Κατά τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες, τα εγκλήματα «δια λόγους τιμής» ήταν μία από τις συχνότερα εμφανιζόμενες κατηγορίες εγκλημάτων στον ελλαδικό χώρο και εκατοντάδες τέτοια περιστατικά καταγράφηκαν στα ποινικά χρονικά. Εντούτοις, το έγκλημα που διέπραξαν η Σταυρούλα Γκουβούση και ο γιος της στις 5 Ιανουαρίου 1959 στο Λεωνίδιο Αρκαδίας, αν και «τυπικό» παράδειγμα του φαινομένου αυτού, κατέχει μια εντελώς ξεχωριστή θέση στην εγχώρια εγκληματολογική ιστορία: η δράστις ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα για ποινικό αδίκημα…
Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου 1959, ημέρα των Φώτων, η 62χρονη Σταυρούλα Γκουβούση πήγε, όπως συνήθιζε, στην εκκλησία της γειτονιάς της στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Άναψε δύο κεριά, προσευχήθηκε για λίγο και στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι της. Λίγα λεπτά μετά, οι γείτονές της την άκουσαν να φωνάζει σπαρακτικά και να καλεί σε βοήθεια και έσπευσαν στην αυλή του σπιτιού της για να διαπιστώσουν τι συμβαίνει. Εκεί, η Γκουβούση τούς είπε πως είχε βρει την στέρνα ξεσκέπαστη και κοντά στο στόμιό της αφημένα ρούχα -μια ζακέτα και μια ρόμπα-, παπούτσια και ένα χαρτί που περιείχε χάπια ναυτίας. Εξήγησε πως τα ρούχα ανήκαν στη νύφη της, γυναίκα του 22χρονου γιου της Δημήτρη (ή Μήτρου), την Μεταξία, ενώ τους έδειξε κι ένα χειρόγραφο σημείωμα που βρέθηκε στο ίδιο σημείο και ανέφερε: «Φτωχτόνησε η Μεταξία Γεωργίου Αδρία, γιατί δεν της έδινε τα λεφτά που της χρωστούσε η Θάλεια, η κυρά της. Τον Μήτρο, τον άνδρα της, να μην τον πειράξετε, γιατί δεν έχει κάνει τίποτα».
Στους γείτονες που την ρώτησαν, η Γκουβούση δήλωσε ότι «αυτή η τρελλή εξετέλεσε την απόφασί της. Ευρήκα ανοιχτή τη στέρνα κι έξω ριγμένα τα ρούχα της. Η Μεταξία πληρώθηκε από τον θεό όπως της άξιζε. Και δεν σκέπτομαι τίποτα άλλο παρά ότι, αν έχη πέσει στην στέρνα μας βρώμισε το πόσιμο νερό» (εφημ. «Ακρόπολις» – 9 Ιανουαρίου 1959).
Όπως ήταν αναμενόμενο, η είδηση μεταφέρθηκε αμέσως στην Υποδιοίκηση Χωροφυλακής. Λίγη ώρα μετά, επί τόπου κατέφθασαν ο διοικητής υπομοίραρχος Β. Νικολόπουλος με δύναμη ανδρών, καθώς και ο ειρηνοδίκης Λεωνιδίου Στ. Κοντονικολής. Οι χωροφύλακες φώτισαν με φακούς το εσωτερικό της βάθους 4 μέτρων στέρνας και διέκριναν το νεκρό σώμα της Μεταξίας να επιπλέει στο νερό. Όταν το ανέσυραν, είδαν πως ήταν τυλιγμένο με χοντρό σκοινί, μήκους 5 μέτρων, κάτι που τους έβαλε σε υπόνοιες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασε τη ζωή της η Μεταξία. Οι γιατροί Π. Ρέππας και Χαρ. Γεωργίτσης, που εξέτασαν το πτώμα, διαπίστωσαν ότι έφερε αμυχές στον λαιμό και μώλωπες από ισχυρά κτυπήματα στους μηρούς και τα γόνατα. Επίσης, εξακρίβωσαν ότι ο θάνατος είχε επέλθει στις 7.30 το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου και ως αιτία ανέφεραν τον πνιγμό, καθώς στο στομάχι της βρέθηκε νερό της στέρνας.
