Ακροβατώντας μεταξύ ζωής και θανάτου σε όλη την ζωή του, ο Τζορτζ Μπεστ επιχείρησε να μπολιάσει σε μία σύντομη καριέρα το απαράμιλλο ταλέντο του, με την ξέφρενη ζωή ενός hippie. Απέτυχε, αλλά κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του τόσο στο ποδόσφαιρο, όσο και στο διεθνές lifestyle της εποχής του. Ίσως εκεί έγκειται και το μεγαλείο του, ίσως η 25η Νοέμβρη του 2005 να τον πήρε από κοντά μας την κατάλληλη στιγμή, προτού λεκιάσει με αποστάγματα βύνης μία μοναδική υστεροφημία.
Ο άνθρωπος που θεωρήθηκε εφάμιλλος του Πελέ και του Μαραντόνα απουσιάζει από τη γη εδώ και 6 χρόνια. Μετά από την ταλαιπωρία που πέρασε στο νοσοκομείο Κρόμγουελ του Λονδίνου το φθινόπωρο του 2005, αναπαύεται πλέον στον ουρανό, εκεί που μπορεί να παίξει και πάλι ποδόσφαιρο, εκεί που μπορεί να κάνει και πάλι τις μαγικές του ντρίμπλες, τα αξέχαστα σλάλομ, να πετύχει τα φανταστικά του γκολ.
Ο Τζορτζ Μπεστ έχασε τη μάχη όχι με τη ζωή αλλά με το αλκοόλ στις 25 Νοεμβρίου του 2005. Το ποτό, η απαγορευμένη αγάπη του, αποδείχθηκε πιο δυνατή από την θέλησή του για ζωή. Η μάχη που έδωσε ήταν σκληρή και άνιση. Αν και πολύπειρος, δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει.
Όπως είχε κάνει τότε, αμούστακο παιδί 17 ετών, όταν είχε δοκιμαστεί από τον σερ Ματ Μπάσμπι στην μεγάλη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά σε δέκα χρόνια είχε στο ενεργητικό του 466 εμφανίσεις με τους "κόκκινους διαβόλους", για τους οποίους είχε σκοράρει 178 φορές.
Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της Ευρώπης του 1968 γεννήθηκε στην Βόρεια Ιρλανδία και αυτό του… έκοψε τα φτερά, αφού ήταν σχεδόν πάντα απών από τις κορυφαίες εθνικές διοργανώσεις. Εν τούτοις, αυτό δεν απέτρεψε τον Πελέ να τον χαρακτηρίσει τον καλύτερο ποδοσφαιριστή που έχει δει και να τον συμπεριλάβει στη λίστα του με τους 125 καλύτερους παίκτες όλων των εποχών που εκδόθηκε από τη FIFA το 2004.
Αυτό δεν εμπόδισε τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα να δηλώσει σε ανύποπτη στιγμή ότι ήταν ο αγαπημένος του παίκτης, αυτός που θεωρούσε ίνδαλμα. Ο Μπεστ στάθηκε η αιτία να ανοίξουν συζητήσεις για μία Ενωμένη Ιρλανδία σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, όπως συμβαίνει στο ράγκμπι και το χόκεϊ, έτσι ώστε το Νησί του Βορείου Παγωμένου Ωκεανού να μην είναι πια ο "φτωχός συγγενής" της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο άνθρωπος αυτός, όμως, εκτός από ποδοσφαιρικό μεγαθήριο αποδείχθηκε και παράδειγμα προς αποφυγή. "Θύμα" του star-system, έχοντας κατακτήσει τα πάντα σε ηλικία 22 ετών, σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 27 του χρόνια. Επηρεασμένος από το αλκοόλ, τις γυναίκες, τα ασύστολα έξοδα και τον τζόγο, το είδωλο απομυθοποιήθηκε και είχε ένα δυσμενές τέλος.
Τελευταία του λόγια… "Να μην πεθάνει κανείς όπως εγώ".
