English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

Αικατερίνη Δημητρέα: η μοναδική ελληνίδα serialkiller

www.tips-fb.com

Η «εμβληματικότερη» υπόθεση δολοφονιών στην Ελλάδα με τη χρήση δηλητηρίου είναι, αδιαμφισβήτητα, αυτή της Αικατερίνης (Κατερίνας) Δημητρέα, κατοίκου Νεοχωρίου Λεύκτρου (Στούπα) της μεσσηνιακής Μάνης, η οποία σε διάστημα 3,5 μηνών το 1962 δηλητηρίασε συνολικά τέσσερα άτομα και αποπειράθηκε να δηλητηριάσει άλλα δύο! Αποτελεί, μάλιστα, τη μοναδική περίπτωση γυναίκας στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά, που μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία των κατά συρροή δολοφόνων.
Η 42χρονη Δημητρέα ήταν διαζευγμένη και έπασχε από ημιπληγία στο αριστερό χέρι και πόδι. Ζούσε σε ένα φτωχικό σπίτι του χωριού με την κόρη της Στέλλα, 10 ετών, και το μοναδικό της εισόδημα ήταν ένα επίδομα 200 δρχ. από την Κρατική Πρόνοια.
Η Αικατερίνη Δημητρέα.
Η Αικατερίνη Δημητρέα.
Στις 27 Μαΐου 1962, η Δημητρέα προσέφερε ένα πιάτο μακαρόνια στην 80χρονη μητέρα τηςΣτεφούλα Λουκαρέα που την επισκέφθηκε στο σπίτι της. Η Δημητρέα είχε ρίξει στο φαγητό παραθείο, με αποτέλεσμα λίγη ώρα αργότερα η Λουκαρέα να καταρρεύσει στο πάτωμα με τρομερούς πόνους, σπασμούς και αφρούς στο στόμα. Ο γιατρός Σακελαρίδης που κλήθηκε εσπευσμένα στο σπίτι πιστοποίησε τον θάνατο της γυναίκας από εμβολή καρδιάς, γεγονός που θεωρήθηκε φυσιολογικό αφού το θύμα αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα.
Το πρώτο θύμα της Δημητρέα, η μητέρα της Στεφούλα Λουκαρέα.
Το πρώτο θύμα της Δημητρέα, η μητέρα της Στεφούλα Λουκαρέα.
Στις 19 Ιουλίου, επαναλήφθηκε το ίδιο σενάριο, αυτή τη φορά με την εξαδέλφη της (ή, κατ’ άλλες πηγές, θεία της) Δημητρέα, Ποτούλα Τσιλιγονέα, 40 ετών, την οποία η δράστις κάλεσε στο σπίτι της και της προσέφερε δηλητηριασμένο καφέ. Η Τσιλιγονέα σωριάστηκε στο πάτωμα και ύστερα από λίγο ξεψύχησε. Όμως, κατά την πτώση της υπέστη κάταγμα κρανίου, με αποτέλεσμα ο γιατρός να αποδώσει σε αυτό την αιτία τον θάνατό της.
Λίγες μέρες μετά, η Δημητρέα πρόσφερε επίσης καφέ με… παραθείο στον 45χρονο αδελφό της Κωνσταντίνο Λουκαρέα. Μόλις το θύμα έφυγε από το σπίτι της ένιωσε έντονους πόνους στο στομάχι και έπεσε λιπόθυμος στον δρόμο. Κάποιοι συγχωριανοί, που τον βρήκαν τυχαία, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της Καλαμάτας, όπου αμέσως οι γιατροί τον υπέβαλαν σε πλύση στομάχου. Στις εξετάσεις που του έγιναν διαγνώστηκε ότι ο Λουκαρέας έπασχε από τη χολή του. Στις 3 Αυγούστου και ενώ μετά από δέκα μέρες νοσηλείας ο Λουκαρέας είχε επανέλθει στο χωριό, η αδελφή του τον κάλεσε στο σπίτι της για να τον περιποιηθεί. Του προσέφερε γεύμα με αυγά, στα οποία αυτή τη φορά είχε ρίξει μεγαλύτερη ποσότητα παραθείου. Ο Λουκαρέας ένιωσε αδιάθετος και λίγα λεπτά αργότερα ξεψύχησε στο πάτωμα του σπιτιού. Ο Σακελαρίδης που εξέτασε το πτώμα πιστοποίησε ότι ο θάνατος επήλθε συνεπεία καρδιακής συγκοπής, εξαιτίας μιας οξείας κρίσης χολής.