Τα στοιχεία αυτά ενίσχυσαν την εκδοχή ότι ο θάνατος της Μεταξίας δεν οφειλόταν σε αυτοκτονία αλλά σε εγκληματική ενέργεια. Η εκδοχή αυτή έγινε βεβαιότητα όταν εξακριβώθηκε πως το χειρόγραφο σημείωμα δεν ήταν γραμμένο από το θύμα, αλλά από κάποιο πρόσωπο που προσπάθησε να μιμηθεί το γραφικό χαρακτήρα, ότι το «σκηνικό» γύρω από την στέρνα (με τα παρατημένα ρούχα, τα χάπια και το σημείωμα) ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας σκηνοθετημένο και πως η πόρτα της αυλής ήταν κλειδωμένη την ώρα κατά την οποία η Μεταξία υποτίθεται πως την είχε ανοίξει για να μπει στην αυλή του σπιτιού και να αυτοκτονήσει στη στέρνα.
Στη βάση αυτών των ευρημάτων, οι χωροφύλακες ανέκριναν εντατικά την Γκουβούση και τον γιο της Δημήτρη, οι οποίοι δεν άργησαν να ομολογήσουν πως η Μεταξία είχε πράγματι δολοφονηθεί και πως δράστες ήταν οι ίδιοι.
Το ιστορικό του φόνου και τα κίνητρα
Η Σταυρούλα Γκουβούση ήταν χήρα και είχε τρία παιδιά. Τα δύο μικρότερα βρίσκονταν από καιρό στην Αθήνα όπου εργάζονταν, ενώ μαζί της ζούσε μόνο ο μεγαλύτερος γιος της Δημήτρης. Στα ρεπορτάζ της εποχής, η Γκουβούση παρουσιάζεται ως μια δυναμική και αυταρχική γυναίκα, που επιθυμούσε να έχει στον απόλυτο έλεγχο τα παιδιά της.
Ο Δημήτρης Γκουβούσης είχε παντρευτεί την Μεταξία το 1954 και είχαν αποκτήσει δύο κορίτσια, το ένα από τα οποία είχε πεθάνει λίγο μετά τη γέννησή του. Από την αρχή, η Γκουβούση αντιδρούσε στον γάμο του γιου της, ισχυριζόμενη πως η Μεταξία είχε ερωτικό «παρελθόν» και δεν ήταν «άγγελος αγνότητος» (εφημ. «Ακρόπολις» – 9 Ιανουαρίου 1959), και για το λόγο αυτό ζητούσε επίμονα από αυτόν να την χωρίσει. Ο Δημήτρης, όμως, δήλωνε πως την αγαπούσε, αν και κάποιες φήμες που κυκλοφορούσαν στην αρκαδική κωμόπολη ανέφεραν πως στην πραγματικότητα παρέμενε μαζί της διότι τον συντηρούσε εκείνη με τη δουλειά της (παρασκεύαζε γλυκά προς πώληση), αφού ο ίδιος δεν εργαζόταν. Σε κάθε περίπτωση, εξαιτίας των συνεχών διενέξεων που είχαν με την Γκουβούση, ο Δημήτρης και η Μεταξία μετακόμισαν σε δικό τους σπίτι, που έχτισαν με την προίκα της Μεταξίας. Όταν η Μεταξία έμεινε ξανά έγκυος, η Γκουβούση έπεισε τον γιο της πως το παιδί δεν ήταν δικό του και επομένως έπρεπε να το «ρίξουν».
