67 χρόνια απο το θάνατο του Αδόλφου Χίτλερ..Πλήρες Αφιέρωμα και αδημοσίευτες φωτογραφίες.






Ο Αδόλφος Χίτλερ γεννήθηκε το 1889 στο Μπράουναου, στα βόρεια σύνορα τις Αυστρίας. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του τελωνειακού υπάλληλου Αλόισιου Χίτλερ και της τρίτης του γυναίκας, Κλάρα Χίτλερ, μιας ανιψιάς του. Από τα έξι παιδιά μόνο ο Αδόλφος και η αδερφή του Πάουλα ενηλικιώθηκαν. Tο 1876 ο 40χρονος Αλόισιος άλλαξε το οικογενειακό επώνυμο, το οποίο από Σίκλγκρουμπερ (Schicklgruber) έγινε Χίτλερ. Ήταν εξώγαμο παιδί της Άννα Μαρία Σίκλγκρουμπερ και πήρε το όνομα του άντρα, πού πίστευε ότι ήταν ο πατέρας του, ο μυλωνάς Ιωάννης Γεώργιος Χίντλερ, ο οποίος δεν τον είχε αναγνωρίσει.
Η τροποποίηση του Χίντλερ (Hiedler) στο γνωστό Χίτλερ (Hitler) οφείλεται απλά και μόνο σε ένα ορθογραφικό λάθος του αρμόδιου υπαλλήλου στην καταγραφή του νέου επωνύμου. Λόγω της δουλειάς του πατέρα, η οικογένεια Χίτλερ μετακόμιζε συνεχώς, από το Μπράουναου στο Πάσαου, Λάμπαχ και Λέοντιγκ. Οι μαθητικές επιδόσεις του Αδόλφου στην αρχή ήταν καλές. Μετά το δημοτικό, όμως, παρουσιάστηκαν προβλήματα. Το σχολικό έτος 1900-1901 ο Αδόλφος έμεινε στην ίδια τάξη. Αργότερα, (Mein Kampf) o Χίτλερ παρουσιάζει τις αποτυχίες αυτές σαν επανάσταση εναντίον του πατέρα του, ο οποίος επέμενε να τον κάνει υπάλληλο, ενώ ο ίδιος ήθελε να γίνει ζωγράφος.
Ο πατέρας του πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1903 στην ηλικία 65 ετών. Ο Αδόλφος ήταν τότε 13 ετών. Στην ηλικία των 16 εγκατέλειψε το σχολείο δίχως απολυτήριο. Εκτός από την οικονομική βοήθεια που έχει από την μητέρα του, παίρνει και κάποιο επίδομα επειδή έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία
Η Ακαδημία καλών τεχνών της Βιέννης απορρίπτει δύο φορές την αίτηση του (1907 και 1908). Το 1909, στην ηλικία των 20, μετακομίζει στη Βιέννη. Εκεί έρχεται σε επαφή με τις θεωρίες του ρατσιστή ιδεολόγου Γιέργκ Λαντζ φον Λίμπενφελς (J?rg Lanz von Liebenfels). Επίσης, γνωρίζει τον αντισημιτισμό διάφορων πολιτικών, όπως του Γκέοργκ Ρίτερ φον Σένερερ (Georg Ritter von Sch?nerer) ή του δήμαρχου της Βιέννης, Δρ. Καρλ Λίγκερ (Karl Lueger). Το 1909 καταλήγει τελικά σε ένα ίδρυμα άστεγων στην οδό Μέλντεμαν (Meldemannstra?e). Βγάζει λίγα λεφτά πουλώντας τις ζωγραφιές του με τα αξιοθέατα της Βιέννης.
Το Μάιο του 1913 κληρονομεί την περιουσία του πατέρα του και εγκαθίσταται στο Μόναχο. Επίσης, με τη μετακόμισή του, ο Χίτλερ αποφεύγει τη θητεία του στην Αυστρία. Το 1914 πολεμά σαν εθελοντής στο γερμανικό στρατό κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χίτλερ είναι υποδεκανέας του ΣΤ΄ εφεδρικού πεζικού του συντάγματος Βαυαρίας στο δυτικό μέτωπο. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου τιμάται με το παράσημο Eisernes Kreuz. Το 1916 ο Χίτλερ πληγώνεται σοβαρά στο πόδι σε μια μάχη της βόρειας Γαλλίας. Στις αρχές Μαρτίου του 1917 επιστρέφει στο μέτωπο, όπου το 1918 τιμάται με δεύτερο παράσημο. Λίγο πριν λήξει ο πόλεμος, στις 15 Οκτωβρίου 1918 ο Χίτλερ τραυματίζεται πάλι και τυφλώνεται για μικρό χρονικό διάστημα. Μεταφέρεται στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης Πάζεβαλκ της Πομερανίας.
Μετά τη δολοφονία του Άισνερ (1919) ξεσπά χάος στην Βαυαρία. Το μεταπολεμικό επαναστατικό καθεστώς του Μονάχου. Σημαντικές προσωπικότητες της νέας ηγεσίας, όπως ο λοχαγός Ερνστ Ρεμ (Ernst R?hm), γνωρίζουν τον υποδεκανέα Χίτλερ και τον θεωρούν χρήσιμο για την εξάπλωση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Γι' αυτό το λόγο τον στέλνουν να παρακολουθήσει μαθήματα ρητορικής και προπαγάνδας. Παράλληλα παρακολουθεί και τις δραστηριότητες άλλων πολιτικών οργανώσεων.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1919 παίρνει μέρος για πρώτη φορά σε συνέλευση του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (DAP, το οποίο αργότερα θα λέγεται NSDAP και όπως έμεινε γνωστό, Ναζί). Το κόμμα είχε ιδρύσει ο εργάτης Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler). Η ιδεολογία του βασίζεται στην ξενοφοβία και στον αντισημιτισμό. Ο Χίτλερ παίρνει μέρος στην πολιτική συζήτηση και διακρίνεται για το ρητορικό του ταλέντο. Ο Ντρέξλερ του πρότεινε την ίδια μέρα να γίνει μέλος του κόμματος. Στις 19 Οκτωβρίου ο Χίτλερ γίνεται 55ο μέλος του DAP.
Την άνοιξη του 1920 συμβάλλει και αυτός στο νέο πρόγραμμα του κόμματος. Επίσης με πρωτοβουλία του αλλάζει η ονομασία του κόμματος: το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP) λέγεται πλέον Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP). Απολύεται από τον στρατό στις 31 Μαρτίου 1920. Τον Ιούλιο του 1921 ψηφίζεται νέος πρόεδρος του κόμματος.
Το NSDAP του Χίτλερ σχεδιάζει να πραγματοποιήσει στις 9 Νοεμβρίου 1923 πραξικόπημα με πρότυπο το πραξικόπημα του Μουσολίνι στην Ιταλία το 1922. Η Γερμανία εκείνου του καιρού κλονίζεται από οικονομικά προβλήματα, υψηλότατο ποσοστό ανεργίας και μεγάλες εσωτερικές διαταραχές. Στις 9 Νοεμβρίου δεν γίνεται τίποτε, εκτός από συλλήψεις μελών του NSDAP. Τιμωρείται με πενταετή φυλάκιση και προβάλλει τον εαυτό του ως μόνο σχεδιαστή του πραξικοπήματος. Έτσι το πραξικόπημα περνά στην ιστορία με το όνομά του (Hitlerputsch).
Το NSDAP διαλύεται και απαγορεύεται, αργότερα όμως θα επανιδρυθεί νόμιμα. Βγαίνει από τις φυλακές τον ίδιο χρόνο, στις 20 Δεκεμβρίου 1924. Τον χρόνο του στη φυλακή τον εκμεταλλεύεται σαν συγγραφέας.
Μαζί με τον γραμματέα του Ρούντολφ Ες (Rudolf Hess), γράφει το πρώτο, αυτοβιογραφικό μέρος του βιβλίου του, Mein Kampf (Ο Αγών μου), στο οποίο εξηγεί ανοιχτά τους πολιτικούς του στόχους και την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού (Nationalsozialismus).
.Το 1925 χάνει την αυστριακή υπηκοότητα (ο ίδιος κάνει την αίτηση και εγκρίνεται). Στα επόμενα εφτά χρόνια θα ζει δίχως υπηκοότητα. Αφοσιώνεται απόλυτα στην επανίδρυση και αναδιοργάνωση του NSDAP. Τέλη Φεβρουαρίου 1932 εγκρίνεται η αίτησή του για την γερμανική υπηκοότητα και αποκτά έτσι το δικαίωμα να είναι υποψήφιος στις εκλογές του 1932. Το NSDAP κερδίζει τις περισσότερες έδρες στη νέα βουλή. Ο 85χρονος πρόεδρος Χίντενμπουργκ καλεί τον Χίτλερ να αναλάβει την καγκελαρία. Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ διορίζεται καγκελάριος της Γερμανίας.
