Ήταν 9 Ιανουαρίου 1947 όταν η Ελίζαμπεθ Σορτ εμφανίστηκε για τελευταία φορά ζωντανή. Από τότε η ιστορία Μαύρης Ντάλιας, όπως έμεινε γνωστή στην αστική μυθολογία, έχει καταγραφεί σε ταινίες, βιβλία, τραγούδια, αφιερώματα. παρουσιάστηκε σανεκμεταλλεύτρια, ηδονοθήρας,υποσχόμενη ηθοποιός, αλλάκαι αφελής λολίτα. Τι απ’ όλααυτά ήταν; Και κυρίως ποιος δεν την άφησε να ζήσει για να υποστηρίξει τον εαυτό της; Όπως και να ’χει, ο φάκελος ενός από τα πιο διάσημα εγκλήματα του 20ού αιώνα φαίνεται πως πρέπει να ανοίξει ξανά.
Το πτώμα
Η Bersinger ανακαλύπτει τυχαία το πτώμα
Betty Bersinger |
Εκείνο το παγωμένο πρωινό της 15ης Ιανουαρίου, η Μπέτι Μπέρσινγκερ περπατούσε μετηντρίχρονη κόρη της σε έναν μικρό δρόμο του Λος Αντζελες, όταν κάτι παράξενο τράβηξε τη ματιά της στο παρακείμενο οικόπεδο. Αρχικά η Μπέρσινγκερ νόμισε ότι η λευκή φιγούρα που κειτόταν μερικά εκατοστά από το πεζοδρόμιο ήταν απλά μια σπασμένη κούκλα βιτρίνας.
Μια προσεκτικότερη ματιά όμως φανέρωσε τη σορό μιας γυναίκας, κομμένη στα δύο, στο ύψος της μέσης, με τα χέρια πάνω από το κεφάλι , το κάτω μισό τοποθετημένο δίπλα στονκορμό και τα πόδια διάπλατα ανοιχτά. Το σώμα έμοιαζε να έχει στραγγιστεί από το αίμα ενώ τα σωθικά είχαν αφαιρεθεί. Η Μπέρσινγκερ έκλεισε τα μάτια της κόρης της και έτρεξε στο πλησιέστερο σπίτι, για να τηλεφωνήσει στην αστυνομία.
Οι ντετέκτιβ φτάνουν στον τόπο του εγκλήματος
Όταν οι Χάρι Χάνσεν και Φίνις Μπράουν, οι ντετέκτιβ που ανέλαβαν την υπόθεση έφτασαν
στον τόπο του εγκλήματος στη Λεωφόρο Νόρτον, το μέρος είχε κατακλυστεί από ρεπόρτερ και
περίεργους. Τους απομάκρυναν και άρχισαν την έρευνα, διαπιστώνοντας από τις δροσοσταλίδες στο δέρμα ότι το θύμα είχε μεταφερθεί εκεί, πριν από ώρες. Το πρόσωπο είχε παραμορφωθεί φρικτά, με δύο βαθιές τομές από τις άκρες του στόματος μέχρι το αυτί. Από τον αριστερό μηρό είχε αφαιρεθεί ένα κομμάτι σάρκας, ενώ στους καρπούς, σημάδια από σκοινιά υποδείκνυαν ότι το θύμα ίσως είχε βασανιστεί. Οι ντετέκτιβ έσπευσαν να αναζητήσουν την ταυτότητα της
γυναίκας.
Οι υπάλληλοι του FBI κατέληξαν στην Ελίζαμπεθ Σορτ και έστειλαν τη φωτογραφία της στους Χάνσεν και Μπράουν, που έπιασαν αμέσως δουλειά.
Οι δημοσιογράφοι από την πλευρά τους δεν κάθισαν με σταυρωμένα τα χέρια. Κάλεσαν τη μητέρα της Σορτ, Φοίβη, λέγοντάς της ότι η κόρη της είχε κερδίσει έναν διαγωνισμό ομορφιάς. Μόλις έμαθαν όσα περισσότερα μπορούσαν, της αποκάλυψαν την αλήθεια.
Ζωή σαν παραμύθι
Η Betty με τον άντρα της Matt Gordon Jr.
