English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

www.tips-fb.com





ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Η ΖΩΗ ΤΟΥ

Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης) γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου / 13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη). Ο Στυλιανός Σεφεριάδης υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας (με πλουσιότατο επιστημονικό έργο) και διπλωμάτης: "Ο πατέρας", γράφει η Ι. Τσάτσου, "ήταν άνθρωπος των μεγάλων ιδανικών. Τον πρώτο καιρό έζησε με το πάθος του λυτρωμού του Έθνους, τη Μεγάλη Ιδέα. Μέσα στα χαρτιά του βρίσκω ακόμα έγγραφα από την ιστορία της Σάμου. Στο 1908 πήγε στο νησί και βοήθησε το Σοφούλη. Στο πόλεμο του ΄12, όπως μας έλεγε η μάνα είχε ξεσηκωθεί να πάει εθελοντής." Υπήρξε επίσης ποιητής και μεταφραστής: " Όμως με τι ευτυχία απάγγελνε στίχους του Μιμνέρμου ή του Ανακρέοντα στις ωραίες κυρίες! Τους είχε μεταφράσει ο ίδιος, όπως και τον Οιδίποδα Τύραννο, την Ηλέκτρα, τα τραγούδια του Μπάϋρον για την Ελλάδα· αυτά είναι τα πιο γνωστά. Μα παράλληλα Σαπφώ, Οράτιο και πολλούς γάλλους ποιητές. Κάποτε ο Καβάφης ανάφερε θαυμαστικά ένα στίχο του:

Κι έχουν τα γέλοια ξεψυχήσει
κι’ έχουν γεράσει τα παιδιά.


Απόρησαν οι φίλοι του. Πρώτη φορά άκουαν το όνομα του ποιητή Σεφεριάδη. Την αγάπη του για τη λογοτεχνία θα την μεταδώσει και στα τρία του παιδιά, Γιώργο, 'Αγγελο και Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου), τα οποία και θα ασχοληθούν με αυτήν: Κι έπειτα βρίσκαμε διέξοδο στη βιβλιοθήκη του πατέρα. Διαλέγαμε ένα βιβλίο και μπρούμυτα στο πάτωμα διαβάζαμε ώρες. Όλους τους γάλλους ρομαντικούς τους είχαμε μάθει απέξω.



Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στην Αθήνα όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους.

Μέτρια, κι όλα μέτρια και μέτρια παντού.
Κ’ οι αγάπες μου κ’ οι πόθοι μου, κι’ ότι η καρδιά μου ανειώνει
Κ’ η φαντασία της ψυχής, και το είδωλο του νου
Καί ο έρωτας της ομορφιάς και του παντοτεινού,
με σφίγγουν όλα μέτρια, το μέτριο με παγώνει.


Στα χρόνια των σπουδών του, όντας στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Ο Roderick Beaton γράφει σχετικά: "Ως φοιτητής της Νομικής στο Παρίσι, μεταξύ 1918 και 1924, ο Σεφέρης μελέτησε και εμπέδωσε κάθε καινούργιο κίνημα της γαλλικής λογοτεχνίας των πρώτων δεκαετιών του αιώνα του. Τα πρώτα του ποιήματα, και ένα μεγάλο μέρος των κριτικών και θεωρητικών προϋποθέσεων τις οποίες επεξεργάστηκε σε όλη τη μετέπειτα ζωή του, φέρουν εμφανώς τα σημάδια της ανάγνωσης των έργων του Paul Valery, του Jules Laforgue, του Paul Claudel, του Andre Gide, του Leon-Paul Fargue και του Jean Moreas (πραγματικό όνομα του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, με τον οποίο ο Σεφέρης ένιωθε, για ευνόητους λόγους, μιαν ορισμένη συγγένεια)". Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του:

...Γιατί να μην ήταν βολετό να είχα ξεκληριστεί κι’ εγώ, μαζί με τ’ άλλα τα παιδιά που ξεκληριστήκανε πέρα στους κάμπους της ντροπής, από βλακείες ηλιθίων εγωϊστών... όλοι μας είμαστε με δάκρυα στα μάτια, μα είναι δυνατόν να ξαναπέσει η Σμύρνη στα χέρια του Τούρκου, το χωράει το κεφάλι ανθρώπου· τώρα που σου γράφω το μισοφέγγαρο ίσως στο κονάκι, και ο ήλιος βασιλεύει ήσυχος σαν και πάντα... Είμαι δυστυχισμένος αδερφή μου...



Το 1926 διορίζεται ακόλουθος στο υπουργείο Εξωτερικών. Μπαίνοντας έτσι στο Διπλωματικό Σώμα θα σφραγιστεί και μ' αυτό το στοιχείο η ποίησή του. Σε μέρη μακρινά από την Ελλάδα θα τη ζει σαν υλική απουσία αγαπημένου προσώπου και η νοσταλγία θα τον κατακλύζει.

Το 1931 εκδίδει μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο Στροφή, που θα είναι πράγματι μια στροφή για τη νεοελληνική ποίηση. Στα ποιήματα αυτά ο Σεφέρης δεν πιθηκίζει τα ξένα λογοτεχνικά ρεύματα, αλλά σκύβει στις ρίζες του, στην ελληνική ποιητική παράδοση, που κυρίως για το Σεφέρη είναι το δημοτικό τραγούδι, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, ο Παλαμάς, Ο Μακρυγιάννης, ο Καβάφης. Την παράδοση αυτή συνταιριάζει με την παγκόσμια ελεύθερη ποιητική έκφραση του καιρού του, για να τραγουδήσει και να κλάψει με απλά, καθημερινά και καθάρια λόγια, με νοήματα πυκνά, μεστά και αληθινά τα προαιώνια βάσανα και τις ελπίδες του τόπου του και γενικότερα του κάθε Ανθρώπου, που πονάει πάνω στη Γη. Στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης άλλαξαν με τη στροφή τα πάντα. Ελύτης, Ρίτσος και Γκάτσος θα ακολουθήσουν. Μέχρι το 1934 θα μείνει ο Σεφέρης ως διευθυντής στο Γενικό Προξενείο Λονδίνου. Το 1932 κυκλοφορεί η Στέρνα. Εδώ τα ποιήματα του Σεφέρη εκφράζουν βαθιά αγωνία και πόνο.

Το 1934 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1935 αρχίζει τη συνεργασία του στα Νέα Γράμματα (λογοτεχνικό περιοδικό), όπου εκδίδει επίσημα τη Στέρνα. Το 1935 ο Σεφέρης εκδίδει το Μυθιστόρημα. Τον Αύγουστο 1936 γίνεται η δικτατορία του Μεταξά. Το 1937 ο Σεφέρης δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιστολή σχετικά με τον καθορισμό της δημοτικής. Το 1940 δημοσιεύεται το Ημερολόγιο Καταστρώματος Α' στα Νέα Γράμματα λογοκριμένο όμως από τη Δικτατορία. Είναι γεμάτο από βαρυθυμία και αγωνία. Το Μάρτιο του 1940 εκδίδει το Τετράδιο Γυμνασμάτων, μια συλλογή με υψηλής ποιότητας ποιήματα. Στο μεταξύ ο πόλεμος φτάνει. Η ιταλική επίθεση. Μετά η Γερμανική.
Το 1941 γίνεται ο γάμος του με τη Μαρία Ζάννου. Στις 22 Απριλίου το ζεύγος Σεφέρη ακολουθεί την Ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, μετά στην Αφρική. 1944 εκδίδει ο Σεφέρης στο Κάιρο τις Δοκιμές του, που είναι διάφορα φιλολογικά κείμενα μεγάλης αξίας. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει στην Αλεξάνδρεια το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β', ποιήματα που παρουσιάζουν την ονειρική ανάμνηση της μακρινής Ελλάδας.