Πράκτορες του NSDAP πυρπολούν στις 27 Φεβρουαρίου 1933 το κοινοβούλιο με στόχο την ενοχοποίηση της γερμανικής αριστεράς. Με αφορμή τον εμπρησμό ο Χίτλερ καταφέρνει να πείσει τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ να συμφωνήσει σε αναγκαστικό διάταγμα βάση της παραγράφου 48 του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο νόμος αυτός παραχωρεί όλη την νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση. Για την ενεργοποίηση του νόμου αυτού ο Χίτλερ χρειάζεται την υποστήριξη τουλάχιστον των δύο τρίτων της βουλής. Χιτλερικές δυνάμεις και αστυνομικές μονάδες συλλαμβάνουν όλους τους βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD, 81 άτομα) και πολλούς βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD).Οι υπόλοιποι βουλευτές του SPD που παραμένουν στη βουλή θα ψηφίσουν κατά του Χίτλερ. Όλοι οι άλλοι όμως βουλευτές θα τον υποστηρίξουν. Έτσι στις 24 Μαρτίου 1933 ψηφίζεται η παραχώρηση της νομοθετικής εξουσίας στην χιτλερική κυβέρνηση. Με την απόφαση αυτή αρχίζει στην Γερμανία η περίοδος του Τρίτου Ράιχ.
Με διαταγή του Χίτλερ δολοφονούνται 200 άτομα στις 30 Ιουνίου με 1 Ιουλίου 1934: ανάμεσά τους η ηγεσία των SA, αλλά και στρατιωτικοί και πολιτικοί αντίπαλοι του Χίτλερ, όπως ο πρώην στρατηγός και καγκελάριος φον Σλάιχερ και η γυναίκα του. Η ενέργεια αυτή αμνηστεύεται με νόμο του λίγες μέρες αργότερα σαν προληπτικό μέτρο κατά του αναμενόμενου πραξικοπήματος του αρχηγού των SA και παλιού φίλου του Χίτλερ, Ερνστ Ρεμ. Στις 2 Αυγούστου 1934 ο γερμανικός στρατός (μετονομάζεται σε Wehrmacht) και ορκίζεται υπακοή στο πρόσωπο του Χίτλερ, ο οποίος έχει, πλέον, τον τίτλο «Ηγέτης και Καγκελάριος». Τον Ιανουάριο του 1938 αναλαμβάνει την αρχηγία της Βέρμαχτ. Ο μέχρι τότε αρχηγός φον Φριτς όπως και ο υπουργός άμυνας φον Μπλόμπεργκ αναγκάζονται να παραιτηθούν επειδή, σύμφωνα με πληροφορίες των SS του Χίμλερ, είναι ομοφυλόφιλοι.
Η πολιτική που προωθεί ο Χίτλερ βασίζεται στον εξολοθρευτικό αντισημιτισμό και στον ριζοσπαστικό κοινωνικό δαρβινισμό. Στρέφεται κατά των Εβραίων των Ρομά, (Τσιγγάνους), Σίντι, Πολωνών και Ρώσων. Όσον αφορά τον κοινωνικό δαρβινισμό, απεικονίζεται στις αντιλήψεις του σχετικά με τους ασθενείς και τους ανάπηρους. Κατά τη γνώμη του οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν καν το δικαίωμα ζωής. Η παγκόσμια ιστορία κατά την άποψή του είναι ένας αιώνιος πόλεμος των «δυνατών» εναντίων των «αδύναμων», της «ισχυροτέρας φυλής» εναντίον της «ασθενεστέρας» με τελικό σκοπό την εξολόθρευση των ασθενέστερων φυλών. Έτσι λέει π.χ. το 1929 στην Νυρεμβέργη, σε συνέδριο του NSDAP: «Εάν στην Γερμανία γεννιόνταν κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο παιδιά και σκοτώναμε τα 700.000 με 800.000 πιο αδύναμα, το αποτέλεσμα θα ήταν ίσως η αναβάθμιση της δύναμης».
Τον Απρίλιο του 1933 η νέα κυβέρνηση ορίζει το μποϊκοτάρισμα εβραϊκών καταστημάτων για μια μέρα σαν απάντηση στην «εβραϊκή προπαγάνδα» από το εξωτερικό. Ακολουθούν διατάγματα και νόμοι που περιορίζουν τους Γερμανοεβραίους όλο και περισσότερο. Με τους «νόμους της Νυρεμβέργης» του 1935 οι Γερμανοεβραίοι χάνουν κάθε δικαίωμα που τους εξασφάλιζε η γερμανική υπηκοότητα.
Μεταξύ άλλων, αυτοί οι νόμοι απαγορεύουν τις παντρειές μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων. Το βράδυ της 9 Νοεμβρίου 1938, στη λεγόμενη Νύχτα των Κρυστάλλων ο Υπουργός Προπαγάνδας, Γκαίμπελς, οργανώνει με διαταγή του Χίτλερ βίαια επεισόδια με στόχο τις εβραϊκές κοινότητες και συναγωγές, οι οποίες πυρπολούνται σε όλο το Ράιχ.
Αφού αρχίσει ο πόλεμος, η κυβέρνηση του Χίτλερ ετοιμάζει την εξόντωση των Εβραίων. Η μετανάστευση τους απαγορεύεται. Στόχος των αντισημιτικών μέτρων δεν είναι πλέον μονάχα οι Γερμανοεβραίοι, αλλά και όλοι οι Εβραίοι των κατεχόμενων χωρών. Από τις 1 Σεπτεμβρίου 1941 ο Χίτλερ υποχρεώνει όλους τους Εβραίους άνω των 6 ετών να φορούν στα ρούχα ένα κίτρινο αστέρι, για να είναι πάντα φανερή η καταγωγή τους. Όλο και περισσότεροι μεταφέρονται στα λεγόμενα γκέτο ή και σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Το 1942 χτίζονται στην κατεχόμενη Πολωνία στρατόπεδα εξοντώσεως, όπως το Άουσβιτς και το Μαϊντάνεκ.
Εκτός από τη «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος», ο Χίτλερ έχει άλλον ένα πολιτικό στόχο: να ξανακάνει τη Γερμανία παγκόσμια δύναμη, αναθεωρώντας την συνθήκη των Βερσαλλιών του 1918, φέρνοντας εντός των συνόρων του Ράιχ όλους τους Γερμανικούς πληθυσμούς αλλά και επανακτώντας τις χαμένες αποικίες της αυτοκρατορικής Γερμανίας. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος στοίχισε περίπου 55 εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, από της οποίες τα 20 εκατομμύρια ήταν Σοβιετικοί. Πάρα πολλοί άλλοι άνθρωποι τραυματίστηκαν και έχασαν τα σπίτια τους, καταδιώχτηκαν ή φυλακίστηκαν. Μια άλλη συνέπεια της πολιτικής του ήταν η διάλυση του Γερμανικού Ράιχ και η διαίρεση της Γερμανίας σε δύο ζώνες κατοχής. Ταυτόχρονα η εξάπλωση της επικυριαρχίας της Ε.Σ.Σ.Δ. στην Ανατολική Ευρώπη χώρισε τον κόσμο σε δύο ιδεολογικά στρατόπεδα για τέσσερις περίπου δεκαετίες, μέχρι το 1989/90.
Ο θάνατος του Χίτλερ δημοσιεύεται στο Stars and Stripes, την εφημερίδα των αμερικανικών δυνάμεων. Η υγεία του Χίτλερ όλο και χειροτερεύει με την πάροδο του πολέμου. Στις 19 Μαρτίου του 1945 δίνει διαταγή, βάσει της οποίας η Βέρμαχτ πρέπει, όσο οπισθοχωρεί, να καταστρέφει τα πάντα, ώστε ο εχθρός να βρει μονάχα καμένη γη. Επανειλημμένα ο Χίτλερ (56) μοιράζει δηλητήριο σε αυτούς που παρέμειναν μαζί του στο καταφύγιο και δεν τον παράτησαν. Στις 29 Απριλίου παντρεύεται την μακρόχρονη σύντροφο του Εύα Μπράουν. Την επόμενη μέρα, κατά τις 3.30, αυτοκτονούν χρησιμοποιώντας το δηλητήριο. Συγχρόνως ο Χίτλερ βάζει και πιστόλι στον κρόταφό του και πυροβολεί. Ο Μάρτιν Μπόρμαν, μαζί με τον υπηρέτη του Χίτλερ Χάιντς Λίγκε, τον SS Ότο Γκίνσε και μερικούς σωματοφύλακες, καίει τα πτώματα, τα οποία θάβονται αργότερα έξω από το καταφύγιο σε κρατήρα από βόμβα. Από εκεί θα τα πάρουν λίγο αργότερα οι Σοβιετικοί, οι οποίοι θα τα κρατήσουν σε μυστικό μέρος στην Ανατολική Γερμανία, κοντά στο Μάγκντεμπουργκ, μέχρι την δεκαετία του εβδομήντα. Τότε, με διαταγή του αρχηγού του KGB, Γιούρι Αντρόποφ, καταστρέφονται τελείως και χάνονται στον ποταμό Έλβα.








