English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Αφιέρωμα - Νικος Παπάζογλου

www.tips-fb.com

Νίκος Παπάζογλου
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΒΙΔΑΛΗΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΝΑΤΑΣΑ ΞΑΡΧΑΚΟΥ 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΡΧΕΙΟ ΩΣ3 
ΗΧΗΤΙΚΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ: NIKOΥ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ 
ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΗΣ ΔΟΥΚΑΣ



Τραγούδι: Αύγουστος - Νίκος Παπάζογλου

Ηχητικό Ντοκουμέντο
Εισαγωγή με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου
 Ακούστε...
Διάρκεια: 0 4:08 - (1.1214KB)
Στίχοι/Μουσική: Νίκος Παπάζογλου 


«Η μουσική μας παιδεία, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι, είναι ένας κυκεώνας και φαίνεται αυτό στη μουσική που συνθέτουμε, φαίνεται και στις επιλογές μας όταν η ανάγκη και η ευκολία μας θέτουν μπροστά σε εκβιαστικά διλήμματα, οπόταν και αναγκαζόμαστε να πάρουμε θέση. Πάντως όποια απόφαση και να πάρουμε, προδίδουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, γιατί τα ετερόκλητα μας συνιστούν. Η αγάπη είναι ισχυρότερο πράγμα από τη διαφορά, το ζήτημα είναι να συγκεράσουμε τις μουσικές μας αντιθέσεις, που είναι και οι δικές μας αντιθέσεις, σ' ένα μεικτό και νόμιμο μουσικό είδος»... 

Νίκος Παπάζογλου
Μα γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ' την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με 'πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις
Σ' αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
«Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό...» ίσως η πιο χαρακτηριστική φράση του τραγουδιού, ένας στίχος που συνήθως μένει να μας δίνει κουράγιο όταν ψάχνουμε να βρούμε την τόλμη να υπερασπιστούμε το συναίσθημά μας, ένα συναίσθημα που συχνά παλεύει για την επιβίωση του και αξίζει το σεβασμό μας. Και ναι όταν θες κάτι πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να το ζήσει, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να ξέρεις τι έχασες, ή τι είναι αυτό που δεν έζησες, ποιο όνειρο, ποια ευτυχία. Ας είναι πάντα έτσι λοιπόν... Θα πάω και ας μου βγει και σε κακό...



ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ ...JE REVIENS

KEIMENO/ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥ
Με το Νικόλα πίνουμε στο ίδιο μαγαζί στη Σαλονίκη.
Το «πιόμα» με το Νικόλα είναι αλλιώτικο.
Ο Νικόλας εμφανίζεται σαν απ' το πουθενά.
Ο Νικόλας έχει το όνομα του πατέρα μου.
Ο Νικόλας έχει βουνίσιο αέρα, αντάμα με θαλασσινό.
Μία απ' τις ελπίδες μου είναι ο Νικόλας.
Με το Νικόλα είμαστε απ' το ίδιο μέρος.
Νίκος = Λύκος. Μοναχικός, ιδιότροπος, ελεύθερος, «εντεψίζης».
Ο Νικόλας είναι η μισή η Σαλονίκη. Και μαζί του νιώθεις ότι η άλλη μισή είναι για σένα.
Στεντώριος κι αρρενωπός, τρυφερός, βελούδινος και αψύς, στράφτει, βροντά, χαμογελάει, νομίζεις συνέχεια πως τραγουδάει.
Ζωές του χθες, κομμάτια κρύσταλλα κι αγκάθια, δυόσμος τριμμένος και παστουρμάς, λεμονανθός όπου κι αν πας ...Je reviens.
Όπου κι αν πας, Νικόλα επέστρεφε...
Παντού είναι κάποιοι που μπορούν σωστά να περιμένουν...
Πρώτο τραπέζι πίστα-σκυλάδικα; Πρώτο τραπέζι νύστα -εντεχνάδικα; Ή κάνε τη μέρα νύχτα -πανυγήρια; 
Είμαι για τα πανηγύρια. Είναι γνωστό τοις πάσι.
Ο Σον Κόνερι ξεκίνησε να δουλεύει 9 χρονών μοιράζοντας γάλα, όπως δήλωσε.
Ο δικός μας βόρειος πότε και τι;
Μοίραζα με ένα καροτσάκι -ιδιοκατασκευή- πάγο σε όλο το Kουλέ-καφέ. Ο μπαμπάς μου είχε κρεοπωλείο, έπαιρνε παραπάνω κολόνες πάγο για το ψυγείο του και εξυπηρετούσε τη γειτονιά -8 με 9 ετών, αυτά.
Τι άλλου είδους δουλειές έχεις κάνει;
Όλες τις χειρονακτικές. Ο μπαμπάς μου, με έβαζε κάθε καλοκαίρι και δίπλα από έναν μάστορα, για να μην αλητεύω ασκόπως. Έμαθα πολλά.
Πατέρας χασάπης. Κορμίστα Ν. Σερρών. Το τραγούδι πως;
Το τραγούδι ήταν η διασκέδασή μας μικρά. Μόλις σουρούπωνε τα καλοκαίρια, σκαρφαλώναμε σε κανένα μπεντένι και τραγουδούσαμε με την καρδιά μας, μέχρι που οι φωνές των μανάδων, για να μαζευτούμε για ύπνο, γίνονταν, πια, απειλητικές. Το πρώτο μου πάλκο, ήταν εκείνη η άκρη του χαλασμένου τείχους, επάνω από τον Ισλάχανέ. Όλη η πόλη φωτισμένη στα πόδια μου κι εγώ να της δίνω. Την λέγαμε η «άκρη του κόσμου».
Χαράζοντας πορεία καΐκι κι αεροπλάνο το ίδιο;
Ναι, όπως και στη ζωή. Εξ αναμετρήσεως ναυτιλία. Ξέρεις που θέλεις να πας και κρατάς στοιχεία διευθύνσεως, χρόνου και ταχύτητας όλη την ώρα, αλλιώς σε κάποια στιγμή θα αναρωτηθείς: «πού βρίσκομαι»;
Λεφτά, περιέργεια, γινάτι. Ποιος είναι ο οδηγός σου στη ζωή;
Παραφράζοντας λίγο το ομώνυμο τραγούδι: «Από περιέργεια υπάρχω κι από καπα­νταηλίκι».
Φοβήθηκες ποτέ σου πολύ;
Ναι, πολύ! Μια φορά, που παιδιά σκαρφαλώναμε το νταμάρι της Ευαγγελίστριας για να βγούμε στο Σέϊχ-Σου, κόλλησα στη μέση, δεν υπήρχε ούτε μπρος ούτε πίσω. ’ρχισε να μου φαίνεται λυτρωτικό το να αφήσω τα χέρια για να τελειώνει το μαρτύριο, αλλά υπερίσχυσαν άλλα μέσα μου και είπα «θα σε φάω, δε θα με φας» και τελείωσα την αναρρίχηση. Ήμουν 11 χρονών, νομίζω πως πήρα μισό μέτρο ύψος σε πέντε λεπτά από υπερηφάνεια.
Ο θάνατος κι ο έρωτας τα δυο βουνά μαλώνουν;
Δεν είναι πόλοι του ίδιου άξονα.
Μουσική σκηνή Θεσσαλονίκης. Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Πέρδεται ο πεθαμένος;
Όταν οδηγείς ή τρως έξω, θέλεις μουσική;
Όχι! και με ενοχλεί που την χρησιμοποιούν σαν ταπετσαρία παντού.
Τι είναι για σένα η ησυχία;
Ανεκτίμητο αγαθό. Περίοδοι ησυχίας, σου δίνουν τη δυνατότητα να ακούσεις τους λε­πτούς, αδύνατους, ανεπαίσθητους ήχους, που είναι πολύ σημαντικοί και καθοριστι­κοί, όπως, ας πούμε, το σύρσιμο των δακτύλων επάνω στη χορδή της κιθάρας, κα­θώς τα δάχτυλα αλλάζουν θέση, που είναι εξ ίσου σημαντικός ήχος με του φθόγγου που θα ηχήσει μετά, ή σου δίνουν τη δυνατότητα να ακούσεις τις σκέψεις σου, να συνδιαλλάξεις με τον εαυτό σου.
Τι αισθάνεσαι στο χειροκρότημα;
Μια φιλική καρπαζιά. Σα να σου λένε: «είσαι σε καλό δρόμο συνέχισε»!
Πού θα 'θελες να βρίσκεσαι τουλάχιστον μία ώρα κάθε μέρα;
Με μια καλή παρέα, τελείως «λάσκος», να μην υπάρχει ούτε ένας αχώνευτος τριγύ­ρω, να γουστάρω.
Είσαι οικονόμος ή σπάταλος;
Εάν περίμεναν από μένα να καταναλώνω τα σκουπίδια που προβάλλουν σαν απαραίτητα, δε θα είχαν κάνει ούτε «σεφτέ».
Ποια δουλειά απ' τις πολλές που 'χεις κάνει θα ξανάκανες με μεράκι;
Να γυαλίζω την μόστρα των μήλων του γέρο - Στεπάν, στο μανάβικο της γειτο­νιάς μου, με το μάλλινο πανάκι που κουβαλούσα πάντα μαζί μου. Κόκκινο ήταν, και το είχα πάντα στην πίσω τσέπη. Σου λέει τίποτα;
Έρχεσαι σε αμηχανία όταν...
...όταν βλέπω ανθρώπους να συμπεριφέρονται αδιαλόγιστα και να δείχνουν χαμηλή ευφυΐα... Τότε, στεναχωριέμαι πολύ!
Τι θαυμάζεις σε μία γυναίκα;
Θα πω κάτι που μοιάζει μεταμοντέρνο. Να είναι και να το δείχνει!
Φοβάσαι το άγνωστο;
Μπα! Μόλις μπεις μέσα του και σε τυλίξει, όλα ξαφνικά γίνονται γνώριμα. Ο φόβος υπάρχει, όσο είναι μακριά.
Τι εύχεσαι στο Νίκο Παπάζογλου;
Θέλω καλή υγεία και όρεξη για να δουλεύω για ένα οικουμενικό χαμόγελο, όπως μέχρι τούδε...