Το 1945 με την απελευθέρωση γυρίζει στην Ελλάδα και γίνεται διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Αντιβασιλέα, Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ως το 1946. Γίνεται σύμβουλος στο Εθνικό Θέατρο. Το 1947 του απονέμεται το Έπαθλο Παλαμά. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύει την Κίχλη (ο τίτλος του ποιήματος προήλθε από ένα πλοίο που βυθίστηκε ανοιχτά του Πόρου στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), που είναι γεμάτη απαισιοδοξία, γιατί η Ελλάδα, αν και ελεύθερη, δεν παύει να αιμορροεί. Είναι οι επεμβάσεις των ξένων και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο ποιητής εδώ μίλησε για το σπαραγμό του τόπου από τα δεινά του πολέμου. Αυτό το ποίημα έδωσε το Νόμπελ στο Σεφέρη.



Στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, στις 10 Δεκεμβρίου, ο μεγάλος ποιητής είπε, ανάμεσα στα άλλα:

«... Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται κάθε τι ζωντανό αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης, είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. ...»

Το 1948 ο Σεφέρης διορίζεται σύμβουλος στην πρεσβεία της Άγκυρας και μένει εκεί μέχρι το 1950. Το 1949 δημοσιεύεται στην Αθήνα, Η Έρημη Χώρα του Θ. Σ. Έλιοτ, που είναι μεταφρασμένη και προλογισμένη από το Σεφέρη. Το 1951 μετατίθεται ως σύμβουλος στην Πρεσβεία του Λονδίνου. Το 1952 διορίζεται πρεσβευτής στο Λίβανο. Από κει κάνει ταξίδια στην Κύπρο, για την οποία αργότερα γράφει τη σειρά ποιημάτων Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ', που εκδίδει το 1955. Την ίδια χρονιά διορίζεται πρεσβευτής στο Λονδίνο, όπου μένει μέχρι το 1962. Το 1960 το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ του δίνει τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα της Φιλολογίας.



Το 1962 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα και αποσύρεται από το Υπουργείο Εξωτερικών. Στις 10 Δεκεμβρίου 1963 του απονέμεται (πρώτη φορά σε Έλληνα) το βραβείο Νόμπελ. Ήδη από το 1956 το "Figaro Litteraire" έγραψε ότι ο Γιώργος Σεφέρης έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το 1964 γίνεται ο Σεφέρης επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Το 1966 εκδίδει τα Τα τρία κρυφά ποιήματα, ένα έργο αινιγματικό, αλλά βαθύ στα νοήματα και άψογο στη μορφή. Στη δικτατορία (1967-1974) ο Σεφέρης εκδήλωσε φανερά την ανησυχία του για την κατάσταση στην Ελλάδα με δηλώσεις και με γραφτά του. Το 1971 ο Σεφέρης πεθαίνει. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου παρακολούθησε την κηδεία του.
Η προσφορά του Γιώργου Σεφέρη στα ελληνικά Γράμματα είναι ιδιαίτερα σημαντική. Άνοιξε ένα νέο δρόμο στην ελληνική ποίηση. Είναι ένας από τους καλύτερους «μάστορες» της ποιητικής τέχνης. Το ύφος του σεμνό και ρεαλιστικό. Η έκφρασή του λιτή και αστόλιστη εκφράζει απλά τη νεοελληνική πραγματικότητα με τις ατυχίες της και το δράμα της. Πολλά ποιήματά του έγιναν τραγούδια από Έλληνες μουσικοσυνθέτες (Μ. Θεοδωράκης, Γ. Μαρκόπουλος κ.ά.).




Ποιητικές Συλλογές


* 1932 "Στροφή" ( Αρνηση )
* 1932 "Η Στέρνα"
* 1935 "Το μυθιστόρημα"
* 1940 " Τετράδιο Γυμνασμάτων" ( Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές )
* 1940 "Ημερολόγιο καταστρώματος Α' "
* 1944 "Ημερολόγιο καταστρώματος Β' "
* 1947 "Κίχλη"
* 1955 " ...Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν"
* 1966 "Τρία κρυφά Ποιήματα"


Δοκίμια


* 1939 "Διάλογος πάνω στην ποίηση"
* 1944 "Δοκιμές"
* 1946 "Ερωτόκριτος"


Ταξιδιωτικά

* 1953 "Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας"


Μεταφράσεις


* 1936 Τ.Σ.'Ελιοτ
* 1940 "Η έρημη χώρα" του Τ.Σ. ΄Ελιοτ
* 1965 "Αντιγραφές" (Yeats, Gide, Valery, κ,ά)
* 1965 "Ασμα Ασμάτων"
* 1966"Η Αποκάλυψη του Ιωάννη"


Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα εξής έργα

* 1973 "Οι ώρες της κυρίας Ερσης" (δοκίμιο για το ομώνυνυμο έργο του Ν.Γ.Πεντζίκη με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελός)
* 1973 "Εξι νύχτες στην Ακρόπολη" (μυθιστόρημα)
* 1975 "Αλληλογραφία" (Γ.Θεοτοκάς-Γ.Σεφέρης 1930-1966)

και τα ημερολόγια :

* 1972 "Χειρόγραφο Σεπτ. '41"
* 1973 "Μέρες του 1945-51"
* 1975 "Μέρες Α'" (16-2-1925 ως 17-8-1931)
* 1975 "Μέρες Β'" (24-8-1931 ως 12-2-1934)
* 1977 "Μέρες Γ'" (16-4-1934 ως 14-12-1940)





Ενδεικτική Βιβλιογραφία


Αργυρίου, Αλέκος, Δεκαεπτά Κείμενα για τον Γ. Σεφέρη (Αθήνα: Καστανιώτης, 1986)
Βαγενάς, Νάσος, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη ( Αθήνα: Κέδρος, 1979)
Δασκαλόπουλος, Δημήτρης, Εργογραφία Σεφέρη 1931-1979 (Αθήνα: Ελιά, 1979)
Διαβάζω, τεύχη 142 (1986), 410 (2000)
Καραντώνης, Ανδρέας, Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης (Αθήνα: Παπαδήμας 1931 πολλές επανεκδόσεις)
Μαρωνίτης, Δημήτρης, Η Ποίηση του Γ. Σεφέρη (Αθήνα: Ερμής 1984)
Ξανθουδάκης, Χάρης, Ο J.S. Bach με τον τρόπο του Γ. Σεφέρη, Μουσικός Λόγος 2 ( Φθινόπωρο 2000 - υπό έκδοση)
Ο Σεφέρης για τη Μουσική: Ανέκδοτα Κείμενα (Αθήνα: Λέσχη του Δίσκου, 1975)
Ο Σεφέρης στην Πύλη της Αμμοχώστου. Πρόλογος του Προέδρου της Κυπριακής δημοκρατίας Σπύρου Κυπριανού. Επτά Ομιλίες: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Σάββας Παύλου, Μιχάλης Πιερής, Κώστας Προύσης, Γ.Π. Σαββίδης, Νάτια Χαραλαμπίδου, Νίκος Χριστοδούλου ( Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1987)
Πολίτης, Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής τραπέζης, 1998)
Σεφέρης, Γιώργος, Δοκιμές τ. Α΄ (Αθήνα: Ίκαρος, 1999)
Σεφέρης, Γιώργος, Δοκιμές τ. Β΄ (Αθήνα: Ίκαρος, 1999)
Σεφέρης, Γιώργος, Δοκιμές τ. Γ΄ (Αθήνα: Ίκαρος, 1984)
Σεφέρης, Γιώργος, Μέρες Α΄1925-1931 ( Αθήνα: Ίκαρος 1984)
Σεφέρης, Γιώργος, Μέρες Β΄1931-1934 ( Αθήνα: Ίκαρος 1984)
Σεφέρης, Γιώργος, Μέρες Γ΄1934-1940 ( Αθήνα: Ίκαρος 1977)
Σεφέρης, Γιώργος, Μέρες Δ΄1940-1944 ( Αθήνα: Ίκαρος 1977)
Σεφέρης, Γιώργος, Ποιήματα ( Αθήνα: Ίκαρος, 2000)
Γιώργος Σεφέρης. Φιλολογικές και Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις. Δοκίμια εις μνήμην Γ.Π.Σαββίδη ( Αθήνα: Πατάκης, 1997)
Σεφέρης, Γιώργος και Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση (Αθήνα: Ερμής, 1988)
Τσάτσου, Ιωάννα, Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης (Αθήνα: Εστία, 1973)
Vitti, Mario, Φθορά και Λόγος. Εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη ( Αθήνα: Εστία, 1978).