Για πολύ καιρό, οι ιστορικοί περιέγραφαν την ερωμένη του Αδόλφου Χίτλερ, Eύα Μπράουν, σαν μια κατά βάση απολιτική παρουσία δίπλα στον δικτάτορα. Παρότι εκείνος ήταν πάντα περισσότερο αφοσιωμένος στο κόμμα και τις ιδέες του παρά στην Εύα Μπράουν, εκείνη επέλεξε να «φύγει» μαζί του, σαν σήμερα, 30 Απριλίου του 1945.

Η κυρία Χίτλερ
Οι έρευνες για τις λεπτομέρειες της σχέσης του Χίτλερ με τη Μπράουν ξεκίνησαν όταν ο δικτάτορας ήταν ακόμη στη ζωή. Η μυστικότητα της σχέσης αυτής οφειλόταν σε πολιτική σκοπιμότητα αφού σύμφωνα με τον ίδιο τον Χίτλερ, το ότι ήταν ανύπαντρος «επιτελούσε τα μέγιστα» στην ειδωλοποίηση του από το γυναικείο κοινό του. Κανείς δεν γνωρίζει πότε η γνωριμία μετατράπηκε σε σχέση.
Το 1932, η Μπράουν προσπάθησε να αυτοκτονήσει με το όπλο του πατέρα της, κάτι που ερμηνεύεται από ορισμένους σύγχρονους της ως μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του αφοσιωμένου στο κόμμα και τις ιδέες του Χίτλερ. Το 1935, η Εύα αποπειράται να αυτοκτονήσει και πάλι, αυτή τη φορά με υπνωτικά χάπια, ενώ στοιχεία δείχνουν πως η σχέση μετά από αυτό το περιστατικό έγινε πιο στενή.
«Μόνο η κα Μπράουν είναι πιστή και ανήκει σε μένα»
Η Μπράουν ήταν πιστή στον Χίτλερ μέχρι θανάτου, και αυτή η άνευ όρων πίστη ήταν που εκτιμούσε περισσότερο από όλα ο Φύρερ σε εκείνη αφού όπως έλεγε και ο ίδιος: «Μόνο η κα Μπράουν και ο Γερμανικός Ποιμενικός μου είναι πιστοί και ανήκουν σε μένα».
Στις αρχές Απριλίου του 1945 ήταν κάτι παραπάνω από φανερό ότι οι ημέρες του Ναζισμού ήταν μετρημένες. Η Εύα μετακόμισε στο Βερολίνο και εγκαταστάθηκε στα υπόγεια της Καγκελαρίας, όπου βρισκόταν το θωρακισμένο καταφύγιο του Φύρερ. Αρνήθηκε να φύγει και δήλωσε ότι θα παραμείνει κοντά του.
Στις 29 Απριλίου ο Αδόλφος Χίτλερ παντρεύτηκε τελικά την Εύα Μπράουν στο καταφύγιο της Καγκελαρίας, με τους Σοβιετικούς στρατιώτες να βρίσκονται ήδη στο Βερολίνο. Ο γάμος ήταν πολιτικός, με τη νύφη να φορά ένα μαύρο φόρεμα.
Την επομένη, 30 Απριλίου 1945, το ζεύγος Χίτλερ κλείσθηκε λίγο μετά τις 3 το μεσημέρι σ' ένα δωμάτιο του καταφυγίου και αυτοκτόνησε με χάπια υδροκυανίου κι ενώ οι Σοβιετικοί απείχαν γύρω στα 500 μέτρα από την Καγκελαρία. Αμέσως μετά, τα δύο πτώματα αποτεφρώθηκαν. Την τέφρα τους βρήκαν οι πρώτοι στρατιώτες που εισήλθαν στο καταφύγιο μετά από λίγο. Οι σοβιετικοί τους έθαψαν μυστικά στο Μαγδεμβούργο μαζί με τα πτώματα της οικογένειας Γκέμπελς, που είχε αυτοκτονήσει ομαδικά.
«Ήμουν στο καταφύγιο όταν αυτοκτόνησε ο Χίτλερ»
Ο Rochus Misch είναι ο τελευταίος ζωντανός μάρτυρας του τέλους του Γερμανού δικτάτορα που εκτυλίχθηκε στο καταφύγιο της Καγκελαρίας στις 30 Απριλίου του 1945. Έχει διηγηθεί στο BBC:
«Ξαφνικά άκουσα κάποιον να φωνάζει στην ακόλουθο του Χίτλερ: «Linge, Linge, νομίζω ότι συνέβη». Εκείνοι είχαν προφανώς ακούσει κάποιον πυροβολισμό, εγώ όχι. Ο προσωπικός γραμματέας του Χίτλερ, Martin Bormann διέταξε να γίνει ησυχία. Όλοι άρχισαν να ψιθυρίζουν. Εγώ μιλούσα σε ένα τηλέφωνο, και επίτηδες μιλούσα δυνατά, ήθελα να ακούω κάτι. Δεν ήθελα να σκέφτομαι ότι ήμασταν μέσα σε ένα καταφύγιο θανάτου». «Ο Bormann διέταξε να ανοίξει η πόρτα. Είδα τον Χίτλερ σωριασμένο με το κεφάλι του στο τραπέζι. Η Eva Brown κείτονταν στον καναπέ με το κεφάλι της στραμμένο προς εκείνο. Είχε τα γόνατα σφιχτά στο στήθος. Φορούσε ένα βαθύ μπλε φόρεμα με λευκούς φραμπαλάδες. Δε θα το ξεχάσω ποτέ» περιέγραψε ο 92χρονος.
«Παρατηρούσα καθώς σκέπασαν τον Χίτλερ. Τα πόδια του προεξείχαν καθώς με προσπέρασαν μεταφέροντάς τον. Κάποιος μου φώναξε: «Τρέχε πάνω! Καίνε το αφεντικό!». Αποφάσισα να μην πάω γιατί είχα παρατηρήσει ότι ο Mueller της Γκεστάπο ήταν εκεί - και αυτός δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ. Είπα στον σύντροφο μου τον Hentschel, τον μηχανικό: «ίσως μας σκοτώσουν επειδή είμαστε οι τελευταίοι μάρτυρες».


