτυλά σου πολύ μικρά γι' αυτήν, δεν θα μπορείς να την παίζεις.
- Μα και τα δάχτυλά μου θα μεγαλώσουν Κύριε! Αυτή η μεγάλη κιθάρα μου κάνει. Μονάχα μ' αυτήν θα μπορώ να παίζω.
Τέλος, ο Μανωλάκης καταφέρνει να γίνει το δικό του. Η μητέρα του κουβαρντού και σπάταλη του αγοράζει τη μεγάλη και ακριβή κιθάρα που ζητάει.
- Κατά μία άποψη (σημ.: του Ν. Ρούτσου), ο Μανώλης Χιώτης στρώνεται στη μελέτη και γρήγορα, χωρίς να πάει σε δάσκαλο, μαθαίνει μόνος του και γίνεται μεγάλος βιρτουόζος κιθαρίστας!
- Κατά μία άλλη άποψη (σημ.: του Τάσου Σχορέλη) από πολύ μικρός πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού και ουτιού από ένα μεγάλο Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο, τον Γιώργο Λώλο.
(Και αργότερα βέβαια, στην Αθήνα, από τον βιρτουόζο Στεφανάκη Σπιτάμπελο).
Οι καλύτεροι και μεγαλύτεροι επαγγελματίες βιρτουόζοι της Αθήνας που τον ακούνε αργότερα, όχι μόνο τον παραδέχονται σαν μεγάλο δεξιοτέχνη της κιθάρας, μα σκάνε και από τη ζήλια τους. Μα και ο ίδιος ο Μανώλης Χιώτης ζηλεύει κάποτε κάποιον επαγγελματία κιθαρίστα στο Ναύπλιο, όχι γιατί παίζει καλύτερα απ' αυτόν, μα επειδή εκείνος είχε συνθέσει ένα δικό του τραγούδι και το είχε «χτυπήσει» μάλιστα σε δίσκο.
Κι από τότε ο μέλλοντας μεγάλος συνθέτης μας πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά, θέλοντας να βρίσκει μελωδίες δικές του, να τους βάζει λόγια και να φτιάχνει δικά του πρωτότυπα τραγούδια! Ώσπου σε λίγο παρουσιάζει το πρώτο του τραγούδι με μουσική και στίχους δικά του! Και που, φυσικά, ο τίτλος του ήταν «Η Κιθάρα».
Η μουσική του τραγουδιού αυτού ήτανε βέβαια πολύ καλή και πρωτότυπη. Μα οι στίχοι του κακότεχνοι και κάπως αφελείς. Όμως ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΙ για την πορεία του στο λαϊκό στερέωμα. Δεν έγινε ποτέ δίσκος. Ακούστε τους και σεις:
Σαν αγγίζω τα τέλια,
Βάζει ο Γέρος μου τα γέλια,
Και μου λέει «Ακαμάτη»,
Μάθε τέχνη κι' άστη κι' άστη!
Κιθάρα, κιθαρούλα μου
Μαγεύεις την καρδούλα μου!
Μα που θα πας, θα μεγαλώσω,
Δόξα μεγάλη θα σου δώσω!
Και η προς τα πάνω του Μανώλη Χιώτη συνεχίζεται αποδείχνοντας στον κόσμο πως ο μικρόσωμος αυτός νέος είναι μεγάλο ταλέντο ως εκτελεστής και συνθέτης.
Το 1936 έρχεται στην Αθήνα. Την πρώτη του ολιγοήμερη εμφάνισή του την έκανε στα «Παγώνια» (στη Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου γωνία) πλάι στον Στράτο Παγιουμτζή.
Μετά από εμφανίσεις που διαρκούσαν λίγες μέρες (με Γιώργο Δερέμπεη ή Σωφέρ, κλπ) εμφανίστηκε σαν επαγγελματίας στο «Δάσος», στο τέλος του 1936, πλάϊ στον Στράτο, και με ορχήστρα που αποτελείτο από μπουζούκι, σαντούρι, κιθάρα και βιολί.