Η Ποιητική του Σεφέρη


Αυτές τις μέρες γίνεται στις Πλάτρες της Κύπρου (μαγικός κάποτε τόπος, που πάει κι αυτός να χαλάσει) διεθνές συνέδριο επετειακό (100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή), για να τιμηθεί ο Γιώργος Σεφέρης, κυρίως μέσα από το πρωτότυπο έργο του. Η δική μου συνδρομή σ' αυτόν τον έρανο υπήρξε μια πρώτη ανάγνωση των σημάτων της σεφερικής Ενδοποιητικής. Επειδή πρόκειται για νεολογισμό, προτάσσονται κάποιες στοιχειώδεις εξηγήσεις. Ενδοποιητική λοιπόν ονομάζεται το σύνολο των ποιητολογικών σημάτων (μικροσκοπικών ή μακροσκοπικών, κυριολεκτικών ή μεταφορικών, ρητών ή λανθανόντων, άμεσων ή έμμεσων), τα οποία περιέχονται μέσα στο ίδιο το ποιητικό έργο. Από την άποψη αυτή ο προτεινόμενος νεολογισμός συστήνει μια αναγνωστική και ερμηνευτική μέθοδο, λίγο πολύ αντίθετη προς την καθιερωμένη πλέον Ποιητική, που θα μπορούσε να ονομαστεί και εξωτερική· όπως την ίδρυσαν πρώτοι οι Έλληνες (φιλόσοφοι, ρήτορες, Γραμματικοί) και αργότερα οι Ρωμαίοι, για να εξελιχθεί στα νεότερα και νεωτερικά χρόνια, φτάνοντας πια στις μέρες σε μια, μάλλον πληθωρική, θεωρία περί ποιήσεως, γενικότερα περί λογοτεχνίας.
Η Ενδοποιητική αυτή αυτοσυστήνεται με πολλούς και ταξινομήσιμους τρόπους: με σημαίνουσες πρώτα λέξεις, φράσεις και περιόδους, που περιέχονται μέσα στο ποίημα· κάποτε με ολόκληρα ποιήματα, τέλος, με τίτλους ποιημάτων, αλλά και τίτλους ποιητικών συλλογών. Οι δείχτες εξάλλου της Ενδοποιητικής μπορούν να μετρηθούν και να αξιολογηθούν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, πρώτα καθεαυτούς, ύστερα μέσα στο ευρύτερο γραμματολογικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσεται το συγκεκριμένο ποιητικό έργο. Ειδικότερα, οι ποιοτικοί δείχτες, σχηματικά τουλάχιστον, μοιράζονται σε θετικούς, αρνητικούς και αμφίβολους, αναλόγως προς την τιμή που προτείνουν για την αξία ή την απαξία της ποίησης, του ποιήματος και του ποιητή. Στην περίπτωση τώρα της σεφερικής Ενδοποιητικής τα μακροσκοπικά σήματα εντοπίζονται κυρίως στους τίτλους των συλλογών * σ' αυτούς εφεξής θα επιμείνω. Προσημειώνω ωστόσο ότι, γενικότερα, οι τίτλοι των ποιητικών συλλογών ενδέχεται να είναι συμβολικοί ή κυριολεκτικοί, θεματογραφικοί ή τεχνοτροπικοί. Τεχνοτροπικοί δείχτες ονομάζονται εδώ όσοι τίτλοι παραπέμπουν, έμμεσα ή άμεσα, στην ποιητική τέχνη και τεχνική, γενικότερα στη λογοτεχνία και, ακόμη πιο γενικά, σε άλλες συγγενικές τέχνες.
Με αυτό το μέτρο σχολιάζονται εφεξής οι διαδοχικοί τίτλοι των σεφερικών συλλογών: Στροφή, Στέρνα, Μυθιστόρημα, Γυμνοπαιδία, Τετράδιο γυμνασμάτων, Α', Β', Ημερολόγια καταστρώματος Α', Β', Γ', Κίχλη και, τέλος, Τρία κρυφά ποιήματα. Αν εξαιρεθούν η Στέρνα και η Κίχλη (συμβολικός τίτλος ο πρώτος, πραγματολογικός ο δεύτερος), όλες οι υπόλοιπες συλλογές επιγράφονται με όρους κατεξοχήν τεχνοτροπικούς, σχηματίζοντας όμως ένα ευρύ σημασιολογικό φάσμα, καλύτερα: μια εναλλασσόμενης ακτίνας περιφέρεια με σταθερό κέντρο. Μόνον ο τίτλος της ωριμότερης και τελευταίας συλλογής του Σεφέρη (Τρία κρυφά ποιήματα) ομολογεί απερίφραστα το κέντρο της ποιητολογικής αυτής περιφέρειας· οι άλλοι τίτλοι (τεχνοτροπικοί πάντα) μπορούν να χαρακτηριστούν μάλλον φυγόκεντροι.



Η αμφίσημη ούτως ή άλλως Στροφή υπαινίσσεται, ειρωνικά έστω, τη στιχουργική τεχνική της παραδοσιακής ποίησης. Το Μυθιστόρημα, αν αγνοηθεί προσώρας το σχετικό αυτοσχόλιο του Σεφέρη, μας μεταφέρει σε άλλο γραμματειακό είδος ή γένος. Η Γυμνοπαιδία αφορμάται από τους γυμνικούς αγώνες και χορούς προεφήβων και εφήβων στην ελληνική αρχαιότητα, αποτυπωμένους εξαίσια από τις πατούσες παιδιών στη Σαντορίνη. Τα Τετράδια γυμνασμάτων υπονοούν ότι εδώ έχουμε να κάνουμε περισσότερο με ποιητικές ασκήσεις και λιγότερο με συντελεσμένα ποιήματα. Τέλος, τα τρία Ημερολόγια καταστρώματος υπόσχονται ημερολογιακού τύπου αισθήσεις, που τις προκαλεί η θέα του κόσμου από το κατάστρωμα ενός πλοίου. Μόνον, όπως είπα, τα Τρία κρυφά ποιήματα κυριολεκτούν ως προς το κέντρο της ποιητικής τέχνης, υπό τον όρο όμως ότι και εδώ το ποίημα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κατά κάποιον τρόπο, αινιγματικό ή και αόρατο, ενώ στα αφτιά μας φτάνει μόνον ο απόηχός του.



Τι σημαίνει αυτή η τεχνοτροπική επιμονή στους τίτλους των σεφερικών συλλογών, που οι περισσότεροι είναι φυγόκεντροι και ένας κεντρομόλος, αποτελεί ζήτημα διεξοδικής συζήτησης. Εδώ μόνον μια προειδοποιητική παρατήρηση: με τους τίτλους αυτούς ο Σεφέρης μοιάζει να αποκρούει συνειδητά την ποιητική και ποιητολογική αυταρέσκεια, χαρακτηριστικό γενικότερο της Ενδοποιητικής του. Περί αυτού όμως άλλοτε, αν προκύψει ευκαιρία.