Αδημοσίευτες φωτογραφίες από το καταφύγιο του Χίτλερ στο Βερολίνο



Τον Απρίλιο του 1945, όταν τα γερμανικά και τα ρωσικά στρατεύματα έδιναν άγριες μάχες στους δρόμους, για τον έλεγχο της γερμανικής πρωτεύουσας, γινόταν όλο και πιο σαφές ότι οι Σύμμαχοι θα κέρδιζαν τον πόλεμο. Περίπου δυο εβδομάδες πριν η μάχη τελειώσει, ο 33χρονος φωτογράφος του LifeWilliam Vandivert, βρέθηκε στο προσκήνιο των συγκρούσεων και φωτογράφισε το κατεστραμμένο Βερολίνο και το καταφύγιο του Χίτλερ. (*Για να δείτε ολόκληρες τις φωτογραφίες πατήστε πάνω τους)

Η Oberwallstrasse, οδός στο κέντρο του Βερολίνου.
«Eίδε» τις πιο σφοδρές μάχες μεταξύ γερμανικών και ρωσικών στρατευμάτων.
Το αρχηγείο του Χίτλερ στο καταφύγιο του Βερολίνου.
Καμμένο μερικώς από τους Γερμανούς που υποχωρούσαν και κατεστραμμένο από την εισβολή των Ρώσων.
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη μάχη του Βερολίνου και αμέτρητοι έμειναν άστεγοι. Παρά την καταστροφή της πόλης, ωστόσο, ήταν ο θάνατος του Χίτλερ και της επί χρόνια συντρόφου του, Εύα Μπράουν, σε ένα άθλιο υπόγειο καταφύγιο, στις 30 Απριλίου 1945, που σηματοδότησε πραγματικά το τέλος του Γ' Ράιχ.
Έργο του 16ου αιώνα που άρπαξαν οι Ναζί από το Μιλάνό.

Σημειώσεις του φωτογράφου σχετικά με τις εικόνες που απαθανάτισε
και την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο καταφύγιο του Χίτλερ
Ο Vandivert ήταν ο πρώτος φωτογράφος που κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση στο καταφύγιο του Χίλτερ, μετά την πτώση του Βερολίνου. Φωτογραφίες του, από το καταφύγιο και την κατεστραμμένη πόλη, δημοσιεύτηκαν στο LIFE τον Ιούλιο του 1945. Ορισμένες από αυτές δημοσιεύονται ξανά στο περιοδικό LIFE, μαζί, ωστόσο, με ανέκδοτες έως τώρα φωτογραφίες από το καταφύγιο του Χίλτερ και τους κατεστραμμένους δρόμους του Βερολίνου.
Πολεμικοί ανταποκριτές εξετάζουν τον καναπέ όπου φέρεται να αυτοκτόνησε ο Χίλτερ
Το σημείο όπου πιστεύεται ότι κάηκαν οι σοροί του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν
Καπέλο αξιωματικού των SS με το πασίγνωστο έμβλημα «κρανίο θανάτου»
Κατεστραμμένο χρηματοκιβώτιο στο καταφύγιο του Χίτλερ
Πανοραμική φωτογραφία από το βομβαρδισμένο Βερολίνο
Αμερικανός στρατιώτης χαιρετά –ειρωνευόμενος- ναζιστικά στο κατεστραμμένο Sport Palace του Βερολίνου
Ρώσοι στρατιώτες προσπαθούν να μετακινήσουν έναν τεράστιο μπρούτζινο αετό.
Έμβλημα του ναζιστικού κόμματος.
Οι στήλες της εισόδου των κήπων της Καγκελαρίας.
Σκαλισμένα πάνω τους, τα ονόματα των Ρώσων που έπεσαν στον πόλεμο κατά των ναζί.
Μια εικόνα εντελώς συμβολική.
Μια θρυμματισμένη υδρόγειος και μια προτομή του Χίτλερ ανάμεσα στα συντρίμμια.
Ακριβώς έξω από την Καγκελαρία του Γ’ Ράιχ.
Ο φωτογράφος William Vandivert. Πέθανε το 1992.


Πηγές : kathimerini.gr , http://tvxs.gr

82 χρόνια απο το θάνατο της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη


Καρυωτάκης - Πολυδούρη
Είναι φορές, που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις αν τα γεγονότα που διαδραματίζονται είναι τυχαία, ή μιας ανίκητης μοίρας τα κελεύσματα. Είναι παράξενο, μα κανένας μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να εξηγήσει πειστικά τις συμπτώσεις, που συγκυριακά έρχονται στη ζωή μας και ανατρέπουν τα πάντα. Είναι τελικά το πεπρωμένο, αυτό που δρα καταλυτικά και πολλές φορές ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, οδηγεί τα βήματά μας; Μάλλον ποτέ δεν θα απαντηθεί.
Ο Κώστας και η Μαρία ήταν δύο νέοι που έζησαν στις αρχές του περασμένου αιώνα και που, παρά το σύντομο πέρασμά τους από τη ζωή, έκαναν αισθητή την παρουσία τους, όχι μόνο με το έργο τους -το καθόλου ευκαταφρόνητο -, αλλά και για την συνάντησή τους, πού σημάδεψε ανεξίτηλα την ύπαρξή τους. Ο λόγος φυσικά για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, που μπήκαν φουριόζικα στα ελληνικά γράμματα, με πάταγο θα ‘λεγα, διέγραψαν μια σύντομη τροχιά και έσβησαν όπως τα αστέρια του καλοκαιριού. Το τέλος τους ήταν συγκινητικό, όσο και τραγικό, κλείνοντας μια ιστορία παράφορου έρωτα, δύο ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, ή μάλλον δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν τις ομοιότητές τους…
Ο Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896, χρονιά των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων των νεότερων χρόνων. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός και ως εκ τούτου συχνά άλλαζαν τόπο διαμονής. Το 1917 απεφοίτησε από την νομική σχολή δικηγόρος, επάγγελμα που δεν άσκησε ποτέ ελλείψει πελατείας. Αναγκαστικά λοιπόν έγινε δημόσιος υπάλληλος, για βιοποριστικούς λόγους, επάγγελμα που απεχθανόταν και έχει καυτηριάσει και στα ποιήματά του:
Ο Γραφιάς
Οι ώρες μ' εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκε ξανά 
στο αχάριστο τραπέζι. 
(Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά 
ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)

Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή 
στη σκόνη των χαρτιών μου. 
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή 
στα ελεύθερα του δρόμου.)

Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους, 
όμως ακόμη γράφω. 
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς. 
Σα να 'χουν βγει σε τάφο.)
Από το 1919 έως το 1927 εκδίδει τρεις ποιητικές συλλογές οι οποίες τον καθιερώνουν ανάμεσα στους κορυφαίους, αν και στην αρχή τον δέχθηκαν με επιφύλαξη. Έγραψε πεζά και άλλα ανέκδοτα ποιήματα. Οι ποιητικές συλλογές που έκδωσε κατά σειρά είναι: «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων», «Νηπενθή», «Ελέγεια και Σάτιρες». Όλα δείχνουν τον μεγάλο ποιητή, με τα βαθιά φιλοσοφικά και υπαρξιακά νοήματα. Όλα του τα έργα  αποπνέουν μελαγχολία και απαισιοδοξία. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι σκοτεινή και καταραμένη, όπως των ποιητών που αγάπησε «των Πόε των δυστυχισμένων και των Μπωντλαίρ που εζήσανε νεκροί». «Φθονούσε» την αθανασία τους, πίστευε πως «μάταια στιχουργούσε» όμως ο Κώστας Καρυωτάκης άλλαξε μια για πάντα την Ελληνική ποίηση. Όσοι μέσα από τους στίχους του ένιωσαν τι θα πει «νηπενθές» του έδωσαν μια θέση δίπλα στους ήρωές του.
Η Πολυδούρη γεννήθηκε το 1902 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας ήταν καθηγητής και δεν είχαν μια μόνιμη κατοικία στα παιδικά της χρόνια. Το 1918 διορίσθηκε υπάλληλος στην νομαρχία Καλαμάτας. Το 1920 και σε διάστημα ενός μηνός πεθαίνει ο πατέρας της και η μητέρα της. Οι τύψεις για το θάνατο της μητέρας της την παρακινούν να γράψει ένα τρυφερό ποίημα στη πονεμένη μάνα:
...Δεν σ' ένιωσα πριν να σε χωριστώ 
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει, 
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ 
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.
Το 1921 παίρνει μετάθεση για την Αθήνα, ενώ παράλληλα γράφεται στην νομική, που ποτέ δεν θα τελειώσει. Εκεί στο γραφείο θα γνωρίσει τον Καρυωτάκη και δεν θα αργήσει ανάμεσά τους να αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα σημαδέψει οριστικά και ανεξίτηλα την υπόλοιπη ζωή τους… Γρήγορα θα τα χαλάσουν, αλλά ποτέ δεν θα πάψουν να αγαπιούνται, που αποδεικνύεται με τα γράμματα που του είχε στείλει και τις εκατό και πλέον φωτογραφίες της που φύλαγε στο μπαούλο του ο Καρυωτάκης και βρέθηκαν μετά το θάνατό του, αλλά και από ποιήματά του.
Η Πολυδούρη άλλωστε δεν το κρύβει, το διατυμπανίζει, το βροντοφωνάζει: Στο ημερολόγιο της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! (...) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν' αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλεί να ζήσουν μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ' αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν.»
Όμως αυτός θα δειλιάσει. Ίσως γιατί η Μαρία είναι μια γυναίκα απελευθερωμένη, χειραφετημένη, δυναμική, φεμινίστρια, που δεν δίσταζε να συμμετέχει σε ανδρικές παρέες -πράγμα απαράδεκτο για την εποχή εκείνη. Εκείνη νόμιζε πως στον Τάκη, όπως τον έλεγε, πέρα από τον φτασμένο ποιητή, που πάνω του θα στηριζόταν στις ποιητικές της αναζητήσεις, θα εύρισκε τον απελευθερωμένο άνθρωπο, που θα της έμοιαζε…
Έτσι, η απάντηση του Καρυωτάκη θα τη προσγειώσει ανώμαλα. Σε έναν περίπατό τους στο Φάληρο, θα αρνηθεί την πρόταση της,  επικαλούμενος ότι δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Στην πραγματικότητα η Πολυδούρη δεν θα τον πιστέψει, υποθέτοντας ότι ο καλός της δε θέλει να την παντρευτεί επειδή έχει αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει. Η πτώση του στα μάτια της είναι μοιραία και χωρίζουν. Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους και την διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάψει να την αγαπά. Αυτή όμως νοιώθει μειωμένη και ταπεινωμένη. Θα δεχτεί την αλλαγή μορφής στη σχέση τους και θα κρύψει τον σπαραγμό της έως ότου έξη χρόνια μετά, θα γράψει πλημμυρισμένη από τύψεις:
«Το λίγο που σου απόμεινε, την ύστερνη ζωή σου 
σε αγάπη την μετάβαλες και μου την είχες δώσει. 
Εγώ κι αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική σου 
τι σούχα δώσει να χαρείς από μια αγάπη τόση; 
Και νόμιζαν πως έδινα, περήφανη να κρύβω 
το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου και χανόταν. 
Ά τώρα κάτω απ' τη φριχτή τύψη αυτή θα σκύβω 
πως ούτε πήρα το άξιο σου δώρο που μου δινόταν»
Οι συναντήσεις τους μετά το χωρισμό είναι ελάχιστες. Ο πληγωμένος εγωισμός της με την απόρριψη, την εξωθεί στην έντονη ζωή. Το 1926 φεύγει για το Παρίσι, προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται σε μια κλινική. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και καταφέρνει να μπει στη Σωτηρία. Εκεί μια μέρα θα την επισκεφθεί ο Καρυωτάκης. Η συνάντησή τους είναι παγερή, το χάσμα που τους χωρίζει μένει αξεπέραστο. Χωρίζουν οριστικά. Ο Κώστας φεύγει για την Πρέβεζα που τον έχουν μεταθέσει.
Η είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, στις 21 Ιουλίου 1928, την συγκλονίζει και δίνει την χαριστική βολή στην ήδη επιβαρημένη  και κλονισμένη υγεία της. Από τότε αψηφά τις συστάσεις των γιατρών, επιδεινώνοντας την κατάσταση της με κρυφές εξόδους απ' το σανατόριο και ασυλλόγιστες νυχτερινές εξορμήσεις. Γράφει τα πιο σπαρακτικά τραγούδια της, ενώ κρεμάει πάνω απ' το κρεβάτι της ένα σκίτσο του κι ένα παιχνιδάκι, που της είχε κάποτε δωρίσει ο Καρυωτάκης. Επιζητούσε την συντροφιά των φιλών του, όπου πάντοτε μιλούσε γι' αυτόν με τρόπο που δε μπορούσε κανείς ν' αμφιβάλει  πόσο οδυνηρά την πλήγωνε η ανάμνηση της ζωής που πέρασε μαζί του.
Την ίδια χρονιά εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» και τον επόμενο την συλλογή «Ηχώ στο χάος». Εκτός από αυτές τις δύο συλλογές η Πολυδούρη έχει γράψει και αρκετά άλλα ανέκδοτα ποιήματα, καθώς και πεζά κάποια από τα οποία έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και εφημερίδες καθώς και διακρίνονται από πλούσιο λυρισμό και αισθαντικότητα.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα ποιήματά της. Είναι μεστή γεμάτη με πηγαίο λυρισμό, που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και πότε-πότε σε σπαραγμό, με φανερή την επίδραση από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Πέθανε στις 29 Απρίλη του 1930, σε ηλικία μόλις 28 χρονών. Το ποίημα που ακολουθεί μοιάζει προφητικό:
Σαν Πεθάνω
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ' Απρίλη
όταν αντικρύ θ' ανοίγει μες στη γλάστρα μου δειλά
ένα ρόδο -μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σα τη ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλά πονετικό
στ' άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζει τη γιορτή μου,
στ' άγιο χώμα που θα μου 'ναι κρεβατάκι νεκρικό.
Όσ' αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θ' αφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ' αγαπήσαν μόνο θα 'ρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλούνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ' Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θα 'ρθει να στο πει και τότε πια,
όση σ' απομέν' αγάπη, θα 'ναι σα θαμπό καντήλι
-φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
Όπως και να χει, για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη οι δρόμοι ήταν παράλληλοι και μοιραίοι, ή όπως η ίδια γράφει στην μπαλάντα της, «στο συρτάρι μια παλιά φωτογραφία κι η ζωή μας δυο παράλληλες γραμμές». Ήταν δύο νέοι άνθρωποι, με πολύ ταλέντο, που από διαφορετικούς δρόμους αγγίξανε την ευτυχία, καταξιωμένοι ποιητές και ερωτευμένοι. Η συνάντηση των δύο ποιητών στη ζωή, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τους οδήγησε πιο γρήγορα στον θάνατο. Ο Γ. Κορωναίος  σε άρθρο του στη δεκαετία του ‘50 αναφέρει σχετικά: «Αν ο Καρυωτάκης δεν απαρνιόταν τον άνθρωπο και αν η Πολυδούρη μπορούσε να συμφιλιώσει τον πληθωρικό εσωτερικό της κόσμο με την πραγματικότητα της εποχής της, ίσως και οι δύο τους να βρισκόντουσαν ανάμεσα μας και η προσφορά τους στα ελληνικά γράμματα να ήταν πολύ μεγαλύτερη. Δυστυχώς αντί να διαλέξουν τον φαρδύ δρόμο που οδηγεί στον άνθρωπο προτίμησαν το σκοτεινό δρομάκι που οδηγεί στον θάνατο».
Αδιαμφισβήτητα οι δύο μεγάλοι ποιητές του έρωτα και του θανάτου, έζησαν λίγο, η προσφορά τους όμως στα γράμματα ήταν τεράστια και το έργο τους δείχνει ανάγλυφα την πραγματικότητα.