Έναν μήνα μετά, στις 6 Σεπτεμβρίου, η Δημητρέα έδωσε στον 5χρονο ανιψιό της Ηλία Πίτσουλα ένα λουκούμι εμποτισμένο με παραθείο. Το μικρό αγόρι το έφαγε με ειλικρινή απόλαυση, όμως όπως ήταν αναμενόμενο μερικά λεπτά μετά λιποθύμησε, έχοντας αφρούς στο στόμα. Ο πατέρας του άτυχου αγοριού επιχείρησε να το μεταφέρει στο νοσοκομείο, ωστόσο το παιδί υπέκυψε λίγη ώρα αργότερα.
Η σύλληψη και η ομολογία της Δημητρέα
Αν και οι τρεις προηγούμενοι θάνατοι είχαν θεωρηθεί φυσιολογικοί, αφού στο χωριό ήταν γνωστό ότι τα θύματα έπασχαν από αρκετά σοβαρές ασθένειες, ο αιφνίδιος θάνατος του μικρού Ηλία δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί εύκολα. Έτσι, δημιουργήθηκαν υποψίες στους κατοίκους και τις τοπικές αρχές της χωροφυλακής, ειδικά μετά την εξέταση του γιατρού Σακελαρίδη στο πτώμα του 5χρονου που αποφάνθηκε πως βρισκόταν «ενώπιον φαινομένου δηλητηριάσεως». Το πτώμα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Καλαμάτας, όπου έγινε λεπτομερής νεκροτομή, ενώ σπλάχνα μεταφέρθηκαν στο Τοξικολογικό Εργαστήριο Αθηνών για εξέταση, κατά την οποία ανιχνεύτηκε σημαντική ποσότητα παραθείου.
Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι υπήρχαν μάρτυρες που είχαν δει τη Δημητρέα να δίνει το λουκούμι στον Ηλία, ενώ νωρίτερα είχε διαπληκτιστεί με τη μητέρα του, έστρεψαν το ενδιαφέρον της έρευνας προς την πλευρά της. Έτσι, στις 10 Σεπτεμβρίου και με τη βοήθεια του προέδρου της τοπικής κοινότητας και ενός αγροφύλακα που εμφανίστηκαν στη Δημητρέα ως υποστηρικτές της, η δράστις ομολόγησε τα εγκλήματά της ενώπιον των αξιωματικών της χωροφυλακής, λέγοντας μόνο πως «έπρεπε να πεθάνουν γιατί με κακομεταχειρίζονταν» αν και «δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν εκτός από τον αδελφό μου». Μάλιστα, υπέδειξε το σημείο όπου είχε κρύψει τη φιάλη με το παραθείο (σε ένα εκκλησάκι, 500 μ. από το χωριό), αλλά και ένα ακόμα μπουκάλι με υδράργυρο, τον οποίο σκόπευε αρχικώς να χρησιμοποιήσει.
Οι χαρακτηριστικοί τίτλοι της εφ. Αθηναϊκή, στις 11 Σεπτεμβρίου 1962.
Οι χαρακτηριστικοί τίτλοι της εφ. Αθηναϊκή, στις 11 Σεπτεμβρίου 1962.
Κατά την ανάκριση διαπιστώθηκε πως μερικούς μήνες πριν είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει με δηλητηριασμένο κοτόπουλο τη γυναίκα του άλλου της αδελφού, και την ημέρα που δηλητηρίασε τον μικρό Ηλία την επίσης 4χρονη Ανθούλα Θωμέα, με δηλητηριασμένο ρόδι. Τα δύο υποψήφια θύματα γλύτωσαν επειδή, αν και εντελώς ανυποψίαστα, την τελευταία στιγμή αρνήθηκαν να καταναλώσουν τις τροφές που τους είχε δώσει η δράστις.