Στις 2 Ιανουαρίου 1959, ο Δημήτρης και η Μεταξία πήγαν στο Άργος. «Η γυναίκα μου ήταν έγκυος πέντε μηνών» είπε αργότερα ο ίδιος. «Λογάριαζα να την πείσω να ρίξη το παιδί, μα κανείς γιατρός δεν αναλάμβανε αυτή την ευθύνη. Κάναμε κάτι δουλειές και γυρίσαμε στο σπίτι της μάνας μου, όπου είχαμε αφήσει το παιδί (σ.σ.: η κόρη του ζεύγους ήταν τότε 14 μηνών). […] Όταν φθάσαμε, καθήσαμε και φάγαμε. Η γυναίκα μου μετά το φαγητό, ξάπλωσε βγάζοντας τη ρόμπα της και μια ζακέτα που φορούσε. […] Η μάνα μου άρπαξε ένα σχοινί 5 μέτρων που ήταν εκεί και της το πέρασε αιφνιδιαστικά γύρω από τους ώμους, δένοντάς την καλά, μαζί και τα χέρια της. Συγχρόνως, μάλωνε μαζί της και την έβριζε για την άσχημη ζωή που έκανε. Η γυναίκα μου νόμιζε ότι αστειευόταν και ότι η μητέρα μου ήθελε απλώς να την φοβίση. Όμως εκείνη την τράβηξε έξω στην αυλή και την έριξε στην στέρνα. […] Σ’ αυτή τη δουλειά τη βοήθησα κι εγώ. Έπειτα με υπόδειξί της, έγραψα ένα σημείωμα που έλεγε ότι η Μεταξία αυτοκτόνησε γιατί της χρωστούσαν τα αφεντικά της λεφτά που δεν της τα έδιναν. Αυτό το σημείωμα το έβαλα στο σκέπασμα της στέρνας μαζί με κάτι χάπια που είχε στην τσέπη της η γυναίκα μου. […] Επίσης, η μάνα μου έβαλε στην άκρη της στέρνας τα ρούχα της Μεταξίας και τα παπούτσια, ώστε να νομισθή ότι έπεσε μόνη της στο νερό. Πράγματι το πρωί των Φώτων βρέθηκαν τα ρούχα στο χείλος της στέρνας από την ίδια τη μητέρα μου, η οποία και έβαλε τις φωνές ότι δήθεν η νύφη της αυτοκτόνησε» (εφημ. «Ακρόπολις» – 8 Ιανουαρίου 1959).
Η Γκουβούση υποστήριξε αρχικά ότι «η Μεταξία […] έφυγε κι επήγε στην στέρνα ραντεβού με τον φίλο της. Μα αυτός αφού είναι βλαμμένος δεν αποκλείεται μετά τη διασκέδασί τους να την έπνιξε στην στέρνα. Τέτοια που ήταν, καλά να πάθη». Όμως όταν τα συντριπτικά σε βάρος της στοιχεία έγιναν αδιάσειστα, στράφηκε κατά του γιου της: «Κύτταξε τι φίδι μεγάλωνα!…» είπε. «Έτσι μωρέ πληρώνεις όλες τις θυσίες που έκανα για σένα;» (εφημ. «Ακρόπολις» – 9 Ιανουαρίου 1959).
Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε η αστυνομία αλλά και όσα προέκυψαν κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος, προέκυψε ότι οι δράστες έσυραν την Μεταξία δεμένη στην αυλή και εκεί την πέταξαν στο βάθος της στέρνας, σχεδιάζοντας να τραβήξουν το σκοινί ώστε να μην αφήσουν ίχνη. Ωστόσο, κάτω από το βάρος του σώματος, το σκοινί γλίστρησε από τα χέρια τους και κατέληξε στον πάτο της στέρνας, αποκαλύπτοντας την εγκληματική ενέργεια. Εικασίες που διατυπώθηκαν πως η Μεταξία είχε ναρκωθεί πριν ριφθεί στην στέρνα, δεν επιβεβαιώθηκαν από την τοξικολογική εξέταση των σπλάχνων του θύματος.
Αργότερα μιλώντας στον αστυνομικό συντάκτη των εφημερίδων «Ακρόπολις» και «Απογευματινή» Θ. Δράκο, παρουσία του γιου της, η Γκουβούση δήλωσε: «Αυτός ο αχαϊρευτος πάει να με μπλέξη! Λέει ότι εγώ την έριξα στο πηγάδι, αφού της τύλιξα πρώτα το σκοινί στο σώμα. Πάει να με κλείση στη φυλακή. […] Αν ο γιος μου πάει στο εκτελεστικό απόσπασμα, τού αξίζει». Από την πλευρά του, ο Δημήτρης απάντησε: «Εγώ δεν είχα τίποτα μαζί της. Ήταν καλή και φρόνιμη. Εσύ τη μισούσες και αποφάσισες τον θάνατό της. Ανάθεμα την ώρα που σ’ άκουσα. Εγώ γιατί να την σκοτώσω; Κι αυτό το παντελόνι που φορώ, μου το πήρε την ίδια μέρα που τη σκότωσες. Το πρωί, που πήγαμε στο Άργος… Κι εσένα δεν σε φρόντιζε; Μόνο εσύ διαρκώς την έβριζες και την κτυπούσες. Αυτή καθόταν σαν χαζή και τις έτρωγε…» (εφημ. «Απογευματινή» – 9 Ιανουαρίου 1959). Αξίζει να σημειωθεί πως τις μέρες εκείνες σε μερίδα του Τύπου είδαν το φως πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η δολοφονία δεν έγινε «δια λόγους τιμής» αλλά με οικονομικό κίνητρο, καθώς μετά το θάνατο της Μεταξίας όλα τα περιουσιακά της στοιχεία θα περνούσαν στον άντρα της Δημήτρη.Σε κάθε περίπτωση, το πρωί της 8ης Ιανουαρίου, η Γκουβούση και ο γιος της μετήχθησαν στον εισαγγελέα Ναυπλίου, ο οποίος ανέθεσε την υπόθεση σε τακτικό ανακριτή, διατάζοντας παράλληλα την προφυλάκισή τους.