Πηγή: www.tempo.gr

79 χρόνια απο το θάνατο του μεγάλου μας ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη






Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1863 (29 Απριλίου) και πέθανε στην ίδια πόλη το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του. Ηταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου Ι. Καβάφη (Κωνσταντινούπολη, 1814 - Αλεξάνδρεια, 1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος που οι ρίζες του φαίνεται πως είναι βυζαντινές και της Χαρίκλειας Φωτιάδη (Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως, 1834 - Αλεξάνδρεια, 1899) από παλαιότατη οικογένεια της Πόλης. Υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της Αλεξάνδρειας.

Ο μικρός Καβάφης ζει τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες ευημερίας. Στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού των Καβάφηδων στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, στεγάζονταν τα γραφεία του ακμαιότατου εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία» (κύριος συνέταιρος ο Γεώργιος Καβάφης, θείος του ποιητή, εγκατεστημένος στο Λονδίνο), ενώ η οικογένεια του Πέτρου Καβάφη διαβίωνε με χαρακτηριστική άνεση στο πρώτο και στο δεύτερο πάτωμα, διατηρώντας Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα τροφό, Έλληνες υπηρέτες, Ιταλό αμαξά και Αιγύπτιο θυρωρό!

To 1870 με το θάνατο του πατέρα Καβάφη αρχίζει, ουσιαστικά, η σταθερή πορεία της οικογένειας προς την οικονομική κρίση και παρακμή. Το 1872 η Χαρίκλεια Καβάφη μετακομίζει με τα παιδιά της στην Αγγλία όπου και θα παραμείνουν τα επόμενα έξι χρόνια (κυρίως στο Λίβερπουλ αλλά και στο Λονδίνο). Ο μικρός Καβάφης σπουδάζει σε αγγλικό σχολείο όπου και διδάσκεται για μητρική του γλώσσα την αγγλική αλλά παράλληλα μαθαίνει και ελληνικά και γαλλικά. Μετά από λίγα χρόνια παραμονής στην Αγγλία αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια καθώς τα οικονομικά της οικογένειας πηγαίνουν άσχημα και η οικογενειακή επιχείρηση διαλύεται. Ο Καβάφης συνεχίζει τις σπουδές του στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής» ενώ παράλληλα υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιστροφή από την Αγγλία (1878) και στο ξεκίνημα της φοίτησης στον «Ερμή» (1881), ο Καβάφης είχε αρχίσει να μελετά και να εργάζεται πνευματικά από μόνος του, χρησιμοποιώντας βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Σ' αυτήν την τριετία ανάγεται και η φιλόδοξη απόπειρά του να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε αφού τα λήμματα του έργου σταμάτησαν «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος».

Το 1882, στη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης κατά των Αγγλων, πηγαίνει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Η τριετής παραμονή του Καβάφη στην Πόλη αποδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική και κρίσιμη για διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με τις βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου, ο ομοσεξουαλισμός του άρχισε να εκδηλώνεται στα 1883. Παράλληλα, γνωρίζουμε, ότι ο ποιητής άρχισε να εκφράζει ζωηρό ενδιαφέρον για να ακολουθήσει πολιτική και δημοσιογραφική καριέρα. Φυσικά, το πιο αξιοσημείωτο αυτής της περιόδου, είναι το γεγονός ότι η παραμονή του στην Πόλη συμπίπτει με τις πρώτες μαρτυρημένες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Τεκμήριο της πρώιμης αυτής προσπάθειας του Καβάφη, αποτελεί μια ομάδα αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εκδόθηκαν μαζί με άλλα ανέκδοτα ποιήματα το 1968 από το Γ.Π. Σαββίδη. Τον καιρό εκείνο συμπληρώνει και τις μελέτες του πάνω στην αρχαία και μεσαιωνική ελληνική φιλολογία που τις είχε αρχίσει την εποχή ακόμα που βρισκόταν στην Αγγλία.