Η Ελίζαμπεθ Σορτ ή Μπέτι, ένα από τα πέντε παιδιά του Κλίο και της Φοίβη, γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη τον Ιούλιο του 1924. Πέρασε την παιδική τηςηλικία στο Μέντφορντ, μέχρι που ο κ.Σορτ, ένας μικροεπιχειρηματίας που χρεοκόπησε στο κραχ του ’29 έφυγε από το σπίτι. Αφού μεγάλωσε, η Μπέτι άρχισε να εργάζεται ως αρχειοθέτης και να παρακολουθεί εκστασιασμένη με τη φίλη της Μαίρη Πέισιος τις ταινίες της εποχής. Στα 16 της μετακόμισε λόγω άσθματος σε συγγενείς στο εύκρατο Μαϊάμι όπου δούλεψε ως σερβιτόρα και αργότερα στο Σαν Φρανσίσκο για να βρει τον πατέρα της, ελπίζοντας παράλληλα ότι όσο πιο κοντά ζούσε στο Χόλιγουντ τόσο πιο εύκολα θα γινόταν σταρ του σινεμά. Η Μπέτι βρήκε δουλειά στο ταχυδρομείο της στρατιωτικής βάσης Camp Cooke, όπου συναναστρέφονταν με μοναχικούς φαντάρους που τη φώναζαν «η ομορφούλα του στρατώνα» και μερικούς μήνες αργότερα επέστρεψε στο Μέντφορντ, έχοντας συλληφθεί για
παράνομη κατανάλωση οινοπνεύματος. Τα επόμενα δύο χρόνια περιπλανιόταν, σύχναζε σε νάιτ κλαμπ και έμενε χωρίς αντρική συντροφιά,μόνον όταν το ήθελε. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1944 γνώρισε τον ταγματάρχη της Αεροπορίας Ματ Γκόρντον και σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Μαίρης Πέισιος, έγραψε στη μητέρα της ότι για χάρη του θα εγκατέλειπε την άστατη ζωή. Τον Αύγουστο της επόμενης χρονιάς έλαβε ένα τηλεγράφημα που της ανακοίνωνε ότι ο Γκόρντον σκοτώθηκε σε ένα αεροπορικό δυστύχημα και η Σορτ πέρασε τις επόμενες μέρες διαβάζοντας τα γράμματα του αγαπημένου της, ενώ όταν ήρθε ο χειμώνας πήγε στο Μαϊάμι με τη νεκρολογία του στις αποσκευές της.
Jason Gordon Fickling
Έχοντας αίσθηση της ομορφιάς της, έπνιξε τον πόνο της σε άντρες που της έκαναν όλα τα χατίρια. Κάποιοι μελετητές υποστήριξαν ότι άσκησε την πορνεία, κανένα σχετικό στοιχείο όμως δεν βρέθηκε ποτέ. Τον Ιούλιο του 1946 επέστρεψε στην Καλιφόρνια για τα μάτια του υπολοχαγού
Τζέισον Γκόρντον Φίκλινγκ, μέχρι που εκείνος έφυγε για ένα υπερατλαντικό ταξίδι.
Στα γράμματα που αντάλλαξαν ήταν εμφανές ότι η σχέση τους ήταν ταραγμένη. Εκείνος πρασίνιζε από ζήλια με τα καπρίτσια της κι εκείνη αδυνατούσε να τον πείσει για την αγάπη της. Στο τελευταίο γράμμα που του έστειλε, στις 8 Ιανουαρίου 1947, έγραφε ότι θα πάει στο Σικάγο για να γίνει μοντέλο. O τελευταίος άνθρωπος που την είδε ζωντανή ήταν ο Ρόμπερτ Μάνλεϊ, που την
περιμάζεψε από ένα πεζοδρόμιο στο Σαν Ντιέγκο.
Ο κοκκινομάλλης Robert Manley
στον ανιχνευτή ψεύδους
Σύμφωνα με την κατάθεσή του, η Σορτ δεν είχε κατάλυμα εκείνες τις μέρες κι έτσι οι δυο τους κοιμήθηκαν σε ένα μοτέλ, χωρίς να συμβεί μεταξύ τους το παραμικρό. Στις 9 Ιανουαρίου τη συνόδεψε ως το ξενοδοχείο όπου θα έμενε προσωρινά. Μια «σκοτεινή βδομάδα» μετά, και αμέσως μόλις αποκαλύφθηκε το έγκλημα, σαράντα αστυνομικοί χτένισαν τη γειτονιά ψάχνοντας για στοιχεία. Αναζήτησαν σε πεζοδρόμια ίχνη αίματος, ανέκριναν κατοίκους, έψαξαν σε χωματερές, χωρίς να βγάλουν άκρη. Το ιατροδικαστικό πόρισμα δεν βρήκε ίχνος σπέρματος και έδειξε θάνατο από εσωτερική αιμορραγία που προκλήθηκε από τραύματα στο κεφάλι. Η αστυνομία ανέκρινε πάνω από είκοσι πρώην «συντρόφους» της Σορτ και μόλις η ιστορία δημοσιεύτηκε στον Τύπο, πάνω από τριάντα άτομα ομολόγησαν. Στις ανακρίσεις κατέφθανε πλέον όποιος γνώριζε το παραμικρό για τη Σορτ ή τους γνωστούς της και ο φάκελος της υπόθεσης έφτασε να αριθμεί χιλιάδες σελίδες σημειώσεων και καταθέσεων
Το κατακρεουργημένο πτώμα της καλυμμένο με μια κουβέρτα, ώστε να
μπορέσει να δημοσιευτεί η φωτογραφία σε εφημερίδα.