Η εκτέλεση της Γκουβούση
Η δίκη για το έγκλημα της Σταυρούλας Γκουβούση και του γιου της Δημήτρη πραγματοποιήθηκε μερικούς μήνες αργότερα στο Κακουργιοδικείο Κυπαρισσίας. Και οι δύο δράστες καταδικάστηκαν σε θάνατο, αφού η πράξη τους χαρακτηρίστηκε ως ιδιαζόντως ειδεχθής.
Μετά την καταδίκη της, η Γκουβούση μεταφέρθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ της Αθήνας. Η αίτηση χάριτος που υπέβαλλε για μετριασμό της ποινής της απορρίφθηκε παμψηφεί από το Συμβούλιο Χαρίτων. Έτσι, στις 5 το πρωί της Παρασκευής 26ης Αυγούστου 1960, ο εισαγγελέας Βέλλιος έφτασε στις φυλακές για την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης. Λίγη ώρα νωρίτερα, η διευθύντρια των φυλακών είχε πληροφορήσει την Γκουβούση για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν και ο ιερέας των φυλακών την είχε επισκεφθεί στο κελί της για να μεταλάβει.
Αναλυτικές πληροφορίες σχετικά δίνει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» στο φύλλο της Κυριακής 28 Αυγούστου 1960, μεταφέροντας ταυτόχρονα και την «ατμόσφαιρα» της εποχής:
«Η Γκουβούση εδέχθη κλαίουσα να μεταλάβη, προηγουμένως όμως ζήτησε να εξομολογηθή δια να απαλλαγή, όπως είπεν, από κάτι που επίεζε την ψυχή της και δεν την άφηνε να ησυχάση ούτε λεπτό. Ο ιερεύς την εξομολόγησε, την μετέλαβε και την συνώδευσε μέχρι του αυτοκινήτου του τμήματος μεταγωγών, δια του οποίου αύτη θα μετεφέρετο εις τον τόπον της εκτελέσεως. Όταν ανήρχετο τας βαθμίδας αν και ο ιερεύς της είχεν ανακοινώσει ότι θα ‘απήρχετο μετ’ ολίγον του κόσμου τούτου’, η Γκουβούση ηρώτησε τον επικεφαλής της αστυνομικής δυνάμεως εάν θα ωδηγείτο εις τον Πειραιά (σ.σ.: τις προηγούμενες μέρες, η διευθύντρια της φυλακών, ανακοινώνοντάς της την απόρριψη της αίτησης χάριτος, της είχε πει ότι έως την εκτέλεσή της θα μετατασσόταν σε φυλακή του Πειραιά).
»‘Θα πάμε σε κάποιο εξοχικό μέρος’, ήτο η απάντησις του αξιωματικού. ‘Εκεί θα είναι πιο ωραία απ’ εδώ. Θα είσαι μόνη και ήσυχη πια, δεν θα σε ενοχλή κανένας’. ‘Αφού είναι έτσι, πάμε’ απάντησε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σιδηροφράκτου αυτοκινήτου (της κλούβας). Την ηκολούθησεν ο ιερεύς, ο οποίος εκάθησε δίπλα της και ήρχισε να προσεύχεται δια την σωτηρίαν της ψυχής της.