Του Δημήτρη Μαρωνίτη
Αριστοτελειο Πανεπιστήμιο




Η δήλωση του Σεφέρη κατά της δικτατορίας στο BBC


Ημερολόγιο καταστρώματος Γ

Το ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄ αναφέρεται ολόκληρο στην Κύπρο.

o ποιητής επισκέφτηκε το νησί της Αφροδίτης το 1953 και 1954, στα χρόνια που ζητούσε απεγνωσμένα την ελευθερία του από τους Αγγλους.
Κι όμως, αν αφαιρέσουμε μερικές υποτονικές, άτολμες, και υπαινικτικές αναφορές, γιά να μη θίξει τους δυνάστες, στο ποίημα «Η Σαλαμίνα της Κύπρου», δεν βλέπουμε πουθενά στα άλλα ποιήματά του τη φωνή του εθνικού ποιητή - όπως θα έκανε ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς - που να θέλει να τονώσει έναν ολόκληρο λαό στη διαμαρτυρία του γιά την απόκτηση της λευτεριάς του.
Η εθνική πλευρά του αιτήματος του αδούλωτου Κυπριακού λαού δεν στάθηκε το κίνητρό του. Μήπως τον εμπόδισαν οι πολλές φιλίες του ή η διπλωματική του ίδιότητα; Πάντως τον παράσυραν οι παλιές μόνο μνήμες γιά την Ελένη της Τροίας, όπως παρουσιάζει το μύθο ο Ευριπίδης και οι αναμνήσεις από το Κυπριακό «χρονικό του Μαχαιρά», που καμιά σχέση δεν είχαν με το καυτό πρόβλημα της Κύπρου εκείνης της εποχής.
Ολες οι μεγαλαυχίες και βαθυνούστατες τάχα αναλύσεις μερικών κριτικών, που θηρεύουν στα ανεξάντλητα «πεδία τών πιθανοτήτων» δεν πείθουν κανένα πιά.



Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης δεν θέλησε να γίνει ο νέος βάρδος του Ελληνισμού. Στην Κύπρο δεν είδε, παρά τ' αρχαία φαντάσματα - όπως στο ποίημα o βασιλιάς της Ασίνης - που τ' ανακαλεί από την αίώνια σιωπή, ανακατεύοντας αλλοτινές και τωρινές μνήμες με τον ίδιο πάντα «καημό της Ρωμιοσύνης» και της τρισένδοξης ιστορίας μας.
Στα ποιήματα γιά την Κύπρο, κυριευμένος από ενα αίσθημα ψυχικής ευφροσύνης, μπροστά στις ομορφιές του φυσικού περίγυρου του νησιού, μας δίνει εικόνες φυσικής ομορφιάς ανεπανάληπτης πλαστικότητας.
Δεν θα ήταν άσκοπο να πούμε εδώ δυό λόγια γιά τους τόσο πεζούς τίτλους τών ποιητικών συλλογών του. Ο ίδιος ο ποιητής μας εξηγεί τον τίτλο της συλλογής του Μυθιστορήματα: «Είναι τα δύο συνθετικά που μ' έκαναν να διαλέξω τον τίτλο αυτής της εργασίας, Μύθος, γιατί χρησιμοποίησα αρκετά φανερά μιάν ορισμένη μυθολογία, iστορία, γιατί προσπάθησα να εκφράσω, με κάποιον ειρμό, μιά κατάσταση τόσο ανεξάρτητη από μένα όσο και τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος.



Οσο γιά τα τρία Ημερολόγια καταστρώματος, γράφει: «Το, κατάστρωμα δεν είναι δικό μου, καθόλου δικό μου, είναι μιά κινούμενη πλατεία, όπου πέρασα κι εγώ, αλλά και πολύς κόσμος και ο αέρας κι η βροχή και τ' ανθρώπινα σώματα κι εκείνος ο άνθρωπος που πηγαίνει κλαίοντας, εικόνα πολλών ανθρώπων. κάμποσο γκροτέσκα, που έτυχε να συναντήσω στο κατάστρωμά μου».
Κατάστρωμα λοιπόν είναι ο ανοιχτός χώρος κι εκεί ο ποιητής έρχεται σε συνάφεια με τους άλλους ανθρώπους. ζεί μαζί τους τά πάθη τους και τις περιπέτειές τους και συμμερίζεται τις θλίψεις στις δραματικές συνθήκες της ζωής του άλλου.

Ετσι κατάστρωμα σημαίνει: χρόνος, μύθος, ιστορία, έξοδος από το «Εγώ», ταύτιση του Εγώ με το Εμείς, σημαίνει αλληλεγγύη, μιά λέξη που τόσο αγαπούσε ο Σεφέρης.




Σεφέρης και Μουσική


Το κείμενο αυτό δεν επιχειρεί ευρεία ανάλυση και εξέταση της σχέσεως του Σεφέρη με τη μουσική και την αναγνωρισμένη παρουσία της στο ποιητικό του έργο. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολυσέλιδη μελέτη, η οποία δεν δύναται να παρουσιαστεί διά αυτού του μέσου. Επιχειρείται μία σύντομη παρουσίαση και σχολιασμός ορισμένων απόψεων και γραφών του Σεφέρη για τη μουσική.

‘Αν ήμουν μουσικός θα’ γραφα μια μουσική που θα λεγότανε Το ρολόι και η αργοναυτική εκστρατεία: πέντε έξι πνευστά, το σιδερένιο τρίγωνο και τα κύμβαλα (δεν ξέρω τα σωστά τους ονόματα). Θα ’ταν η θάλασσα, τα κουπιά, και ο ήχος του ρολογιού θα ’ρχότανε a contrattempo να τα χαλάσει όλα. Στο τέλος, με μεγάλο κέφι και ευχαρίστηση θα κλειούσανε οι μαύρες Συμπληγάδες να τα κάνουν όλα κομματάκια κομματάκια σε χαρτοπόλεμο, και η θάλασσα πάλι σαν την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Αλλά δεν είμαι μουσικός και η γλώσσα στην κατάσταση που είμαι ηχεί σαν φυματική καραμούζα.’ (16 Νοεμβρίου 1931)



Αυτές είναι οι πρώτες φράσεις που διαβάζει κανείς στο ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη και οι οποίες έχουν ως θέμα τη μουσική. Οι περισσότερες από αυτές τις σημειώσεις γράφτηκαν την περίοδο 1931-1934, κατά τη διάρκεια της οποίας, ο Σεφέρης ήταν υποπρόξενος στο Λονδίνο και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει πολλές συναυλίες, αλλά και να ακούσει πολλή μουσική, ιδιωτικά, στο «κόκκινο γραμμόφωνό του». Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι σημειώσεις συτές, γιατί μας δίνουν την ευκαιρία να επιστήσουμε την προσοχή μας σε μια διαφορετική και σχετικά άγνωστη πλευρά των ενδιαφερόντων του. Την περίοδο εκείνη "κάτι άλλο σημαντικό είχε εισχωρήσει στη ζωή. Μια αληθινή γυναίκα, με μουσική καλλιέργεια, με ευαισθησία ερωτεύθηκε το Γιώργο." Η γυναίκα με την οποία αλληλογραφούσε ο Σεφέρης την περίοδο αυτή είναι η Λουκία Φωτοπούλου, μουσικολόγος και μουσικοκριτικός (έχει γράψει το βιβλίο Μουσικές Σελίδες, Εκδόσεις Ιππαλεκτρυών, 1939). Η γυναίκα αυτή, όπως φαίνεται από τα κείμενα και την αλληλογραφία του Σεφέρη πρέπει να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της «μουσικής» άποψής του. Πάντως ανεξάρτητα από τον ρόλο της Λουκίας Φωτοπούλου στα «μουσικά» γραπτά του Σεφέρη, είναι ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τους στοχασμούς και τα σχόλια ενός ανθρώπου για μια τέχνη διαφορετική από αυτήν που υπηρετεί, πόσο μάλλον όταν υπάρχει μια αποδεδειγμένη συνάφεια ανάμεσα στις δύο αυτές τέχνες, συνάφεια την οποία και ο ίδιος παραδέχτηκε.