Στις 12 Σεπτεμβρίου, μετά από εισαγγελική παραγγελία, «σύσσωμο το χωριό, με επικεφαλής τον πρόεδρο, τον παπά, τον δάσκαλο και τον αγροφύλακα» (εφ. Ακρόπολις, 13 Σεπτεμβρίου 1962) παρακολούθησε την εκταφή των τριών άλλων θυμάτων, προκειμένου να ληφθούν τα σπλάχνα και να σταλούν για τοξικολογική εξέταση στην Αθήνα. Την προηγούμενη μέρα, η Δημητρέα είχε συναντηθεί στην υποδιεύθυνση χωροφυλακής Καρδαμύλης, όπου κρατούταν, με δημοσιογράφους, προς τους οποίους δήλωσε: «Έριξα παραθείο στα μακαρόνια της μάνας μου για να γίνουν πιο… νόστιμα. […] Στα αυγά του αδελφού μου έβαλα δηλητήριο για να δει πόσο… καλή μαγείρισσα είμαι! […] Η μητέρα μου με βασάνιζε και ήθελε να με βγάλει από το σπίτι, το ίδιο και ο αδελφός μου. Όσο για την Τσιλιγονέα, έβαζε λόγια να με διώξουν, να με αφήσουν να πεθάνω της πείνας και εγώ και η κόρη μου. […] Γιατί ο γιατρός που τους εξέτασε, δεν βρήκε τίποτα;» (εφ. Ακρόπολις, 13 Σεπτεμβρίου 1962).
Τα ίδια επανέλαβε και στις 13 Σεπτεμβρίου ενώπιον του ανακριτή Λινάρδου και του αντιεισαγγελέα Παπαδημάκη στην Καλαμάτα, όπου μεταφέρθηκε με το λεωφορείο της γραμμής και κάτω από αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας προκειμένου να μην λιντσαριστεί από τους κατοίκους του χωριού. Πρόσθεσε, μόνο, πως πραγματοποίησε την απόπειρα εναντίον της μικρής Ανθούλας για να εκδικηθεί τον πατέρα της που ήταν φίλος με τον αδελφό της Κων. Λουκαρέα και του «έβαζε λόγια να με διώξει από το σπίτι».
Ως προς τα κίνητρα που την ώθησαν στις δολοφονίες, η Δημητρέα διευκρίνισε: «Η μητέρα μου με βασάνιζε συνεχώς. Ο αδελφός μου με απόπαιρνε, με έδερνε. Ήμουν μια φτωχή γυναίκα που την εγκατέλειψε ο άνδρας της και έπρεπε να ζήσω το μικρό μου κοριτσάκι, τη Στέλλα. Αλλά, μου φερόντουσαν όλοι εχθρικά. Και περισσότερο η μάνα μου και ο αδελφός μου. Με πίεζαν να κάνω όλες τις δουλειές αν και ήξεραν πως είμαι άρρωστη κι έπασχα από την καρδιά μου. Κάθε ώρα μου έλεγαν να φύγω από το σπίτι. Γι αυτό κι εγώ τους εκδικήθηκα. Με μισούσαν όλοι. Θέλαν το κακό μου».
Εφ. Το Βήμα, 11 Σεπτεμβρίου 1962.
Εφ. Το Βήμα, 11 Σεπτεμβρίου 1962.
Η ανάκριση δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει κατηγορία για την απόπειρα της Δημητρέα εναντίον της νύφης της, ωστόσο δεν φάνηκε να πείθεται από τους ισχυρισμούς της για τα κίνητρα, υιοθετώντας την εκδοχή της χωροφυλακής πως στην πραγματικότητα η δράστις αποσκοπούσε στην οικογενειακή περιουσία, στοιχείο που είχε ενισχυθεί και από τις μαρτυρίες κατοίκων του χωριού σύμφωνα με τις οποίες η μητέρα της με διαθήκη κληρονομούσε το σπίτι της στον γιο της Κωνσταντίνο. Επίσης, στην ανάκριση η Δημητρέα ομολόγησε αυτοβούλως ότι στα «σαράντα» του αδελφού της Κωνσταντίνου σκόπευε να παρασκευάσει κόλλυβα και να βάλει σε αυτά «τόσο παραθείο ώστε να δηλητηριάσω όλο το χωριό». Ο εισαγγελέας εκτίμησε ότι η «αυθόρμητη» αυτή ομολογία έγινε από την κατηγορούμενη στην προσπάθειά της να εκληφθεί ως παράφρων. Για το λόγο αυτό, διατάχθηκε να παραπεμφθεί στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Αθήνας (Δαφνί), ώστε να διασαφηνιστεί ποιο βαθμό ευθύνης έφερε για τον καταλογισμό των πράξεών της.
