Εισαγωγή
Πολλοί κατά συρροή δολοφόνοι του 20ου αιώνα, χαρακτηρίζονται κυρίως από την απόλαυση που ένοιωθαν, προκαλώντας σωματικό πόνο και ψυχική/πνευματική αγωνία στα θύματά τους. Ο Fritz Haarmann έχει να παρουσιάσει μια διεστραμμένη ιστορία, όπου με το φόνο εξασφάλιζε, όχι μόνο φαγητό για τον εαυτό του, αλλά και για τους κατοίκους της φτωχής πόλης του Αννόβερο.
Η αρχή
Ο Haarmann γεννήθηκε στις 25 Οκτώβρη του 1879. Γονείς του ήταν ο Olle Haarmann, ένας εργάτης σιδηροδρόμου, γνωστός με το παρατσούκλι «βλοσυρός Olle» και η Johanna Claudius. Ο Fritz, το μικρότερο από 6 αδέλφια, ήταν ιδιαίτερα κακομαθημένος. Η μητέρα του, κατά τη γέννησή του, έμεινε ανάπηρη και ποτέ δεν επανήλθε, περνώντας έτσι τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής της. Ο Fritz της ήταν απόλυτα αφοσιωμένος και την φρόντιζε μέχρι την τελευταία της πνοή. Κατέληξε να είναι ο μόνος άνθρωπος, για τον οποίο μιλούσε με αγάπη.
Αντιθέτως, σιχαινόταν τον πατέρα του. Συνέχεια φιλονικούσαν και απειλούσαν ο ένας τον άλλον: ο μεν Fritz πως θα κατέδιδε τον Olle ως ένοχο μιας υποτιθέμενης δολοφονίας ενός οδηγού αμαξοστοιχίας, και ο Olle πως θα έκλεινε τον Fritz σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Στην οικογένεια υπήρχε ιστορικό βιαιοπραγιών, καθώς ένας από τους μεγαλύτερους αδελφούς του Fritz είχε καταδικαστεί και φυλακιστεί, αρκετά νέος, για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων.
Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά ξεχώρισαν στην προσωπικότητα του Fritz. Το ένα ήταν η θηλυπρεπής συμπεριφορά του. Η μητέρα του ανέκαθεν τον ενθάρρυνε να παίζει με κούκλες, γεγονός που πιθανότατα συνετέλεσε στο να αναπτύξει μια σεξουαλικότητα, στα όρια των δύο φύλλων. Ως έφηβος διασκέδαζε με το να φοράει τα ρούχα της αδελφής του. Το δεύτερο αξιομνημόνευτο χαρακτηριστικό του Fritz, ήταν η ευχαρίστηση που αντλούσε με το να προκαλεί φρίκη και φόβο: κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο νεαρός Fritz, χτυπούσε τα παράθυρα των γειτόνων του, ξυπνώντας τους το φόβο για την ύπαρξη βρυκολάκων και λυκανθρώπων. Επίσης, αρκετά συχνά, διασκέδαζε με το να δένει και να τρομοκρατεί τις αδελφές του.
Απόδραση
Αφού απέτυχε ως μαθητευόμενος σιδεράς, ο Fritz επέστρεψε σπίτι του για να δουλέψει με τον πατέρα του. Άρχισε να τραβά αρνητικά την προσοχή με τις διαρκώς αυξανόμενες κατηγορίες εναντίον του για σεξουαλική κακοποίηση, με αποτέλεσμα, μετά τα 18α γενέθλιά του, να τον κλείσουν στο ψυχιατρείο της πόλης, καθώς ο δικαστής τον έκρινε επικίνδυνο και αθεράπευτο. Η χαλαρή ασφάλεια του ψυχιατρείου είχε ως αποτέλεσμα ο Fritz να δραπετεύσει και να διαφύγει στην Ελβετία.