Τα χρόνια της αθωότητας
Γεννημένος λίγο μετά το τέλος των συρράξεων στο Μπέλφαστ, στις 22 Μαΐου του 1946, ο Τζορτζ Μπεστ πέρασε αρκετά δύσκολα παιδικά χρόνια. Τα διαθέσιμα χρήματα λιγοστά, αφού η οικογένειά του άνηκε στο εργατικό στρώμα του Κρέγκαφ, στο κέντρο της πρωτεύουσας της Βόρειας Ιρλανδίας.
Στο σχολείο τα πήγαινε καλά. Από τους καλύτερους μαθητές στην τάξη του, ήθελε να εκμεταλλεύεται την ώρα της γυμναστική παίζοντας ποδόσφαιρο. Εν τούτοις, οι καθηγητές του στο γυμνάσιο "Γκρόσβενορ" δεν του επέτρεπαν να παίζει ποδόσφαιρο. Ο λόγος, απλός. Οι μαθητές που πήγαιναν σε γραμματικό σχολείο δεν επιτρεπόταν να ασχολούνται με αυτό το άθλημα!
Ευτυχώς, ο μικροκαμωμένος Μπεστ "καταπάτησε" αυτόν τον κανόνα και γράφτηκε στον τοπικό σύλλογο. Σε ένα παιχνίδι της Κρέγκαφ με την Μπόιλαντ (ομάδα γεμάτη με 18χρονους), ο 15χρονος Μπεστ σκόραρε δύο φορές και οδήγησε την ομάδα του στη νίκη με 4-2. Για καλή του τύχη, τον αγώνα παρακολούθησε ο σκάουτ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μπομπ Μπίσοπ, ο οποίος, μετά το αγώνα, έστειλε σχετικό τηλεγράφημα στον Ματ Μπάσμπι.
Ο τεχνικός των "κόκκινων διαβόλων", ο οποίος είχε ορκιστεί να οδηγήσει την ομάδα στην κορυφή της Ευρώπης μέσα σε δέκα χρόνια από την αεροπορική τραγωδία του Μονάχου (1958), διάβασε το τηλεγράφημα του συνεργάτη του, ο οποίος πίστευε ότι εντόπισε μία "ιδιοφυΐα". Μαζί με τον Έρικ Μακμόρντι της Μίντλεσμπρο, ο Μπεστ δοκιμάστηκε από τη Γιουνάιτεντ ως ερασιτέχνης. Την επόμενη μέρα επέστρεψε στην πατρίδα του, αφού έχοντας μπροστά του μέχρι πρότινος ινδάλματα, όπως ο Μπόμπι Τσάρλτον και ο Χάρι Γκρεγκ (ο τερματοφύλακας της πατρίδας του), δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει.
Ωστόσο, δύο εβδομάδες αργότερα, ο "Τζόρντι" πήγε και πάλι στο Μάντσεστερ, αυτή τη φορά μόνος του. Το πείσμα του τον κράτησε στην ομάδα και το ταλέντο του τον καθιέρωσε ως μία εκ των επιλογών του Μπάσμπι. Εξάλλου, η ηλικία του, μόλις 17 ετών, ήταν απαγορευτική για κάτι περισσότερο. Ή μήπως όχι…
Η ένδοξη δεκαετία
Ο Τζορτζ Μπεστ έκανε το ντεμπούτο του στον κόσμο του πρωτοκλασάτου ποδοσφαίρου στις 14 Σεπτεμβρίου του 1963. Σε ηλικία 17 ετών και 4 μηνών, ο νεαρός Βορειοϊρλανδός αγωνίστηκε κόντρα στην Γουέστ Μπρομ, με τον αντίπαλό του στην δεξιά πτέρυγα, τον Ουαλό Γκράχαμ Γουίλιαμς, να εκθειάζει το ταλέντο του μικρού. Λίγο πριν συμπληρώσει τα 18 του χρόνια, ο Μπεστ συμμετείχε για πρώτη φορά και σε αγώνα με την εθνική ομάδα της πατρίδας του, τη Βόρεια Ιρλανδία. Η αρχή είχε γίνει…
Ο δεξιοπόδαρος μεσοεπιθετικός, ζύγιζε μόλις 50 κιλά στα πρώτα του χρόνια, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αναπτύξει σε… ακραίο επίπεδο ορισμένα προσόντα. Αυτά που θα τον άφηναν στην ιστορία. Ελαστικότητα, εκρηκτικότητα, ντρίμπλα και πλαστικότητα κινήσεων ήταν τα ατού του Μπεστ, με τα οποία απέφευγε τα ανελέητα τάκλιν των αντιπάλων.