*Συνέντευξη στο Ως3 τον Δεκέμβριο του 2007. 







Όλα τριγύρω αλλάζουνε...
(Για το Νίκο Παπάζογλου - ένας από τους μέντορες μου)

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ  ANΔΡΕΟΥ

Τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη του '80.  Αν σήμερα συζητούμε θαυμαστικά για τη δημοφιλία κάποιων τραγουδοποιών, είναι γιατί έχουμε ξεχάσει την περίπτωση Παπάζογλου τα χρόνια μετά το «Χαράτσι» (ο καλύτερος του προσωπικός δίσκος). Ο Νικόλας, ο «Παπάζης» ή «Παπάζ γιάβρουμ» ή «Πούσπούλ» (push-pull, από ένα τύπο λυχνίας που πολύ του άρεσε, μια και ήταν και ηλεκτρονικός περιωπής), υπήρξε ο ένας, ο πρώτος, ο πλέον λατρεμένος, ο κατεξοχήν εναλλακτικός σταρ του Ελληνικού Τραγουδιού τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, με πολύ μακριά και καταϊδρωμένο τον ...δεύτερο.  Το «κακό» είχε ξεκινήσει από την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και «Τα Δήθεν», τους δυο δίσκους με μουσική Νίκου Ξυδάκη και λόγια Μανώλη Ρασούλη (άλλη πρόσφατη συνταρακτική απώλεια), όμως με το «Χαράτσι» τα πράγματα έγιναν...ανεξέλεγκτα. Στις συναυλίες του γινόταν χαμός, με το νεανικό (κυρίως) ακροατήριο να παραληρεί, να δονείται, να διονυσιάζεται, να χορεύει, να ορμάει στη σκηνή (τα κορίτσια περισσότερο) για να τον φιλήσει, να τον αγγίξει, να του αποσπάσει (αν είναι δυνατόν) ένα κομμάτι από το περίφημο τζιν πουκάμισο ή το κόκκινο μαντήλι. Ο εωρακώς με μαρτύρηκε - έπαιξα μαζί του στην Ταχεία Θεσσαλονίκης (την περίφημη ηλεκτρολαϊκή μπάντα του) από το '85 ως το '87, σε συναυλίες σ' όλη την ελληνική επικράτεια (μαζί και στην περίφημη συναυλία στο Λυκαβηττό που τάραξε τα αθηναϊκά νερά της αυτοπεποίθησης για την υποθετική μουσική πρωτοκαθεδρία της πρωτεύουσας). 