»Ετέρου αυτοκινήτου της υπηρεσίας των φυλακών επεβιβάσθησαν ο κ. εισαγγελεύς, ο γραμματέας της εισαγγελίας και ένας υπάλληλος των φυλακών οι οποίοι και ηκολούθησαν το αυτοκίνητο του τμήματος μεταγωγών. Μετ’ ολίγων τα δύο αυτοκίνητα έφθασαν εις τον Άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον (σ.σ.: στον Υμηττό), όπου ανέμενεν απόσπασμα εκ δώδεκα στρατιωτών με επικεφαλής ένα υπολοχαγόν (σ.σ.: το απόσπασμα προερχόταν από την «Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Αττικής και Νήσων-ΑΣΔΑΝ»). Η Γκουβούση κατεβιβάσθη του αυτοκινήτου και ωδηγήθη εις ένα μικρόν ύψωμα, εις το σημείον όπου ύστερα από ολίγον θα έπιπτε νεκρά από τας σφαίρας του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ηκολούθησε τον αξιωματικόν χωρίς να είπη λέξιν. Εφαίνετο ως να μη αντιλαμβάνετο τι συνέβαινε γύρω της και ότι σε λίγο θα έπαυε να ζη. Ο ιερεύς ο οποίος την ηκολούθει την ηρώτησε και πάλιν όταν έφθασαν εις το ύψωμα εάν ήθελε να είπη τι, η απάντησίς της όμως ήτο αρνητική. Ο εισαγγελεύς τότε έδωσεν εντολήν εις τον γραμματέα της εισαγγελίας να αναγνώση την απόφασιν δια της οποία η Γκουβούση είχε καταδικασθή εις την εσχάτην των ποινών. Ο κ. Μουρκουτάς (σ.σ.: ο γραμματέας της εισαγγελίας) ανέγνωσε βραδέως την απόφασιν του δικαστηρίου, μόλις δε ετελείωσε το έργον απεμακρύνθη του τόπου δια να αφήση την θέσιν του εις το εκτελεστικόν απόσπασμα.
»Η Γκουβούση τον ηκολούθησε, παρέστη δε ανάγκη να επέμβη ο επί κεφαλής του αποσπάσματος ο οποίος την επανέφερεν εις το ύψωμα λέγων: ‘Εσύ δεν θα φύγης, θα μείνεις εκεί’. Τότε μόνον ηρώτησε: ‘Γιατί;’ Ο ιερεύς και πάλιν έσπευσε κοντά της και της επανέλαβεν ότι επρόκειτο να απέλθη του κόσμου, διότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη την κατεδίκασεν εις θάνατον δια την εγκληματικήν πράξιν της εις βάρος της νύμφης της. Εις τα λόγια αυτά του ιερέως, έσκυψε το κεφάλι της και ψιθύρισε: ‘Οι άνθρωποι με κατεδίκασαν εις θάνατον, ας με συγχωρήση τουλάχιστον ο Θεός δι ό,τι έκαμα, ώστε να βρω μιας στιγμής κι εγώ ησυχία’. ‘Ο Θεός, τέκνον μου, συγχωρεί τα πλάσματά του όταν μετανοούν, σε έχει λοιπόν και εσέ συγχωρέσει αφού ησθάνθης μετάνοιαν δια την πράξιν σου’ απήντησε ο ιερεύς. ‘Ας τελειώνουμε, λοιπόν, δέσποτά μου’ είπεν η κακούργα πενθερά. ‘Δεν θέλω τίποτα άλλο απ’ αυτόν τον κόσμον. Τελείωσα πια μ’ αυτόν. Ό,τι είχα του το έδωσα, τώρα θα του δώσω και τη ζωή μου’. Και με τα λόγια της αυτά αφέθη εις την διάθεσιν των αρχών. Δεν ενδιαφέρετο πλέον δια τα περαιτέρω.
»Ο επί κεφαλής του αποσπάσματος αξιωματικός εκάλεσε τους στρατιώτας να αφήσουν τα μέχρι της στιγμής εκείνης κενά όπλα των επί του εδάφους, να απομακρυνθούν ακολούθως και να στρέψουν τας κεφαλάς των ατνίθετα προς το μέρος όπου αυτός ίστατο. Όταν δε τούτο εγένετο εγέμισε τα έξι εξ αυτών δια σφαιρών τα δε άλλα αφήκεν άσφαιρα και αφού τα ετοποθέτησεν επί του εδάφους εκάλεσε τους άνδρας του αποσπάσματος να λάβουν ένα όπλον και να καταλάβουν την θέσιν των. Όταν και τούτο εγένετο και όλα πλέον ήσαν έτοιμα δια την εκτέλεσιν, ο ιερεύς ηρώτησε την Γκουβούση εάν ήθελε να είπη τι και εάν ήθελε να της δέσουν τα μάτια. Αύτη ηρνήθη και ο επί κεφαλής αξιωματικός έδωσε το παράγγελμα ‘πυρ’ και η δολοφόνος πενθερά εξετελέσθη. Το πτώμα της παρελήφθη υπό της υπηρεσίας του δήμου και ενταφιάσθη εις το Γ΄ νεκροταφείον»
Η εντύπωση για την εκτέλεση
Μία εβδομάδα μετά, στις 5 το πρωί της Παρασκευής 2 Σεπτεμβρίου, εκτελέστηκε στο πεδίο βολής της περιοχής Αλυκές κοντά στην πόλη της Κέρκυρας ο Δημήτρης Γκουβούσης, μαζί με άλλους δύο θανατοποινίτες. Ο Γκουβούσης «εξομολογούμενος, ηκούσθη λέγων εις τον ιερέα, ότι ούτος δεν έπταιε δια τον στραγγαλισμόν της συζύγου του, αλλά ότι τον επήρε στον λαιμό της η μάνα του, της οποία ήτο ερωμένος…» (εφημ. «Ελευθερία» – 3 Σεπτεμβρίου 1960), στοιχείο που ωστόσο ουδέποτε επιβεβαιώθηκε.
