"I'll tell you 'bout Texas Radio and the Big Beat... / I'll tell you 'bout the hopeless night / wandering the Western dream / tell you 'bout the maiden with raw iron soul"
H Παρθένα Με Την Τραχιά Σιδερένια Ψυχή στην οποία αναφέρεται ο τραγουδιστής των Doors δεν είναι άλλη από την Janis Joplin. Παρθένα γιατί ποτέ μα ποτέ της δεν βίωσε τον πραγματικό ερώτα και πέθανε παρθένα, τουλάχιστον σε συναισθηματικό επίπεδο. Και η τραχιά σιδερένια της ψυχή ευθύνεται γι’ αυτό. Η Τζανις ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των τεθνεώτων, τους οποίους δεν μπορείς να φανταστείς να ζουν σε μια άλλη εποχή, μεγαλύτεροι και ωριμότεροι. Φαντάζεσαι τον Τζειμς Ντιν πενηντάρη με ξεχειλωμένη από τις μπύρες κοιλιά σαν τον Μάρλον Μπραντο; Έτσι λοιπόν κανείς δεν μπορεί να φανταστεί την Τζανις Τζοπλιν γιαγιά στα εξηνταφευγα της, με «παιδιά και εγγόνια να τρέχουν στα πόδια της», όπως λέει και το «When I’m Sixty Four» των Beatles. Όλοι θέλουν να τη θυμούνται ως εκείνη την εύσωμη 25αρα που όργωνε τη σκηνή και μαζί με τη φωνή της κάθε βράδυ κατέθετε κι ένα μέρος της ψυχής της. Φυσιογνωμικά δεν ήταν όμορφη. Καθόλου. Αλλά ήταν συναισθηματική. Υπερσεξουαλικη πάνω στη σκηνή. Κι άκρως αυτοκαταστροφική όπως κάθε σωστό ροκ είδωλο που σέβεται τον εαυτό του.
Γεννήθηκε σε μια παραθαλάσσια πόλη του Τέξας, το Port Arthur, στις 19 Ιανουαρίου 1943 κι από μικρή ηλικία ήρθε σε κόντρα με τις παραδοσιακές αντιλήψεις του αυστηρού Νότου στον οποίο ήταν μεγαλωμένη, υποστηρίζοντας σθεναρά το δίκαιο των μαύρων, οι οποίοι βίωναν ακόμη την καταπίεση σε αρκετές από τις πολιτείες της Αμερικανικής ενδοχώρας. Έχοντας ανακαλύψει μέσα της ένα έμφυτο ταλέντο να αποδομεί τα μπλουζ και να τα επαναδομεί με βάση τις δικές της επιρροές, αρχικά έτεινε στο να μιμείται το στυλ τηςBessie Smith και του Leadbelly. Η ζωή της μέχρι τα 22 της ήταν ένα ατελείωτο ώτο στοπ. Από τα μικρά και κακόφημα μπαράκια του Τέξας για τους ξενυχτισμένους φορτηγατζήδες βρέθηκε το ’61 στην Καλιφόρνια. «Πήγα στην Καλιφόρνια σε μια εντελώς διαλυμένη κατάσταση. Τραγούδησα σε διάφορα μαγαζιά. Rosie Maddox. Αξέχαστη φάση. Έρχονταν με τις κιθάρες τους άσχετοι και καθόμασταν και παίζαμε με τις ώρες και μας κέρναγαν τζάμπα ποτά και παίζαμε μέχρι το πρωί». Το ’62 μεσολαβεί ένα σύντομο ταξιδάκι στο Όστιν, απ’ όπου φεύγει για το Σαν Φρανσισκο και μετά για τη Νέα Υόρκη και το Γκρήνουιτς Βιλατζ, κοιτίδα των νέων καλλιτεχνών σαν τον Μπόμπ Ντίλαν και τον Φιλ Οκς. Το καλοκαίρι του ’65 επιστρέφει στο Όστιν και κάνει μια αποτυχημένη προσπάθεια να ζήσει φυσιολογικά σύμφωνα με τους κανόνες και τις κοινωνικές νόρμες, παρακολουθώντας μαθήματα Τέχνης στοΠανεπιστήμιο του Οστιν.