Ο Παπάζογλου υπήρξε και παρέμεινε δια βίου Ροκάς, όχι όμως γραφικός αντιγραφέας της «ξένης» ηλεκτρικής μουσικής (που ήξερε - όπως κι ο Σιδηρόπουλος κι οι Κατσιμιχαίοι - καλύτερα από όλους τους δήθεν ροκ γύρω του), αλλά επίμονος κηπουρός μιας σποράς που θα συνδύαζε τις δυο του αγάπες (Λαϊκό και Ροκ) σ' ένα «είδος μεικτό και νόμιμο» (είχε υιοθετήσει τον ιδιοφυή αφορισμό του Σολωμού στην εισαγωγή των Ελεύθερων Πολιορκημένων), σε μια ενότητα αδιάσπαστη, αυθεντική. Τον αγάπησα, αυτόν τον «χίππη» που ήταν εξίσου συναρπαστικός τραγουδιστής, καλός τραγουδοποιός, σπουδαίος ηχολήπτης, βαρβάτος ηλεκτρονικός, πιλότος, καπετάνιος... Η ηχογραφητική του δεινότητα κι ανεξάντλητη επινοητικότητα με επηρέασε καταλυτικά όταν επέστρεψα από το εξωτερικό με βασικές σπουδές ηχοληψίας, και ξεκίνησα στο περίφημο «Αγροτικόν» (το στούντιο του) να μετατρέπω τη θεωρία σε πράξη, να βουλιάζωστο εκμαυλιστικό σύμπαν τεχνολογίας της ηχητικής καταγραφής μουσικών ερεθιστικών και πολθαγαπημένων - στο «Αγροτικόν» όπου συνάντησα όλους σχεδόν τους τωρινούς σημαντικούς του τραγουδιού (Πορτοκάλογλου με Φατμέ, Μάλαμα, Περίδη, Μπακιρτζή - μαζί κι εγώ με τις αμφιβολίες, την ταραχή και την τυρράνια του ανέκφραστου ακόμα κόσμου που πάλευε να ξεπηδήσει από μέσα μου) ως νέους φερέλπιδες δημιουργούς που ο Παπάζογλου τίμησε  με την καθοριστική συνδρομή του με κάθε δυνατό τρόπο - παραγωγική επιμέλεια, δωρεάν διάθεση του στούντιο, ενθάρρυνση, ουσιαστικές συμβουλές, χρηματοδότηση. Ο Νίκος που ερμήνευσε μοναδικά όσα τραγούδησε (δικά του κι αλλουνών - Σαββόπουλο, Ξυδάκη, Περίδη, Μάλαμα, Βαγιόπουλο, Αλαγιάννη...), ο Νίκος που άνοιξε το δρόμο, αυτόν τον μεικτό και νόμιμο σε μας τους νεώτερους, ο Νίκος που δεν αφέθηκε στο παμφάγο σύστημα των media ώστε να εξαργυρώσει την πολύτιμη του αυτάρκεια με δοτά προνόμια, ο Νίκος που δεν κατέληξε ποτέ συντηρητικός κι υπερόπτης. 

Το χειμώνα του '87 - '88 έπαιξα μαζί του στο Σείριο, τον μουσικό χώρο που δημιούργησε και κατεύθηνε αισθητικά (αλλά κυρίως ηθικά) ο Μάνος Χατζιδάκις. Παίζαμε τον «Αύγουστο», το πιο λαμπρό του τραγούδι, η ηχογράφηση με πιάνο είναι από εκείνες τις βραδιές - χτυπούσα τα πλήκτρα κάθε βράδυ με την ίδια, αμείωτη, ένταση, την ίδια συγκινημένη αμηχανία, εγώ, ένα παιδί από τις Σέρρες, που βρέθηκα ανάμεσα σε ιερά τέρατα: «Μα γιατί το τραγούδι να' ναι λυπητερό...» ........... «Σ' αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πώ...». Κι αυτός - τ' ορκίζομαι - είν' ένας καημός αβάσταχτος.