Πάντως, η εκτέλεση της Σταυρούλας Γκουβούση δημιούργησε ζωηρή εντύπωση, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελούταν στην Ελλάδα για ποινικό αδίκημα. Μάλιστα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελευθερία» στις 28 Αυγούστου 1960, «η αναγγελία της εκτελέσεως της Γκουβούση επροκάλεσε πανικόν μεταξύ των κρατουμένων εις τας γυναικείας φυλακάς, τινές δε υπέστησαν νευρικόν κλονισμόν».
Πριν από την Γκουβούση, είχαν εκτελεστεί μόνον πολιτικές κρατούμενες κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, ενώ για έγκλημα του ποινικού δικαίου είχαν καταδικαστεί σε θάνατο -χωρίς ωστόσο να εκτελεστούν, εν τέλει- η Φούλα Αθανασοπούλου και η Άρτεμις Κάστρου, που είχαν συμπράξει στη δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου, το 1931 (για την υπόθεση αυτή, βλέπε εδώ και εδώ). Τα επόμενα χρόνια και ως το 1974, όταν και σταμάτησε πρακτικά η εφαρμογή της θανατικής ποινής στην Ελλάδα (ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε ήταν ο Βασίλης Λυμπέρης, τον Αύγουστο του 1972 – για την εκτέλεσή του, βλέπε εδώ), απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα βρέθηκαν ακόμα τρεις γυναίκες: τους πρώτους μήνες του 1962 η Αθανασία Αγγελινού, στις 4 Σεπτεμβρίου 1962 η Αλεξάνδρα Μέρδη και στις 10 Απριλίου 1965 η Αικατερίνη Δημητρέα.
Τα εγκλήματα «δια λόγους τιμής»
Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του φαινομένου των «εγκλημάτων τιμής» και ιδιαίτερα αυτών που διαπράχθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, αποτελεί η μελέτη της καθηγήτριας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Έφης Αβδελά με τίτλο «Δια λόγους τιμής – Βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα» (εκδόσεις Νεφέλη, 2η έκδοση αναθεωρημένη, 2006), που είναι η πρώτη συντεταγμένη έρευνα του θέματος στην ελληνική βιβλιογραφία. Στο βιβλίο αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονταν αυτού του είδους τα εγκλήματα από την κοινή γνώμη, τους δημοσιογράφους, τους δικαστές, τους εισαγγελείς και τους επιστήμονες και ερευνάται η μεταλλαγή της ελληνικής κοινωνίας εκείνη την εικοσαετία, ώστε τελικά η διαπροσωπική βία, που χαρακτηρίζει τη μετεμφυλιακή περίοδο, να απολέσει βαθμηδόν τη συμβολική της νομιμότητα. Στην εισαγωγή του βιβλίου, η συγγραφέας αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«[…] Πρόκειται για τα ‘εγκλήματα δια λόγους τιμής’, δηλαδή για μια ιδιαίτερα ρευστή κατηγορία πράξεων διαπροσωπικής βίας, για τις οποίες ο/η δράστης επικαλείται την αποκατάσταση της ‘προσβολής της οικογενειακής ή ατομικής του/της τιμής’, προσβολή την οποία φέρεται να προκάλεσαν οι πράξεις του θύματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι πράξεις αυτές περιστρέφονται γύρω από το γάμο και την οικογένεια, είτε ως προσδοκώμενη προοπτική είτε ως συντελεσμένο δεδομένο προς συντήρηση.
