Έπρεπε να γίνουν τρεις δίκες πριν τα δικαστήρια αποφασίσουν πως η Jeanne Weber ήταν μια κατά συρροή δολοφόνος παιδιών και όχι μια καλοκάγαθη γυναικούλα που οι θάνατοι των παιδιών, την φροντίδα των οποίων είχε αναλάβει, οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο σε συμπτώσεις και στη δική της κακοτυχία. Τρεις δίκες, πολλοί θάνατοι, περιπλανήσεις και η ζωή μιας διαταραγμένης γυναίκας.
Τα πρώτα χρόνια και οι πρώτοι θάνατοι
Η Jeanne Weber γεννήθηκε το 1875 σ’ ένα μικρό ψαροχώρι της Βόρειας Γαλλίας. Παιδί πολυμελούς φτωχής οικογένειας, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρική εστία σε ηλικία μόλις 14 ετών και να αναζητήσει την τύχη της στο Παρίσι. Ασχολείται με διάφορες χειρονακτικές εργασίες, μέχρι το 1893, όταν γνωρίζει και παντρεύεται το σύζυγό της, έναν βάναυσο, μέθυσο άντρα, που κακομεταχειρίζεται εκείνη και τα τρία παιδιά τους. Το 1905 ο άντρας της εγκαταλείπει τη Jeanne και το μόνο παιδί που τους είχε απομείνει, ένα επτάχρονο αγόρι. Τα δύο άλλα είχαν πεθάνει νωρίτερα, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Οι δυσκολίες της ζωής έχουν κάνει και την ίδια τη Jeanne να αναζητά παρηγοριά σε μια μπουκάλα φτηνό κρασί, όμως οι γείτονες και οι συγγενείς τη συγχωρούν αυτή της την αδυναμία, καθώς πρόκειται για μια γλυκειά γυναίκα, ιδιαίτερα καλή με τα παιδιά, τη φύλαξη των οποίων συχνά της αναθέτουν.
Όλα, λοιπόν, αρχίζουν το 1905, στο φτωχικό διαμέρισμα της Οδού Goutte-d’Or αρ. 8, όπου διαμένει η εγκαταλελειμμένη Jeanne με το μοναδικό παιδί της, τον αδύναμο Marcel που αρρωσταίνει διαρκώς. Κερδίζει τα προς το ζην φροντίζοντας τα παιδιά των γειτόνων, όταν εκείνοι δουλεύουν, και φαίνεται να τα καταφέρνει καλά. Αγαπά τα παιδιά και εκείνα τη Jeanne. Τα δράματα όμως δεν θα αργήσουν να συμβούν.
Στις 2 Μαρτίου του 1905, και ενώ η Jeanne προσέχει τα παιδιά του αδελφού της Pierre Weber, το ένα από τα τέσσερα ανήψια της, η μόλις 18 μηνών Georgette, αρρωσταίνει αιφνιδίως και πεθαίνει. Ο γιατρός που επιβεβαίωσε το θάνατο του νήπιου, αγνόησε τα περίεργα σημάδια στο λαιμό του και τον απέδωσε σε αναπνευστικό σπασμό. Η Jeanne είναι εξίσου απαρηγόρητη με τον αδελφό και τη νύφη της και εντελώς υπεράνω υποψίας. Οι άτυχοι γονείς εξακολουθούν να της εμπιστεύονται τη φύλαξη των παιδιών τους.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Μαρτίου, η δεύτερη κόρη του Pierre, η δίχρονη Suzanne θα πεθάνει στα χέρια της θείας της. Πάλι ο γιατρός θα διαγνώσει αναπνευστικό πρόβλημα, παρά τα ύποπτα σημάδια στο λαιμό της μικρής. Την ίδια τύχη με τις αδελφές της θα έχει και η επτάχρονη Germaine, που θα κινδυνέψει να πνιγεί στραβοκαταπίνοντας, όπως βεβαίωσε η Jeanne, στις 25 του ίδιου μήνα. Και αυτό το παιδί έχει κόκκινα σημάδια στο λαιμό του. Η Germaine θα επιβιώσει αυτού του επεισοδίου, για να καταλήξει την επόμενη μέρα, όταν η Θεία Jeanne επέστρεψε στο σπίτι. Ο θάνατος της Germaine αποδόθηκε σε διφθερίτιδα, όπως και εκείνος του Marcel, γιου της Jeanne, μόλις τέσσερις μέρες αργότερα. Και στα δύο παιδιά αγνοήθηκαν τα ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό τους. Σε διάστημα μικρότερο του ενός μηνός είχαν χάσει τη ζωή τους τέσσερα παιδιά της οικογένειας.
