Ο Κερτ Κομπέιν (Kurt Donald Cobain, 20 Φεβρουαρίου 1967 – 5 Απριλίου 1994), ήταν Αμερικανός μουσικός, γνωστός ως ο ηγέτης, τραγουδιστής, κιθαρίστας και συνθέτης του ροκ συγκροτήματος Nirvana. Σχημάτισε το συγκρότημα το 1987 μαζί με τον Krist Novoselic, και τα επόμενα δύο χρόνια συνδέθηκε με την ανερχόμενη σκηνή του grunge στο Σιάτλ.
Το 1991, το τραγούδι Smells Like Teen Spirit από τον δίσκο Nevermind θεωρείται ότι είχε καταλυτική επίδραση στην απομάκρυνση της ροκ μουσικής από τα κυρίαρχα είδη της δεκαετίας του 1980 (glam metal, arena rock και χορευτική ποπ μουσική) και στην ανάδειξη του grunge και της εναλλακτικής ροκ σκηνής. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χαρακτήρισαν το τραγούδι «ύμνo» μιας ολόκληρης γενιάς [1] και ο ίδιος ο Κομπέιν θεωρήθηκε εκπρόσωπος της αποκαλούμενης Generation X. Το 1993, ο εκδότης του περιοδικού Rolling Stone, David Fricke, χαρακτήρισε τον Κομπέιν «Τζον Λένον» του grunge.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κομπέιν αντιμετώπισε έντονα προβλήματα εθισμού σε ναρκωτικές ουσίες. Αυτοκτόνησε στην κατοικία του στο Σιάτλ, όπου βρέθηκε νεκρός λίγες ημέρες αργότερα, στις 8 Απριλίου 1994. Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί εικασίες ότι η αυτοκτονία του Κομπέιν ήταν δολοφονία.
Ο Κομπέιν είχε παντρευτεί στις 24 Φεβρουαρίου 1992 την τραγουδίστρια Κόρτνεϊ Λαβ (Courtney Love), αρχηγό του συγκροτήματος Hole, με την οποία απέκτησαν μία κόρη, την Φράνσις Μπιν (Frances Bean).
Η Janis Lyn Joplin ήταν Αμερικανίδα τραγουδίστρια, στιχουργός και μουσική παραγωγός. Γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1943 στο Τέξας των Η.Π.Α.. Η ζωή της ήταν σύντομη, μιας και στις 4 Οκτωβρίου 1970 απεβίωσε από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Ήταν μόνο 27 ετών.
O Τζίμι Χέντριξ (Jimi Hendrix), πραγματικό όνομα Τζέιμς Μάρσαλ Χέντριξ, 27 Νοεμβρίου 1942 – 18 Σεπτεμβρίου 1970) ήταν Αφροαμερικάνος κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης. Γεννήθηκε στο Σιάτλ, στην Ουάσιγκτον, από πατέρα μαύρο και μητέρα Ινδιάνα. Ήταν αυτοδίδακτος και πέθανε νεότατος σε ηλικία 27 ετών.
Θεωρείται από πολλούς ως ο κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της ροκ μουσικής. Ξεκίνησε το 1961 να παίζει διάφορους ρυθμούς μπλουζ της εποχής. Το 1966 μετέβη στο Λονδίνο όπου και δημιούργησε ως Τζίμι Χέντριξ, μαζί με τους Μιτς Μίτσελ (στα κρουστά) και τον Νόελ Ρέντιγκ (στο μπάσο), το φημισμένο συγκρότημά του The Jimi Hendrix Experience που γνώρισε τεράστια επιτυχία ξεκινώντας τις μεγάλες του εμφανίσεις από τη Γαλλία συνεχίζοντας σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, με επιτυχίες τα τραγούδια "Hey, Joe'", "Purple Haze" και "The Wind Cries Mary'", που είχαν φθάσει στη κορυφή πωλήσεων. Αυτά μέχρι το 1968 όπου το συγκρότημα αυτό διαλύθηκε. Το αμέσως επόμενο χρόνο, 1969, συνέχισε με το συγκρότημα Band of Gypsys με το οποίο και θριάμβευσε. Μια από τις πιο γνωστές του εμφανίσεις ήταν αυτή στο φεστιβάλ του Γούντστοκ, στις 18 Αυγούστου του 1969, όπου, μεταξύ άλλων, παρουσίασε μια αυτοσχεδιαστική διασκευή του Αμερικανικού Εθνικού Ύμνου.
Ο Τζίμι Χέντριξ χρησιμοποιώντας στο μέγιστο δυνατό τους ηλεκτρικούς ενισχυτές καθώς και τις δυνατότητες της μουσικής μίξης άνοιξε νέους ορίζοντες στο είδος αυτό της μουσικής με συνέπεια και να καθιερωθεί πολύ γρήγορα.
