English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Θάνατοι άξιοι να πενθηθούν και ζωές άξιες να βιωθούν

www.tips-fb.com

Με αφορμή τον θάνατο του Αφγανού εφήβου στα Πατήσια
Οι έρευνες της αστυνομίας γύρω από την έκρηξη της βόμβας στα Πατήσια δεν κατάφεραν μέχρι στιγμής να διευκρινίσουν ποιοι μπορεί να είναι οι υπεύθυνοι. Η αστυνομία επιμένει να προσπαθεί να αποδώσει τη συγκεκριμένη πράξη τρομοκρατίας στους “Πυρήνες της φωτιάς”, παρ’ όλο που οι ίδιοι αρνήθηκαν με προκήρυξή τους κάθε σχέση με αυτό το χτύπημα.


Η ακροδεξιά τρομοκρατία
Φαίνεται ότι η αστυνομία (τουλάχιστον απ’ ο,τι αφήνει να διαρρεύσει στον τύπο) δεν εξετάζει στα σοβαρά την περίπτωση να πρόκειται για τυφλό χτύπημα κάποιας ακροδεξιάς οργάνωσης, παρ’ όλο που υπήρξε ανάληψη ευθύνης απ’ αυτή την πλευρά και κυρίως, παρ’ όλο που το τελευταίο διάστημα υπάρχουν πολλές επιθέσεις τέτοιου τύπου από ακροδεξιούς. Το χαρακτηριστικό αυτών των επιθέσεων είναι ότι πρόκειται για τυφλά χτυπήματα, που πραγματοποιούνται δηλαδή με αδιαφορία για το αν υπάρξουν θύματα, ή ακόμα χειρότερα με πρόθεση να υπάρξουν ανθρώπινα θύματα. Η πιο χαρακτηριστική από αυτή την άποψη ήταν η επίθεση με χειροβομβίδα εναντίον του Δικτύου, πέρσι μετά τον Δεκέμβρη, κατά την οποία οι δράστες επιδίωξαν να σκοτώσουν όλους όσοι βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή μέσα στο κτίριο. Αλλά δεν είναι η μοναδική. Μόνο το 2009 έχουν γίνει 47 ακροδεξιές επιθέσεις σε άτομα ή χώρους. Οι πιο σημαντικές είναι:
5 Ιουλίου: Νυχτερινή βομβιστική επίθεση (πυροσωλήνας με μπαρούτι) κατά του αριστερού στεκιού “Σφεντόνα” της φοιτητικής παράταξης “Αγωνιστικές Κινήσεις”, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
25 Ιουλίου: Έκρηξη εμπρηστικού μηχανισμού (γκαζάκια) στην κατάληψη ΥΦΑΝΕΤ, στη Θεσσαλονίκη (5 π.μ.).
24 Νοεμβρίου: Έκρηξη ισχυρής βόμβας στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο Buena Ventura της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης Θεσσαλονίκης.
16 Δεκεμβρίου: Εμπρηστική επίθεση στο Κοινωνικό Στέκι – Στέκι Μεταναστών στα Χανιά (7 π.μ.).
18 Δεκεμβρίου: Έκρηξη εμπρηστικού μηχανισμού (γκαζάκια) στην κατάληψη του Βοτανικού Κήπου, στην Πετρούπολη».
(Καταγραφή από τον Ιό, «Χρονικό της Φασιστικής Βίας το 2009», Ελευθεροτυπία, 3/1/2010, http://www.iospress.gr/ios2010/ios20100103.htm).
Εκτός όμως από τις παραπάνω επιθέσεις, οι οποίες παρουσιάζουν ομοιότητες με την τελευταία επίθεση στα Πατήσια, υπάρχουν άλλες 40 περίπου πράξεις ακροδεξιάς, ρατσιστικής βίας εναντίον ανθρώπων (μεταναστών, αντιεξουσιαστών, αριστερών), κάποιες από τις οποίες θα μπορούσαν να είναι θανατηφόρες, καθώς και επιθέσεις σε χώρους στους οποίους αναπτύσσονται δραστηριότητες ομάδων του κινήματος ή μεταναστών. Και βέβαια οι τρομοκρατικές ενέργειες από ακροδεξιές ομάδες συνεχίστηκαν και το 2010.
Οι επιθέσεις αυτές θυμίζουν τα τυφλά χτυπήματα που πραγματοποιήθηκαν στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η πιο γνωστή από αυτές τις ενέργειες ακροδεξιάς βίας είναι το τυφλό χτύπημα στην Piazza Fontana του Μιλάνου, όπου σκοτώθηκαν 16 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 88. Στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν κι άλλες πολύνεκρες επιθέσεις από ακροδεξιές-νεοφασιστικές ομάδες (σε πλατείες και σε δημόσιους χώρους, εκτροχιασμός τρένου κτλ), οι οποίες, όπως υπολογίζεται, στοίχισαν τη ζωή σε 63 ανθρώπους και τραυμάτισαν εκατοντάδες (Milza Pierre, Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα, Scripta 2004, σελ. 176, 177). Η ιταλική αστυνομία είχε ενοχοποιήσει αρχικά τον αντιεξουσιαστικό χώρο, (ένας αναρχικός είχε δολοφονηθεί στα χέρια της αστυνομίας). Στη συνέχεια αποδείχτηκε, ότι αυτές οι επιθέσεις, όχι μόνο ήταν έργο της άκρας δεξιάς, αλλά και ότι σχετίζονταν μ’ αυτές και κομμάτια του κρατικού μηχανισμού, τα οποία σχεδίαζαν σενάρια πραξικοπήματος για να απαντήσουν στην άνοδο του εργατικού κινήματος και της αριστεράς, μετά το Καυτό Φθινόπωρο.