Δυστυχώς για τη μικρή του πόλη, έμελε να επιστρέψει δυο χρόνια αργότερα…
Κουβάδες αίμα
Η δολοφονική μανία του Haarmann άρχισε τον Σεπτέμβρη του 1918. Η Γερμανία, μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, περνούσε ανυπόφορες στιγμές. Καθημερινά έφταναν στους σταθμούς της τραίνα γεμάτα ανεπιθύμητους και ζητιάνους. Ο Haarmann, που μόλις είχε αποφυλακιστεί μετά την καταδίκη του για διάφορα αδικήματα ήσσονος σημασίας, ήταν ενθουσιασμένος με το θέαμα του κόσμου που αντίκριζε. Ήταν ένας αδίστακτος άνθρωπος που, μέσα σε αυτή τη φρίκη, βρήκε την ευκαιρία να πλουτίσει και δεν ήθελε να την αφήσει να πάει χαμένη.
Στις 25 Σεπτεμβρίου, ο Fridel Roth, ένας 17χρονος που το είχε σκάσει από το σπίτι του, εξαφανίστηκε. Η αστυνομία, μετά από ανακρίσεις, οδηγήθηκε στο σπίτι του Haarmann, όπου τον συνέλαβε στο κρεβάτι με ένα ανήλικο αγόρι. Καταδικάστηκε σε εννέα μήνες φυλάκιση για αποπλάνηση ανηλίκου. Κανείς δεν υποψιαζόταν, τότε, πως αυτή θα ήταν μόνο η αρχή και το μικρότερο από τα εγκλήματά του. Και οι αστυνομικοί δεν μπήκαν, τότε, στον κόπο να ψάξουν το σπίτι του Fritz. Αν το έκαναν, θα είχαν ανακαλύψει το κεφάλι του άτυχου Fridel κάτω από έναν σωρό με εφημερίδες. Ο Haarmann θα είχε κλειστεί για τα καλά στη φυλακή και ένα σωρό αγόρια θα είχαν γλιτώσει το θάνατο.
Αν και πίστευαν πως είχε ιδιαίτερα χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, ο Fritz αποδείχτηκε γοητευτικός και κινούταν με άνεση στον κόσμο του εγκλήματος. Η ευκολία του αυτή τον έκανε γρήγορα πληροφοριοδότη της αστυνομίας. Μάλιστα οι υπηρεσίες του είχαν τόσο εκτιμηθεί από την αστυνομία του Αννόβερο, που τον είχε εφοδιάσει με ένα αστυνομικό σήμα. Αυτό ακριβώς το σήμα ήταν που τον βοηθούσε να αρπάζει νεαρούς φυγάδες από τους σταθμούς, με την ψεύτικη υπόσχεση βοήθειας και ενός καλού γεύματος.
Ο Haarmann εφήρμοζε την ίδια, παγερά ανατριχιαστική, τακτική, με μικρές διαφοροποιήσεις. Αφού απομάκρυνε τους νεαρούς από το σταθμό του τραίνου, τους οδηγούσε στο διαμέρισμά του, τους πρόσφερε ένα πλουσιοπάροχο δείπνο και, στη συνέχεια, τους κακοποιούσε σεξουαλικά. Όταν ικανοποιούσε τη σεξουαλική του πείνα, τους έκοβε την καρωτίδα, συχνότατα με τα δόντια του, και –ενίοτε- επιδιδόταν σε νεκροφιλικές δραστηριότητες. Στη συνέχεια πουλούσε τα ρούχα τους και το κρέας (!) τους στην αγορά.
Ο επιχειρηματίας
Έχοντας μάθει την τέχνη του χασάπη κάποια στιγμή, απέκτησε τη δυνατότητα να βρει ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα και να εγκαταστήσει εκεί το υποτιθέμενο χασάπικό του. Η μέθοδος που προμηθευόταν το προς πώληση κρέας ήταν πάντα η ίδια: σύχναζε στους σταθμούς, όπου περιμάζευε περιπλανώμενα αγόρια και τα έπαιρνε σπίτι του. Τον Σεπτέμβρη του 1919 γνώρισε τον 20χρονο Hans Granz, μια αρσενική πόρνη, με τον οποίο έγιναν εραστές και αποφάσισαν να «συνεταιριστούν». Καθώς ο Grans ήταν όμορφος και ευπαρουσίαστος, ανέλαβε το έργο της αρπαγής των αγοριών από τους σταθμούς, καθώς ήταν πιο εύκολο να εμπιστευθούν αυτόν παρά τον Fritz.