Στις 5 Απριλίου, δύο από τις νύφες της Jeanne, της ζητούν να μείνει σπίτι προσέχοντας τον δεκάχρονο γιο της μιας, Maurice, ενώ εκείνες θα πήγαιναν για ψώνια. Η Jeanne δέχεται ευχαρίστως, «οι κακόμοιρες έχουν ανάγκη να ξεσκάσουν λίγο, μετά από τις τόσες συμφορές». Οι δυο γυναίκες θα επιστρέψουν νωρίτερα από το αναμενόμενο στο σπίτι, για να βρουν έναν Maurice να προσπαθεί απεγνωσμένα να πάρει ανάσα πάνω στο κρεβάτι του, με το λαιμό γεμάτο μελανιές, ενώ η Jeanne στέκεται από πάνω του με μια παρανοϊκή έκφραση στο πρόσωπό της. Η έντρομη μητέρα μεταφέρει τον Maurice στο νοσοκομείο Bretonneau, μόνο όμως για να διαπιστωθεί από τον εφημερεύοντα γιατρό Dr. Saillant, ο θάνατός του από ασφυξία. Αυτή τη φορά ο γιατρός θα προσέξει τα σημάδια στο λαιμό του παιδιού και θα ειδοποιήσει την αστυνομία. Η Jeanne θα συλληφθεί.
Με τα νέα δεδομένα επανεξετάζονται και οι θάνατοι των τριών άλλων ανηψιών της Jeanne καθώς και εκείνος του ίδιου της του γιου. Η έρευνα που διεξάγεται αποκαλύπτει και δύο ακόμα περίεργους θανάτους παιδιών, η φροντίδα των οποίων είχε ανατεθεί στη Jeanne, των μικρών Lucie Aleandre και Marcel Poyatos, αμφοτέρων ηλικίας δύο ετών. Έτσι, στις 29 Ιανουαρίου του 1906, αρχίζει η πρώτη δίκη της Jeanne Weber, κατηγορουμένης για τις δολοφονίες επτά παιδιών. Ο τύπος της εποχής την αποκαλεί «Δράκαινα της Οδού Goutte-d’Or», και η δίκη της απολαμβάνει μεγάλης δημοσιότητας, ακόμα και έξω από τα γαλλικά σύνορα. Η φρικιαστική ιστορία της γυναίκας που σκότωνε αθώα παιδιά κάνει το γύρο του κόσμου και απασχολεί έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως τους Times της Νέας Υόρκης.
Την υπεράσπιση της Jeanne έχει αναλάβει ένας από τους διαπρεπέστερους δικηγόρους της εποχής, ο Henri Robert, ο οποίος αποδίδει τους θανάτους των παιδιών σε σατανικές συμπτώσεις. Όμως ο πρόεδρος της έδρας, δικαστής Leydet, δεν πείθεται και διατάσει την εκταφή των θυμάτων, ώστε να διεξαχθούν εκ νέου νεκροψίες. Η απόφαση των ιατροδικαστών είναι κατηγορηματική και προς όφελος της Jeanne: όλοι οι θάνατοι οφείλονταν σε φυσικά αίτια. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1906 η Jeanne βγαίνει από την αίθουσα του δικαστηρίου απαλλαγμένη των κατηγοριών. Παρά τα έντυπα μέσα που υποστηρίζουν την ενοχή της, η κοινή γνώμη έχει πειστεί για την αθωότητά της. Οι Γάλλοι είναι σίγουροι πως η Jeanne Weber υπήρξε θύμα τραγικών συμπτώσεων. Ο Robert έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Η Jeanne αποφασίζει να εγκαταλείψει το Παρίσι για να αποφύγει τη δημοσιότητα και να ξεχαστούν τα γεγονότα.
Σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το Villedieu-sur-Indre, το σκεπασμένο από τον καπνό των φουγάρων των βιομηχανιών πορσελάνης, βρίσκεται το χωριό του Chambon. Καθισμένες κατά μήκος του μονοπατιού που οδηγεί σε ένα συνοικισμό είκοσι περίπου σπιτιών, βρίσκονται οι ράφτρες πουκαμίσων, της δεύτερης μεγάλης βιομηχανίας της περιοχής. Στη συντροφιά τους είναι και η Jeanne Glaize, μια 32χρονη, παχουλή γυναίκα, με ροδαλή επιδερμίδα και δυνατά χέρια, που εδώ και ένα μήνα εργάζεται στο σπίτι του χήρου Sylvain Bavouzet, ενός ταπεινού μεροκαματιάρη 55 ετών, φροντίζοντας τα τρία του παιδιά: τη Germaine, τη Louise και τον Auguste, ηλικίας 16, 11 και 9 ετών αντίστοιχα.