Η ακροδεξιά βία στην Ελλάδα έχει την (προ)ιστορία της. Μετά την ανατροπή της χούντας, κομμάτια του χουντικού κρατικού μηχανισμού συσπειρώθηκαν προσπαθώντας να εμποδίσουν την (λειψή ούτως ή άλλως) αποχουντοποίηση, ακόμα και να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις ενός νέου πραξικοπήματος. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος από Ιωαννιδικούς τον Φεβρουάριο του ’75 (το «πραξικόπημα της πιτζάμας») ο χώρος αυτός διασπάστηκε σε ομάδες και οργανώσεις οι οποίες επιδίδονταν σε τυφλές βομβιστικές επιθέσεις, πολλές φορές αιματηρές.
Αντιγράφουμε τις πιο σημαντικές επιθέσεις από σχετικό άρθρο του Ιού («Οι γιάφκες του Καραμανλή», Ελευθεροτυπία, 29/9/2002, http://www.iospress.gr/ios2002/ios20020929a.htm):
«Η ξεχασμένη τρομοκρατία
26.1.1975: Επιδρομή ναζιστών της οργάνωσης “Νέα Τάξη” στο ΕΜΠ και μαχαίρωμα του φοιτητή Β. Γεωργιάδη.
16.2.1976: Βόμβα σε γραφεία του ΚΚΕ Εσωτερικού (οδός Θεσ/νίκης).
24.3.1976: Ρίψη χειροβομβίδας σε βιβλιοπωλείο της Αθήνας και δυναμίτη σε γραφεία του ΚΚΕ στον Κορυδαλλό.
14.9.1976: Ανακάλυψη οπλοστασίου στα χέρια απόστρατων στελεχών της ιωαννιδικής χούντας, στη Θεσ/νίκη.
16.12.1976: Μαζικοί τραυματισμοί δημοσιογράφων από χουντικούς στην κηδεία του Μάλλιου, σε συνεργασία με “αγανακτισμένους” αστυνομικούς.
24.12.1976: Έκρηξη βόμβας της Εθνικής Σοσιαλιστικής Οργάνωσης Πανελλήνων (ΕΣΟΠ) σε γραφεία του ΚΚΕ.
24.1.1977: Επιστολή-βόμβα της ΕΣΟΠ στην εφημερίδα “Αυγή”.
4.2.1977: Έκρηξη βόμβας σε βιβλιοπωλείο της Ασκληπιού, που πουλούσε βιβλία, δίσκους και είδη λαϊκής τέχνης από τη Βουλγαρία.
5.2.1977: Τρεις εκρήξεις βομβών στα γραφεία του ΕΚΚΕ στα Εξάρχεια, του ΚΚΕ στην Καισαριανή και του ΚΚΕ Εσωτ. στα Πετράλωνα.
11.2.1977: Βόμβα στο βιβλιοπωλείο “Πλανήτης”, στην Ασκληπιού. Είχε “προαναγγελθεί”, την προηγουμένη, από τον 20χρονο νεοφασίστα Αργ. Κακκαβά.
19.2.1977: Έκρηξη ισχυρής βόμβας στα γραφεία της Πολιτιστικής Λέσχης Παγκρατίου. [...]
4.3.1977: Βόμβα της ΕΣΟΠ σε γραφεία του ΚΚΕ Εσ. “Τα Νέα”. [...]
22.3.1977: Έκρηξη βόμβας καταστρέφει το Ι.Χ. του γεν. γραμματέα της ΕΣΔΗΝ, Δ. Ξυριτάκη, στην Αλεξάνδρας.
30.5.1977: Σύλληψη του εν ενεργεία ανθυπίλαρχου Γ. Διαμαντή για ρίψη χειροβομβίδας σε βιβλιοπωλείο με βουλγαρικά βιβλία στην Ασκληπιού. Πρωτόδικα θα καταδικαστεί (10.8.77) σε κάθειρξη 8 χρόνων, που το Εφετείο θα μειώσει σε 5 χρόνια (8.2.78). [...]
9.10.1977: Έκρηξη βόμβας σε γραφεία της ΚΝΕ στα Πετράλωνα.
16.10.1977: Εμπρησμός των γραφείων της “Αυγή” από νεοφασίστες.
5.3.1978: Έκρηξη βόμβας στα γραφεία του περιοδικού “Αντί”.
6.3.1978: Έκρηξη βόμβας στα γραφεία του ΚΚΕ Εσωτ. στη Ν. Φιλαδέλφεια.
10.3.1978: Έκρηξη βόμβας στον κινηματογράφο “Έλλη”, κατά τη διάρκεια της προβολής της σοβιετικής ταινίας “Ουράνιο Τόξο”. 18 θεατές τραυματίες, απ’ τους οποίους οι 3 πολύ σοβαρά.
20.6.1978: Έκρηξη βόμβας στον κινηματογράφο “Ρεξ”, κατά τη διάρκεια της προβολής σοβιετικής ταινίας. 15 θεατές τραυματίες.
23.7.1978: 13 αλυσιδωτές εκρήξεις βομβών σε Αθήνα-Πειραιά, στην 4η επέτειο της Μεταπολίτευσης. [...]
6.8.1978: Αλλες 12 εκρήξεις βομβών σε Αθήνα και Πειραιά μέσα σε μιάμιση ώρα.
18.10.1978: Τέσσερις διαδοχικές εκρήξεις βομβών στα δικαστήρια και σε καταστήματα που πουλάνε σοβιετικά προϊόντα.
17.12.1978: 39 εκρήξεις βομβών σε Αθήνα – Πειραιά, ως “μνημόσυνο” για τον βασανιστή Μάλλιο. Τραυματίες 7 περαστικοί. [...]».


Το κράτος προσπάθησε να υποβαθμίσει αυτές τις επιθέσεις υποστηρίζοντας ότι ο κίνδυνος προέρχονταν από τη δράση των (νομίμως δρώντων) οργανώσεων της αριστεράς και της άκρας αριστεράς.