Είναι η κρίσιμη περίοδος για την διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσής της. Γιατί παρόλο που τα παιδικά της χρόνια ήταν εξαιρετικά ευτυχισμένα, η είσοδος της στην εφηβεία κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. Πήρε πολλά κιλά, που σε συνδυασμό με το έντονο πρόβλημα ακμής στο πρόσωπο της την έκανε ένα ανεπιθύμητο μέλος στην ελίτ των όμορφων κοριτσιών της δεκαετίας του ’60. Και την έβαλε στην κατηγορία εκείνη των γυναικών που απέφευγαν ακόμη και να κοιτάξουν τον καθρέπτη τους. Τα αγόρια που άνηκαν στις δημοφιλείς τότε Αδελφότητες με τα ελληνοπρεπή ονόματα, είχαν βαφτίσει τη μικρή από το Πορτ Αρθουρ «τον ασχημότερο άντρα στο κολέγιο». Και σε μια κοινωνία γεμάτη από θρησκόληπτους και συντηρητικούς rednecks, όταν το ίδιο σου το σχολείο σε απέρριπτε, σε απέρριπτε με τη σειρά της κι η ίδια η πόλη.
Τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπο πάντα τείνουν να προκαλούν ακόμη πιο βαθιές ούλες στο εσωτερικό. Αυτό ακριβώς έγινε και με την 18χρονη Τζανις. Βιώνοντας την απόρριψη στο πετσί της με κάθε μορφή, βρήκε παρηγοριά στη βιβλιοθήκη του μορφωμένου πατέρα της και στην παρέα περιθωριακών καλλιτεχνών, υιοθετώντας έναν μποέμικο τρόπο ζωής. «Οφείλω πολλά στον πατέρα μου. Ήταν ένας διανοούμενος, ένας στοχαστής, ένας σοβαρός και συνειδητοποιημένος αναγνώστης και με έμαθε να σκέφτομαι. Αυτός ευθύνεται για ο,τι είμαι σήμερα. Στο σπίτι μας όταν ένα μέλος της οικογένειας μάθαινε να γράφει, ο πατέρας μου τον έστελνε στην τοπική βιβλιοθήκη να βγάλει κάρτα συνδρομής. Δεν είχαμε τηλεόραση, δεν μας άφηνε να βλέπουμε, ούτως η άλλως».
Τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπο πάντα τείνουν να προκαλούν ακόμη πιο βαθιές ούλες στο εσωτερικό. Αυτό ακριβώς έγινε και με την 18χρονη Τζανις. Βιώνοντας την απόρριψη στο πετσί της με κάθε μορφή, βρήκε παρηγοριά στη βιβλιοθήκη του μορφωμένου πατέρα της και στην παρέα περιθωριακών καλλιτεχνών, υιοθετώντας έναν μποέμικο τρόπο ζωής. «Οφείλω πολλά στον πατέρα μου. Ήταν ένας διανοούμενος, ένας στοχαστής, ένας σοβαρός και συνειδητοποιημένος αναγνώστης και με έμαθε να σκέφτομαι. Αυτός ευθύνεται για ο,τι είμαι σήμερα. Στο σπίτι μας όταν ένα μέλος της οικογένειας μάθαινε να γράφει, ο πατέρας μου τον έστελνε στην τοπική βιβλιοθήκη να βγάλει κάρτα συνδρομής. Δεν είχαμε τηλεόραση, δεν μας άφηνε να βλέπουμε, ούτως η άλλως».