...«Oι δικές μου οι καταβολές, είναι από συγκροτήματα γυμνασιακά. Για πάρα πολλά χρόνια, κρατούσα ηλεκτρικές μπάντες, έπαιζα σε νεανικά κλαμπ εδώ πέρα, της Κρήνης και της Αρετσούς και της Θεσσαλονίκης γενικά, λάτρευα τον Dylan -μια και τον αναφέραμε- και πρέπει να είχα φέρει τα πρώτα του τραγούδια εδώ, από μια δυσάρεστη συγκυρία. Πέθανε ο πρώτος μου ξάδελφος και η αδελφή του η οποία ζούσε στην Αμερική, αναγκάστηκε να έρθει άρον-άρον και να φέρει κα την οικοσκευή της μέσα στην οποία υπήρχαν δίσκοι. Στο σπίτι τους όμως δεν ακούγανε μουσική και της λέω: "Δεν μου τους δίνει εμένα να τους ακούω;" Μιλάμε τώρα για το 1963. Ε μέσα εκεί λοιπόν υπήρχαν οι δύο πρώτοι δίσκοι του Dylan, μαζί με κάτι άλλες ηχογραφήσεις που ήτανε από πανεπιστήμια. Ε τρελάθηκα. ’ρχισα να τα μαθαίνω και ξεκινήσαμε με ένα φίλο μου τον Γιάννη τον Καντζό εδώ (δείχνει φωτογραφία) να παίζουμε μαζί. Και πού τα παίζαμε αυτά; Στο πάρκο. Και ερχότανε κόσμος να ακούσει και ερχότανε η ασφάλεια, γιατί δεν ξέρανε τι είναι αυτά που παίζουμε, τα χρόνια ήτανε ζόρικα και μας μαζεύανε. Τρέχαμε να γλιτώσουμε. Τραγουδούσαμε. Δεν ρίχναμε χειροβομβίδες. Αλλά ξέρεις πως ήτανε εκείνα τα χρόνια τότε. Τέλος πάντων. Τώρα ο λυγμός και το τραγουδιστικό μου ιδίωμα, προέρχεται μόνον από το στενό μου οικογενειακό κύκλο, γιατί δεν είχα πρότυπα τραγουδίσματος, παρά τη μάνα μου, τον πατέρα μου, το νονό μου και στις οικογενειακές συνάξεις, ονομαστικές γιορτές κ.λ.π. τους άκουγα να τραγουδούν, έβλεπα τι μαγικό συνέβαινε σε όσους τους άκουγαν και νομίζω πως υποσυνείδητα βάλθηκα να το διαιωνίσω κι εγώ αυτό και άρχισα να τραγουδάω με ότι φωνή διέθετα και με ότι εφόδια πήρα από αυτόν τον πολύ στενό οικογενειακό κύκλο.»...
Νίκος Παπάζογλου 
Δισκογραφία 
1984 Χαράτσι (Lyra)
1986 Μέσω Νεφών (Lyra)
1990 Σύνεργα (Lyra)
1991 Επιτόπιος ηχογράφησις στο θέατρο του Λυκαβηττού (Lyra)
1995 Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα (Lyra)
2005 Μάϊσσα Σελήνη*
Δισκογραφία: Συμμετοχές 
1977 Αχαρνής, Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια (Lyra)
1978 Η εκδίκηση της γυφτιάς (Lyra)
1979 Η ρεζέρβα (Lyra)
1979 Τα δήθεν (Lyra)
1981 Χειμερινοί Κολυμβητές (Ανεξάρτητη παραγωγή)
1984 Όλοι δικοί μας είμαστε (Lyra)
1986 Εν Αθήναις (Lyra)
1986 Πότε Βούδας πότε Κούδας (CBS)
1987 Ζήτω το Ελληνικό τραγούδι (ΜΙΝΟS)
1988 Ο κ. Σαββόπουλος ευχαριστεί τον Κ. Χατζιδάκι και θα 'ρθη οπωσδήποτε (Σείριος)
1988 Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά (Σείριος)
1988 Τραγούδια από το θέατρο (Lyra)
1989 Ασπρόμαυρες ιστορίες (Lyra)
1991 Παραμύθια (Lyra)
1992 Τα σκόρπια (Lyra)
1992 Σύγχρονο τραγούδι-Μέρες μουσικής (Lyra)
1993 Η μικρή γαλέρα (Ασπάλαθος)
1997 Πύλη της άμμου (Μύλος)
*Την ημέρα της κυκλοφορίας της «Μάϊσσας σελήνης», ο Νίκος Παπάζογλου κέρδισε το Βραβείο Μουσικής στα Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία Ποιότητας (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) για τη μουσική του στην ταινία η «Νοσταλγός» της Ελένης Αλεξανδράκη. 