«Δεν θυμάμαι αν έκανα τα εγκλήματα»
Η δίκη για την υπόθεση πραγματοποιήθηκε στις 7-8 Μαΐου 1963, στο Κακουργιοδικείο Ναυπλίου. Ο συνήγορος υπεράσπισης, Ηλίας Μπέζας (δικηγόρος Ναυπλίου) επιχείρησε να παρουσιάσει την πελάτισσά του ως μειωμένου καταλογισμού, «γραμμή» που ακολούθησε και η Δημητρέα, η οποία σε σχετική ερώτηση του Προέδρου στην αρχή της διαδικασίας αν διέπραξε πράγματι τα εγκλήματα για οποία κατηγορούταν, απάντησε: «Δεν θυμάμαι… Ούτε ξέρω…» Για τον ίδιο λόγο, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας αναγνώστηκε η γνωμάτευση που είχε εκδώσει η Δ’ Ψυχιατρική Κλινική Αθηνών το Νοέμβριο 1962, μετά από δεκαήμερη παραμονή της Δημητρέα σε αυτήν. Κατά τη γνωμάτευση «(1) η νοημοσύνη της Αικ. Δημητρέα ελεγχθείσα κλινικώς και εργαστηριακώς δια ψυχολογικών δοκιμασιών ευρέθη ότι κείται στο μεταίχμιον του κατωτάτου ορίου του μέσου όρου της ανθρωπίνης διανοήσεως και της διανοητικής καθυστερήσεως, (2) η ως άνω δεν εμφανίζει ενεργά στοιχεία ψυχώσεως, (3) αι σωματικαί παθήσεις της και εν γένει αι άθλιαι συνθήκαι υφ’ ας έζη κατά τα τελευταία έτη, ασφαλώς επέδρασαν εν συνδυασμώ και προς την συναισθηματική της ανωριμότητα εις την διαμόρφωσιν του ανωμάλου χαρακτήρος και πιθανώς ερμηνεύουν, εις τινά βαθμόν, τας αντικειμενικάς αντιδράσεις της». Σε αυτό το κλίμα κινήθηκε και η αγόρευση του εισαγγελέα Ζ. Φατούρου που σημείωσε ότι «όταν ανέλαβα την υπόθεση, αισθάνθηκα δέος, σκεπτόμενος ότι θα ήμουνα υποχρεωμένος να αντικρύσω αυτή την “ύαινα της κόλασης”, που χωρίς δισταγμό έστειλε στον τάφο τέσσερις ανθρώπους και θα έστελνε όλο το χωριό αν δεν απεκαλύπτετο. […] Από την ακροαματική διαδικασία απεδείχθη ότι η κατηγορουμένη έχει απολύτως σώας τας φρένας της».
Οι ένορκοι αποφάνθηκαν ότι η κατηγορούμενη εκτέλεσε τα εγκλήματα από πρόθεση, δεν βρισκόταν υπό το κράτος πλήρους ή μερικής σύγχυσης κατά τη διάπραξή τους και, τέλος, πως δεν είχε μεταμεληθεί για τις πράξεις της. Έτσι, στις 8 Μαΐου 1963 το δικαστήριο την καταδίκασε τετράκις στην ποινή του θανάτου και σε 15ετή κάθειρξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση.
Η Αικατερίνη Δημητρέα, λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου Ναυπλίου.
Η Αικατερίνη Δημητρέα, λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου Ναυπλίου.
Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, στις 5.30 το πρωί της 10ης Απριλίου 1965 η Δημητρέα εκτελέστηκε στου Γουδή, περνώντας στην εγκληματολογική ιστορία ως η «δηλητηριάστρια της Μάνης». Μαζί με τη Μέρδη ήταν οι τελευταίες γυναίκες που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα για ποινική υπόθεση. Η πρώτη, χρονικά, ήταν η Σταυρούλα Γκουβούση, που είχε εκτελεστεί στις 16 Αυγούστου 1960 
Πηγές
- Αρχείο εφημερίδων Ακρόπολις, Αθηναϊκή, Ελευθερία, Το Βήμα, Ελεύθερος Τύπος, Απογευματινή, Έθνος, Τα Νέα, Μακεδονία, Espresso και Πρώτο Θέμα
http://www.newsbeast.gr
- Άγγελου Α. Τσιγκρή: Πολύκροτες δίκες – Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα, εκδόσεις Σάκκουλα, 2011
- Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας, αριθμός απόφασης 121-123, 138 και 149-151, της 7ηςκαι 28ης-30ης Απριλίου και της 3ης Μαΐου 1993