Τ’ απόγευμα άκουσα το δεύτερο μέρος της συμφωνίας του Φρανκ, εκείνο που αρχίζει με τις άρπες, κι άρχισα ένα ποίημα που λέγεται «Τυφλοί». Ένα κεφάλαιο από το ερχόμενο βιβλίο θα λέγεται «Ιντερμέδιο για χαμηλά φωνή». Έτσι επηρεάζομαι από τις μουσικές γιατί βαρέθηκα να επηρεάζομαι από τους λογοτέχνες. Αύριο θα πάω να αγοράσω το Φαύνο ή το Valse του Ραβέλ ή το Bolero. Φαντάζομαι τους μελλούμενους κριτικούς που δε θα μπορούν να βρούν ποιους έκλεψα. Αν ήμουν ελεύθερος θα πήγαινα στο Παρίσι να σπουδάσω μουσική. (29 Νοέμβρη 1931)

Ο Σεφέρης τα χρόνια αυτά, (1931-1934) όπως προαναφέρθηκε άκουσε πάρα πολλή και διαφορετική μουσική. Bach, Haydn, Beethoven, Brahms, Chopin, Strauss, Ravel, Debussy, Stravinsky και άλλους. Συναυλίες με διευθυντή ορχήστρας τον Furtwangler, τον Ravel και τον Schonberg.

Όπως και ο ίδιος παραδέχεται στη Λουκία Φωτοπούλου (Δεν κάνω το σπουδαίο, σου το λέω να το ξέρεις, όταν σου μιλώ για μουσική, νιώθω πως είμαι αγράμματος σ΄αυτό το κεφάλαιο.) δεν έχει ειδικές μουσικές γνώσεις. Μέσα όμως από τις σημειώσεις του αποκαλύπτεται ένας ακροατής με ένστικτο, που αντιλαμβάνεται το μεγαλείο της μουσικής που ακούει και προσπαθεί να μορφωθεί όσο μπορεί.



Ξαναπιάνω από την αρχή φράσεις, προσπαθώ να συνηθίσω τ’ αυτί μου να ξεχωρίσει τα διάφορα όργανα, να παρακολουθεί τι γίνουνται και πως αλλάζουν τα μοτίβα, και ποιαν ανταπόκριση έχουν τέλος πάντων μ’εκείνον το ζωντανό άνθρωπο που τα δημιούγησε και με τη μουσική.

Από το σύνολο των σημειώσεων του Σεφέρη για τη μουσική προκύπτει ότι είχε διαμορφώσει κάποιες απόψεις και προτιμήσεις. Διακρίνουμε μια αγάπη στους κλασικούς (Bach, Beethoven) και έναν έντονο θαυμασμό για τον Debussy και τον Stravinsky, όπως επίσης έναν δισταγμό απέναντι στον Wagner και μια αποστροφή για τον Strauss. (Dr. Strauss, όπως ειρωνικά τον αποκαλεί.)



Ιδιαίτερα, αξίζει κανείς να σταθεί στην άποψη του Σεφέρη για τη γαλλική μουσική της οποίας είναι, θα λέγαμε, κάτι παραπάνω από ένθερμος υποστηρικτής (Franck, Debussy, Ravel). Η πρώτη «μουσική» γραφή στο ημερολόγιό του αναφέρει έργα αυτών των συνθετών (βλέπε σελ. 8.). Δεδομένης της γαλλικής του παιδείας και των αναγνωσμάτων του (Laforgue, Verlaine, Mallarme, Baudelaire, Valery) ο ενθουσιασμός του για τη γαλλική μουσική δεν μας εκπλήττει. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’30, και οι συνθέτες αυτοί εθεωρούντο ακόμη “σύγχρονοι” (τρόπον τινά) στους μουσικούς κύκλους, ίσως μάλιστα να μην είχαν γίνει ακόμη αποδεκτοί· ειδικά στους πιο συντηρητικούς. Είναι λοιπόν αξιοθαύμαστη η ευρύτητα του πνεύματος που διακρίνει τον ποιητή και η ικανότητά του να δέχεται το καινούργιο, να αξιολογεί, να αφομοιώνει και να εκφράζει την άποψή του για νέα και πρωτοποριακά ακούσματα (σε σχέση πάντα με την εποχή), όπως το Prelude a l’apres-midi d’un faune (1895), τα Preludes, Livre I (1910) για πιάνο και την Sonate (1917) για βιολί και πιάνο του Debussy καθώς και την δεύτερη συμφωνία του Franck, και έργα του Ravel. Τολμώ να πώ, ότι δεν υπήρχαν πολλοί Έλληνες (μουσικοί ή μη) οι οποίοι, εκείνα τα χρόνια, θα μπορούσαν να αφομοιώσουν τέτοια μουσική. Είναι λοιπόν άξια παραπάνω από θαυμασμού η προσπάθεια του Σεφέρη για μουσική μόρφωση και καλλιέργεια.



Ειδικά για τον Debussy, ο Σεφέρης έτρεφε τεράστια εκτίμηση, όπως άλλωστε μαρτυρούν οι γραφές του:

Πήρα σήμερα ολόκληρο το πρώτο βιβλίο των Preludes του Claude-Achille (Cortot) και τη Σονάτα του ίδιου για βιολί και πιάνο (Cortot -Thibaud). Τ’ άκουσα αυτά τα κομμάτια δυό τρείς φορές και τώρα είμαι ζαλισμένος, ανυπόστατος και δυστυχής. Τι θές ν’ αξίζουν οι προσπάθειές μας άμα ξέρουμε πώς υπήρξαν τέτοιοι άνθρωποι; Τα ξέρεις όλα αυτά τα Preludes, είναι μαζί δέκατο, η Cathedrale engloutie. Είναι ένα που λέγεται Voiles. Εμένα μου θυμίζει εκείνο του Μαλλαρμέ: La chair est triste, helas! Κι έπειτα τι σημασία έχει τι μου θυμίζει αν με κάνει να νιώθω τι μου λείπει, μολονότι δεν μπορώ να το πω. Είναι ένα άλλο Des pas sur la neige , που φεύγει άπειρα και όμως μένει πάντα πολύ κοντά για να σου θυμίζει θά΄λεγες μόνο και μόνο ότι φεύγει.

Τι έφερε στη μουσική αυτός ο άνθρωπος, τι παράθυρα άνοιξε
Κάτι ήξερε ο Claude-Achille που έγραφε «musicien Francais» και όχι «compositeur» και είναι μουσικός. (31 Μαΐου 1932)

Από το ημερολόγιο του ποιητή διαπιστώνουμε επίσης ότι η μουσική του Debussy τον επηρέασε και στο έργο του, ο ίδιος την συνδέει με την Στέρνα. ( Αν επιτύχει και μ’ αρέσει, και αν ο Claude-Achille ζούσε και ήταν φίλος μου, θα του τη χάριζα).



Σε γενικότερες γραμμές διαπιστώνει κανείς ότι είναι αρκετά τα κοινά στοιχεία, τα οποία συνδέουν τον Σεφέρη με τον Debussy και αυτά είναι ο μεγάλος χρόνος προετοιμασίας, η επιδίωξη της αρτιότητας, η λιτότητα της έκφρασης και η υποβλητικότητα, που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι χαρακτηρίζουν το έργο τους. Ο Σεφέρης δημοσιεύει την πρώτη του συλλογή το 1931, παρόλο που ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα εφηβικά του χρόνια. "Η σιωπή του κατά τη δεκαετία του 1920", γράφει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, "συνιστά μια περίοδο παρατεταμένης προετοιμασίας κατά την οποία προσπαθεί να αρθρώσει τη δική του ποιητική φωνή, επιδιώκοντας μορφική και εκφραστική αρτιότητα." Ο Debussy επίσης σχεδίαζε την όπερά του Pelleas et Melissande σχεδόν δέκα χρόνια, προτού την παρουσιάσει ολοκληρωμένη και δεν ήταν γενικά άνθρωπος που εξελισσόταν γρήγορα. Δούλευε για αρκετό καιρό τις συνθέσεις του, πριν τις δημοσιεύσει όπως και ο Σεφέρης τα ποιήματά του. Επίσης, ήταν το ίδιο εξοικειωμένος με τους γάλλους «συμβολιστές» ποιητές (Baudelaire, Verlaine, Mallarme).Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο καθένας από τους δύο ξεχωριστά (και σε διαφορετική, αλλά αρκετά κοντινή, χρονικά, περίοδο) ενέπνευσαν την ανανέωση στις τέχνες τους.