Στο επόμενο παιχνίδι που αγωνίστηκε, κατάφερε να ανοίξει και τον λογαριασμό των γκολ. Ήταν στις 29 Δεκεμβρίου του 1963, σε παιχνίδι απέναντι στην Μπέρνλι στο "Ολντ Τράφορντ", όπου η Γιουνάιτεντ κέρδισε με 5-1. Εκεί φάνηκε ότι ένα μεγάλο κεφάλαιο άνοιγε για τον αγγλικό σύλλογο, έστω και αν το… πακέτο του, δεν γέμιζε το μάτι.
Με το τέλος της σεζόν 1963-64, η Μάντσεστερ είχε δημιουργήσει την επιθετική γραμμή φόβο και τρόμο των αντιπάλων. Μπεστ, Λόου, Χερντ, Τσάρλτον και Κόνελι συνέθεταν το κουϊντέτο εκείνο που, υπό τις μαεστρικές οδηγίες του Μπάσμπι, χάρισε στην ομάδα τον τίτλο του πρωταθλητή το 1965 (μετά από οκτώ χρόνια) και το 1967. Το 1966, στον προημιτελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών κόντρα στην μεγάλη Μπενφίκα, η Μάντσεστερ κέρδισε με 5-1, με τον Μπεστ να σημειώνει δύο γκολ και να πραγματοποιεί ίσως την καλύτερη εμφάνιση της καριέρας του.
Οι Χερντ και Κόνελι αποχώρησαν στο τέλος της δεκαετίας, αλλά αυτό δεν πτόησε την ομάδα, η οποία το 1968, απότισε φόρο τιμής στα θύματα της τραγωδίας του 1958. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, επικρατώντας της Μπενφίκα, του Εουσέμπιο και του Κολούνα με 4-1. Ο Μπεστ πέτυχε το δεύτερο γκολ της αναμέτρησης, πραγματοποιώντας ένα σόλο, περνώντας και τον τερματοφύλακα. Αργότερα θα αποκαλύψει ότι όταν το έκανε αυτό, σκέφτηκε να σταματήσει τη μπάλα στη γραμμή και να τη σπρώξει στα δίχτυα με το κεφάλι!
Το τέλος της σεζόν βρίσκει τον Τζορτζ Μπεστ να κατακτά τον τίτλο του κορυφαίου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή. Έτσι, μετά τον Λόου (1964) και τον Τσάρλτον (1966), η… στέψη του Μπεστ έκανε τη Γιουνάιτεντ την ομάδα με τους κορυφαίους (και με τη βούλα) επιθετικούς της "γηραιάς Ηπείρου". Μάλιστα, ο ίδιος ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας με 28 γκολ, αν και δεν ήταν "καθαρόαιμος" επιθετικός.
Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα χριζόταν κορυφαίος σκόρερ του συλλόγου. Το 1970, σε αγώνα κόντρα στην Νορθάμπτον για το κύπελλο Αγγλίας (ένα τρόπαιο που δεν κατέκτησε ποτέ), σημειώνει έξι γκολ και η ομάδα του κερδίζει με 8-2. Έτσι, έγινε ο "κόκκινος διάβολος" με τα περισσότερα τέρματα σε ένα παιχνίδι.
Με το ποσοστό διείσδυσης της τηλεόρασης στα ποδοσφαιρικά γήπεδα να αυξάνεται συνεχώς, όλο και περισσότερες φορές οι κούρσες του με τη μπάλα, όπου ξεπερνούσε δύο και τρεις αντιπάλους μέχρι να βγάλει την ασίστ, ή να σκοράρει μόνος του, έφταναν στα σπίτια των ποδοσφαιρόφιλων. Γρήγορα, έγινε ο αγαπημένος όλης της Βρετανίας. Αυτό, όμως, στάθηκε δίκοπο μαχαίρι, όχι μόνο για την καριέρα του, αλλά για την ίδια τη ζωή του…
Η απομυθοποίηση ενός "θρύλου"
Το παρατσούκλι του ήταν "ο πέμπτος Beatle". Τα μακριά του μαλλιά και το όμορφο παρουσιαστικό του παρέπεμπαν στη μανία της εποχής, στην μπάντα από το Λίβερπουλ που μεσουρανούσε. Ήταν μόλις 22 ετών, όταν κατέκτησε τα πάντα, οπότε η διατήρηση στην κορυφή έπρεπε να είναι και ο στόχος του. Μάταια όμως. Είχε ήδη αποκτήσει όλα όσα θα επιθυμούσε κανείς.