Βέβαια η πολιτική χρεωκοπία του ακροδεξιού χώρου σε συνδυασμό με τις προσπάθειες πολιτικής «εξομάλυνσης», ανάγκασε το κράτος να πάρει μέτρα εναντίον αυτών των ομάδων. Αυτό που έχει όμως σημασία, είναι ότι αυτές οι ακροδεξιές-νεοφασιστικές οργανώσεις σχετίζονταν με τμήματα του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος είχε συγκροτηθεί από την περίοδο του εμφυλίου για να αντιμετωπίσει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» (ή ακόμα και πιο πίσω, από την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας). Αυτό το «παρακράτος», όπως συχνά ονομάζεται, την περίοδο της χούντας επέκτεινε τη δράση του μέχρι τη συνεργασία με τις ιταλικές νεοφασιστικές οργανώσεις και μετά τη χούντα προσπάθησε να αναπαράγει στην Ελλάδα τις συνθήκες τρομοκρατίας που είχαν επικρατήσει στην Ιταλία μετά το Καυτό Φθινόπωρο. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του ακροδεξιού τρομοκρατικού δυναμικού (χουντικοί, νεοφασίστες, μοναρχικοί) παρέμεινε ασύλληπτο και ουσιαστικά ελεύθερο να επιδοθεί, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, σε προσπάθειες συντήρησης ή και ανάκαμψης του ακροδεξιού χώρου.
Οι κατάλληλες συνθήκες για την πολιτική ανάκαμψη και την οργανωτική ανασυγκρότηση της ακροδεξιάς διαμορφώθηκαν την περίοδο της κυβέρνησης του Μητσοτάκη το 1991-1993. Το κλίμα σωβινισμού που ξέσπασε εκείνη την εποχή με αφορμή το Μακεδονικό, νομιμοποίησε τον πολιτικό λόγο και τις ενέργειες των ακροδεξιών ομάδων, πολλές από τις οποίες συγκροτήθηκαν ad hoc, ενώ άλλες, που υπήρχαν από τα προηγούμενα χρόνια, αναβάθμισαν την παρουσία τους. Οι σχέσεις τους με μηχανισμούς του κράτους έχει πολλές φορές επισημανθεί. Η ίδια η κυβέρνηση της ΝΔ ενίσχυσε ακροδεξιές ομάδες και έντυπα, τόσο στο εσωτερικό της, όσο και έξω από αυτήν, σε μία προσπάθεια που αποσκοπούσε όχι μόνο στην εκλογική συσπείρωση του ακροδεξιού χώρου στις γραμμές της, αλλά και στη διάδοση του εθνικιστικού και ρατσιστικού λόγου καθώς επίσης και στην δυναμική αντιμετώπιση νεολαιίστικων κινημάτων με τις ομάδες “αγανακτισμένων πολιτών” που εμφανίζονταν στο πλάι της αστυνομίας, για να κάνουν τη δουλειά που δεν θεωρούνταν σκόπιμο να χρεωθεί η αστυνομία και η κυβέρνηση.
Ο σωβινισμός και ο ρατσισμός που καλλιεργήθηκαν από τις κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’90 (και του ΠΑΣΟΚ μετά τη ΝΔ) νομιμοποίησαν τον ακροδεξιό πολιτικό λόγο, σε τέτοιο βαθμό, ώστε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η ακροδεξιά στην Ελλάδα να μπορεί να διεκδικήσει επιτυχώς ανεξάρτητη εκλογική καταγραφή και πολιτική παρουσία στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Το κεντρικό ζήτημα γύρω από το οποίο συγκροτήθηκε ο ακροδεξιός χώρος στη δεκαετία του 2000, ήταν η “αντιμετώπιση” της παρουσίας των μεταναστών. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ αντιμετώπισαν τους μετανάστες ως ένα πρόβλημα, για το οποίο το ΛΑΟΣ εμφανιζόταν να έχει μία λύση. Άλλες ομάδες του ακροδεξιού χώρου ανέλαβαν να εφαρμόσουν αυτή τη λύση, στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους.
Τα τελευταία τρία χρόνια η δράση αυτών των ομάδων έχει κορυφωθεί και σ’ αυτό έχουν συντελέσει τέσσερις βασικοί παράγοντες:
Η αύξηση της νεολαιίστικης ριζοσπαστικοποίησης που κορυφώθηκε με την εξέγερση του Δεκέμβρη, ώθησε στην αναβάθμιση των σχέσεων των δυνάμεων καταστολής με ακροδεξιές-νεοφασιστικές οργανώσεις (κυρίως συσπειρωμένες γύρω από την Χρυσή Αυγή). Η συνεργασία αυτή πήρε στις αρχές του 2008 την καθαρή μορφή της ανοιχτής στήριξης της δράσης της Χρυσής Αυγής από τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό, για να ολοκληρωθεί, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη με την μορφή των ομάδων των “αγανακτισμένων πολιτών” που βοηθούσαν στο έργο της αστυνομίας εναντίον των διαδηλωτών (η πιο χαρακτηριστική αλλά όχι η μοναδική περίπτωση είναι της Πάτρας). Οι ομάδες αυτές ανέλαβαν (πριν την εξέγερση, κατά την διάρκειά της και πολύ περισσότερο μετά) να κάνουν αυτό που δεν θα μπορούσε να κάνει η αστυνομία, χωρίς “πολιτικό κόστος”: επιθέσεις εναντίον ανθρώπων και χώρων (καταλήψεων, στεκιών κτλ).