Την ίδια εποχή, ο Στράτος τον πήγε στην «Κολούμπια» όπου, παιδάκι ακόμα (16 ετών), υπόγραψε συμβόλαιο σαν «διευθύνον πρίμο όργανο». Για πολλά χρόνια ήταν ο βασικός εκτελεστής της Columbia.
Σε λίγο, το 1937-38, φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι «Γιατί δεν λες το «Ναι» (Το χρήμα δεν το λογαριάζω)» με τον ανεπανάληπτο Στράτο Παγιουμτζή. Κορυφαίο κλασσικό ρεμπέτικο, από τα καλύτερα. Μεγάλη επιτυχία του Μανώλη, που έγινε και ανεπανάληπτο σουξέ όταν γυρίστηκε δίσκος.
Καθώς περνάνε τα χρόνια, οι τραγουδιστικές επιτυχίες του Μανώλη Χιώτη όλο και πολλαπλασιάζονται. Μέχρι που φτάνει η μεγάλη τυχερή του στιγμή και συνθέτει τη μεγαλύτερη επιτυχία των επιτυχιών του. Τον «Πασατέμπο», πάνω σε στίχους του αξέχαστου Χρήστου Γιαννακόπουλου. Με το τραγούδι αυτό καθιερώνεται στην Ελλάδα σαν μεγάλος συνθέτης λαϊκής μουσικής.
- Έτσι, κι' όταν ο Χιώτης μαθαίνει τέλεια κιθάρα και το αρμονικό αυτό όργανο παύει να έχει γι' αυτόν κανένα μυστικό, βρίσκει ενδιαφέρον σ' ένα άλλο όργανο που μεσουρανεί εκείνη την εποχή: Στο αθάνατο μπουζούκι με τη γλυκιά φωνή και τους μοναδικούς στεναγμούς του.
Μα και από το μπουζούκι ο μεγάλος μας συνθέτης δεν ικανοποιείται απόλυτα. Καλό το όργανο, μα έχει πολύ περιορισμένες φωνές που δεν του δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργεί αρμονικά ακόρντα για τα τραγούδια που ο Χιώτης συνθέτει στην εξέλιξή του, που μπορεί να είναι λαϊκά, ρεμπέτικα, μα είναι πολύ εξευγενισμένα και οι μελωδίες του πρωτότυπες!
Έτσι, στύβοντας το κεφάλι του κατεβάζει μια έμπνευση. Και τρέχει αμέσως στον καλύτερο πειραιώτη κατασκευαστή μπουζουκιού για να του πει:
- Γιατί τα μπουζούκια έχουνε μόνο τρεις διπλές χορδές μάστορη;
- Έτσι είναι από παλιά Μανωλάκη μου!!
- Εγώ όμως ήρθα εδώ να σου παραγγείλω να μου φτιάξεις ένα μπουζούκι με τέσσερις διπλές χορδές, αλλά να είναι ίδιο με τ' άλλα τρίχορδα μπουζούκια που παίζουν οι άλλοι συνάδελφοί μου.
- Τρελάθηκες Μανώλη μου; του κάνει κατάπληκτος ο οργανοποιός. Γίνεται μπουζούκι με οχτώ χορδές; Ποτέ μου δεν ξανάκουσα τέτοιο πράμα!
- Θ' ακουστεί τώρα, του κάνει, επιμένοντας ο συνθέτης. Γίνεται λοιπόν ή δεν γίνεται εμείς θα το φτιάξουμε και θα είναι χίλιες φορές καλύτερο από τα τρίχορδα μπουζούκια που έφτιαχνες ως τώρα.
Έτσι, θέλοντας του βλάχου και μη θέλοντας του ζωγράφου, ο οργανοποιός στρώνεται στη δουλειά και σκαρώνει του δεξιοτέχνη μπουζουξή Χιώτη ένα μπουζούκι όπως ακριβώς το θέλει.
Κι όταν ο Χιώτης το παίρνει έτοιμο στα χέρια του τον ρωτάει:
- Πόσο έχει ο μήνας σήμερα μάστορα;
- Είκοσι μία Μαρτίου, παιδί μου. Αλλά γιατί ρωτάς;
- Για να θυμάσαι την ημερομηνία αυτή..