Χρήματα, γυναίκες, αλκοόλ και τζόγος στάθηκαν οι καλύτεροι… συμπορευτές του στη ζωή. Ο Μπεστ ήταν είδωλο, πια, για άτομα κάθε φύλου και κάθε ηλικίας. Μερικές φορές δεχόταν περισσότερα από 10.000 γράμματα την εβδομάδα, κάτι εξωπραγματικό για ποδοσφαιριστή. Αυτή η εικόνα του pop-symbol που τόσο εξέθρεψε αυτοβούλως, κατάφερε συνάμα να τον καταστρέψει.
Στο επίκεντρο της προσοχής κάθε στιγμή, ο Μπεστ πολλές φορές έχανε την αυτοσυγκέντρωσή του στους αγώνες. Ορισμένες επιχειρηματικές κινήσεις που επεδίωξε (νυχτερινά κλαμπ και μπουτίκ ρούχων) δεν πήγαν όπως περίμενε και γνώρισε αμέσως την εξωαγωνιστική αποτυχία. Στην ερωτική του ζωή, η αστάθεια ήταν κύριο χαρακτηριστικό. Μοντέλα, ηθοποιοί, τραγουδίστριες πέρασαν από το κρεβάτι του, ελάχιστες, όμως, έμειναν για περισσότερο από μία νύχτα.
Το 1969, ο σερ Ματ Μπάσμπι αποχώρησε από την προπονητική και κανείς πλέον δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον Μπεστ. Οι Φρανκ Ο’ Φάρελ και Τόμι Ντόχερτι που τον διαδέχθηκαν δεν είχαν το "πατρικό χάδι" του Μπάσμπι, με αποτέλεσμα ο Μπεστ να μην αποδεχθεί ποτέ την παρουσία τους. Οι απουσίες από τις προπονήσεις πολλές, όπως κι η μειωμένη απόδοση στους αγώνες.
Το 1970 αποκλείεται από την εθνική Βόρειας Ιρλανδίας, αφού πέταξε λάσπη σε έναν διαιτητή. Από το 1972 άρχισε η σταδιακή αποχώρησή του από την Μάντσεστερ. Για ένα διάστημα σταματούσε και επανερχόταν λίγο αργότερα, αλλά την Πρωτοχρονιά του 1974 ο σύλλογος δεν τον δέχθηκε ξανά πίσω. Ο Μπεστ αγωνίστηκε κόντρα στην ΚΠΡ (σημαδιακή ήττα με 3-0) και αυτό ήταν το τελευταίο του παιχνίδι με τους "κόκκινους διαβόλους". Η πτώση είχε μόλις αρχίσει…
Το 1969, ο σερ Ματ Μπάσμπι αποχώρησε από την προπονητική και κανείς πλέον δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον Μπεστ. Οι Φρανκ Ο’ Φάρελ και Τόμι Ντόχερτι που τον διαδέχθηκαν δεν είχαν το "πατρικό χάδι" του Μπάσμπι, με αποτέλεσμα ο Μπεστ να μην αποδεχθεί ποτέ την παρουσία τους. Οι απουσίες από τις προπονήσεις πολλές, όπως κι η μειωμένη απόδοση στους αγώνες.