Η οικονομική κρίση έχει καταστήσει επιτακτική την ανάγκη της άρχουσας τάξης να καταστείλει τις αντιδράσεις στην επίθεσή της (πρώτα και κύρια της νεολαιίστικης αμφισβήτησης) και ταυτόχρονα να δημιουργήσει αποδιοπομπαίους τράγους, στους οποίους να επιρρίψει τις ευθύνες για τις συνέπειες της κρίσης (μετανάστες). Ο χώρος της ακροδεξιάς διεκδικεί να ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη της άρχουσας τάξης, τόσο στο επίπεδο της ιδεολογίας, όσο και στο επίπεδο της οργανωμένης δράσης. Η παρουσία της ακροδεξιάς λογοδοτεί σε μία αντικειμενική ανάγκη του συστήματος.



Η ανοιχτή υποστήριξη που δέχτηκαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ χτες και του ΠΑΣΟΚ σήμερα από το ΛΑΟΣ, για να εφαρμόσουν την πολιτική τους, έχει και ένα άλλο αποτέλεσμα, πέρα από την πολιτική νομιμοποίηση της ακροδεξιάς πολιτικής: τα κυβερνώντα κόμματα κεθίστανται έτσι (και με την απουσία σοβαρής πολιτικής πιέσεις τους από την αριστερά) δεκτικά σε πιέσεις από την ακροδεξιά. Η πολιτική του ΛΑΟΣ μπορεί έτσι να διαμορφώνει την επίσημη πολιτική ατζέντα, τουλάχιστον όσον αφορά σε ζητήματα μεταναστών και καταστολής.
Ο τέταρτος παράγοντας που συντέλεσε στην αναβάθμιση της ακροδεξιάς είναι η δράση που ανέλαβε εντός και εκτός κοινοβουλίου, σε επίπεδο επίσημων πολιτικών πρωτοβουλιών και σε επίπεδο δρόμου και γειτονιάς, σε σχέση με τους μετανάστες. Το περασμένο καλοκαίρι των πογκρόμ εναντίον των μεταναστών και η καμπάνια εναντίον της παροχής ιθαγένειας στους μετανάστες, είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της δραστηριοποίησης.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις για την ανάδειξη της ακροδεξιάς βίας τα τελευταία χρόνια. Τα θύματα αυτών των πράξεων τρομοκρατικής βίας είναι κατά κύριο λόγο μετανάστες και μέλη του κινήματος (κυρίως νεολαίοι). Η βία αυτή, η οποία συστηματικά υποτιμάται από τα ΜΜΕ, αλλά και από την κυβέρνηση και την δικαιοσύνη, αποτελεί πια ένα πολύ σοβαρό κίνδυνο για το κίνημα, ο οποίος στην περιφέρεια τείνει να πάρει ακόμα πιο σοβαρές διαστάσεις (από τις περιπτώσεις που καταγράφει ο Ιός, οι μισές δεν έχουν γίνει στην Αθήνα, αλλά σε διάφορες άλλες πόλεις).


Εν ονόματι του κινήματος(;)
Όσον αφορά στην πρόσφατη επίθεση στα Πατήσια, οι έρευνες δεν έχουν καταλήξει ακόμα με βεβαιότητα στα πολιτικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που φέρουν την ευθύνη. Παρά τις βιαστικές ανακοινώσεις της κυβέρνησης και της αστυνομίας, το ενδεχόμενο να πρόκειται για ακροδεξιό χτύπημα, είναι υπαρκτό. Όπως όμως και το ενδεχόμενο να πρόκειται για “κακά σχεδιασμένη” επίθεση κάποιας ομάδας της “άλλης πλευράς”.
Τα τελευταία χρόνια μια σειρά από τρομοκρατικές ενέργειες έχουν αναληφθεί από ή έχουν αποδοθεί σε ομάδες, οι οποίες τοποθετούν τους εαυτούς τους στο χώρο του κινήματος αμφισβήτησης του καπιταλισμού και ακόμα διεκδικούν το ρόλο της πρωτοπορίας αυτού του κινήματος.
Δεν θα σχολιάσουμε εδώ την ιδεολογία που αναδεικνύεται μέσα από τα κείμενα με τα οποία αυτές οι οργανώσεις αναλαμβάνουν την ευθύνη αυτών των επιθέσεων (πρέπει πάντως να τονίσουμε, ότι διαπνέονται από έναν ισχυρό ατομικισμό, μία υποτίμηση των συλλογικών δράσεων του κινήματος και μία αντίληψη υποκατάστασης: εμείς θα σας σώσουμε γιατί εσείς είστε ανίκανοι ή συμβιβασμένοι). Δεν θα ασχοληθούμε επίσης με τις καταστροφικές συνέπειες που συνήθως έχουν τέτοιες ενέργειες για το πραγματικό κίνημα (ένταση της αστυνομικής καταστολής, τρομονόμοι κτλ,). Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι πέρα από τα ιδεολογικά επιχειρήματα που επικαλούνται, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο στη λογική όλων αυτών των ομάδων, με το οποίο νοηματοδοτείται η δράση τους. Η ίδια η πράξη αποσυνδέεται από κάθε συγκεκριμένο σκοπό, δεν γίνεται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου του κινήματος, δεν γίνεται για να συμβάλλει στην δικαίωση κάποιου αιτήματος των καταπιεσμένων. Η πράξη περικλείει θα λέγαμε το σκοπό της και γι’ αυτό, όσο πιο θεαματική είναι, τόσο περισσότερο (υποτίθεται ότι) αποκαλύπτεται ο σκοπός της πράξης και καθίσταται ορατός ακόμα και στους πιο αδαείς. Η πράξη λογοδοτεί σε όρους θεάματος και όχι στους όρους οποιασδήποτε αναγκαιότητας του κινήματος.