Τον Οκτώβριο του 1885, ο Καβάφης γυρίζει στην Αλεξάνδρεια μαζί με τη μητέρα του και τους αδελφούς του, Αλέξανδρο και Παύλο. Με την επιστροφή του, ο Καβάφης εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα (που είχε αποκτήσει ο πατέρας του στα 1850) και παίρνει την ελληνική.
Τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή στην Αλεξάνδρεια είναι μια περίοδος προσαρμογής. Ο Καβάφης αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη συστηματικά, αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα όπως του δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο Αρδεύσεων (1889-1892) όπου και θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος το 1892 και θα εργαστεί μόνιμα εκεί επί τριάντα χρόνια, μέχρι το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη.
Η κυριότερη χρονολογική τομή ως προς την εξέλιξη του έργου του ποιητή, κατά την εποχή αυτή, τοποθετείται στα 1891. Είναι η χρονιά κατά την οποία ο Καβάφης εκδίδει σε μονόφυλλο το πρώτο πραγματικά αξιόλογο ποίημά του (το Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα πιο αξιόλογα πεζά του κείμενα, όπως τα δύο περί των «Ελγινείων» που παρουσιάζουν δημόσια την πολιτική πλευρά του ποιητή, «Ολίγαι λέξεις περί στιχουργίας» και άλλα.

Τα οικονομικά του βελτιώνονται σημαντικά και τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει στο Κάιρο (1893), στο Παρίσι και στο Λονδίνο με τον αδελφό του Τζων (1897). Το 1899 πεθαίνει η μητέρα του σε ηλικία 65 ετών, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή. Το 1901 και το 1903 ταξιδεύει στην Ελλάδα και γνωρίζεται στην Αθήνα με Ελληνες πεζογράφους (Πολέμης, Ξενόπουλος, Πορφύρας). Στις 30 Νοεμβρίου του 1903, δημοσιεύεται στα Παναθήναια το ιστορικό άρθρο του Ξενόπουλου για τον Καβάφη με τίτλο «Ένας Ποιητής». Την ίδια χρονιά γράφει και το σημαντικότερο πεζό κείμενό του, τον «φιλοσοφικό έλεγχο» των ποιημάτων του που είναι γνωστό με τον τίτλο «Ποιητική». Τα επόμενα χρόνια κυλούν ανάμεσα σε ποιητικούς, φιλοσοφικούς στοχασμούς, γνωριμίες με εξέχουσες προσωπικότητες στην Αλεξάνδρεια (Ιων Δραγούμης, Ε.Μ. Φόρστερ), ανανεώσεις συμβολαίων εργασίας στις Αρδεύσεις και τους διαδοχικούς θανάτους των αδερφών του. Σημαντικό βιογραφικό στοιχείο αποτελεί και η εγκατάσταση του ποιητή στο περίφημο σπίτι-εργαστήρι της οδού Λέψιους στα 1907, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα, ποσοτικά και ποιοτικά του έργου του.

Το 1922 δηλώνει την πρόθεσή του να μη συνεχίσει την εργασία του στις Αρδεύσεις απ' όπου και παραιτείται με το βαθμό του υποτμηματάρχη («επιτέλους ελευθερώθηκα απ' αυτό το μισητό πράγμα») και χωρίς καμιά περίσπαση αφοσιώνεται στη συμπλήρωση του ποιητικού του έργου. Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου απονέμει στον Καβάφη το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται υποστηρίζοντας ότι «Το παράσημο μου το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, την οποία σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή του παρασήμου θα είναι προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν γι' αυτό και το κρατώ». Το 1927 γνωρίζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Νίκο Καζαντζάκη. Από το 1930 αρχίζει να υποφέρει από το λάρυγγά του και τον Ιούλιο του 1932 οι γιατροί διαγιγνώσκουν καρκίνο του λάρυγγα. Πηγαίνει στην Αθήνα όπου εισάγεται σε νοσοκομείο και του γίνεται τραχειοτομία. Μετά από τετράμηνη παραμονή στην Αθήνα, επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια όπου και το επόμενο έτος, 1933, στις 29 Απριλίου, μέρα των γενεθλίων του, πεθαίνει.

Το «πάθος» του Κ.Π. Καβάφη
Ο Καβάφης είχε ένα μεγάλο «πάθος», μια παρεκτροπή από τα συνήθη που οι περισσότεροι μελετητές του έργου και της ζωής του θεωρούν ότι πρόκειται για την ομοφυλοφιλική ερωτική ζωή του ποιητή.

Χαρακτηριστικές του ψυχοπνευματικού βασανισμού του είναι οι βραχυγραφημένες σημειώσεις που κρατά:
«Πρέπει αλύγιστα να επιβάλω στον εαυτό μου ένα τέρμα εώς την 1η Απριλίου, διαφορετικά δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω. Θ' αρρωστήσω και πώς θα περάσω τη θάλασσα, και πώς, αρρωστημένος θ' απολαύσω το ταξίδι μου;
16 Μαρτίου: Μεσάνυχτα. Υπέκυψα εκ νέου. Απελπισία, απελπισία, απελπισία. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει. Παρεκτός αν σταματήσω ως τις 15 Απριλίου. Ο θεός βοηθός.»
και κάπου αλλού:
«Υφίσταμαι μαρτύριο. Σηκώθηκα και γράφω τώρα. Τί θα κάμω και τι θα γίνει; Τί να κάνω; ...Βοήθεια. Είμαι χαμένος.»

Απ' αυτές τις σημειώσεις ενός απελπισμένου ανθρώπου που ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια καθώς και από τα ερωτικά ποιήματά του, πολλοί μελετητές έβγαλαν αβίαστα το συμπέρασμα περί της ανώμαλης σεξουαλικής συμπεριφοράς του ποιητή. Και όμως ...

Ο Ατανάζιο Κατράρο, πρώτος μεταφραστής στα ιταλικά των ποιημάτων του Καβάφη και προσωπικός του φίλος, γράφει:
«Την ομοφυλοφιλία του Καβάφη τη βαραίνει ένα μεγάλο ερωτηματικό, που χρειάζεται βαθιά συνετή και αντικειμενική μελέτη και δεν αποκλείεται η απόφαση να είναι απαλλακτική. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να προσκομίσει μια απόδειξη για το αμάρτημα που αποδίδεται στον ποιητή και ποτέ δεν βρέθηκε ανακατεμένος σ' ένα σκάνδαλο.»
Διπλής σημασίας η παραπάνω δήλωση. Πρόκειται για δήλωση προσωπικού φίλου του ποιητή που εννοείται ότι γνωρίζει καλά τον άνθρωπο και επιπλέον αναφέρεται η έλλειψη αποδείξεων και σκανδάλων στα οποία να είχε ανακατευτεί ο ποιητής.
Σε ανάλογες βάσεις (που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν) στηρίχτηκαν, ο Στρατής Τσίρκας και ο Ι.Μ. Χατζηφώτης για να εκφράσουν την πολύ ενδιαφέρουσα άποψη ότι το «πάθος» του Καβάφη δεν ήταν η ομοφυλοφιλία του αλλά ο αυνανισμός και ο αλκοολισμός. Ηταν πολύ ντροπαλός (όπως εξάλλου ομολογείται απ' όλους) ο ποιητής για να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο από το «μοναχικό» πάθος του, υποστηρίζει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης. Ετσι τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη κινούνται - σύμφωνα με τη γνώμη των δύο λογοτεχνών - στα όρια της φαντασίας και του απραγματοποίητου. Είχε τις προθέσεις ο Καβάφης αλλά δεν τις έκανε πράξη...