Το 1970 αποκλείεται από την εθνική Βόρειας Ιρλανδίας, αφού πέταξε λάσπη σε έναν διαιτητή. Από το 1972 άρχισε η σταδιακή αποχώρησή του από την Μάντσεστερ. Για ένα διάστημα σταματούσε και επανερχόταν λίγο αργότερα, αλλά την Πρωτοχρονιά του 1974 ο σύλλογος δεν τον δέχθηκε ξανά πίσω. Ο Μπεστ αγωνίστηκε κόντρα στην ΚΠΡ (σημαδιακή ήττα με 3-0) και αυτό ήταν το τελευταίο του παιχνίδι με τους "κόκκινους διαβόλους". Η πτώση είχε μόλις αρχίσει…
Η παρακμή του ειδώλου
Η "μαγεία" του ήταν πάντα επιθυμητή σε φιλικά παιχνίδια, ή σε αγώνες φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Το 1984 πρωταγωνίστησε μαζί με την γυναίκα του και πρώην Μις Κόσμος, Μέρι Στάβιν, σε βιντεοκασέτα γυμναστικής με τίτλο "Shape Up And Dance". Το 1988 διεξήχθη αποχαιρετιστήριο παιχνίδι προς τιμήν του στο Μπέλφαστ. Μεταξύ των παρευρισκομένων, ο σερ Ματ Μπάσμπι, ενώ μεταξύ των παικτών ο Όσι Αρντίλες κι ο τερματοφύλακας και στενός του φίλος του Πατ Τζένινγκς.
Ακόμα πιο "κολλητό", όμως, ήταν το ποτό. Οι παμπς παρέμεναν τα αγαπημένα στέκια του Μπεστ και τα προβλήματα υγείας έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση. Στα τέλη του 1984 καταδικάστηκε σε τρεις μήνες φυλάκιση, επειδή οδηγούσε μεθυσμένος και πρόσβαλε αστυνομικό. Τα Χριστούγεννα τα πέρασε στη φυλακή "Ford Open Prison", αλλά δεν διορθώθηκε. Οι συναναστροφές του με άτομα του αντίθετου φύλου παρέμειναν πολλές και σκανδαλώδεις. Πλέον, το μυαλό του ήταν "θολωμένο" περισσότερο από ποτέ.
Το 1991 έκανε εμφάνιση σε ζωντανό τηλεοπτικό σόου, όπου ορκίστηκε ότι είχε ξεπεράσει το πρόβλημα με το αλκοόλ. Λίγες εβδομάδες αργότερα απολογήθηκε και τόνισε πως τα λόγια του ήταν αποτέλεσμα της εξάρτησής του. Ως σχολιαστής του "SkySpors" προκάλεσε πολλές φορές με τις κριτικές του, ιδιαιτέρως προς το πρόσωπο του Ντέιβιντ Μπέκαμ.
Τον Οκτώβριο του 2003 ο Μπέστ πούλησε το τρόπαιο του καλύτερο ποδοσφαιριστή της Ευρώπης που είχε κερδίσει το 1968, αλλά δεν κατάφερε να πουλήσει και αυτό το καλύτερου παίκτη της χρονιάς, που του είχαν απονείμει οι δημοσιογράφοι της Βρετανίας την ίδια σεζόν. Σκοπός του ήταν να συγκεντρώσει χρήματα ώστε να αγοράσει σπίτι στην Κέρκυρα. Δεν τα κατάφερε…
Το 2003, η νέα σύζυγός του, Άλεξ (πρώην αεροσυνοδός), συμμετέχει σε ριάλιτι, αποκαλύπτοντας άσχημες πτυχές της σχέσης της με τον Μπεστ. Στις 3 Ιανουαρίου του 2004 καταδικάζεται και πάλι για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης για είκοσι μήνες. Τον Απρίλιο του 2004 χωρίζει με την Άλεξ.
Τον Ιούνιο του 2005 συνελήφθη με την κατηγορία ότι παρενόχλησε ένα ανήλικο κορίτσι και χτύπησε μία ενήλικη. Λίγες μέρες αργότερα απαλλάχθηκε των κατηγοριών.
Την 1η Οκτωβρίου 2005, εισάγεται στο νοσοκομείο υποφέροντας από λοίμωξη των νεφρών. Στις 25 Νοεμβρίου στον κρισιμότερο αγώνα της ζωής του ενάντια στο θάνατο, ηττάται και αφήνει την τελευταία του πνοή στις 12:55 μμ.