Η επίθεση στα Πατήσια έδειξε τα τραγικά όρια αυτή της μιντιακής λογικής. Όχι επειδή μπορεί αυτή η επίθεση να αποδοθεί με βεβαιότητα σε κάποια από τις ομάδες που τοποθετούν τους εαυτούς τους στον αντικαπιταλιστικό χώρο, αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτής της αβεβαιότητας. Το γεγονός ότι (έστω και υποθετικά) θα μπορούσε να πρόκειται για μία επίθεση σχεδιασμένη με τρόπο εγκληματικά ανεύθυνο από κάποια από αυτές τις ομάδες, αλλά ταυτόχρονα θα μπορούσε να αποδοθεί και σε κάποια ακροδεξιά ομάδα, επί της ουσίας καταργεί (στο επίπεδο του θεάματος στο οποίο αποσκοπεί η πράξη) τα πολιτικά όρια μεταξύ αυτών των δύο πολιτικών χώρων. Εάν, σύμφωνα με την δικιά τους λογική, η θεαματική πράξη μπορεί από μόνη της, ανεξάρτητα από τους πραγματικούς κινηματικούς σκοπούς των πραγματικών κινηματικών υποκειμένων, να καθίσταται πολιτικά διαφανής, τότε σε αυτή την περίπτωση έχουμε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Το συγκεκριμένο “θεαματικό” γεγονός μπορεί να ερμηνευτεί ταυτοχρόνως, τόσο ως ακροδεξιό (εναντίον μεταναστών), όσο και ως “αντικαπιταλιστικό” χτύπημα (με “παράπλευρη απώλεια” τη ζωή ενός πρόσφυγα).


Δημόσιο πένθος και κατάσταση εξαίρεσης
Ο θάνατος του Αφγανού εφήβου επανέφερε στο δημόσιο λόγο το ζήτημα της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Τα ερωτήματα: Πότε μια ζωή αξίζει; Πότε ένας θάνατος είναι άξιος να πενθηθεί; Αξίζει μια ζωή περισσότερο από μια άλλη ή ένας θάνατος μπορεί να προκαλέσει περισσότερο πένθος από έναν άλλο; Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα τείνουν να θεωρούνται αυτονόητες, αλλά αρκεί να θέσει κανείς τα ερωτήματα για να αμφισβητηθεί το αυτονόητο των απαντήσεών τους. Για να είμαστε ακριβείς, τα ερωτήματα αυτά δεν ετέθησαν στους δημόσιους λόγους που συνόδευσαν τις αφηγήσεις της τραγωδίας της αφγανικής οικογένειας. Απλώς η ομοιογένεια και η στερεότητα αυτών των αφηγήσεων υποσκάφτηκε από την γρήγορη υποχώρησή τους, από τη στιγμή που άρχισε να διαφαίνεται ότι η συγκεκριμένη επίθεση δεν μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο εύκολα από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό. Υποσκάφτηκε επίσης από τον χοντροκομμένο τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε να διαμορφωθούν συνθήκες συναισθηματικής ταύτισης με το δράμα κάποιων ανθρώπων, για τους οποίους ο προπαγανδιστικός μηχανισμός τα προηγούμενα χρόνια κατασκεύασε μια δαιμονική εικόνα. Αυτές είναι οι αιτίες για το ρήγμα που εμφανίστηκε στο δημόσιο λόγο ο οποίος καλούσε τους “Έλληνες πολίτες” να θρηνήσουν τα θύματα της τρομοκρατίας. Μέσα από αυτό το ρήγμα εμφανίστηκαν για μια στιγμή τα ερωτήματα για την ανθρώπινη ζωή και για το πένθος της απώλειάς της.
Εύκολα θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς την υποκρισία που (δεν) κρύβεται σ’ αυτούς τους λόγους, όμως ο σοβαρότερος κίνδυνος δεν είναι η υποκρισία, αλλά η βία που (ανα)παράγεται με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή η προσπάθεια της εξουσίας να διαμορφώσει έναν μηχανισμό βίαιης επιβολής της. Βασικό άξονα αυτής της προσπάθειας αποτέλεσε η ανάδειξη των συναισθημάτων πένθους που προκάλεσε η απώλεια της ζωής του εφήβου, σε δημόσιο πένθος. Πολιτικοί λόγοι και κυβερνητικές πράξεις (βοήθεια του κράτους προς την πληγείσα οικογένεια), ρεπορτάζ, άρθρα και τηλεοπτικές αφηγήσεις κατασκεύασαν την μορφή που θα έπρεπε να πάρουν οι τελετουργίες με τις οποίες όφειλε να εκφραστεί αυτό το κοινό πένθος.
Αλλά πριν απ’ όλα έπρεπε να κατασκευαστεί η ζωή του Αφγανού εφήβου, έτσι ώστε να είναι μια ζωή η οποία αξίζει να πενθηθεί δημοσίως. Εκατοντάδες μετανάστες (πολλοί, κάποιοι, απ’ αυτούς είναι Αφγανοί) έχουν διαμελιστεί στα ναρκοπέδια, έχουν πνιγεί στο Αιγαίο, έχουν πυροβοληθεί από συνοριοφύλακες ή αστυνομικούς. Όλοι αυτοί είναι κάποιοι ανώνυμοι νεκροί (συνήθως θάβονται και χωρίς όνομα), οι οποίοι μόνο ως στοιχεία μιας στατιστικής φτάνουν να απασχολήσουν το δημόσιο λόγο. Ο θάνατός τους έχει δικαιολογηθεί πριν ακόμα συμβεί. Ακόμα και το πένθος γι’ αυτούς τους θανάτους, δεν μπορεί να αφορά παρά μόνο ένα φαινόμενο, μια γενικότητα. Λυπούμαστε γιατί “τόσοι” άνθρωποι έχουν πεθάνει, δεν μπορούμε όμως να αισθανθούμε πένθος για τον θάνατο κάποιων συγκεκριμένων ανθρώπων, δεν υπάρχουν αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Όμως ακόμα χειρότερα, ο δημόσιος λόγος γι’ αυτούς τους θανάτους αρθρώνεται με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να απαγορεύει το πένθος τους. Είναι θάνατοι δικαιολογημένοι, άρα απαραίτητοι να συμβούν (για τα “εθνικά μας συμφέροντα”) και ως εκ τούτου κάθε εκδήλωση πένθους θα ήταν τουλάχιστον απρέπεια. Έτσι λοιπόν ο δημόσιος λόγος κατασκευάζει κάποιες ζωές (τις ζωές των μεταναστών) ως ζωές που δεν αξίζουν να βιωθούν, με βάση τις δικές “μας” αξίες και τα δικά “μας” συμφέροντα. Η ζωή αναδεικνύεται ως εθνική ζωή, από την οποία κάποιοι αποκλείονται (προκειμένου να μπορέσουμε “εμείς” να βιώσουμε, να απολαύσουμε αυτή τη ζωή) και άρα περιέρχονται στην κατάσταση κατά την οποία ο θάνατός τους δεν είναι ακριβώς θάνατος, με τον τρόπο που μπορεί να πεθάνει κάποιος από “εμάς” και με τον τρόπο που ο θάνατος κάποιου “δικού μας” μπορεί να “μας” προκαλέσει θλίψη.