Η ειρωνεία με όλους εκείνους τους ήρωες του ’60 είναι ότι αυτό που ουσιαστικά αποζητούσαν από το κοινό τους ήταν την αποδοχή. Η επαναστατικότητα και η αντισυμβατικότητα που διειπε τις ζωές τους ήταν αυτό ακριβώς που τους έκανε τόσο αγαπητούς. Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι όμως ότι η επαναστατικότητα είναι απόρροια απόρριψης. Η επαναστατικότητα αυτή δεν θα υπήρχε αν όλοι αυτοί οι μύθοι είχαν ενταχθεί με φυσιολογικό τρόπο στο κοινωνικό σύνολο, το οποίο τους «ξέβρασε» επειδή ακριβώς δεν ακολουθούσαν την πεπατημένη. Όταν η κοινωνία ή ένα σύστημα σε απορρίπτει, το απορρίπτεις κι εσύ από –απόλυτα εύλογη και λογική– αντίδραση. Αυτό καλείται επανάσταση. Το κοινωνικό σύνολο της μικρής κι αυστηρής πατρίδας της την έκανε περίγελο επειδή ήταν άσχημη. Η Τζάνις έγραψε ένα οργισμένο γράμμα στους δικούς της λέγοντας ότι αποχωρεί από το Οστιν μην αντέχοντας τέτοια σκληρότητα από τους συνομήλικους της, που την αποκαλούσαν εκτός από άσχημη, «λοξή», «παράξενη», «μυστήρια» και «μπιτνικ» (χαρακτηρισμός που, σε αντίθεση με σήμερα, περιείχε κάτι υποτιμητικό). Τον Ιούνιο του ’66 φεύγει μόνιμα πια για το Σαν Φρανσισκο και δεν επιστρέφει ποτέ πια στο Τέξας.
Ο φίλος της, Chet Helms, γίνεται μάνατζερ σε ένα καινούργιο γκρουπ, τους «Big Brother And The Holding Company» που ζητούν μια γυναίκα για φωνητικά. O Helms αμέσως σκέφτηκε την Joplin και επικοινώνησε μαζί της. Ο συνδυασμός της blues φωνής της με τον σκληρό rock ήχο των Big Brother είχε επιτυχία. Οι κριτικές για την Joplin ήταν ενθουσιώδεις και δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το 1968 αφήνει τους Big Brother και ξεκινάει solo καριέρα στην Columbia, μετά την ηχογράφηση του δεύτερου album τους «Cheap Thrills». Όπως γράφει κι η ίδια σε ένα γράμμα που απευθύνει στους γονείς της, «Σας στέλνω και το άρθρο του περιοδικού για την πρώτη μας συναυλία. Εκπληκτικό δεν είναι; Όπως όλα δείχνουν θα γίνουμε διάσημοι και πλούσιοι κάποια μέρα. Όλα τα μεγάλα περιοδικά ενδιαφέρονται να μας φωτογραφίσουν και να μας πάρουν συνεντεύξεις. Είμαι τόσο τυχερή. Από εκεί που ήμουν τόσο μπερδεμένη πριν κάτι χρόνια τώρα μου έτυχε αυτό. Κι επιτέλους κάτι μου πάει καλά! Επιτέλους. Μαμά, καρφίτσωσε το άρθρο κάπου ψηλά να το βλέπουν όλοι. Είμαι τόσο περήφανη».
Το 1968 η Τζανις κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Κριτικών για το Καλύτερο Γυναικείο Άλμπουμ και για την Καλύτερη Τραγουδίστρια στο Διαγωνισμό του περιοδικού Jazz and Pop. Το σήμα κατατεθέν της ήταν μια περιφερόμενη και τρεκλιζουσα επί σκηνής τραγουδίστρια με ένα μπουκάλι Southern Comfort στο ένα χέρι και το μικρόφωνο στο άλλο. Το μαζοχιστικό της ταγκό με το μπουκάλι, το πάρε δώσε με τα ναρκωτικά εντός κι εκτός σκηνής, ο ιδρώτας που πότιζε την κάθε σανίδα της σκηνής, όλα αυτά είναι άρρηκτα στοιχεία του μύθου που φέρει το όνομα Τζανις. Η τάση της προς οτιδήποτε βλαπτικό για την ίδια την οδήγησε πολλές φορές στα σκαλιά του νεκροτομείου, όπου κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή κατάφερνε να τη σκαπουλάρει. Η χειρότερη περίπτωση ήταν όταν μετά από μια συναυλία το 1967, έπρεπε να μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο με αφυδάτωση και ΟD από κοκτέιλ μεθεδρινης και ηρωίνης.