Βρέθηκε νεκρός στις 18 Σεπτεμβρίου του 1970 στο ξενοδοχείο Samarkand στο Λονδίνο όπου διέμενε. Αν και ως αιτία θανάτου προσδιορίστηκε αναρρόφηση τροφών, οι συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατό του οφείλονταν σε υπερβολική λήψη βαρβιτουρικών. Ο τελευταίος άνθρωπος που ήταν μαζί του ήταν η Γερμανίδα σύντροφός του Μόνικα Ντάνεμαν.
Ο Ρόμπερτ Τζόνσον (Robert Leroy Johnson) γεννήθηκε στις 8 Μαΐου του 1911 στο Χέιζελχαρστ του Μισισιπή και μεγάλωσε σε μια χωρισμένη οικογένεια, γυρνώντας από τόπο σε τόπο. Μεγαλώνοντας ακολούθησε τη μοίρα κάθε φτωχού μαύρου της εποχής, δουλεύοντας από μικρός στα απέραντα χωράφια του αμερικάνικου Νότου. Σε μικρή ηλικία γνώρισε μεγάλους μπλουζίστες της εποχής, όπως ο Σον Χάουζ, ο Τσάρλι Πάτον και ο Γουΐλι Μπράουν και άρχισε να ασχολείται με τη μουσική. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 έγινε επαγγελματίας κιθαρίστας και παράλληλα, σε μια προσπάθεια ίσως να αποκαταστήσει στη ψυχή του την έννοια της οικογένειας, παντρεύτηκε. Ο γάμος του όμως έληξε με τρόπο επώδυνο, καθώς λίγο αργότερα έχασε τη γυναίκα και το παιδί του κατά τη διάρκεια της γέννας, γεγονός που αποτέλεσε σταθμό στη ζωή του.
Προσπαθώντας να λυτρωθεί από το βαρύ φορτίο που του είχε κληροδοτήσει ο πρόωρος θάνατος της οικογένειάς του, άρχισε να περιοδεύει από πόλη σε πόλη, παίζοντας με σπουδαίους μουσικούς. Το 1931 επέστρεψε στο Χέιζελχαρστ και ξαναπαντρεύτηκε, με σκοπό να μείνει πλέον μόνιμα. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά, που έζησε σχετικά ήρεμος. Στην περίπτωση του Johnson η ήρεμη ζωή δεν ικανοποιούσε τις βαθύτερες ανάγκες, που υπαγόρευε το εσωτερικό του Εγώ να πραγματοποιήσει. Όταν αισθάνθηκε ότι ήταν έτοιμος για κάτι άλλο, τα παράτησε όλα, πήρε την οικογένεια του και εξαφανίστηκε στο Δέλτα του Μισισιπή. Όπως ήταν φυσικό, όμως, η γυναίκα του κουράστηκε να τον ακολουθεί και έπειτα από λίγο τον παράτησε. Έκτοτε ο Johnson μεταμορφώθηκε σε έναν ακούραστο ταξιδιώτη και κιθαρίστα που μπορούσε να παίξει οπουδήποτε. Ο σκοπός του πλέον ήταν μόνο το ταξίδι, το οποίο σταμάτησε οριστικά το 1938.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα για τη ζωή του Johnson είναι πολύ λίγα και κρυμμένα πίσω από το μύθο που δημιούργησαν για αυτόν οι άνθρωποι. Σύμφωνα με τον μύθο, λοιπόν, ο νεαρός μπλουζίστας επιθυμούσε πολύ τη φήμη και τα χρήματα. Δεν ήταν όμως ικανοποιημένος με τις ικανότητές του και αναζητούσε μεγαλύτερες ικανότητες, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Όντας ήδη πικραμένος ενάντια στο Δημιουργό του, κατηγορώντας το Θεό για το θάνατο της γυναίκας του και του αγέννητου παιδιού του, θυμωμένος και παράφορος πήρε την απόφαση. Ένα βράδυ, μεσάνυχτα, ο Robert Johnson συντροφιά με το κόκκαλο μιας μαύρης γάτας και την κιθάρα του, με τα νύχια του κομμένα όσο πιο κοντά γινόταν έφτασε σε ένα τρίστρατο, στη συμβολή των λεωφόρων 61 και 49 στο Κλαρκσντέιλ. Κάθησε κάτω και άρχισε να παίζει, επιθυμώντας την παρουσία του διαβόλου. Ξαφνικά, ενώ έπαιζε, μια παράξενη μουσική ακούστηκε πίσω του. Δίχως να σηκώσει τα μάτια του συνέχισε να παίζει, καθώς η περίεργη μουσική δυνάμωνε. Ο Johnson κουνώντας ασταμάτητα τα δάχτυλά του ένιωσε μια «μορφή» να αντικαθιστά την κιθάρα του με τη δικιά του. Έπαιξαν μαζί αρκετή ώρα μέχρι που ο διάβολος έσφιξε τα νύχια του Johnson μέχρι να ματώσουν, πήρε πίσω τη κιθάρα του και απομακρύνθηκε, αφήνοντας τον Robert να παίζει ασταμάτητα. Από τότε ο νεαρός κιθαρίστας άρχισε να παίζει με ένα αιθέριο στυλ και τα δάχτυλά του χόρευαν πάνω στις χορδές. Η φωνή του βρυχόταν και θρηνούσε, εκφράζοντας τη βαθύτατη θλίψη ενός καταδικασμένου αμαρτωλού. Ο Robert Johnson μπορούσε πλέον να παίζει τα πάντα, αλλά η ψυχή του δεν του ανήκε.