Είναι δύσκολο, μέσα από αυτή τη μάζα ανθρώπων που βιώνουν μια ζωή γυμνή από κάθε προστατευτικό περίβλημα και πεθαίνουν χωρίς να πενθηθούν, να αναδείξει κανείς μια ζωή άξια να πενθηθεί στην απώλειά της. Πρώτ’ απ’ όλα, θα πρέπει να αποδειχτεί ότι αυτή η ζωή ήταν άξια να βιωθεί. Αυτό επιχείρησε να κάνει ο δημόσιος λόγος μιλώντας για τον θάνατο του Αφγανού εφήβου. Κατ’ αρχάς επιχείρησε να τον παρουσιάσει ως άτομο που είχε μια ζωή, μια δικιά του ζωή, ατομική και ενδεχομένως κάπως διαφορετική από τη ζωή μιας μάζας ανθρώπων, των οποίων η ζωή εξακολουθεί να μην αξίζει (για τα “συμφέροντά μας”) να βιωθεί. Ο μικρός απέκτησε επίθετο, όνομα και χαϊδευτικό του ονόματός του. Μάθαμε πώς τον φώναζε η οικογένειά του και οι φίλοι του. Μάθαμε επίσης τα ονόματά των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς του. Μάθαμε την ιστορία της οικογένειάς του και σχεδόν του κάθε μέλους της ξεχωριστά. Μάθαμε τι έκαναν πριν από πολλά χρόνια στο Αφγανιστάν, αλλά και τις επιθυμίες τους, αυτά τα οποία τους συγκινούσαν, τα προβλήματά τους. Έτσι ο νεκρός ήρθε πολύ κοντά μας, έγινε δικός μας νεκρός και μπορέσαμε να αισθανθούμε πένθος για τον θάνατό του. Δεν ήταν πια μια επικίνδυνη και δαιμονική μορφή (ο “λαθρομετανάστης”) αλλά ένας “δικός μας”. Ο μικρός Αφγανός έγινε μετά τον θάνατό του και εξαιτίας του θανάτου του, Έλληνας πολίτης. Δεν πρόκειται απλώς για ένα μεταφορικό σχήμα, αλλά για κάτι αρκετά πραγματικό. Κατ’ αρχάς η οικογένειά του απέκτησε δικαιώματα παραμονής στην Ελλάδα (απέναντι σ’ αυτή την απόφαση φυσικά δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε, αλλά να απαιτήσουμε να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα όλες οι οικογένειες των προσφύγων και των μεταναστών). Το πιο ενδεικτικό όμως αυτής της μακάβριας λογικής για την απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων, είναι οι δηλώσεις των αρμοδίων πολιτικών της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Χρυσοχοΐδης (“υπουργός Προστασίας του Πολίτη”) είπε ότι: «Αυτοί οι δολοφόνοι μας θεωρούν όλους εχθρούς τους, είτε πρόκειται για αστυνομικό είτε πρόκειται για μετανάστη είτε για οποιονδήποτε πολίτη [η υπογράμμιση δική μου, Κώστας Κ.]. Αυτοί οι δολοφόνοι είναι απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Σύσσωμη η ελληνική κοινωνία είναι απέναντί τους γι’ αυτό είναι χρέος μας να συλληφθούν και να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη» (Ελευθεροτυπία, 29-3-2010). Αυτή η φράση: “για οποιονδήποτε πολίτη” είναι τουλάχιστον παράξενη, όταν αναφέρεται κανείς στον θάνατο ενός ανθρώπου, του οποίου του στέρησαν κάθε νομική και πολιτική αναγνώριση όταν ζούσε. Δικαιολογείται και έχει νόημα μόνο στα πλαίσια μιας συλλογιστικής με την οποία ο νεκρός πολιτογραφείται Έλληνας, για να πενθηθεί ως Έλληνας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, ότι στις τέσσερις γραμμές της δήλωσης, η φράση “ελληνική κοινωνία” εμφανίζεται δύο φορές. Καθίσταται έτσι σαφές ότι η κοινωνία (και η ζωή της) μπορεί να υπάρχει και να προσδιορίζεται μόνο με το επίθετο “ελληνική”. Αυτό είναι που προσδίδει την ιδιαίτερη αξία στις ζωές όσων ανήκουν σ’ αυτήν την κοινωνία.