Ο Hans και ο Fritz διατηρούσαν έναν πάγκο στην τοπική λαϊκή αγορά, πουλώντας μεταχειρισμένα ρούχα και κρέας. Ο Fritz πουλούσε το κρέας του φτηνότερα από τους άλλους και ισχυριζόταν πως ήταν από άλογο. Εντούτοις, λίγο μετά τη σύλληψή του, η αστυνομία ανακάλυψε την αιματοβαμμένη σοφίτα στο διαμέρισμά του. Εκεί ο Fritz διαμέλιζε και ξεκοκάλιζε τα σώματα των θυμάτων του, κόβοντάς τα σε μικρότερα κομμάτια. Αργότερα, οι γείτονες ισχυρίστηκαν πως άκουγαν τους μπαλτάδες να δουλεύουν όλες τις ώρες, αλλά υπέθεταν πως επρόκειτο για κανονικό χασάπικο.
Συχνά έβλεπαν τον Fritz κα κατεβάζει κουβάδες γεμάτους αίμα, αλλά και να τους δίνει κόκαλα για να τα χρησιμοποιήσουν για να φτιάξουν σούπα. Τα κόκαλα ήταν ασυνήθιστα λευκά και σιγά-σιγά άρχισαν οι ψίθυροι μεταξύ των γειτόνων για την προέλευσή τους, κι έτσι ο Fritz σταμάτησε να τα μοιράζει. Τα κόκαλα τον δυσκόλευαν πάντα. Συνήθως τα έριχνε στο ποτάμι που περνούσε δίπλα από το σπίτι του, μια συνήθεια που έμελλε να αποτελέσει την αρχή της καταστροφής του.
Ο κλοιός σφίγγει
Το 1923 ο Fritz απολάμβανε ισχυρής αστυνομικής προστασίας, καθώς βασίζονταν σε αυτόν για πληροφορίες σχετικά με τον υπόκοσμο του Αννόβερο. Όμως, αυτός και ο Hans είχαν αρπάξει, δολοφονήσει και διαμελίσει πάνω από 50 αγόρια σε περίοδο πέντε χρόνων και οι εξαφανίσεις αυτές έκαναν την κοινή γνώμη ν’ αρχίσει να πιέζει την αστυνομία για κάποιο αποτέλεσμα. Ο τύπος της εποχής θεωρούσε την αστυνομία διεφθαρμένη και πρόβαλε καθημερινά την αναποτελεσματικότητά της, αναφορικά με τις εξαφανίσεις. Μια εφημερίδα έγραψε πως είχαν εξαφανιστεί 600 αγόρια, κατά τη διάρκεια ενός και μόνου έτους. Το Μάιο του 1924 ο ποταμός Leine ξέβρασε στις όχθες του ένα ανθρώπινο κρανίο και η αστυνομία, επιτέλους, ανέλαβε δράση. Ο πυθμένας και οι όχθες του ποταμού ψάχτηκαν εξονυχιστικά και η συγκομιδή ήταν τρομακτική: πάνω από 500 ανθρώπινα κόκαλα.
Φάκελοι ανοίχτηκαν και όλοι όσοι είχαν εμπλακεί σε κακοποιήσεις και σεξουαλικές επιθέσεις εναντίον ανηλίκων άρχισαν να εξετάζονται, από την αστυνομία, εκ νέου. Ήταν επόμενο, λόγω της παλιάς καταδίκης, να οδηγηθούν και στην πόρτα του Fritz για να του υποβάλουν ερωτήσεις. Ήδη στην πόλη είχε αρχίσει να κυκλοφορεί το όνομά του, ως του πιθανότερου δολοφόνου. Οι αστυνομικοί άρχισαν να τον παρακολουθούν στενά.
