Αγαπητέ Θεέ,
Πάει κι αυτό. Παντρεύτηκα. Έχουμε 21 Δεκεμβρίου, κι εγώ, παντρεμένος πια, μπαίνω στα τριάντα μου. Όσο για παιδιά, η Πέγκι Μπλου κι εγώ αποφασίσαμε ότι δεν είναι ακόμα ώρα. Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι δεν είναι έτοιμη.
Όλα έγιναν την περασμένη νύχτα.
Γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα άκουσα το κλάμα της Πέγκι Μπλου. Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι μου. Τα φαντάσματα! Η Πέγκι Μπλου βασανιζόταν από τα φαντάσματα, ενώ της είχα υποσχεθεί να τη φυλάω. Θα ’βαζε με το νου της ότι ήμουν ένας γελοίος, δε θα μου ξαναμιλούσε πια και θα ’χε δίκιο.
Σηκώθηκα και πήγα προς τα εκεί απ’ όπου ακούγονταν κραυγές. Φτάνοντας στο δωμάτιο της Πέγκι, την είδα καθισμένη στο κρεβάτι της να με κοιτάει έκπληκτη. Μα κι εγώ είχα σαστισμένο ύφος, γιατί, ξαφνικά, είχα μπροστά μου την Πέγκι Μπλου να με κοιτάζει με κλειστό το στόμα, ενώ συνέχιζα ν’ ακούω φωνές. Έτσι προχώρησα μέχρι την επόμενη πόρτα, και τότε κατάλαβα ότι ήταν ο Μπέικον αυτός που στριφογύριζε στο κρεβάτι του γιατί τον πονούσαν τα εγκαύματα. Για μια στιγμή ένιωσα τύψεις, γιατί θυμήθηκα τη μέρα που είχα βάλει φωτιά στο σπίτι, στη γάτα, στο σκύλο, ακόμα και τη μέρα που είχα ψήσει τα χρυσόψαρα (τελικά, νομίζω ότι μάλλον έπρεπε να τα βράσω), αναλογίστηκα τι πρέπει να είχαν τραβήξει, κι είπα μέσα μου ότι, στο κάτω κάτω, καλύτερα που είχαν πεθάνει, απ’ το να βασανίζονται ατελείωτα με τις αναμνήσεις και τα εγκαύματα όπως ο Μπέικον, παρ’ όλες τις πλαστικές και τις αλοιφές.
Ο Μπέικον κουλουριάστηκε και σταμάτησε να κλαίει. Ξαναπήγα στης Πέγκι Μπλου.
«Δεν ήσουν εσύ, ε;» της είπα. «Πάντα νόμιζα ότι εσύ φωνάζεις τις νύχτες.»
«Κι εγώ νόμιζα ότι ήσουν εσύ.»
Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε σ’ αυτά που λέγαμε, σ’ αυτά που ακούγαμε, στην πραγματικότητα, ο καθένας σκεφτόταν τον άλλον εδώ και πολύ καιρό.
Η Πέγκι Μπλου έγινε ακόμα πιο μπλε, κάτι που σήμαινε ότι ένιωθε αμήχανα.
«Τι θα κάνεις τώρα, Όσκαρ;»
«Δεν ξέρω. Εσύ;»
Είναι να τρελαίνεσαι το πόσα κοινά σημεία έχουμε, πόσες κοινές ιδέες, πόσες ίδιες ερωτήσεις.
«Θες να κοιμηθείς μαζί μου;»
Είναι απίστευτα τα κορίτσια! Εγώ, μια τέτοια φράση, πριν την ξεστομίσω, θα τη γυρόφερνα στο νου μου ώρες, εβδομάδες, μήνες. Εκείνη μου την πέταξε έτσι, απλά, με τον πιο φυσικό τρόπο.
«Ο.Κ.»
Κι ανέβηκα στο κρεβάτι της. Ήμαστε λίγο στριμωγμένοι, αλλά περάσαμε μια νύχτα υπέροχη. Η Πέγκι Μπλου μυρίζει φουντούκι, και το δέρμα της είναι απαλό· όχι όπως είναι το δικό μου μόνο κάτω από τα μπράτσα, αλλά παντού. Κοιμηθήκαμε πολύ, ονειρευτήκαμε πολύ, μείναμε για ώρες αγκαλιά, μιλήσαμε για τη ζωή μας.