Ο Δένδιας (“τομέαρχης Δημόσιας Τάξης της αξιωματικής αντιπολίτευσης”) ήταν πιο σαφής πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Δήλωσε ότι: “Όλα αυτά, δημιουργούν ένα πλαίσιο, που απειλεί το μοντέλο ζωής του Έλληνα. Του ανατρέπει τη δυνατότητα της επιβίωσης με τον τρόπο, που την ξέρουμε στις πόλεις της χώρας” (Ελευθεροτυπία, 29-3-2010). Υπάρχει λοιπόν ένα “μοντέλο ζωής”, ένας τρόπος να ζεις, άλλα και κάποιοι κανόνες για το πώς πρέπει να είναι μια “κανονική” ζωή, για να είναι ζωή “του Έλληνα”. Η δήλωση αυτή έγινε μετά τον θάνατο του μικρού Αφγανού, σαν πολιτικό σχόλιο σε σχέση με αυτόν τον θάνατο. Αυτή η αιτιακή εξάρτηση ενός “ελληνικού μοντέλου ζωής” με τον θάνατο ενός πρόσφυγα, μας αναγκάζει να αξιολογήσουμε αυτόν τον θάνατο με βάση τους κανόνες που συγκροτούν το ελληνικό μοντέλο ζωής και καθιστούν αυτή τη ζωή, ζωή άξια να βιωθεί και άξια να πενθηθεί στην απώλειά της.
Στο ρωμαϊκό δίκαιο υπήρχε μια στενή σχέση μεταξύ δύο φαινομενικά διαφορετικών πράξεων της εξουσίας: της κήρυξης δημόσιου πένθους και της κήρυξης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Στην περίπτωση του δημοσίου πένθους, οι δύο καταστάσεις επικαλύπτονταν και η ανακήρυξη δημοσίου πένθους ταυτιζόταν με μία κατάσταση κατά την οποία οι κανόνες που όριζαν τη συμπεριφορά της εξουσίας και τις σχέσεις της με την κοινωνία αναστέλλονταν. Η εξουσία ήταν ελεύθερη, καταργώντας τους νόμους της, να ασκηθεί με τρόπο αυθαίρετο για την προστασία του κράτους.
Μπορούμε ίσως να κατανοήσουμε αυτή τη σχέση, μόνο αν προσεγγίσουμε την έννοια του δημόσιου πένθους, ως ενός συνόλου τελετουργιών που επιβάλλονται από την εξουσία για να πενθηθεί η απώλεια μίας ζωής, η οποία αποτελεί “μοντέλο”. Αποτελεί δηλαδή κανόνα για το πώς πρέπει να είναι μια ζωή, η οποία έχει αξία να βιωθεί. Άρα κάθε ανακήρυξη κατάστασης δημοσίου πένθους συνιστά πρώτα και κύρια μία προσπάθεια, να επαναπροσδιοριστούν αυτοί οι κανόνες με τους οποίους η ζωή αποκτάει αξία ως ζωή. Με τις τελετουργίες του δημόσιου πένθους επανασχεδιάζονται οι γραμμές που ορίζουν το πότε οι ζωές κάποιων ανθρώπων (και ποιων ανθρώπων) έχουν αξία, πότε οι θάνατοί τους είναι πενθήσιμοι, δηλαδή για ποιων ανθρώπων τους θανάτους αξίζει (και πρέπει) να πενθούμε. Αλλά πάνω απ’ όλα, μέσω αυτών των τελετουργιών η εξουσία επιβεβαιώνει το ρόλο της και αναπαράγεται, ως αυτή που ορίζει τη ζωή και το θάνατο σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες. Διατυπώνει το δικαίωμά της, να μπορεί να αφαιρεί εκείνες τις ζωές, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στα κανονιστικά πρότυπα (διαμορφωμένα από την ίδια) με τα οποία μια ζωή αξιολογείται ως άξια να βιωθεί και άξια να πενθηθεί στην απώλειά της.
Ο δημόσιος θρήνος για τον θάνατο του μικρού Αφγανού, δηλαδή το πένθος για την απώλεια μιας ζωής, η οποία κατασκευάστηκε ως άξια να βιωθεί και να πενθηθεί στην απώλειά της και μόνο μετά την απώλειά της, εμπεριέχει την αξίωση της εξουσίας να εξοντώνει πρόσφυγες και μετανάστες στα σύνορα, στο Αιγαίο, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις φυλακές και τους χώρους εργασίας. Οι ζωές αυτών των ανθρώπων δεν μπορούν να ενταχθούν στα κανονιστικά μοντέλα της “ελληνικής κοινωνίας”, ή της “ζωής του Έλληνα” (έννοιες αμοιβαία εναλλάξιμες) και γι’ αυτό ο θάνατός τους δεν επιτρέπεται να πενθηθεί. Μόνο ως θύματα της τρομοκρατίας (όχι όμως της ακροδεξιάς τρομοκρατίας) μπορούν ενδεχομένως να αποκτήσουν μία “κανονική” ζωή, να γίνουν “σαν εμάς”, μετά θάνατον.
Αυτή η βία δεν στρέφεται μόνο εναντίον των μεταναστών και των προσφύγων, δηλαδή δεν αφορά μόνο στις ζωές που αξιολογούνται ως ανάξιες να βιωθούν, αλλά αφορά στις ζωές όλων μας. Γιατί οι ζωές όλων μας θα πρέπει να συμπτυχθούν και να ακρωτηριαστούν, να περιέλθουν σε εκείνη την κατάσταση της υποταγής στα κανονιστικά μοντέλα και τα πρότυπα της “ζωής του Έλληνα”, προκειμένου η εξουσία να της αναγνωρίζει αξία και να μας επιτρέπει να τις βιώνουμε.