Εκτός από τον Debussy αναφέρεται, στα γραπτά του Σεφέρη, ο Franck (στον οποίο μαθήτευσε για λίγο ο Debussy) και η δεύτερη συμφωνία του. Κάτι άλλο γίνεται λοιπόν εδώ αντιληπτό. Ο Franck στο τέλος του 19ου αιώνα και ο Debussy στις αρχές του 20ού είχαν γίνει εκφραστές ενός ρεύματος ενάντια στον Wagner ο οποίος τότε κυριαρχούσε. Ίσως είναι κάτι παραπάνω από σύμπτωση το γεγονός ότι ο Σεφέρης, αν και πολύ αργότερα, εκφράζει έναν σκεπτικισμό απέναντι στο έργο του Wagner.



Λοιπόν με τον Βάγνερ, οι λεπτομέρειες που σου αναφέρω με διώχνουν: όγκος, σύνθεση των τεχνών, μυθολογία απάνθρωπη (για μένα τουλάχιστον), πλήθος μέσων κτλ. (28 Μαΐου 1932)

Μία άλλη ιδιαίτερη σχέση είναι αυτή του Σεφέρη με τον Stravinsky. Η πρώτη γραφή του ποιητή για τον Stravinsky έγινε στις 2 Φεβρουαρίου 1932:

Χτες πήγα στο κοντσέρτο. Η Τρίτη (Beethoven) και κυρίως το Καπρίτσιο για πιάνο, έγχορδο κουαρτέτο και ορχήστρα και η Συμφωνία των Ψαλμών του Igor [Stravinsky] ( στο πιάνο ο ίδιος). Τι άνθρωπος και τι ρυθμός· έπρεπε ν’ ακούσεις την attaque : μια κλοτσιά σ’ όλες τις τρυφερές, ηδονοπαθείς σαχλαμάρες και στους νυσταλέους βηματισμούς.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το έργο αυτό γράφτηκε το 1930, και ο Σεφέρης αναφέρεται σε αυτό μόλις δύο χρόνια αργότερα, είναι λοιπόν αναμφισβήτητα ένα σύγχρονο έργο. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την πραγματικά στενή σχέση του ποιητή με την μουσική λαμβάνοντας βέβαια υπόψη, ότι βρισκόταν στο Λονδίνο και είχε την δυνατότητα να ακούσει έργα σαν και αυτό σε συναυλίες καθώς και να αγοράζει ηχογραφήσεις για το γραμμόφωνό του. Δεν μπορεί όμως κανείς να μην μνημονεύσει τα σχόλιά του αυτά, καθώς είναι πέρα για πέρα προφανές, ιδιαίτερα για έναν άνθρωπο των καιρών μας, το καταπληκτικό του δεκτικό και κριτικό πνεύμα, αφού κατά κάποιο τρόπο προέβλεψε την καθολική αποδοχή, όχι μόνο του Stravinsky αλλά και του Debussy.



Στη Συμφωνία των Ψαλμών ο ποιητής αναφέρεται και αργότερα, στις 2 Απριλίου 1933 και την χαρακτηρίζει σταθμό στην θρησκευτική μουσική.

Ο Σεφέρης έγραψε τον πρόλογο στην έκδοση του 1970 του βιβλίου του Stravinsky με τίτλο Poetics of Music (In the Form of Six Lessons), στον οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην συνεργασία του Stravinsky με τον Valery και στη σημασία και το κύρος που είχε (ο Valery) για τον ποιητή από τα χρόνια των σπουδών του. Εκφράζει επίσης μέσω του προλόγου αυτού τον απόλυτο θαυμασμό του:

(έχει επιβληθεί σαν ένας μεγάλος άρχοντας της μουσικής, παράλληλα με τον άλλο στυλοβάτη της εποχής μας τον Πικάσσο. Τα έργα, οι εκφράσεις των δύο αυτών ανθρώπων έχουν σφραγίσει τον αιώνα μας)

Ο ίδιος ο Stravinsky αναφέρεται στις διαλέξεις του και στον Baudelaire (σελ. 65) και στον Gide ( σελ. 79), των οποίων τα έργα επηρέασαν σε κάποιο βαθμό την ποιητική του εξελικτική πορεία.

Κοινό χαρακτηριστικό στις γραφές για τον Debussy και τον Stravinsky είναι ότι ο Σεφέρης αναφέρεται σε αυτούς χρησιμοποιώντας τα μικρά τους ονόματα, κάτι που δείχνει πιστεύω, την οικειότητα που αισθανόταν απέναντι σε αυτούς διαμέσου της μουσικής τους.



Ο Σεφέρης έτρεφε επίσης εκτίμηση και θαυμασμό και για τους κλασσικούς (Bach, Beethoven, Haydn), στους οποίους «μυήθηκε» λίγο αργότερα από ότι στην γαλλική μουσική. ‘(…) κάποιο συγκεκριμένο μουσικό έργο υπήρξε για ορισμένα ποιήματα θεματικό ερέθισμα, αφορμή ή αναφορά, όπως π.χ. για την «Canzona» ή το «ΣΤ΄» του Μυθιστορήματος, που έχουν και τα δύο τέτοιας μορφής συνδέσεις με την «Canzona di ringraziamento», το αργό μέρος από το 15ο Κουαρτέτο Εγχόρδων του Μπετόβεν.

Έχω τώρα τελευταία το Κοντσέρτο του Βραδεμβούργου αρ. 3 και το Κουαρτέτο 132, εκείνο με την περίφημη Canzona di ringraziamento "ιερό τραγούδι ευγνωμοσύνης, ενός που γιατρεύτηκε, στο Θεό, σε λυδικό τρόπο". Τα έχω χαμένα, γνώρισα τόσους που ήταν έμπειροι στη μουσική, δε βρέθηκε ένας να μου πει πώς κάποτε ο Μπετόβεν είχε εκφράσει μ’έναν τόσο χειροπιαστό τρόπο την ωριμότητα του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, την ελευθέρωση από το θάνατο με τόσο ανθρώπινο τρόπο. Οτι ο Μπαχ είναι ίσως ο μόνος που υπάρχει που να μην είναι ούτε cerebral, ούτε sensuel, ούτε sentimental, ούτε romantique, ούτε classique, ούτε precieux, ούτε naturel, ούτε prime-sautier, ούτε τίποτα από δαύτα- κανένας χαρακτηρισμός: είναι ο γυμνός άνθρωπος, πλέριος, ζυγισμένος, χωρίς καμιά γωνιά, που μας μοιάζει ή που δεν μας μοιάζει, κι όμως ξέρουμε πως είναι αυτός πλέριος και αληθινός.



Για περισσότερες σχετικές πληροφορίες, και ιδιαίτερα για τον Bach (και τον Σεφέρη) υπάρχει το άρθρο του Χ. Ξανθουδάκη στο περιοδικό Μουσικός Λόγος 2 (Φθινόπωρο 2000).

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μουσική κατείχε μια εξέχουσα θέση στη ζωή του ποιητή και όχι μόνο ως μια άλλη τέχνη, την οποία προσπαθεί να κατανοήσει και πάνω σε αυτήν να μορφωθεί. Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης έχει χρησιμοποιήσει την έκφραση «δεύτερη παιδεία», η οποία, χρονικά (1931-1933), συμπίπτει με την δημοσίευση της πρώτης του συλλογής και παίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην διαμόρφωση της ποιητικής του γλώσσας όσο και στην όλη πορεία του σεφερικού έργου με κύριο άξονα ένα κοινό για εκείνον χαρακτηριστικό των δύο τεχνών: το στόλισμα και την κατεργασία της σιωπής.



'Αρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.



 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ἄρνηση
Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.

Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.

Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.



Πρωί
Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.



