English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Λούτσιο Ντάλα, ο ιταλός τραγουδοποιός που λάτρεψαν οι έλληνες

www.tips-fb.com

Ο Μάρτιος είναι ο μήνας που «σημάδεψε» τη ζωή του Λούτσιο Ντάλα, του μεγάλου αυτού συνθέτη, τραγουδοποιού, ερμηνευτή, αλλά και ηθοποιού. Κι αυτό γιατί, γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1943, και ο ξαφνικός του θάνατος ήρθε λίγο πριν κλείσει τα 69 του χρόνια, την 1η Μαρτίου του 2012. 
Ο Λούτσιο Ντάλα γεννήθηκε στην Μπολόνια. Έμεινε ορφανός σε ηλικία επτά ετών και την ανατροφή του ανέλαβε η μητέρα του Ιόλη, που ήταν μοδίστρα, με τη συνδρομή του θείου του Αριοντάντε Ντάλα, γνωστού τραγουδιστή τις δεκαετίες ‘40 και ‘50.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Λούτσιο μετακόμισε με τη μητέρα του στο Τρεβίζο, όπου άρχισε να μαθαίνει ακορντεόν. Το 1956 η οικογένεια Ντάλα επέστρεψε στην Μπολόνια και στα 13α γενέθλιά του η μητέρα του τού χάρισε ένα κλαρινέτο. Ρίχτηκε με μεγάλο ζήλο στην εκμάθηση του οργάνου και προτού αποφοιτήσει από το Λύκειο έπαιζε τζαζ σε κλαμπ της πόλης με το σχήμα Rheno Dixieland Band, μαζί με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Πούπι Αβάτι. Μάλιστα, το 1960 το συγκρότημα εμφανίστηκε στο περίφημο φεστιβάλ τζαζ της Αντίμπ στη Γαλλία.
Ο Ντάλα συνήθιζε να τραγουδά επί σκηνής στο στυλ του Τζέιμς Μπράουν. Ο ιταλός τραγουδοποιός Τζίνο Πάολι ήταν αυτός που διέκρινε τις φωνητικές του ικανότητες και τον προέτρεψε να ακολουθήσει σόλο καριέρα στον χώρο της σόουλ. Το 1964, σε ηλικία 21 ετών, ηχογράφησε το πρώτο 45άρι του που περιείχε τα τραγούδια Lei και Ma Questa Sera (διασκευή του τραγουδιού του Κέρτις Μέιφιλντ Hey Little Girl).
Το ντεμπούτο του Ντάλα στο ιταλικό τραγούδι έγινε το 1964 στο φεστιβάλ Καντατζίρο και ήταν ανεπιτυχές, λόγω της εμφάνισής του, αλλά και της μουσικής του, που ήταν αρκούντως πειραματική για τα γούστα του μεγάλου κοινού. Τον επόμενο χρόνο σχηματίζει το γκρουπ Gli Idoli που θα τον συντροφεύει ως το 1972 στην πρώτη φάση της καριέρας του.
Το 1966 κυκλοφορεί το πρώτο άλμπουμ με τίτλο 1999, που πέρασε απαρατήρητο. Το 1967 κάνει το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία των αδελφών Ταβιάνι I sovversivi (Οι ανατρεπτικού) και είναι υποψήφιος για το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού στη Μόστρα της Βενετίας. Το δεύτερο άλμπουμ του Ντάλα κυκλοφόρησε το 1970 με τίτλο Terra di Gaibola και περιείχε το τραγούδι 4 Marzo 1943 (η ημερομηνία γέννησής του), που έγινε μεγάλη επιτυχία όταν ακούστηκε στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο το 1971. Το Piazza Grande ήταν τον δεύτερο τραγούδι που ξεχώρισε από το δεύτερο άλμπουμ του. Ακολουθεί το τρίτο του άλμπουμ Storie di casa mia, με τη διαχρονική επιτυχία του Itaca (Ιθάκη).
Το 1973 κάνει ένα αποφασιστικό βήμα στην καριέρα του και συνεργάζεται με τον συμπατριώτη του ποιητή Ρομπέρτο Ροβέρσι, σε μία κοινωνικά στρατευμένη μουσική και μία καλλιτεχνική δράση, που θυμίζει στους κριτικούς εκείνη του Ντάριο Φο. Από τη συνεργασία τους προέκυψαν οι δίσκοι Il Giorno Aveva Cinque Teste (1973), Anidride Solforosa (1975) και Autobobili (1976). Οι δίσκοι αυτοί υμνήθηκαν από την κριτική, αλλά δεν γνώρισαν εμπορική επιτυχία. Ο Ροβέρσι διαφώνησε με την κυκλοφορία του τρίτου άλμπουμ και οι δρόμοι του με τον Ντάλα χώρισαν. Από τον δίσκο αυτό ξεχώρισε το κομμάτι Nuvolari (αφιερωμένο στον ραλίστα Τάτσιο Νουβολάρι), μία από τις μεγάλες επιτυχίες του Ντάλα.
Η συνεργασία του με τον Ροβέρσι δεν πήγε χαμένη. Ο Ντάλα διαμόρφωσε το δικό του στιχουργικό ύφος, που φάνηκε στο άλμπουμ Com’ e profondo il mare (1977), αν και το μουσικό του ύφος επικρίθηκε από τους πιστούς οπαδούς του, που το θεώρησαν αρκούντως  εμπορικό. Το ομώνυμο κομμάτι, πάντως, θεωρείται ένα από τα κορυφαία ιταλικά τραγούδια. 
Το 1979 μαζί με τον τραγουδοποιό Φραντζέσκο Ντε Γκρέγκορι κυκλοφόρησε το “ζωντανό” άλμπουμ Banana Republic, προϊόν της ομώνυμης περιοδείας τους, το οποίο σήμερα θεωρείται “κλασσικό” για την ιταλική έντεχνη λαϊκή μουσική. Το ακροατήριό του Ντάλα έχει διευρυνθεί σημαντικά και τα κλειστά γήπεδα είναι πολύ μικρά για να το χωρέσουν.
Το 1986  κυκλοφορεί τον δίσκο DallAmeriCaruso με το τραγούδι Caruso (αφιερωμένο στον εμβληματικό τενόρο Ενρίκο Καρούζο), το οποίο έκανε παγκοσμίως γνωστός ο διάσημος τενόρος Λουτσιάνο Παβαρότι. Το 1988 η συνεργασία του με τον Τζιάνι Μοράντι ήταν ένας νέος θρίαμβος, με το τραγούδι Attenti al Lupo.
Ο Ντάλα συνεχίζει να κυκλοφορεί σπουδαία άλμπουμ, ενώ στρέφει το ενδιαφέρον του στην κλασική μουσική, την όπερα και το μπαλέτο. Το 2007 ανεβάζει μια δική του εκδοχή του μπαλέτου Πουλτσινέλα του Ιγκόρ Στραβίνσκι.