Για δυνατούς λύτες
Χαμένοι ανάμεσα σε φαρσέρ και μισότρελους, οι ντετέκτιβ Χάνσεν και Μπράουν ανακάλυψαν ένα μαύρο πορτοφόλι και ένα ζευγάρι μαύραχαμηλοτάκουνα, που ο Μάνλεϊ αναγνώρισε ως δικά της. Μια μέρα πριν, πιθανότατα ο δολοφόνος είχε ταχυδρομήσει στην εφημερίδα «Examiner» ένα πακέτο με φωτογραφίες της, ένα πιστοποιητικό γέννησης, τη νεκρολογία του Ματ Γκόρντον και μια ατζέντα με 75 αντρικά ονόματα. Όλοι είπαν ότι την είχαν γνωρίσει σε κάποιο κλαμπ, ότι την κέρασαν ένα - δύο ποτά, αλλά την εγκατέλειψαν μόλις τους ξεκαθάρισε ότι δεν επιθυμούσε σωματική επαφή με κανέναν τους.
Τα αδιέξοδα ήταν περισσότερα από τα στοιχεία και όσο περνούσαν οι μήνες,
το Αστυνομικό Τμήμα του Λος Άντζελες εγκατέλειπε την υπόθεση χωρίς να
καταφέρει να στοιχειοθετήσει κατηγορίες για κανέναν. Ύποπτοι θεωρήθηκαν
αρκετοί. O Ρόμπερτ Μάνλεϊ που την είδε τελευταίος, ο Μαρκ Χάνσεν του
οποίου το όνομα βρέθηκε στην ταχυδρομημένη ατζέντα, αλλά και ο
πατέρας της. Η φίλη της Μπέτι, Μαίρη Πέισιος, προς έκπληξη όλων έδειξε με
τις «έρευνές» της τον σκηνοθέτη Όρσον Ουέλς. Ένας ερευνητής κατήγγειλε
τον ίδιο του τον πατέρα, ενώ ένας συγγραφέας είδε τον δολοφόνο στο
πρόσωπο του Τζακ Γουίλσον, που στη δεκαετία του 1980 βρέθηκε να ξέρει
πολλές λεπτομέρειες για το έγκλημα. Στη δεκαετία του 1990 ένας
αρθρογράφος των «L.A. Times» κατηγόρησε τον χειρουργό Γουόλτερ
Αλόνζο Μπέιλι που έμενε κοντά στο μέρος που βρέθηκε η Σορτ, τελικά όμως
ο ντετέκτιβ Μπράιαν Καρ που είχε «κληρονομήσει» την υπόθεση από το
1996, δήλωσε ότι είναι απίθανο να λυθεί.
Το μόνο σίγουρο στο πέρασμα
του χρόνου είναι ότι η Ελίζαμπεθ
Σορτ, με τα εύσαρκα πόδια της,το
χυμώδες κορμί της και την
πεταχτή μύτη της, ενσάρκωνε το
ιδανικό της γυναικείας ομορφιάς
των ’40s. Έβαφε τα χείλη της
κόκκινα, στα μαύρα μαλλιά της
έβαζε λευκά λουλούδια και
λέγεται ότι το παρατσούκλι
Μαύρη Ντάλια το πήρε από την
αγάπη της στο μαύρο χρώμα.
Και όλα αυτά παίρνουν ακόμα πιο
μυθικές διαστάσεις όσο ο ένοχος
– που στο μεταξύ ίσως έχει
πεθάνει – παραμένει άγνωστος.
Η Σορτ πάντως, στις δεκαετίες
που ακολούθησαν την ήσυχη
κηδεία της στο Νεκροταφείο
Mountain View στην Καλιφόρνια,
έγινε τραγούδι από τους
Porcupine Tree, νεονουάρ
μυθιστόρημα από τον Τζέιμς
Ελρόι, ταινία από τον Μπράιαν
Ντε Πάλμα, και με πολλές ακόμα
αναφορές κέρδισε έστω και μετά
θάνατον λίγη από τη δόξα και την αγάπη που ονειρεύτηκε.
ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