Bιογραφικό

Νίκος Παπάζογλου
(1948-2011)



Ο Νίκος Παπάζογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου του 1948. Σε ένα μικρό στούντιο ξεκινά τη συστηματική του απασχόληση με τη μουσική στα τέλη της δεκαετίας του '60. Γράφει τα πρώτα του τραγούδια και κάποια από αυτά τραγουδιούνται από τον Πασχάλη, τον οποίο αντικατέστησε στους «Olympians» για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία! Οι αρχές της δεκαετίας του '70 τον βρίσκουν στο Aachen της Γερμανίας με το Σαλονικιώτικο συγκρότημα «Zealot» (Ζηλωτής). Κάνει προσπάθειες να προωθήσει τη δουλειά του στον ευρωπαϊκό χώρο και ηχογραφεί κάποια κομμάτια στο Μιλάνο.
Επιστρέφει στα πάτρια εδάφη το 1976. Το 1977 συμμετέχει στην παράσταση «Αχαρνής ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια», γεγονός που τον φέρνει σε επαφή με τους Διονύση Σαββόπουλο και Μανώλη Ρασούλη. Με αφορμή αυτή την παράσταση κυκλοφορεί ο ομότιτλος δίσκος στον οποίο επίσης συμμετείχε.
Δυο χρόνια μετά, οι τρεις τους και ο Νίκος Ξυδάκης δημιουργούν αυτό που έμελλε να αφήσει σφραγίδα στη νεοελληνική μουσική σκηνή, το δίσκο «Η εκδίκηση της Γυφτιάς» με την χαμογελαστή εικόνα του Νίκου σε πρώτο πλάνο. «Τρελή κι αδέσποτη», «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» και άλλα έντεκα κομμάτια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν όσο λίγα.
Έχει ήδη με προσωπική εργασία και μεράκι οικοδομήσει το στούντιο του στην Κάτω Τούμπα, το γνωστό «Αγροτικόν» το οποίο γίνεται γι' αυτόν εργαλείο δημιουργίας μερικών από τα καλύτερα τραγούδια της τελευταίας εικοσαετίας στην Ελλάδα.
Έπεται λοιπόν συνέχεια, το 1979 με το «Δήθεν» των Ξυδάκη - Ρασούλη, στο οποίο τραγουδά μαζί με τον Δημήτρη Κοντογιάννη και τη Σοφία Διαμαντή.
Το 1983 πραγματοποιεί μερικές εμφανίσεις στο «Ζούμ» στην Αθήνα με την "Ταχεία Θεσσαλονίκης" που δεν είχαν την αναμενόμενη από το κοινό ανταπόκριση.
Την ίδια χρονιά συγκεντρώνει ότι είχε βγάλει από το πλούσιο υλικό της ψυχή του σε μελωδία με στίχο στο γνωστό σε όλους μας δίσκο «Χαράτσι». Με αυτή τη δουλειά δεν κάνει απλά μια ακόμα έκπληξη αλλά σφραγίζει την ελληνική μουσική των νεότερων χρόνων. Δίσκος σταθμός, «επηρεάζει» αρκετούς νεότερους τραγουδοποιούς και σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους που κυκλοφορεί ο Παπάζογλου αργότερα, δημιουργείται η «σχολή της Σαλλονίκης», το «ρεύμα Παπάζογλου»... Ο χαρακτηρισμός αφορά καλλιτέχνες που ακολουθούν τα χνάρια του και διδάσκονται από το ύφος του.
Στο «Χαράτσι» ο Νίκος παντρεύει τη ροκιά με το «Αχ», το μπαγλαμαδάκι με την ηλεκτρική κιθάρα και το τσέλο με το μπουζούκι σε ένα εκπληκτικό άκουσμα, αποδεικνύοντας πως ότι είναι γνήσιο δεν έχει όρια και κανονισμούς.
