Έχω περάσει τα εξήντα και πληρώνω για όλες τις καταχρήσεις που έκανα χτες βράδυ. Δεν ήμουν σε μεγάλη φόρμα σήμερα.
Χάρηκα που γύρισα σπίτι… θέλω να πω, στο νοσοκομείο. Έτσι γίνεται όταν γερνάς! δε σ’ αρέσουν πια οι μετακινήσεις. Είναι σίγουρο ότι δε θέλω πια να φύγω.
Αυτό που δεν σου είπα στο χτεσινό γράμμα μου, είναι ότι στο σπίτι της θείας Ροζ, πάνω σε μια εταζέρα, στη σκάλα, είδα ένα άγαλμα της Πέγκι Μπλου. Στ’ ορκίζομαι. Ολόιδια, γύψινη, με το ίδιο γλυκό πρόσωπο, το ίδιο μπλε χρώμα στα ρούχα και στο δέρμα. Η θεία Ροζ λέει ότι είναι η Παναγία (η μητέρα σου, απ’ ό,τι κατάλαβα) κι ότι έφτασε στα χέρια της από γενιά σε γενιά. Δέχτηκε να μου τη χαρίσει. Την έβαλα πάνω στο κομοδίνο μου. Έτσι κι αλλιώς, μια μέρα θα ξαναπάει στην οικογένεια της θείας Ροζ, αφού την έχω υιοθετήσει.
Η Πέγκι Μπλου πάει καλύτερα. Ήρθε και με είδε με το καροτσάκι. Δε συμφώνησε μαζί μου ότι είναι εκείνη στο άγαλμα, αλλά περάσαμε ωραία μαζί. Κρατιόμασταν χέρι-χεράκι κι ακούγαμε τον Καρυοθραύστη, κι αυτό μάς θύμισε ωραίες εποχές.
Δε σου γράφω πια πολλά, γιατί το στιλό μού πέφτει λίγο βαρύ. Εδώ, όλος ο κόσμος είναι άρρωστος, ακόμα κι ο γιατρός Ντίσελντορφ. Φταίνε οι σοκολάτες, τα φουαγκρά, τα μαρόν-γκλασέ και οι σαμπάνιες που πρόσφεραν οι γονείς στο νοσηλευτικό προσωπικό. Πολύ θα ’θελα να μου κάνεις μια επίσκεψη.
Φιλάκια. Τα λέμε,
Όσκαρ.