Ἀφήγηση
(μελοποίηση: Μίλτος Πασχαλίδης)

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα

Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν

Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία

Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή

Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ

Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατί δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
Ἄνοιξη μ.Χ.

Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
πάλι τὸ καλοκαίρι
χαμογελοῦσε.

Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς
στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
τί θά ῾τανε καλύτερο
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.

Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τὰ παραδώσανε
ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.

Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
μέσα σε φλόγες κίτρινες
καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.

Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.




16 Μαρτ. ῾39
Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.

Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.

Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.

Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).

Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.

Λονδίνο, Ἰούλιος 1932
Ἔγκωμη
Ἦταν πλατὺς ὁ κάμπος καὶ στρωτός· ἀπὸ μακριὰ φαί-
νόνταν
τὸ γύρισμα χεριῶν ποὺ σκάβαν.
Στὸν οὐρανὸ τὰ σύννεφα πολλὲς καμπύλες, κάπου-κάπου
μιὰ σάλπιγγα χρυσὴ καὶ ρόδινη· τὸ δείλι.
Στὸ λιγοστὸ χορτάρι καὶ στ᾿ ἀγκάθια τριγυρίζαν 5
ψιλὲς ἀποβροχάρισσες ἀνάσες· θά ῾χε βρέξει
πέρα στὶς ἄκρες τὰ βουνὰ ποὺ ἔπαιρναν χρῶμα.

Κι ἐγὼ προχώρεσα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δουλεύαν,
γυναῖκες κι ἄντρες μὲ τ᾿ ἀξίνια σὲ χαντάκια.
Ἦταν μία πολιτεία παλιά· τειχιὰ δρόμοι καὶ σπίτια 10
ξεχώριζαν σὰν πετρωμένοι μυῶνες κυκλώπων,
ἡ ἀνατομία μιᾶς ξοδεμένης δύναμης κάτω ἀπ᾿ τὸ μάτι
τοῦ ἀρχαιολόγου τοῦ ναρκοδότη ἢ τοῦ χειρούργου.
φαντάσματα καὶ ὑφάσματα, χλιδὴ καὶ χείλια, χωνεμένα
καὶ τὰ παραπετάσματα τοῦ πόνου διάπλατα ἀνοιχτά 15
ἀφήνοντας νὰ φαίνεται γυμνὸς κι ἀδιάφορος ὁ τάφος.

Κι ἀνάβλεψα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δουλεύαν
τοὺς τεντωμένους ὤμους καὶ τὰ μπράτσα ποὺ χτυποῦσαν
μ᾿ ἕνα ρυθμὸ βαρὺ καὶ γρήγορο τούτη τὴ νέκρα
σὰ νὰ περνοῦσε στὰ χαλάσματα ὁ τροχὸς τῆς μοίρας. 20

Ἄξαφνα περπατοῦσα καὶ δὲν περπατοῦσα
κοίταζα τὰ πετούμενα πουλιά, κι εἴταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τὸν αἰθέρα τ᾿ οὐρανοῦ, κι εἴτανε θαμπωμένος
κοίταζα τὰ κορμιὰ ποὺ πολεμοῦσαν, κι εἶχαν μείνει
κι᾿ ἀνάμεσό τους ἕνα πρόσωπο τὸ φῶς ν᾿ ἀνηφορίζει. 25
Τὰ μαλλιὰ μαῦρα χύνουνταν στὴν τραχηλιά, τὰ φρύδια
εἴχανε τὸ φτερούγισμα τῆς χελιδόνας, τὰ ρουθούνια
καμαρωτὰ πάνω ἀπ᾿ τὰ χείλια, καὶ τὸ σῶμα
ἔβγαινε ἀπὸ τὸ χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
μὲ τ᾿ ἄγουρα βυζιὰ τῆς ὁδηγήτρας, 30
χορὸς ἀκίνητος.

Κι ἐγὼ χαμήλωσα τὰ μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, καὶ ζύμη δὲν ἀγγίζαν
γυναῖκες γνέθανε, τ᾿ ἀδράχτια δὲ γυρίζαν
ἀρνιὰ ποτίζουνταν, κι ἡ γλώσσα τους στεκόταν 35
πάνω ἀπὸ πράσινα νερὰ ποὺ ἔμοιαζαν κοιμισμένα
κι ὁ ζευγᾶς ἔμενε μ᾿ ἀνάερη τὴ βουκέντρα.
Καὶ ξανακοίταξα τὸ σῶμα ἐκεῖνο ν᾿ ἀνεβαίνει·
εἴχανε μαζευτεῖ πολλοί, μερμήγκια,
καὶ τὴ χτυποῦσαν μὲ κοντάρια καὶ δὲν τὴ λαβῶναν. 40
Τώρα ἡ κοιλιά της ἔλαμπε σὰν τὸ φεγγάρι
καὶ πίστευα πὼς ὁ οὐρανὸς ἦταν ἡ μήτρα
ποὺ τὴν ἐγέννησε καὶ τὴν ξανάπαιρνε, μάνα καὶ βρέφος.
Τὰ πόδια της μείναν ἀκόμη μαρμαρένια
καὶ χάθηκαν· μιὰ ἀνάληψη.
Ὁ κόσμος 45
ξαναγινόταν ὅπως ἦταν, ὁ δικός μας
μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ τὸ χῶμα.
Ἀρώματα ἀπὸ σκίνο
πῆραν νὰ ξεκινήσουν στὶς παλιὲς πλαγιὲς τῆς μνήμης
κόρφοι μέσα στὰ φύλλα, χείλια ὑγρά·
κι᾿ ὅλα στεγνῶσαν μονομιᾶς στὴν πλατωσιὰ τοῦ κάμπου 50
στῆς πέτρας τὴν ἀπόγνωση στὴ δύναμη τὴ φαγωμένη
στὸν ἄδειο τόπο μὲ τὸ λιγοστὸ χορτάρι καὶ τ᾿ ἀγκάθια
ὅπου γλιστροῦσε ξέγνοιαστο ἕνα φίδι,
ὅπου ξοδεύουνε πολὺ καιρὸ γιὰ νὰ πεθάνουν.




Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου
- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.

- Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγά-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

- Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

- Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.

- Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.

- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.

- Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.

Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38



Ὁ Δαίμων τῆς Πορνείας
«Nicosia e Famagosta per la lor bestia si lamenti e garra»
PARADISO

«ὡς γοιὸν ἠξεύρετε καὶ ὁ δαίμων τῆς πορνείας ὅλον τὸν κόσμον
πλημμελᾶ τὸν ἐκόμπωσε τὸν ρήγαν καὶ ἔππεσεν εἰς ἁμαρτίαν»
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

Ὁ Τζουὰν Βισκούντης εἶχε γράψει τὴν ἀλήθεια.
Πῶς πλέρωσε μαυλίστρες ὁ κούντη Τερουχᾶς
πῶς βρέθηκαν ἀντάμα αὐτὸς κι ἡ ρήγαινα
πῶς ἄρχισε τὸ πράμα, πῶς ξετέλειωσε,
ὅλα τῆς Λευκωσίας τὰ κοπέλια
τὸ διαλαλοῦσαν στὰ στενὰ καὶ στὶς πλατεῖες.
Πῶς ἦταν ἡ γραφὴ σωστὴ ποὺ ἔστειλε στὴ φραγκιὰ στὸ ρήγα
τὸ ξέραν οἱ συβουλατόροι.
Ὅμως τώρα
συνάχτηκαν καὶ συντυχαῖναν γιὰ νὰ συβουλέψουν
τὴν Κορόνα τῆς Κύπρου καὶ τῶν Ἱεροσολύμων·
τώρα ἦταν διαταμένοι γιὰ νὰ κρίνουν
τὴ ρήγαινα Λινόρα ποὺ κρατοῦσε
ἀπ᾿ τὴ μεγάλη τὴ γενιὰ τῶν Καταλάνων·
κι εἶναι ἀνελέημονες οἱ Καταλάνοι
κι ἂν τύχαινε κι ὁ ρήγας ἐκδικιοῦνταν
τίποτε δὲ θὰ τό ῾χαν ν᾿ ἁρματώσουν καὶ νὰ ῾ρθοῦνε
καὶ νὰ τοὺς ξολοθρέψουν αὐτοὺς καὶ τὸ βιό τους.
Εἶχαν εὐθύνες, τρομερὲς εὐθύνες·
ἀπὸ τὴ γνώμη τους κρέμουνταν τὸ ρηγάτο.