»[…] Σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60, […] στις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων καταγράφεται ένας σημαντικός αριθμός εγκλημάτων (φόνοι, τραυματισμοί και απόπειρες) ‘δια λόγους τιμής’, σύμφωνα με την επαναλαμβανόμενη στερεότυπη διατύπωση. Το φαινόμενο δεν είναι φυσικά νέο την εποχή αυτή: ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η προσβολή της ‘τιμής’ αποτελούσε την κυριότερη αιτιολογία για την άσκηση διαπροσωπικής βίας και το στοιχείο αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει σημαντικά και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Όπως μάλιστα δείχνει η κριτική που ανέπτυξε στα έργα του ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ήδη στις αρχές του αιώνα και κατά τον Μεσοπόλεμο καταγράφονται οι πρώτες καταγγελίες ενάντια σε μια πρακτική που αρχίζει να αντιμετωπίζεται όχι μόνο ως αναχρονιστική, αλλά και ως κατεξοχήν υποκριτική.
»Μετά τον Εμφύλιο, τα ‘εγκλήματα τιμής’ θα βρεθούν στο επίκεντρο μιας δημόσιας συζήτησης για τη διαχείριση της διαπροσωπικής βίας, που η έκτασή της είχε βαθιά σημαδευτεί από τα δέκα προηγούμενα χρόνια: Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση και Εμφύλιος είχαν προκαλέσει κατά τη δεκαετία του ’40 μια εξοικείωση με τη βία, που ήταν ορατή σε πολλές όψεις της καθημερινής ζωής αρκετά χρόνια μετά το τέλος των στρατιωτικών συγκρούσεων. Με την αποκατάσταση της τάξης των νικητών μετά το τέλος του Εμφυλίου, ενώ εντείνεται η ανησυχία της κοινής γνώμης για την αύξηση της ‘εγκληματικότητας’, την ίδια στιγμή που οι ανθρωπολόγοι επισημαίνουν την αξία των κοινωνικών αξιών όπως η τιμή στην ελληνική κοινωνία, βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού της έννοιας της τιμής, η οποία συνεπάγεται τον μετασχηματισμό και την απονομιμοποίηση εκείνου του περιεχομένου της που συνιστά το αξιακό υπόβαθρο των ομώνυμων εγκλημάτων· την απονομιμοποίηση δηλαδή της συσχέτισης ανάμεσα στην υπεράσπιση της τιμής και στη διαπροσωπική βία. Η διαδικασία αυτή εντάσσεται σε έναν ευρύτερο προβληματισμό αναφορικά με τη φυσιογνωμία και τις ιδιαίτερες αξίες της ελληνικής κοινωνίας σε μια περίοδο ραγδαίων μετασχηματισμών.
»[…] Η ευρύτερη συγκυρία της περιόδου προσδιορίζεται φυσικά από τις συνέπειες των βίαιων ανακατατάξεων της δεκαετίας του ’40 και κυρίως των παρατεταμένων εμφύλιων συγκρούσεων, που άρχισαν ήδη από την περίοδο της Κατοχής και ολοκληρώθηκαν με τον ολοκληρωτικό Εμφύλιο της περιόδου 1947-49: διχασμός, αιματηρές συγκρούσεις, αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, εξοικείωση στη βία, και σ’ ό,τι αφορά τους ηττημένους, κοινωνικός και πολιτικός εξοστρακισμός. Συγχρόνως, ενώ η δεκαετία του ’50, και κυρίως το πρώτο μισό της, φέρουν ανάγλυφα τα σημάδια του Εμφυλίου σε όλες τις πτυχές της ζωής, από τα τέλη της και κυρίως κατά τη δεκαετία του ’60 πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις μιας νεωτερικότητας που εισβάλλει στην καθημερινή ζωή μεγάλους μέρους του πληθυσμού, στην πόλη πρώτα, στην ύπαιθρο αργότερα. Η αστυφιλία και αργότερα η μετανάστευση ως μαζικά φαινόμενα επιτείνουν τις αλλαγές και ευνοούν τη δημιουργία νέων προτύπων διαπροσωπικών σχέσεων και νέων εκδοχών ανδρισμού και θηλυκότητας, που συχνά στη συνάντησή τους με φορείς των παραδοσιακότερων μορφών σχέσεων παράγουν βίαιες συγκρούσεις»