Για περισσότερες, όμως, πληροφορίες πάνω στο ενδιαφέρον αυτό θέμα της ζωής του Καβάφη, θα σας προτείνω το βιβλίο «Καβαφικά» του Ι.Μ. Χατζηφώτη (πήγαινε στις εκδόσεις).

Το Εργο του Κ.Π. Καβάφη
Ο Κάβαφης, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό του έργο, το οποίο, άλλωστε, συμπλήρωνε ως την τελευταία στιγμή της ζωής του. Ούτε, φυσικά, πραγματοποίησε ποτέ μια κανονικά εμπορική έκδοση. Ακολούθησε ένα δικό του, ιδιόρρυθμο σύστημα έκδοσης και κυκλοφορίας του έργου, το οποίο και προκάλεσε πολλές συζητήσεις στο χώρο των καβαφικών μελετών. Σύμφωνα με τη διδακτορική διατριβή του Γ.Π. Σαββίδη, υπήρξαν τρία διαφορετικά στάδια εκδοτικής τακτικής, σε «μονόφυλλα», «τεύχη» και «συλλογές», τα οποία αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές φάσεις στην ιστορία της καβαφικής ποίησης. Η μέθοδος των «μονόφυλλων» χρησιμοποιείται από το 1891 ως και το 1904, οπότε ο ποιητής τυπώνει το πρώτο «τεύχος» με 21 ποιήματα. Η πρώτη χρονολογική «συλλογή » του κυκλοφόρησε, ιδιωτικά πάντα κατά την πάγια τακτική του, το 1912 και η πρώτη θεματική «συλλογή» του το 1917. Για πρώτη φορά συγκεντρωμένο ολόκληρο το σώμα της αναγνωρισμένης καβαφικής ποίησης, κυκλοφόρησε το 1935 με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, ενώ σήμερα κυκλοφορούν έγκυρες εκδόσεις των «αναγνωρισμένων», των «ανέκδοτων», των «αποκηρυγμένων» ποιημάτων (φροντισμένες από το Γ.Π. Σαββίδη) και των «ατελών» ποιημάτων του (από τη Ρενάτα Λαβανίνι).
Ολα τα ποιήματά του ο Καβάφης τα έγραψε στην ελληνική, με την εξαίρεση ελαχίστων από τα μέχρι το 1968 ανεκδότων ποιημάτων του.

Συνολικά τα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης είναι 154. Επιπλέον θα πρέπει να υπολογιστούν άλλα 75 που παρέμειναν ανέκδοτα εώς το 1968 και τα οποία βρέθηκαν στο Αρχείο του ή σε χέρια φίλων του καθώς και 27 ποιήματα που δημοσίευσε μεν ο ίδιος μεταξύ 1886 και 1898 αλλά που αργότερα τα αποκήρυξε. Ο Καβάφης έγραψε και κάποια πεζά, δοκίμια, μελέτες, μεταξύ των οποίων: «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα», «Οι Βυζαντινοί ποιηταί», «Το Κυπριακόν ζήτημα», «Το Τέλος του Οδυσσέως», «Μία σελίς της Τρωϊκής Ιστορίας» κ.α.

Σύμφωνα με διευκρινίσεις και υποδείξεις του ποιητή, τα ποιήματά του κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά. Αν και στην αρχή η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη συνάντησε την εχθρότητα και την επιφύλαξη του πνευματικού κόσμου, με τον καιρό επιβλήθηκε στη συνείδηση όλων σαν ένας ιδιόμορφος αλλά μεστός και γεμάτος με ουσιαστικό περιεχόμενο ποιητής που δεν ενδιαφερόταν για την εξωτερική εμφάνιση του στίχου του αλλά μονάχα για τον εσωτερικό στοχασμό, τη φιλοσοφική σκέψη και το στοχαστικό δίδαγμα.

Μετά θάνατον, ο Καβάφης έγινε αντικείμενο μακρόχρονης μελέτης από ποιητές και μελετητές του έργου του σε όλο τον κόσμο. Τα ποιήματά του εκδόθηκαν και εκδίδονται σε συλλογές, ενώ πρόκειται και για τον πιο πολυμεταφρασμένο Νεοέλληνα λογοτέχνη. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ολλανδέζικα, αραβικά, γιαπωνέζικα, αρμένικα, ινδικά, σλαβικές γλώσσες και σε πάρα πολλές άλλες γλώσσες.

Στην οδό Λέψιους στην Αλεξάνδρεια, το διαμέρισμα του Καβάφη έχει μετατραπεί σε μουσείο με εκδόσεις, χειρόγραφα, μεταφράσεις, δημοσιεύματα και έργα τέχνης εμπνευσμένα από το έργο του, πλούσιο φωτογραφικό, φιλολογικό και άλλο υλικό.




ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Τα άλογα του Αχιλλέως

Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ' άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ' την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ' έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ' εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης  



ΤείχηΧωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Ενας γέροςΣτου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 



ΔέησιςΗ θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη.--
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν' καλοί καιροί --

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης  


Η κηδεία του ΣαρπηδόνοςΒαρυάν οδύνη έχει ο Ζεύς. Τον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Μενοιτιάδης κ' οι Αχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.

Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί - που το άφισε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι -
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.

Του ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ' τα αίματα·
κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.

Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης -
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξη -
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.

Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.

Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυό αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.

Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές και θρήνους,
και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ' έπειτα έμπειροι απ' την πολιτείαν εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Σημειώσεις:
Γυιος του Δία και της Λαοδαμείας ή του Εύανδρου και της Δηϊμαδείας. Ο Σαρπηδών έλαβε μέρος στον Τρωϊκό Πόλεμο όπου και σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο. Ο Δίας διέταξε τότε τον Απόλλωνα να καθαρίσει το σώμα του αγαπημένου του παιδιού, από το αίμα και τη σκόνη με αμβροσία. Έτσι καθαρισμένο το παρέλαβαν οι δίδυμοι αδελφοί Θάνατος και Ύπνος και μετέφεραν στη Λυκία, όπου τον έθαψαν με μεγάλες τιμές.
  


ΚεριάΤου μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης  


Το πρώτο σκαλίΕις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ' αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ' ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης  


ΘερμοπύλεςΤιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης  


Τα βήματαΣ' εβένινο κρεββάτι στολισμένο
με κοραλλένιους αετούς, βαθυά κοιμάται
ο Νέρων -- ασυνείδητος, ήσυχος, κ' ευτυχής·
ακμαίος μες στην ευρωστία της σαρκός,
και στης νεότητος τ' ωραίο σφρίγος.

Αλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει
των Αηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο
τι ανήσυχοι που είν' οι Λάρητές του.
Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί,
και προσπαθούν τ' ασήμαντά των σώματα να κρύψουν.
Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή,
θανάσιμη βοή την σκάλα ν' ανεβαίνει,
βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά.
Και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες,
μέσα στο βάθος του λαράριου χώνονται,
ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά,
ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλο πέφτει
γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη,
τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Σημειώσεις:
Αηνοβάρβοι: Ο Νέρων ανήκε σ' αυτόν τον οίκο.

Λάρητες: Σπιτικοί θεοί των Ρωμαίων, πιθανώς πνεύματα των προγόνων, που λατρεύονταν σε βωμό πλάι στην εστία του σπιτιού.

Εριννύες: Στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, οι Εριννύες ήταν τρία φρικιαστικά γυναικεία πνεύματα (Αλητώ, Τισιφόνη και Μέγαιρα) που κατεδίωκαν ατιμώρητους εγκληματίες.