Όταν, το πρωί, μας βρήκε η κυρία Γκομέτ, η προϊσταμένη, παίχτηκε μια πραγματική όπερα. Έβαλε τις φωνές, η νυχτερινή νοσοκόμα έβαλε κι αυτή τις φωνές, η μία έβαζε τις φωνές στην άλλη, κι ύστερα στην Πέγκι, κι ύστερα σ’ έμενα, χτυπούσαν τις πόρτες, έπαιρναν μάρτυρες, μας έλεγαν «τα δύστυχα» ενώ εμείς ήμαστε πανευτυχείς, και χρειάστηκε να καταφθάσει η θεία Ροζ για να βάλει ένα τέλος στη συναυλία.
«Δεν αφήνετε ήσυχα τα παιδιά; Πιο πολύ σας ενδιαφέρει ο κανονισμός ή οι ασθενείς; Να σας πω εγώ για τον κανονισμό σας: χεσμένο τον έχω. Και τώρα, σιωπή! Πηγαίνετε αλλού να μαλλιοτραβηχτείτε. Δεν είμαστε σε αποδυτήρια εδώ!»
Η γνωστή θεία Ροζ. Με πήγε στο δωμάτιο μου, και κοιμήθηκα λίγο.
Όταν ξύπνησα, πιάσαμε την κουβεντούλα.
«Λοιπόν, Όσκαρ; Είναι σοβαρό με την Πέγκι;»
«Σοβαρό, λέει; Είμαι σούπερ-ευτυχισμένος. Παντρευτήκαμε χθες τη νύχτα.»
«Παντρευτήκατε;»
«Ναι. Κάναμε ό,τι κάνουν ένας άντρας και μια γυναίκα όταν είναι παντρεμένοι.»
«Α ναι;»
«Για ποιον με περνάτε; Είμαι… Τι ώρα είναι; Είμαι είκοσι και κάτι, και ζω όπως θέλω — εντάξει;»
«Βεβαίως!»
«Και φανταστείτε: ό,τι σιχαινόμουν πριν, όταν ήμουν νέος, τα φιλιά, τα χάδια — ε, λοιπόν, τελικά μού άρεσαν. Περίεργο πώς αλλάζει ο άνθρωπος, ε;»
«Χαίρομαι για σένα, Όσκαρ. Προοδεύεις.»
«Ένα πράγμα μόνο δεν κάναμε: το φιλί με γλώσσα. Η Πέγκι φοβήθηκε μην πιάσει παιδί. Εσείς τι νομίζετε;»
«Νομίζω ότι έχει δίκιο.»
«Α ναι; Αν μπορείς να πιάσεις παιδί μ’ ένα φιλί στο στόμα, αυτό το τι σημαίνει; Ότι θ’ αποκτήσω παιδί με την Κινέζα;»
«Ηρέμησε, Όσκαρ. Έχεις πολύ λίγες πιθανότητες — πάρα πολύ λίγες.»
Είχε καθησυχαστικό ύφος η θεία Ροζ, κι αυτό με ηρέμησε λιγάκι, γιατί πρέπει να σ’ το πω, Θεέ (σε σένα και μόνο σε σένα) ότι με την Πέγκι Μπλου, μία φορά… άντε·, δύο… ίσως και τρεις, βάλαμε και γλώσσα.
Κοιμήθηκα λιγάκι. Το μεσημέρι, φάγαμε μαζί, η θεία Ροζ κι εγώ, κι άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα.
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο κουρασμένος ήμουν σήμερα το πρωί.»
«Φυσικό δεν είναι; Όταν είμαστε μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε, βγαίνουμε τα βράδια, διασκεδάζουμε, κάνουμε άτακτη ζωή, ξοδεύουμε λεφτά από δω κι από κει, κι όλα αυτά πληρώνονται. Τι λες; Πάμε να δούμε το Θεό;» «Μπα; Ξέρετε τη διεύθυνση του;» «Νομίζω ότι είναι στο παρεκκλήσι.» Η θεία Ροζ μ έντυσε σαν να πηγαίναμε στον Βόρειο Πόλο, με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο παρεκκλήσι που βρίσκεται στο βάθος του κήπου, πέρα από το παγωμένο γκαζόν… — μα τι κάθομαι τώρα και σου περιγράφω; Το σπίτι σου;
Έπαθα σοκ όταν είδα το άγαλμα σου, όταν είδα σε τι κατάσταση ήσουν, σχεδόν γυμνός, σκελετωμένος πάνω στο σταυρό, όλο πληγές, με ματωμένο μέτωπο απ’ τ’ αγκάθια, και το κεφάλι γερτό. Θυμήθηκα το δικό μου χάλι. Εξοργίστηκα. Αν ήμουνα Θεός, όπως εσύ, δε θ’ άφηνα να μου τα κάνουν αυτά.