- Δηλαδή;
- Να, σήμερα είκοσι μία Μαρτίου γεννήθηκε το πρώτο τετράχορδο μπουζούκι! Στις 21 Μαρτίου κάθε χρόνο θα γιορτάζω τα γενέθλιά του!!
Κι αλήθεια: Η ημέρα ήταν σημαδιακή. Γιατί στις 21 Μαρτίου κάθε χρόνο αρχίζει η Άνοιξη!!
(Σημείωση: Βέβαια οι λάτρεις του τρίχορδου και ξορκιστές του τετράχορδου έχουν εντελώς αντίθετη άποψη. Αλλά αυτό όμως είναι άλλο θέμα. Επίσης, τα τετράχορδα και πεντάχορδα μπουζούκια και μπουζουκοειδή όργανα (τα λεγόμενα εριβάν) σίγουρα προϋπήρχαν του Μ. Χιώτη. Ο Χιώτης απλώς το καθιέρωσε, δεν το ανακάλυψε. Πιθανώς η στιχομυθία Χιώτη-οργανοποιού που προαναφέρθηκε και καταγράφηκε από τον Ν. Ρούτσο να είναι φανταστική).
Ο αξέχαστος και ανεπανάληπτος συνθέτης της λαϊκής μας μουσικής, πέφτει με τα μούτρα στο καινούργιο μπουζούκι που έχει επινοήσει και κουράζεται αφάνταστα όχι μόνο για να γίνει δεξιοτέχνης εκτελεστής και σ' αυτό, αλλά και ν' ανακαλύψει τους κανόνες του παιξίματός του για να διευκολύνει τους συναδέλφους του που θα ήθελαν να το μάθουν. Και καταφέρνει γρήγορα κι αυτόν τον δεύτερο καλλιτεχνικό του άθλο. Το τετράχορδο (οκτάχορδο στην πραγματικότητα) μπουζούκι αρχίζει να ζητιέται και να παίζεται από τους μπουζουξήδες, που πολλά χρόνια ματαιοπονούσαν στα (δύσκολα) τρίχορδα μπουζούκια που, δυστυχώς (κατά τον Ν. Ρούτσο) κυκλοφορούν ακόμα στα πάλκα και στις κομπανίες.
Και ο Μ. Χιώτης με την επινόησή του αυτή, γίνεται αιτία να χωριστούν οι ρεμπέτες μουσικοί σε δυο αντιμαχόμενες κατηγορίες: Στους «τρίχορδους» και στους «τετράχορδους». Και κάθε παράταξη υποστηρίζει την προτίμησή της με πολλά επιχειρήματα! Περισσότεροι είναι οι «τρίχορδοι» που κατηγοράνε το «τετράχορδο» πως δεν είναι γνήσιο μπουζούκι.
Ο πραγματικός όμως λόγος που το κατηγορούν -λέγεται από αρκετούς- πως είναι γιατί το τετράχορδο μπουζούκι για να παίζεται κάπως της προκοπής θέλει μεγάλο μουσικό ταλέντο και «Χιώτικη» δεξιοτεχνία που πολύ δύσκολα μπορεί ν' αποκτήσει ο καθένας.
Αυτά, δηλαδή, που είχε έμφυτα και σε μεγάλο βαθμό ο επινοητής του Μ. Χιώτης, που τόσο πρόωρα χάθηκε από τη ζωή αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στην λαϊκή μας μουσική.
Η καλή τύχη βοηθάει τον Χιώτη σαν επινοητή του τετράχορδου μπουζουκιού και δημιουργού των νέων δυνατοτήτων του στη ρεμπέτικη μουσική: Γιατί το πρώτο τραγούδι που ο Μανώλης συνθέτει με το καινούργιο του τετράχορδο είναι το περίφημο και ανεπανάληπτο τραγούδι «Ο Πασατέμπος», το 1946, πάνω σε στίχους του Χ. Γιαννακόπουλου, όπως προαναφέραμε. Το τραγούδι αυτό είναι ένα τρομακτικά μεγάλο σουξέ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και από το 1946 που γράφτηκε μέχρι (πιθανόν) και σήμερα κρατάει τα σκήπτρα σε κατανάλωση μικρών και μεγάλων δίσκων.