Προς το τέλος του Ιούνη του 1924, ο Haarmann προσπάθησε να επιτεθεί σε ένα αγόρι στο σιδηροδρομικό σταθμό, χωρίς αποτέλεσμα. Το αγόρι ξέφυγε και ειδοποίησε την αστυνομία. Ο Haarmann συνελήφθη αμέσως και οι αστυνομικοί έσπευσαν στο σπίτι του για έρευνα. Ήταν εντελώς απροετοίμαστοι για το θέαμα που αντίκρισαν: σωροί ρούχων και μια σοφίτα βουτηγμένη στο αίμα. Ο Fritz αρνήθηκε τα πάντα και ισχυρίστηκε πως η εμπορία ρούχων και κρέατος ήταν το επάγγελμά του. Οι σωροί με τα ρούχα δεν ήταν παρά εμπόρευμα και το δωμάτιο με το αίμα παντού, το χασάπικο. Επέμενε σε αυτούς τους ισχυρισμούς, μέχρι που η μητέρα ενός από τα θύματα, είδε το σακάκι του γιου της φορεμένο από κάποιον, ο οποίος το είχε αγοράσει από τον Fritz. Ο Haarmann έσπασε και τα ομολόγησε όλα.
Στην κατάθεσή του, αποκαλούσε τα θύματά του «κυνήγι». Περιέγραψε πώς τα δελέαζε και τα απομάκρυνε από το σταθμό, πώς τα οδηγούσε στο σπίτι του, όπου μισοκοιμισμένα μετά από ένα βαρύ δείπνο, τα σοδόμιζε και στη συνέχεια τους έκοβε το λαιμό με τα δόντια του, συνεχίζοντας μέχρι να τα αποκεφαλίσει. Έφτανε σε οργασμό μόνο όταν ένοιωθε τη γεύση του αίματός τους στο στόμα του. Έπειτα αποχώριζε τη σάρκα από τα κόκαλά τους, κατανάλωνε ένα μέρος της και το υπόλοιπο το πουλούσε στην αγορά, όπως και τα ρούχα τους. Ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, το πέταγε στο ποτάμι.
Από την πρώτη στιγμή ο Haarmann ενέπλεξε και τον εραστή του Hans Granz στα εγκλήματα. Έτσι, στις 4 Δεκεμβρίου του 1924, οδηγήθηκαν αμφότεροι σε δίκη, στην Assizes, στο Αννόβερο. Ο Haarmann ήταν τότε 45 ετών και ο Grans 25. Σε όλη τη διάρκεια της δίκης, που κράτησε 14 ημέρες, ο Hans παρέμεινε σιωπηλός, ενώ ο Fritz δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει την περιφρόνησή του στους δικαστές. Συχνά διέκοπτε την ακροαματική διαδικασία κάνοντας σχόλια σε υβριστική γλώσσα. Το ακροατήριο πάγωσε όταν τον άκουσε να απαντά στην ερώτηση για τον τρόπο με τον οποίο θανάτωνε τα θύματά του: «Τους μασούσα τον λαιμό», απάντησε με απάθεια.
Εκτέλεση
Από τα στοιχεία που βρέθηκαν στο διαμέρισμα του Fritz, η αστυνομία κατάφερε να στοιχειοθετήσει κατηγορία για 27 φόνους, προκαλώντας την απορία του Fritz καθώς ο ίδιος θυμόταν ξεκάθαρα 40 (!). Και οι 27, όμως, ήταν αρκετοί για να τον οδηγήσουν στο θάνατό του.