«Τώρα μιλάτε σοβαρά, θεία Ροζ; Εσείς, μια παλαίστρια, μια μεγάλη πρωταθλήτρια, είναι δυνατόν να πιστεύετε σ’ αυτό;»
«Γιατί, Όσκαρ; Θα ’δινες περισσότερη πίστη στο Θεό αν έβλεπες έναν μποντιμπίλντερ με δουλεμένα ποντίκια, εξογκωμένους μύες, λαδωμένο δέρμα, κοντό μαλλί και προκλητικό σλιπάκι;»
«Μα…»
«Σκέψου, Όσκαρ. Ποιον Θεό νιώθεις πιο κοντά σου; Το Θεό που δεν αισθάνεται τίποτα, ή το Θεό που υποφέρει;»
«Αυτόν που υποφέρει, φυσικά! Εγώ, όμως, αν ήμουν στη θέση του, αν ήμουνα Θεός, αν είχα τα μέσα όπως αυτό, θα φρόντιζα να μην υποφέρω.»
«Κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει αυτό. Ούτε ο Θεός, ούτε εσύ, ούτε οι γονείς σου, ούτε εγώ.» «Εντάξει, εντάξει. Γιατί να υποφέρουμε, όμως;»
«Κοίταξε καλύτερα το πρόσωπο του. Παρατήρησε, σου δίνει την εντύπωση ότι υποφέρει;» «Όχι. Τι περίεργο… Δε φαίνεται να πονάει.» «Ακριβώς. Υπάρχουν δύο ειδών πόνοι, μικρέ μου Όσκαρ». O σωματικός και ο ψυχικός. Τον σωματικό πόνο μάς τον προκαλούν άλλοι· τον ψυχικό, τον επιλέγουμε.» «Δεν καταλαβαίνω.»
«Όταν σου καρφώνουν καρφιά στις παλάμες και στα πόδια, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς: πονάς. Το υπομένεις. Αντίθετα, στην ιδέα του θανάτου δεν είσαι υποχρεωμένος να πονάς. Δεν ξέρεις τι είναι. Άρα, εξαρτάται από σένα.»
«Ξέρετε κανέναν που να χαίρεται στη σκέψη ότι θα πεθάνει;»
«Ναι· ξέρω. Η μητέρα μου ήταν έτσι. Ψυχορραγούσε χαμογελώντας από λαχτάρα, από ανυπομονησία, απ’ τη βιασύνη να γνωρίσει τι της έμελλε.»
Δεν είχα άλλα επιχειρήματα. Κι επειδή μ’ ενδιέφερε να μάθω τη συνέχεια, άφησα να περάσει λίγος χρόνος, γυροφέρνοντας στο νου μου αυτά που μου είχε πει
«Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι περίεργοι. Γαντζώνονται σ’ αυτά που έχουν, όπως ένας ψύλλος στ’ αφτί ενός φαλακρού. Πάρε την Πουτίγκα για παράδειγμα, την ιρλανδέζα αντίπαλο μου με τα εκατόν πενήντα κιλά. Μου ’λεγε πάντα: «Να με συγχωρείς, αλλά εγώ δεν πρόκειται να πεθάνω· δεν έχω κάνει καμία τέτοια συμφωνία, δεν έχω υπογράψει κανένα συμβόλαιο». Έκανε λάθος. Κανείς δεν της είχε πει ότι η ζωή είναι αιώνια, κανείς! Εκείνη επέμενε να το πιστεύει, αντιδρούσε, απέκρουε την ιδέα του θανάτου, θύμωνε, έπαθε κατάθλιψη, αδυνάτισε, σταμάτησε τη δουλειά, έφτασε να ζυγίζει τριάντα κιλά, σαν ρέγγα είχε καταντήσει, κι έγινε χίλια κομμάτια. Και ενώ, φυσικά, πέθανε, όπως όλος ο κόσμος, η ιδέα και μόνο πως θα πέθαινε της κατάστρεψε τη ζωή.»
«Ήταν χαζή η Πουτίγκα, θεία Ροζ.»
«Σαν χωριάτικο πατέ. Όμως το χωριάτικο πατέ είναι πολύ διαδεδομένο… πολύ συνηθισμένο.»