Την ίδια χρονιά, το 1946, κυκλοφορεί σε δίσκο το «Παλιό μπουζουκάκι (Το ξεκρέμασα απόψε)», με παράξενη και πρωτότυπη μελωδία. Άλλο μεγάλο σουξέ του είναι το «Εσένα μόνο αγαπώ», που το σύνθεσε ένα χρόνο μετά, δηλαδή το 1947.
Η εμφάνισή του στάθηκε σταθμός για την πορεία του λαϊκού μας τραγουδιού. Σαν μουσικός ήταν απλησίαστος: έπαιζε μπουζούκι, κιθάρα, βιολί και ούτι. Πρώτος αυτός αξιοποίησε και τα πέντε δάκτυλα και έδωσε αφάνταστη ταχύτητα στην κίνηση του χεριού. Είναι ο πρόδρομος των σημερινών μπουζουξήδων. Ανικανοποίητος, έψαχνε να βρει ένα όργανο μελωδικότατο, πιο πλήρες από το μπουζούκι, χωρίς να είναι κιθάρα. Είναι ο δημιουργός του Εριβάν. Τέλος κατέληξε και καθιέρωσε το τετράχορδο μπουζούκι.
Ταυτόχρονα στη δεκαετία του 1950 πρώτος αυτός εφαρμόζει τη χρήση του ενισχυτή σε λαϊκό όργανο. Έτσι καινοτομώντας αρχίζει η περίοδος του αρχοντορεμπέτικου όπου πλέον το μπουζούκι γίνεται αποδεκτό και από την λεγόμενη υψηλή κοινωνία για χατίρι της οποίας άρχισε επιλέγοντας να γράφει τραγούδια με λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα κυρίως του μάμπο. Αυτή η δεύτερη καινοτομία του, τον καθιέρωσε πλέον ως ηγέτη ιδιαίτερης μουσικής σχολής και τραγουδιού από το κοινό της εποχής του. Εκείνη ακριβώς την περίοδο ο αθηναϊκός τύπος τον αποκαλούσε «οδηγό του μπουζουκιού στα σαλόνια».
- Ο Χιώτης οφείλει πολλά στον Στεφανάκη Σπιτάμπελο που τον φιλοξένησε τρία χρόνια στο σπίτι του (1937 - 1939). Ο ίδιος έλεγε: «Ο Στεφανάκης, ο δάσκαλός μου».
Σαν συνθέτης είναι ομόφωνα δεκτός σαν ένας από τους κορυφαίους του λαϊκού μας τραγουδιού.
Οι περισσότερες από τις συνθέσεις του έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Τα τραγούδια του Χιώτη θα μείνουν αθάνατα. Αλλά και σαν τραγουδιστής ερμήνευσε τόσο δικές του συνθέσεις όσο και άλλων με ιδεώδη τρόπο. Με δικά του συγκροτήματα γύρισε όλο τον κόσμο και έκανε αγαπητό το λαϊκό μας τραγούδι παντού.
Το πρώτο κέντρο διασκέδασης που ο ίδιος δημιούργησε ήταν, μετά τον πόλεμο, το κοσμικό κέντρο “Πίγκαλς”, που ήταν και το πρώτο «κοσμικό κέντρο» της Αθήνας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 συνέχισε να παρουσιάζει το πρόγραμμά του στο πασίγνωστο τότε κέντρο «Σπηλιά» ή «Σπηλιά του Παρασκευά» στον Πειραιά , που ήταν διαμορφωμένος ανάλογα ο χώρος προ του αρχαίου Σηραγγίου, στη πίστα του οποίου γυρίστηκαν και τα περισσότερα πλάνα των σχετικών κινηματογραφικών του συμμετοχών.