Απ’ την Αθήνα στην Καμπούλ


Η φράση “γίναμε Καμπούλ”, λέγεται πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, την είπε ακόμα και ο “υπουργός Προστασίας του Πολίτη” πριν από κάποιους μήνες, για να απεικονίσει αυτό που ονομάζεται “ανασφάλεια του Έλληνα πολίτη”. Δεν πρόκειται για μια δημοσιογραφική εξυπνάδα, αλλά για ιδεολογική τοποθέτηση. Το νόημα αυτής της φράσης (της οποίας η πατρότητα ανήκει στην ακροδεξιά, αλλά μπορεί να ειπωθεί το ίδιο εύκολα από οποιονδήποτε πολιτικό του μεσαίου χώρου – αριστερού ή δεξιού), είναι ότι η παρουσία των προσφύγων – μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και κυρίως από το Αφγανιστάν, έχει αλλάξει τα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής των Ελλήνων. Οι άνθρωποι αυτοί απειλούν τη ζωή “μας” γιατί έχουν μεταφέρει στις πόλεις μας τις συνθήκες που επικρατούν στις πόλεις απ’ όπου έφυγαν. Μετά το θάνατο του μικρού Αφγανού η φράση “γίναμε Καμπούλ” χρησιμοποιήθηκε για να εικονογραφήσει την τραγωδία της οικογένειας των Αφγανών: η Αθήνα είναι μια πόλη που έχει τους ίδιους κινδύνους με αυτούς που προσπάθησε να αποφύγει η οικογένεια εγκαταλείποντας την Καμπούλ. Αυτή η εντυπωσιακή μετατόπιση νοήματος, όπου οι Αφγανοί από υπεύθυνοι της μετατροπής της Αθήνας σε Καμπούλ, παρουσιάζονται σε θύματα αυτής της μετατροπής, δεν αλλάζει το ιδεολογικό περιεχόμενο της φράσης. Είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, οι Αφγανοί αποτελούν έναν σταθερό άξονα γύρω απ’ τον οποίο διαμορφώνεται κάποιο νόημα.
Το νόημα αυτής της φράσης, αναπαράγει, αντανακλά και παράγει μια ρατσιστική ερμηνεία – κατανόηση της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία οι πρόσφυγες-μετανάστες ευθύνονται για πραγματικές, αλλά και φανταστικές απειλές εναντίον της “ελληνικής κοινωνίας”. Ως εκ τούτου δεν θα είχε μεγαλύτερη αξία από άλλες ρατσιστικές διατυπώσεις του στιλ: “οι Αλβανοί μας παίρνουν τις δουλειές” κτλ. Στην πραγματικότητα όμως το νόημά της διχάζεται ανάμεσα σε δύο σημασίες, εκ των οποίων η δεύτερη παραμένει λανθάνουσα (ή απωθημένη, αν προτιμάται) και γι’ αυτό είναι πιο αληθινή. Με τη φράση: “η Αθήνα έγινε Καμπούλ” επιχειρείται να αποκρυφτεί ότι, πριν “γίνει η Αθήνα, Καμπούλ” (πριν έρθουν δηλαδή στην Ελλάδα οι Αφγανοί πρόσφυγες) η Καμπούλ έγινε Αθήνα. Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα συμμετέχει στην νατοϊκή κατοχή του Αφγανιστάν και είναι συνυπεύθυνο για τις μαζικές δολοφονίες Αφγανών στη χώρα τους, για τις καταστροφές ολόκληρων περιοχών, την εκδίωξη των κατοίκων τους και την καταλήστευση της χώρας. Οι Αφγανοί έρχονται στην Ελλάδα (και καλά κάνουν) για να γλιτώσουν από την πείνα και τον πόλεμο που επέβαλλαν στο Αφγανιστάν οι νατοϊκές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και οι ελληνικές. Η παρουσία τους εδώ, καθιστά τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους μία απτή πραγματικότητα και όχι απλώς ένα θέαμα της τηλεόρασης. Μεταφέρει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο μέσα στην καρδιά των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων κι αυτή την πραγματικότητα θέλουν να αποκρύψουν με φράσεις του τύπου: “γίναμε Καμπούλ”. Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι εναντίον του λαού του Αφγανιστάν (όπως και του Ιράκ και της Παλαιστίνης κτλ) αναπαράγονται δίπλα μας, μέσα στις πόλεις μας, με τη μορφή της καταδίωξης, της καταπίεσης, της άγριας εκμετάλλευσης των Αφγανών που φεύγουν από το Αφγανιστάν για να γλιτώσουν ακριβώς από αυτή την κατάσταση. Γι’ αυτό και οι αντιιμπεριαλιστικές υποχρεώσεις του κινήματος δεν μπορεί να εξαντλούνται στην καταδίκη αυτών πολέμων. Σήμερα, μία σημαντική υποχρέωση των αντιιμπεριαλιστών (εξίσου σημαντική με την καταδίκη των ιμπεριαλιστικών πολέμων), είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων που φεύγουν για να γλιτώσουν από τους πολέμους που εξαπολύουν οι ιμπεριαλιστές (συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού ιμπεριαλισμού).
Και τελικά νομίζω, αν υπάρχει ένας τρόπος για να πενθήσει κανείς το θάνατο του Αφγανού εφήβου, δεν είναι αυτός που επιβάλλει η εξουσία, κατασκευάζοντας γι’ αυτόν (μετά το θάνατό του) μια ζωή, η οποία υποτίθεται μπορεί να αναγνωριστεί από “εμάς” ως “κανονική” και παρόμοια με τις “δικές μας”. Θα πρέπει να επιμείνουμε να βλέπουμε τον μικρό Αφγανό όχι ως μια εξαίρεση που δικαιολογεί τα μετά θάνατον προνόμια που του παρέχει η εξουσία, αλλά ως τυπικό παράδειγμα μιας μάζας ανθρώπων των οποίων οι ζωές μπορούν να αφαιρεθούν πολύ εύκολα, τόσο εύκολα, ώστε σιγά-σιγά να θεωρείται κάτι το “κανονικό”. Ο αγώνας ενάντια σε αυτήν την κανονικότητα της βίας με την οποία επιβάλλεται η κυριαρχία της άρχουσας τάξης, θα πρέπει νομίζω να είναι η στάση μας απέναντι σε κάθε δολοφονία του οποιοδήποτε μετανάστη και πρόσφυγα, όπου κι αν συμβαίνει.