Στο εσωτερικό αυτής της δουλειάς ο ίδιος σημειώνει: «Η μουσική μας παιδεία, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι, είναι ένας κυκεώνας και φαίνεται αυτό στη μουσική που συνθέτουμε, φαίνεται και στις επιλογές μας όταν η ανάγκη και η ευκολία μας θέτουν μπροστά σε εκβιαστικά διλήμματα, οπόταν και αναγκαζόμαστε να πάρουμε θέση. Πάντως όποια απόφαση και να πάρουμε, προδίδουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, γιατί τα ετερόκλητα μας συνιστούν. Η αγάπη είναι ισχυρότερο πράγμα από τη διαφορά, το ζήτημα είναι να συγκεράσουμε τις μουσικές μας αντιθέσεις, που είναι και οι δικές μας αντιθέσεις, σ' ένα μεικτό και νόμιμο μουσικό είδος».
Το μήνυμα του Νίκου βρήκε χιλιάδες αποδέκτες, αν κρίνει κανείς το γεγονός ότι εκτός από την αρχική κυκλοφορία του, επανακυκλοφορεί στην αγορά (cd) το 1988 και το 1996!
Είκοσι χρόνια μετά και το κλασσικό τραγούδι «Αύγουστος» στάζει μέλι, αγαπιέται, σκουπίζει δακρυσμένα μάγουλα και σιγοτραγουδιέται ακόμα με το ίδιο πάθος.
Όπως επίσης ο «Υδροχόος», «Λεμόνι στην πορτοκαλιά» του Μανώλη Ρασούλη και της Βάσως Αλαγιάννη, το «Χαράτσι» του Σιμώτα (στίχος) και τα «Καρυάτιδα», «Στάλα-στάλα», «Με το τραγούδι», «Ευχή», «Χθες βράδυ», «Πέρασα έτσι», «Χτυπάει τηλέφωνο».
Εκτός όμως από τις προσωπικές του δουλειές, τον συναντάμε στη «Ρεζέρβα» (1984) και στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» (1986) του Σαββόπουλου. Επίσης στο «Πότε Βούδας πότε Κούδας» δίσκος του Μ. Ρασούλη (1986) όπου τραγουδά το ομότιτλο κομμάτι. Αλλά και στο «Σείριο υπάρχουνε παιδιά» του Χατζιδάκη το 1988.
Στο δίσκο «Όλοι δικοί μας είμαστε» με τους Μ. Ρασούλη, Χ. Νικολόπουλο και Π. Τερζή και στο «Σκόρπια 1» του Μ. Ρασούλη με τη Γλυκερία.
Παράλληλα κυκλοφορούν και οι δικοί του δίσκοι «Μέσω νεφών» το 1986 και «Σύνεργα» το 1991. Την ίδια χρονιά 30 Σεπτέμβρη 1991 ηχογραφεί και κυκλοφορεί την «Επιτόπιος ηχογράφηση» από το θέατρο του Λυκαβηττού.
Διαχρονικές σιωπηλές επιτυχίες, τα τραγούδια των δίσκων του, «Ένα κι ένα», «Ο μοναχός ο άνθρωπος», «Στη ρωγμή του χρόνου», «Φύσηξε ο Βαρδάρης», «Καλημέρα», «Είναι αργά», «Απόψε σιωπηλοί», «Δεν είμαι ποιητής», «Νυκτερινό Α' και Β'», «Όμως εγώ», «Μάτια μου» και τόσες άλλες.
Το 1995 κυκλοφορεί το «Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα» (πουρούδα: στα κυπριακά το κλάξον του ποδηλάτου).
Όλες οι δουλειές του έχουν ηχογραφηθεί στο Αγροτικόν με την ετικέτα «Στρόγγυλοι δίσκοι».
’ξιες αναφοράς είναι και οι συνεργασίες του (στις περισσότερες είχε την επιμέλεια) με το Μανώλη Λιδάκη, τη Γλυκερία, τη Χορωδία Αιγαίου, τη Σαραγούδα Γιασεμή, τους Παλαιολόγους, το Λουδοβίκο των Ανωγείων, τη Νένα Βενετσάνου, τη Λιζέτα Καλημέρη, την Κατερίνα Σιαπάντα, τη Όλγα Δεραινίτη κ.α.
Ο Νίκος στηρίζει τη μουσική με το δικό του τρόπο, δίνοντας ευκαιρίες σε καλλιτεχνικά διαμάντια σαν τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τις Μικρές Περιπλανήσεις, τον Ορφέα Περίδη, τη Μελίνα Κανά και αρκετούς άλλους.  