Συμφώνησα και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Οι άνθρωποι φοβούνται να πεθάνουν, γιατί τρέμουν το άγνωστο. Όμως τι είναι το άγνωστο; Εγώ, Όσκαρ, σου προτείνω να μη φοβάσαι και να έχεις εμπιστοσύνη. Κοίτα το πρόσωπο του Θεού πάνω στο σταυρό: υπομένει τον σωματικό πόνο, αλλά, επειδή έχει εμπιστοσύνη, δε νιώθει τον ψυχικό. Τα καρφιά δεν τον πονάνε τόσο πολύ. Αυτά είχα να σου πω. Αυτό κερδίζεις με την πίστη. Κι ήθελα να σ’ το δείξω.»
«Ο.Κ., θεία Ροζ, όταν θα τα χρειαστώ απ’ το φόβο μου, θα βάλω τα δυνατά μου για να έχω εμπιστοσύνη.»
Με φίλησε. Τελικά, Θεέ, ήταν ωραία μαζί σου σ’ εκείνη την ερημική εκκλησία με την τόσο γαλήνια ατμόσφαιρα.
Όταν γυρίσαμε, κοιμήθηκα για πολλή ώρα. Τώρα τελευταία, νυστάζω όλο και πιο πολύ — σαν λεχώνα. Μόλις ξύπνησα, είπα στη θεία Ροζ:
«Να σας πω κάτι; Δεν είναι ότι φοβάμαι το άγνωστο. Αυτό που μου τη δίνει, είναι ότι θα χάσω αυτά που ξέρω.»
«Κι εγώ σαν κι εσένα είμαι, Όσκαρ. Τι θα ’λεγες να καλούσαμε την Πέγκι Μπλου για ένα τσάι;»
Η Πέγκι Μπλου, λοιπόν, ήρθε κι ήπιαμε ένα τσάι μαζί. Έδειχνε να τα πηγαίνει πολύ καλά με τη θεία Ροζ, και γελάσαμε πολύ όταν η θεία Ροζ μας διηγήθηκε τον αγώνα της εναντίον των Αδελφών Ζικλέτ που ήταν τρίδυμες αλλά περνούσαν για μία. Μετά το τέλος κάθε γύρου, η Ζικλέτ που είχε εξουθενώσει την αντίπαλο της χοροπηδώντας πέρα-δώθε, πηδούσε έξω από το ρινγκ λέγοντας ότι πήγαινε για πιπί, έτρεχε στις τουαλέτες, κι αυτή που γύριζε ήταν η αδελφή της, φρέσκια-φρέσκια για να συνεχίσει τον αγώνα. Και ούτω καθεξής. Όλοι νόμιζαν ότι υπήρχε μόνο μία, ακαταπόνητη Ζικλέτ. Η θεία Ροζ ανακάλυψε το κόλπο, κλείδωσε τις δύο αναπληρωματικές στις τουαλέτες, πέταξε το κλειδί από το παράθυρο και νίκησε αυτήν που είχε μείνει. Θέλει μυαλό το κατς.
Μετά, η θεία Ροζ έφυγε. Οι νοσοκόμες μάς προσέχουν, την Πέγκι Μπλου κι εμένα, σαν να ήμαστε βαρελότα έτοιμα να εκραγούν. Γαμώτο, είμαι ή δεν είμαι τριάντα χρονών άντρας; Η Πέγκι Μπλου μού υποσχέθηκε ότι απόψε, μόλις βρει την ευκαιρία, θα ’ρθει εκείνη να με βρει, κι εγώ της υποσχέθηκα ότι, αυτή τη φορά, δε θα βάλω γλώσσα.
Η αλήθεια είναι ότι παιδιά δεν είναι δύσκολο να κάνεις — άντε μετά, όμως, να βρεις χρόνο να τα μεγαλώσεις.
Αυτά, Θεέ. Δεν ξέρω τι να σου ζητήσω απόψε, γιατί η μέρα μου ήταν πολύ όμορφη μέρα. Ή μάλλον ναι: Φρόντισε να πάει καλά αύριο η εγχείρηση της Πέγκι Μπλου… όχι όπως η δικιά μου, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.
Τα λέμε. Φιλάκια,Όσκαρ.
Υ.Γ. Η εγχείρηση δεν είναι πνευματικό θέμα, οπότε μπορεί να μην το ’χεις στο μαγαζί σου. Αν είναι έτσι, φρόντισε τουλάχιστον ώστε, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της εγχείρησης, η Πέγκι Μπλου να το πάρει καλά. Βασίζομαι σε σένα.