Επίσης πολυδιαφημισμένη και ξακουστή έχει μείνει η σεξουαλικότητα της. Η ίδια είχε φροντίσει να γράψει με κραγιόν στο καθρέπτη που ήταν αναρτημένος πάνω από το κρεβάτι της, τη φράση «Είμαι το Μεγαλύτερο Αντικείμενο του σεξ παγκοσμίως». Πάνω στη σκηνή έκανε «έρωτα» με όλο το πλήθος, τον κάθε έναν ξεχωριστά που τραγούδαγε τους στίχους των τραγουδιών της. Όταν όμως η παράσταση έφτανε στο τέλος της, γύρναγε πάντα σπίτι της μόνη, συνήθως αφού είχε μεσολαβήσει μια σύντομη «ξεπέτα» στα καμαρίνια. «Όταν φτάσεις σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ταλέντου, τότε μπαίνει ο παράγοντας φιλοδοξία. Πρέπει να αγαπιέσαι και να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου. Μάλλον τελικά αυτό ακριβώς είναι η φιλοδοξία. Η ανάγκη να λαμβάνεις αγάπη κι όχι η αρρωστημένη αναζήτηση μιας καλής θέσης στην κοινωνία». Κάτω από τα αμέτρητα one night stands της προσπαθούσε να κρύψει την μοναξιά της και την έλλειψη ενός μόνιμου ερωτικού συντρόφου. Αρσενικού ή θηλυκού. Η βιογράφος της, Myra Friedman στο βιβλίο "Buried Alive", αφιερωμένη στη ζωή όπως λέει κι η ίδια «της μεγαλύτερης λευκής γυναικείας μπλουζ φωνής», γράφει ότι «η Τζανις έπασχε από ένα είδος συναισθηματικού αστιγματισμού. Μπορούσε να δει τα πάντα καθαρά σε απόσταση κοντινή, αλλά δεν μπορούσε να επικεντρώσει στο στόχο της και να δει λίγο παραπέρα σε συναισθηματικό επίπεδο».
Αντικείμενο σχολιασμού έγινε η κρυμμένη λεσβιακή της δραστηριότητα, η οποία εξόργισε τις σκληροπυρηνικές φεμινίστριες, οι οποίες διατείνονταν ότι η καταπιεσμένη της φύση και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν απόρροια της μη-αποδοχής εκ μέρους της λεσβιακής της φύσης. Η ίδια η Τζανις ένιωθε πιο άνετα όταν βρισκόταν ενώπιον άλλων γυναικών γιατί δεν ένιωθε το άγχος που ένιωθε μπροστά σε έναν άντρα ότι έπρεπε να τον εντυπωσιάσει και να τον κάνει να την ερωτευτεί. Ήταν μια περίπτωση συνειδητοποιημένης bi-sexual που όμως πάσχιζε να γίνει ετεροφυλόφιλη με άγαρμπους και αδέξιους τρόπους.
Η Τζανις παρόλο που τραγούδησε ανοιχτά ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ που μαινόταν εκείνη την περίοδο, πέθανε κι η ίδια αλλά από έναν άλλο πόλεμο χειρότερο απ’ αυτόν: τον πόλεμο μεταξύ των δυο φύλων. Ήταν ένα θύμα του ολοένα κι αυξανόμενου σεξισμού που είχε ανάψει μέσα στους κόλπους του φεμινιστικού κινήματος και αυτού που ονομάστηκε σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του ’60. Γιατί κατά μια έννοια, είναι παράξενο να χαρακτηρίζεις, σημειολογικά, το ροκ ως μια σεξιστική μορφή τέχνης, καθότι η επαναστατικότητα που ενυπάρχει στους κόλπους του δεν επιτρέπει τέτοιου είδους φυλετικούς διαχωρισμούς και διαφοροποιήσεις. Το ροκ ευθύνεται για την προώθηση του unisex τρόπου ενδυμασίας ως αντίδραση στον καθωσπρεπισμό της καθεστηκυίας τάξης και τις μεσοαστικές αξίες. Αλλά αντίθετα υπάρχει εκείνος ο άγραφος κανόνας, ιδιαίτερα εκείνα τα χαλεπά χρόνια, ότι ροκ μουσική παίζεται αποκλειστικά από άρρενες. Η Τζανις –όπως και η Γκρεις Σλικ των Τζεφερσον Ειρπλειν- ήταν μια ανωμαλία στο χρωμόσωμα του ροκ. Γιατί ήταν η πρώτη γυναίκα που βγήκε μπροστά σε μια ανδροκρατούμενη μπάντα και μια ακόμη πιο πατριαρχική κοινωνία.