Η λεγόμενη «σχολή Θεσσαλονίκης» είναι ουσιαστικά η «σχολή Παπάζογλου». Εκείνος άνοιξε το δρόμο, για να ακολουθήσουν όλοι οι υπόλοιποι. Κανείς δεν ξέρει τι μέλλον θα είχαν ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, οι Μικρές Περιπλανήσεις, ο Γιάννης Μήτσης, η Μελίνα Κανά και τόσοι άλλοι, αν δεν τολμούσε πρώτος ο Παπάζογλου.
Του ανωτέρω απόδειξη είναι οι δίσκοι «Αγρύπνια», «Η πύλη της άμμου», «Ο Χασομέρης», «Από τον πουνέντη», «Παραμύθια», «Νύχτες μαγικές»...
Όλα αυτά τα χρόνια, υποστηρίζει τις μουσικές του δημιουργίες με ένα τρόπο που άλλοι καλλιτέχνες δε θα τολμούσαν φοβούμενοι το ρίσκο.
Τα καλοκαίρια μαζί με τους συνεργάτες του, το γκρουπ «Λοξή Φάλαγγα» οργώνει την Ελλάδα δίνοντας συναυλίες. Συνήθως επισκέπτεται ξεχασμένες από τους πολλούς περιοχές, δίνοντας τη δυνατότητα για πραγματική διασκέδαση σε ανθρώπους που ζουν μακριά από τις μεγαλουπόλεις. Το αποτέλεσμα των εμφανίσεων είναι πάντα το ίδιο. Σε όποιο χώρο και αν επιλέξει να εμφανιστεί δημιουργείται το αδιαχώρητο και ο κόσμος δείχνει την αγάπη του για το γνήσιο τραγούδι.
Αποφεύγει να εμφανίζεται στην τηλεόραση και δεν δίνει συνεντεύξεις χωρίς ουσιαστικό λόγο. Λίγοι καλλιτέχνες δείχνουν στη μουσική το σεβασμό με τον οποίο εκφράζεται ο Παπάζογλου. Ψύχραιμη, ήρεμη και ουσιώδης προσωπικότητα, πρότυπο και δάσκαλος (χαρακτηρισμούς τους οποίους ο ίδιος δεν πολυσυμπαθεί) για πολλούς νεότερους που θέλησαν να βαδίσουν στα χνάρια του.
Η φωνή του είναι προικισμένη με ιδιαίτερη χαρακτηριστική χροιά. Βαθύς λυγμός το άκουσμά της, τραγουδοποιός που νιώθει ό,τι με μελωδία ξεστομίζει. Η πορεία και το ύφος του πιστοποιούν όχι απλά τη γνησιότητά του, αλλά μας μαθαίνουν πως τα τραγούδια που είναι αληθινά, αγγίζουν την ψυχή μας χωρίς επεξεργασία και υστερίες.

Ο Νίκος Παπάζογλου «έφυγε» στις 17 Απριλίου 2010 σε ηλικία 63 ετών...

http://www.os3.gr