Το βράδυ της 16ης Απριλίου του 1907, ο μικρός Auguste, κατά την επιστροφή του από το σχολείο, παραπονιέται για έναν τρομερό πονοκέφαλο. Η Jeanne τον βάζει στο κρεβάτι του. Είναι μόνη με τα τρία παιδιά στο σπίτι, καθώς ο Bavouzet έχει πάει στο Chezelles, να δουλέψει ως υλοτόμος. Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας βρίσκει την κατάσταση του Auguste να έχει χειροτερέψει. Αγκομαχά και μοιάζει να ασφυκτιά και να πνίγεται. Ο Auguste ξεψυχά λίγο μετά την επιστροφή του πατέρα του στο σπίτι. Ο γιατρός του Villedieu που καλείται για να επιβεβαιώσει το θάνατο του παιδιού, ο ελληνικής καταγωγής Dr Papazoglou, κατά την αυτοψία παρατηρεί μιαν ύποπτη αυλάκωση γύρω από το λαιμό του Auguste. Καταγγέλει το γεγονός στις αρχές και ο δικαστής Belleau ζητά από τον ιατροδικαστή του Chateauroux να διεξαγάγει μιαν ενδελεχή νεκροψία. Ο ιατροδικαστής παρατηρεί επίσης την αυλάκωση, αλλά την αποδίδει στο σφιχτό γιακά κάποιου πουκαμίσου.
Η δεύτερη δίκη
Μετά από την αποκάλυψη αυτή, ο δικαστής Belleau διατάσει τη σύλληψη της Jeanne και ταυτόχρονα υπογράφει την άδεια εκταφής, προκειμένου το πτώμα του Auguste να υποβληθεί σε νέα νεκροψία, η οποία ανατίθεται στους τοπικούς γιατρούς Bruneau και Audiat. Αμφότεροι καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ο θάνατος του Auguste ήταν αποτέλεσμα βίαιης, εγκληματικής ενέργειας.
Στις 27 Ιουλίου του 1907 αρχίζει η δεύτερη δίκη της Jeanne Weber. Την υπερασπίζεται και πάλι ο ικανός Henri Robert ο οποίος, αυτή τη φορά, επιλέγει ως γραμμή υπεράσπισης την αμφισβήτηση της επιστημονικής επάρκειας των επαρχιακών γιατρών. Ζητά να πραγματοποιήσουν νέα νεκροψία οι ιατροδικαστές Thoinot και Socquet, οι οποίοι είχαν φέρει σε πέρας και τις νεκροψίες της πρώτης δίκης. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι συγκεκριμένοι αποδίδουν το θάνατο του Auguste σε φυσικά αίτια και, ειδικώτερα, σε τυφοειδή πυρετό. Την άποψή τους υποστηρίζει και ο, οικειοθελώς προσφερθείς καθηγητής ιατροδικαστικής, Lacassagne από τη Lyon.
Η όλη υπόθεση μετατρέπεται σε ένα πεδίο μάχης μεταξύ «παριζιάνων και χωριατών», ιατροδικαστών και γιατρών, με τους πρώτους να αμφισβητούν απροκάλυπτα την ιατροδικαστική ικανότητα των δεύτερων. Η διαμάχη αυτή θα καταλήξει με τους Thoinot και Lacassagne να απευθύνουν έγγραφο ερώτημα στην Ακαδημία της Ιατρικής, αναφορικά με το ποίου η γνώμη θεωρείται εξειδικευμένη σε περίπτωση διαπίστωσης εγκληματικής ενέργειας: ενός γιατρού, οποιασδήποτε ειδικότητας, ή ενός ιατροδικαστή; Η Ακαδημία αποφαίνεται πως αρμόδιος να κρίνει αν υφίσταται εγκληματική ενέργεια ή όχι, είναι ο ιατροδικαστής. Η απόφαση της Ακαδημίας χαιρετίζεται με ενθουσιασμό από τον Robert, καθώς η έκθεση των ιατροδικαστών απαλλάσσει την πελάτισσά του. Η Jeanne, μετά το τέλος και της δεύτερης δίκης, είναι και πάλι ελεύθερη. Η ημερομηνία είναι 6 Ιανουαρίου 1908.