Η ίδια εποχή της ανόδου της Τζανις στο μουσικό προσκήνιο συμπίπτει με την εμφάνιση του Φεμινιστικού Κινήματος. Στην ουσία το Κίνημα Απελευθέρωσης Γυναικών και η Τζανις ακολούθησαν βίους παράλληλους: το 1967 η Τζοπλιν ήταν το άστρο που έλαμψε στο Φεστιβάλ του Μόντερεϊ και η Betty Friedan ίδρυσε το National Organization for Women, παρόλο που η ίδια η Τζανις παρά τις επανειλημμένες κρούσεις που δέχτηκε από το Κίνημα, στάθηκε παντελώς αδιάφορη απέναντι στο σκοπό του και παρέμεινε αυστηρά προσανατολισμένη στη τέχνη της. Εντούτοις για πολλές γυναίκες λειτούργησε ως το ισχυρότερο role model της εποχής εκείνης. Οι γυναίκες της δεκαετίας δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν να φορέσουν φουστάνια, καφτάνια, να αφήσουν τα μαλλιά τους λυτά και ξέπλεκα, να αρχίσουν να ντύνονται με μπλουτζίν, να μην φοράνε σουτιέν και να επιχειρούν τρελούς χρωματικούς συνδυασμούς με τα ρούχα τους. Τα πρότυπα ομορφιάς τους, μέχρι πρότινος προερχόμενα αποκλειστικά από το περιοδικό Vogue, ξαφνικά άλλαξαν άρδην. Η clean cut εικόνα του μέσου κοριτσιού άλλαξε (και) εξαιτίας της Τζανις και του natural look που η ίδια πρώτη λάνσαρε χωρίς να την νοιάζουν οι αντιδράσεις του κοινωνικού περίγυρου -και γιατί να την ενδιαφέρει άλλωστε, παρίας ήταν από τα 17 της.
Όταν η Pearl («Mαργαριτάρι», ένα παρατσούκλι που της είχαν προσάψει οι φίλοι της) πληροφορήθηκε το θάνατο του στενού της φίλου Τζιμι Χεντριξ στις 18 Σεπτεμβρίου 1970 είπε «δεν πρέπει να πεθάνω φέτος γιατί εκείνος ήταν μεγαλύτερος σταρ από μένα». Ακόμη και την ύστατη στιγμή όμως η Μοίρα δεν της φέρθηκε γενναιόδωρα. Το "Buried Alive in the Blues" ήταν το τελευταίο κομμάτι που βγήκε από το λαρύγγι της το απόγευμα της 3ης Οκτωβρίου. Το ετοίμαζε για τον επερχόμενο δίσκο της μαζί με τη μπάντα της, τους Full Tilt Boogie. Πέθανε ολομόναχη, φορώντας τα εσώρουχα της και μια μπλούζα. Κάθε χιλιοστό των φλεβών της ήταν γεμάτο καθαρή ηρωίνη, το αγαπημένο της κρασί Ripple και μπόλικη βότκα. Εκείνη την Κυριακή το απόγευμα της 4ης Οκτωβρίου που την βρήκαν, έτρεχε αίμα από τα χείλη της και η μύτη της ήταν σπασμένη σε πολλά κομμάτια, πιθανά από πτώση που προήλθε από το λιποθυμικό σοκ. Στα χέρια της κρατούσε ακόμη σφιχτά κάποια χαρτονομίσματα. Ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε ζωντανή, είπε ότι είχε κατεβεί μισή ώρα νωρίτερα να κάνει ψιλά για να αγοράσει –τι άλλο- τσιγάρα. Όταν γύρισε στο δωμάτιο της κατά τη 1 τα μεσάνυχτα άρχισε να επιδρά η ηρωίνη σε συνδυασμό με το αλκοόλ. Λιποθύμησε. Ο θάνατος της ήταν ζήτημα δευτερολέπτων. Ευτυχώς πέθανε σχετικά ανώδυνα, αν αναλογιστούμε το ποσοστό πόνου που βίωσε καθ’ όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής της. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και οι στάχτες της διασκορπίστηκαν στην παραλία της Καλιφόρνια.