Προς έκπληξη όλων, ο Haarmann δεν επικαλέστηκε παράνοια. Αντιθέτως ζήτησε η εκτέλεσή του να γίνει στην ίδια πλατεία «όπου τόσα χρόνια εξασκούσε το επάγγελμά του». Δύο ψυχίατροι που τον εξέτασαν αποφάνθηκαν πως «είχε σώας τας φρένας». Τόσο ο Haarmann όσο και ο Grans κρίθηκαν ένοχοι για τη δολοφονία 27 αγοριών. Ο Haarmann καταδικάστηκε σε θάνατο στη γκιλοτίνα, ενώ ο Hans καταδικάστηκε σε ισόβια. Μετά από 12 χρόνια ήταν ελεύθερος και δεν ξανακούστηκε τίποτα γι αυτόν. Όσο περίμενε, φυλακισμένος, την εκτέλεσή του, ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός, απολάμβανε τους περιπάτους στο προαύλιο της φυλακής, γελούσε και αστειευόταν με τους φύλακές και, γενικά, έδειχνε να απολαμβάνει την όλη κατάσταση. Δεν εξέφρασε ούτε στιγμή μεταμέλεια για τα αποτρόπαια εγκλήματά του και δευτερόλεπτα πριν πέσει η λεπίδα και του πάρει το κεφάλι, δήλωσε πως «αυτός είναι ο γάμος μου».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Κινηματογράφος – Θέατρο
1. Η κλασική ταινία «Μ», σε σκηνοθεσία Fritz Lang, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Peter Lorre, είχε ως αφετηρία τα εγκλήματα του Haarmann, καθώς και αυτά του δολοφόνου παιδιών του Ντύσσελντορφ Peter Kurten (βλέπε σχετικό άρθρο στο «Έγκλημα και Τιμωρία»). Ο Ηaarmann αναφέρεται ονομαστικά στην ταινία, μαζί με έναν άλλο διαβόητο γερμανό κατά συρροή δολοφόνο, τον Karl Grossmann.
2. Το 1973, κυκλοφόρησε στη Γερμανία η ταινία του Ulli Lommel «Die Zärtlichkeit der Wölfe» (Η τρυφερότητα των λύκων), βασισμένη στην εγκληματική δράση του Haarmann. Πρωταγωνιστούσε ο Kurt Raab και σε έναν δευτερεύοντα ρόλο εμφανιζόταν ο Reiner Werner Fassbinder.
3. Το 1995, μια ακόμη γερμανική ταινία γυρίζεται, για τη δολοφονική μανία του Haarmann. Πρόκειται για το «Der Totmacher», του Romuald Karmakar, με τον Gotz George ως Haarmann. Η ταινία βασίστηκε στα αρχεία του Erich Schultze, ενός από τους δύο ψυχιάτρους που κατέθεσαν στη δίκη του Haarmann. Η υπόθεση του έργου αφορά στις τελευταίες μέρες της ζωής του Fritz, καθώς συνομιλεί με έναν από τους ψυχιάτρους της φυλακής.
4. Πρόσφατα είδαμε και στην Ελλάδα τη θεατρική διασκευή του έργου του Karmakar, με τον τίτλο «Η τέχνη του κ. Χάαρμαν», από τη Β’ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Μπέττυς Αρβανίτη. Στο ρόλο του Haarmann ήταν ο Χρήστος Στεργιόγλου και σε αυτόν του Schultze ο Γιάννης Ροζάκης.
Μουσική
Το αμερικανικό death metal συγκρότημα Macabre, έχουν γράψει δύο τραγούδια για τον Fritz Haarmann. Ένα με τίτλο «Fritz Haarmann, the Butcher», στο album τους «Gloom» και το «Fritz Haarmann, Der Metzger», στο album τους «Murder metal».
Ζωγραφική
Ο Fritz Haarmann και τα εγκλήματά του, υπήρξαν πηγή έμπνευσης για τον σύγχρονό του ζωγράφο George Grosz.
Τα θύματα του Fritz Haarmann, δηλαδή τα οστά τους και ό, τι απομεινάρια τους βρέθηκαν, θάφτηκαν σε ομαδικό τάφο και πάνω του στήθηκε μνημείο.