Η Jeanne εγκαταλείπει την περιοχή την ίδια μέρα της απελευθέρωσής της. Με το όνομα Marie Lamoine εγκαθίσταται στο Faucombault,όπου εργάζεται ως βοηθός νοσοκόμος στο Νοσοκομείο Παίδων της πόλης. Η κάθε άλλο παρά φιλική αντιμετώπισή της από το υπόλοιπο προσωπικό την αναγκάζει να μεταβεί στο Orgeville, όπου κάποιοι γνωστοί της, ακράδαντα πεπεισμένοι για την αθωότητά της, της προσφέρουν εργασία στο Ορφανοτροφείο που διευθύνουν. Δεν θα περάσει μία εβδομάδα από τη μέρα που η Jeanne/Marie θα αρχίσει να εργάζεται εκεί και συλλαμβάνεται επ΄ αυτοφώρω να στραγγαλίζει ένα παιδί. Φοβούμενοι τον αντίκτυπο που θα είχε στην κοινωνία η ευπιστία τους, καθώς και ο φόβος της δυσφήμισης του ιδρύματος, οι εργοδότες της αποφασίζουν να τη διώξουν αθόρυβα, χωρίς να την καταγγείλουν στην αστυνομία. Η δολοφονία σκεπάζεται και η Jeanne διαφεύγει ξανά.
Επιστρέφει στο Παρίσι όπου συλλαμβάνεται για αλητεία και αντικοινωνική συμπεριφορά. Για ένα σύντομο διάστημα τη στέλνουν σε άσυλο ατόμων με διαταραχές, όπου όμως οι γιατροί αποφαίνονται πως έχει σώας τας φρένας και της δίνουν εξιτήριο. Για να επιβιώσει επιδίδεται στην πορνεία και παντρεύεται με έναν σεσημασμένο κακοποιό, τον Paul Moulinet. Στις 8 Μαΐου του 1908, το ζευγάρι καταλύει σε ένα πανδοχείο στο Commercy. Λίγες μέρες αργότερα η Jeanne θα συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να στραγγαλίζει τον επτάχρονο Marcel Poirot, γιο του πανδοχέα, με ένα ματωμένο μαντήλι. Φαίνεται να είναι εκτός εαυτού και ο πατέρας του παιδιού αναγκάζεται να τη χτυπήσει τρεις φορές στο πρόσωπο με τις γροθιές του και με όλη του τη δύναμη, πριν εκείνη τραβήξει τα χέρια της από το λαιμό του άψυχου παιδιού του. Η αποκάλυψη πως η Jeanne Moulinet και η Δράκαινα της Οδού Goutte-d’Or είναι το ίδιο πρόσωπο δεν θ’ αργήσει.
Όμως η Δράκαινα θα γλιτώσει τη λαιμητόμο, καθώς το δικαστήριο την κρίνει φρενοβλαβή και, συνεπώς, μη φέρουσα ευθύνη για τις πράξεις της. Την καταδικάζουν σε εγκλεισμό στο ψυχιατρείο του Mareville για να μεταφερθεί, στη συνέχεια σε αυτό του Fains, στις 26 Δεκεμβρίου του 1908.
Η Jeanne θα περάσει δύο χρόνια στο άσυλο. Στις 5 Ιουλίου του 1910 θα τη βρουν στραγγαλισμένη στο κελί της, έχοντας αφαιρέσει η ίδια τη ζωή της.
Μετά την τρίτη δίκη της Jeanne Weber, εκτός από τους γονείς των αδικοχαμένων παιδιών, υπήρξαν και κάποιοι ακόμα που ένοιωσαν δικαιωμένοι. Δεν ήταν άλλοι από τους «επαρχιώτες» γιατρούς Bruneau και Audiat, οι οποίοι, λίγες μέρες μετά την επ’ αυτοφώρω σύλληψη της Jeanne έκαναν την ακόλουθη δήλωση στις εφημερίδες της εποχής: «Παρά τις πιέσεις, τις καλυμμένες απειλές, την απαξίωση και τις προσβολές που δεχτήκαμε, αρνηθήκαμε να υποκύψουμε και να ενεργήσουμε αντίθετα με τη συνείδησή μας. Αποδείχτηκε πέρα από κάθε αμφιβολία, πως η Jeanne Weber ήταν αυτό που υποστηρίζαμε χωρίς ταλαντεύσεις, αξιολογώντας τα ευρήματα από την εξέταση του πτώματος του άτυχου Auguste Bavouzet: μια δολοφόνος παιδιών».