Το 2011 κυκλοφόρησε το διπλό άλμπουμ Questo è Amore, με σπάνιες στιγμές της δισκογραφίας του, καθώς και το τραγούδι Nani με ερμηνευτή τον Πιερντάβιντε Καρόνε. Με αυτό το τραγούδι εμφανίσθηκε για τελευταία φορά στο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Σαν Ρέμο στα μέσα Φεβρουαρίου του 2012.
Πασίγνωστο είναι το τραγούδι του Caruso, που τραγούδησε και με τον Λουτσιάνο Παβαρόττι. Μεταξύ των μεγάλων επιτυχιών του, τα Anna e Marco (που μετέφεραν στα ελληνικά οι αδελφοί Κατσιμίχα), Piazza Grande, Come e' profondo il mare και το L'anno che verra', που μετέφερε στα ελληνικά ο Διονύσης Σαββόπουλος (Καλέ μου φίλε, σου γράφω).
Ο Λούτσιο Ντάλα πέθανε το πρωί της 1ης Μαρτίου 2012 από καρδιακή προσβολή στο Μοντρέ της Ελβετίας, όπου είχε δώσει συναυλία το προηγούμενο βράδυ. Στις 4 Μαρτίου είχε προγραμματίσει να γιορτάσει τα 69α γενέθλιά του, κατά τη διάρκεια της συναυλίας που θα έδινε στη Γενεύη.
Ο Λούτσιο Ντάλα κράτησε διακριτική στάση στο θέμα της ομοφυλοφιλίας του, παρότι δεν το έκρυψε ποτέ, και η σχέση του με τον κατά πολύ νεότερο του τραγουδιστή Μάρκο Αλεμάννο ήταν γνωστή.
Με την Ελλάδα είχε πυκνές σχέσεις. Την αγαπούσε, όπως αγαπούσε και τον Καβάφη. Είχε έρθει για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960 και είχε παίξει σε ένα κλαμπ της Φωκίωνος Νέγρη. Του άρεσε πολύ η Κεφαλονιά, όπου ερχόταν τα καλοκαίρια με το σκάφος του.