Στη δεκαετία του 1960 ο Μανώλης Χιώτης περιλαμβανόταν μόνιμα σε ειδικό πίνακα Ελλήνων καλλιτεχνών της εθιμοτυπικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών για τη προτεινόμενη διασκέδαση των υψηλών επισκεπτών της Χώρας. Ο Μανώλης Χιώτης είχε τραγουδήσει μπροστά σε πολλούς Ηγεμόνες και άλλους αρχηγούς Χωρών ενώ είχε κληθεί επί τούτου ακόμη και στο Λευκό Οίκο στα γενέθλια του Προέδρου Λίντον Τζόνσον.
Ο Μανώλης Χιώτης φέρεται να έγραψε περισσότερα από 1500 τραγούδια. Ανεξάρτητα όμως αυτού πολύ τακτικά συμμετείχε και ως σολίστ σε ηχογραφήσεις και πολλών άλλων λαϊκών συνθετών. Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης στηρίχθηκε ακριβώς στη δεξιοτεχνία του Μ. Χιώτη κατά την πρώτη του επίσημη δισκογραφική του παρουσία με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, συνεργασία που συνεχίστηκε και στο "Λιποτάχτες", "Αρχιπέλαγος" κ.ά.. Την ίδια εποχή συνεργάσθηκε ομοίως και με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Οι μεγαλύτερές του επιτυχίες αποδόθηκαν από την τραγουδίστρια Μαίρη Λίντα, που υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του για μια δεκαετία, με την οποία και εμφανίσθηκε στον κινηματογράφο. Σημειώνεται ότι ο Μανώλης Χιώτης είχε παντρευτεί τρεις φορές. Η πρώτη του σύζυγος, την οποία λέγεται ότι την είχε απαγάγει δεδομένου ότι ήταν 14 ετών, ήταν η Ζωή Νάχη με την οποία και απέκτησε δύο παιδιά. Το 1958 παντρεύτηκε τη σπουδαία παρτεναίρ του Μαίρη Λίντα ένας γάμος γεμάτος επιτυχίες που όμως έληξε απρόσμενα το 1967 – 1968. Στη συνέχεια ο Μανώλης Χιώτης παντρεύτηκε την Μπέμπα Κυριακίδου με την οποία και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Μανώλης Χιώτης πέθανε αιφνίδια από καρδιακή ανεπάρκεια στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Αθήνας τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας των γενεθλίων του στις 21 Μαρτίου του 1970. Η αγγελία του θανάτου του συγκίνησε το πανελλήνιο. Όλοι οι κρατικοί τότε ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί (ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ) έκαναν ειδικές αφιερώσεις, ενώ ο ημερήσιος Τύπος του απέδωσε ιδιαίτερους εγκωμιαστικούς τίτλους.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, όντας σε φυλακή στον Ωρωπό, περιγράφει σε κινηματογραφική συνέντευξη του πως την προηγούμενη ημέρα από το θάνατο του Χιώτη, τον άκουσε να παίζει τραγούδι του (το Ροδόσταμο) έξω από την φυλακή
Δισκογραφία:
Ναι μάτια μου (1955)
Θέλω να πω τον πόνο μου (1955)
Έφυγες και που μ' αφήνεις (1956)
Ώρα καλή καράβι μου (1957)
Συγχώρα με μητέρα (1957)
Εσύ δεν είσαι άνθρωπος (1957)
Διάβασα πως παντρεύεσαι (1957)
Σκότωσέ με (1957)
Απότομα (1959)
Απόψε φίλα με (1959)
Πάρε το δάκρυ μου (1959)
Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω (1959)
Τα πεταλάκια (η σούστα) (1961)
Οριεντάλ σόλο (1962)
Συλβάνα (1962)
Hiotis Sorrow (1962)
Θεσσαλονίκη μου (1962)
Μελαχροινή τσιγγάνα μου (1963)
Σήκω κοπέλα μου (1964)
Σου γράφω μάνα από την Αμερική (1965)
Σαν πρώτα δεν μ' αγαπάς (1965)
Honeymoon (1965)
Ανοίχτε απόψε ουράνια (1965)
Η μεγάλη μου αγάπη (1965)