Πὼς ὁ Βισκούντης ἦταν τίμιος καὶ πιστὸς
βέβαια τὸ ξέραν· ὅμως βιάστηκε,
φέρθηκε ἀστόχαστα ἄμοιαστα ἄτσαλα.
Ἦταν ἁψὺς ὁ ρήγας, πῶς δὲν τὸ λογάριασε;
καὶ μπρούμυτα στὸν πόθο τῆς Λινόρας.
Πάντα μαζί του στὰ ταξίδια τὸ πουκάμισό της
καὶ τό ῾παιρνε στὴν ἀγκαλιά του σὰν κοιμοῦνταν·
καὶ πῆγε νὰ τοῦ γράψει ὁ ἀθεόφοβος
πῶς βρῆκαν μὲ τὴν ἄρνα του τὸ κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ᾿ ἕναν ἄρχοντα;
Ἦταν μωρός. Τουλάχιστο ἂς θυμοῦνταν
πὼς ἔσφαλε κι ὁ ρήγας· ἔκανε τὸ λιγωμένο
μὰ εἶχε στὸ πισωπόρτι καὶ δυὸ καῦχες.

Ἀναστατώθη τὸ νησὶ σὰν ἡ Λινόρα
πρόσταξε καὶ τῆς ἔφεραν τὴ μιά, τὴ γκαστρωμένη
κι ἄλεθαν μὲ τὸ χερομύλι πάνω στὴν κοιλιά της
πινάκι τὸ πινάκι τὸ σιτάρι.
Καὶ τὸ χειρότερο - δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς -
ἀφοῦ τὸ ξέρει ὁ κόσμος ὅλος πὼς ὁ ρήγας
γεννήθηκε στὸ ζώδιο τοῦ Αἰγόκερω,
πῆρε στὰ χέρια του ὁ ταλαίπωρος καλάμι
τὴ νύχτα ποὺ ἦταν στὸν Αἰγόκερω ἡ σελήνη
νὰ γράψει τί; γιὰ κέρατα καὶ κριάρια!
Ὁ φρόνιμός τη μοίρα δὲν τηνε ξαγριεύει.
Ὄχι· δὲν εἴμαστε ταγμένοι γιὰ νὰ ποῦμε
ποῦ εἶναι τὸ δίκιο. Τὸ δικό μας χρέος
εἶναι νὰ βροῦμε τὸ μικρότερο κακό.
Κάλλιο ἕνας νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ ριζικό του
παρὰ σὲ κίντυνο νὰ μποῦμε ἐμεῖς καὶ τὸ ρηγάτο.

Ἔτσι συβουλευόντουσαν ὅλη τὴ μέρα
καὶ κατὰ τὸ βασίλεμα πῆγαν στὸ ρήγα
προσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν πὼς ὁ Τζουᾶν Βισκούντης
εἶναι ἕνας διαστρεμμένος ψεματάρης.

Κι ὁ Τζουᾶν Βισκούντης πέθανε ἀπ᾿ τὴν πείνα σὲ μιὰ γούφα.
Μὰ στὴν ψυχὴ τοῦ ρήγα ὁ σπόρος τῆς ντροπῆς του
ἅπλωνε τὰ πλοκάμια του καὶ τὸν ἐκίνα
τό ῾παθε νὰ τὸ πράξει καὶ στοὺς ἄλλους.
Κερὰ δὲν ἔμεινε ποὺ νὰ μὴ βουληθεῖ νὰ τὴν πορνέψει·
τὶς ντρόπιασε ὅλες. Φόβος κι ἔχτρα ζευγαρῶναν
καὶ γέμιζαν τὴ χώρα φόβο κι ἔχτρα.

Ἔτσι, μὲ τὸ «μικρότερο κακό», βάδιζε ἡ μοίρα
ὡς τὴν αὐγὴ τ᾿ Ἁγι᾿ Ἀντωνιοῦ, μέρα Τετάρτη
ποὺ ἦρθαν οἱ καβαλάρηδες καὶ τὸν ἐσύραν
ἀπὸ τῆς καύχας του τὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸν ἐσφάξαν.
«Καὶ τάπισα παρὰ οὕλους ὁ τουρκοπουλιέρης
ἧβρεν τὸν τυλιμένον τὸ αἵμαν» λέει ὁ χρονογράφος
«κι ἔβγαλεν τὴν μαχαίραν του καὶ κόβγει
τὰ λυμπά του μὲ τὸν αὐλὸν καὶ τοῦ εἶπε:
Γιὰ τοῦτα ἔδωκες θάνατον!».
Αὐτὸ τὸ τέλος
ὅρισε γιὰ τὸ ρήγα Πιὲρ ὁ δαίμων τῆς πορνείας.



Φυγή
Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

H ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.




Παντούμ
Τ᾿ ἀστέρια κρατοῦν ἕναν κόσμο δικό τους
στὸ πέλαγο σέρνουν φωτιὲς τὰ καράβια
ψυχή μου λυτρώσου ἀπ᾿ τὸν κρίκο τοῦ σκότους
πικρή, φλογισμένη ποὺ δέεσαι μὲ εὐλάβεια.

Στὸ πέλαγο σέρνουν φωτιὲς τὰ καράβια
ἡ νύχτα στενεύει καὶ στέκει σὰν ξένη
πικρή, φλογισμένη ποὺ δέεσαι μὲ εὐλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιὸς νόμος σὲ δένει.

Ἡ νύχτα στενεύει καὶ στέκει σὰν ξένη
στὸ μαῦρο μετάξι τὰ φῶτα ἔχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιὸς νόμος σὲ δένει
καὶ τί θὰ σοῦ μείνει καὶ τί θὰ σ᾿ ἀφήσει.

Στὸ μαῦρο μετάξι τὰ φῶτα ἔχουν σβήσει
ἀκούγουνται μόνο τοῦ χρόνου τὰ σεῖστρα
καὶ τί θὰ σοῦ μείνει καὶ τί θὰ σ᾿ ἀφήσει
ἂν τύχει κι ἀστράψει βουβὴ πολεμίστρα.

Ἀκούγονται μόνο τοῦ χρόνου τὰ σεῖστρα
μετάλλινη στήλη στοῦ πόνου τὴν ἄκρη
ἂν τύχει κι ἀστράψει ἡ βουβὴ πολεμίστρα
οὔτε ὄνειρο θά ῾βρεις νὰ δώσει ἕνα δάκρυ.

Μετάλλινη στήλη στοῦ πόνου τὴν ἄκρη
ψηλώνει ἡ στιγμὴ σὰ μετέωρο λεπίδι
οὔτε ὄνειρο θά ῾βρεις νὰ δώσει ἕνα δάκρυ
στὸ πλῆθος σου τὸ ἄυλο ποὺ σφίγγει σὰ φίδι.

Ψηλώνει ἡ στιγμὴ σὰ μετέωρο λεπίδι
σὰν τί νὰ προσμένει νὰ πέσει ἡ γαλήνη;
στὸ πλῆθος σου τὸ ἄϋλο ποὺ σφίγγει σὰν φίδι
δὲν εἶναι ὁ οὐρανὸς μηδὲ ἀγγέλου εὐφροσύνη.

Σὰν τί νὰ προσμένει νὰ πέσει ἡ γαλήνη;
Σ᾿ ἀνθρώπους κλειστοὺς ποὺ μετροῦν τὸν καημό τους
δὲν εἶναι οὐρανὸς μηδὲ ἀγγέλου εὐφροσύνη
τ᾿ ἀστέρια κρατοῦν ἕναν κόσμο δικό τους.