Ο τρόπος που επέλεξαν οι άνθρωποι να παρουσιάσουν τον Johnson να «συναλλάσεται» με το υπερφυσικό δεν ήταν τυχαίος. Ύστερα από τη περιήγηση του Δέλτα ο Johnson επέστρεψε πολύ διαφορετικός. Ο τρόπος που έπαιζε κιθάρα ήταν συγκλονιστικός. Παράλληλα απολάμβανε με κάθε ευκαιρία τον έρωτα, το ποτό, τη μουσική και τη διασκέδαση. Αυτός ο μοναδικός τρόπος που έπαιζε κιθάρα και ο εθισμός του στις γήινες απολαύσεις ίσως ήταν τελικά οι λόγοι που ώθησαν τους ανθρώπους να «χαρίσουν» την ψυχή του στο Διάβολο. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς ο Johnson μέσα από τη περιπλάνησή του στο Μισισιπή μεταμορφώθηκε σε ένα τόσο σπουδαίο κιθαρίστα, ενώ και ο ίδιος απέφευγε επιμελώς να δείχνει τα μυστικά της τέχνης του, γεγονός που κέντριζε ακόμα περισσότερο την ανθρώπινη περιέργεια.
Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τις παρεκβάσεις από τους κανόνες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και νομιμότητας. Αφιέρωσε με πάθος όλη τη ζωή του στη μουσική, τις γυναίκες (συχνά των άλλων), στον έρωτα χωρίς συμβάσεις και στις καταχρήσεις κάθε είδους, σε όλες τις απολαύσεις δηλαδή που εκείνοι που ποτέ δε θα τις καταλάβουν, τις ονομάζουν διάβολο. Ο γαλήνιος και σιωπηλός Johnson είχε ένα μόνο σκοπό. Το ταξίδι, μέχρι που ο θάνατος τον σταμάτησε σε ηλικία μόλις 27 ετών, στις 16 Αυγούστου του 1938, όταν δηλητηριάστηκε πιθανώς από στρυχνίνη στο ποτό του για τα μάτια μιας γυναίκας. Ο Robert Johnson πρόλαβε να ηχογραφήσει λίγα σχετικά τραγούδια από το 1936 ως το 1938, αρκετά όμως για να κληροδοτήσουν το απαράμιλλο ταλέντο του στις επόμενες γενιές και να επηρεάσουν πολλούς σπουδαίους μεταγενέστερους μουσικούς, όπως ο Τζίμι Πέιτζ (Jimmy Page - Led Zeppelin), ο Έρικ Κλάπτον (Eric Clapton - Cream), οι Rolling Stones και ο Έλβις Πρίσλεϊ (Elvis Presley). Η δισκογραφία του περιλαμβάνει 29 τραγούδια και συνολικά 41 ηχογραφήσεις.
Ο Τζέημς «Τζιμ» Ντάγκλας Μόρισον (James "Jim" Douglas Morrison) (8 Δεκεμβρίου 1943 - 3 Ιουλίου 1971) ήταν ένας Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, συγγραφέας και ποιητής. Γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριντα και ήταν ο τραγουδιστής και στιχουργός του δημοφιλούς αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος The Doors. Θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές στην ιστορία της ροκ μουσικής. Έγραψε επίσης αρκετά βιβλία ποίησης, ένα μικρό ντοκιμαντέρ και δύο βίντεο κλιπ ("The Unknown Soldier" και "People are Strange"). Ο θάνατός του σε ηλικία 27 ετών στο Παρίσι της Γαλλίας κατέπληξε τους θαυμαστές του. Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες πέθανε και ο μυστικός ενταφιασμός του έγιναν αφορμή για ατελείωτες φήμες και παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυστήριο που εξακολουθεί να τον περιβάλλει.
D. Boon - Αυτοκινητιστικό Δυστύχημα
(December 23, 1985)
Kristen Pfaff -Υπερβολική δόση
(June 16, 1994)
Pigpen - Αναρόφηση
(March 8, 1973)
Mia Zapata - Δολοφονήθηκε
(July 7, 1993)
Brian Jones - Πνιγμός
(July 3, 1969)
Pete Ham- Αυτοκτονία
(April 24, 1975)
Richey James Edwards - Αγνωστα αίτια
Jeremy Michael Ward - Υπερβολική Δόση
(May 25, 2003)
Chris Bell - Ατοκινητιστικό Δυστύχημα
(December 27, 1978)
David Alexander -Αλκοολισμός
(February 10, 1975)