Χιώτης - Λίντα: Οι αναμνήσεις ενός έρωτα


Μια ζωή σαν παραμύθι για δύο ανθρώπους που έγιναν μύθοι, ερωτεύθηκαν με πάθος και καθιερώθηκαν ως ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά ζευγάρια της ελληνικής μουσικής σκηνής




Από τη ΒΙΚΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

Μια ζωή σαν παραμύθι για δύο ανθρώπους που έγιναν μύθοι, ερωτεύθηκαν με πάθος και καθιερώθηκαν ως ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά ζευγάρια της ελληνικής μουσικής σκηνής ξετυλίγεται στο βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα «Περασμένες μου αγάπες». Ο λόγος για τον Μανόλη Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα, που κατάφεραν να γράψουν με χρυσά γράμματα το όνομά τους στη μουσική ιστορία της χώρας μας. Ο Μάκης Δελαπόρτας γράφει αναφερόμενος σε δύο καλλιτέχνες που μεσουράνησαν πριν από μισό αιώνα, ωστόσο τα τραγούδια τους αφορούν ακόμη τους νέους ανθρώπους: «Ο Χιώτης και η Λίντα έγιναν οπαδοί της ίδιας άποψης, της ίδιας ενέργειας και της ίδιας καλλιτεχνικής ανησυχίας. Απέδειξαν πως, όταν δύο άνθρωποι και δη χαρισματικοί ενώσουν τις δυνάμεις τους, αυτό που μπορούν να αφήσουν στις επόμενες γενιές δεν είναι απλώς όμορφες μελωδίες με αέρινες φωνές, αλλά κρύσταλλα διάφανα σαν πολύτιμα διαμάντια».



 Δύο νέοι άνθρωποι, άλλωστε, στάθηκαν αφορμή για τη συγγραφή αυτού του έργου. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου του: «Παρασκευή απόγευμα. Κατηφορίζω την Πανεπιστημίου κατευθυνόμενος στο πιο πολυσύχναστο μουσικό κέντρο της πόλης, το Metropolis. Οι αραιές μου πλέον επισκέψεις στον πολύβουο δακτύλιο της Αθήνας συνοδεύονται πάντα και από μια περαντζάδα από το συγκεκριμένο δισκοπωλείο, για την απαραίτητη μουσική ενημέρωση. Καθώς το βλέμμα μου περιεργάζεται τις καινούργιες δισκογραφικές κυκλοφορίες, το αφτί μου, άθελά του, πιάνει μια στιχομυθία δύο δεκαπεντάρηδων πιτσιρικάδων.

Ρε συ, ξέρεις τι θέλω να αγοράσω;
Τι; τον ρωτάει ο άλλος.
Μανόλη Χιώτη και Μαίρη Λίντα! Τι φωνάρα, ρε, αυτή η Λίντα!
Ναι, αλλά και τι μπουζούκι αυτός ο τύπος! Πολύ ροκ κατάσταση, ρε!».
Κάπως έτσι ο Μάκης Δελαπόρτας έδωσε κλότσο στην κόκκινη ανέμη να γυρίσει και το παραμύθι ξεκίνησε...
Το δέκατο τρίτο παιδί




Στο φούρνο 
του μπαμπά μου/
γεννήθηκα ένα βράδυ/
κοντά σε μια φραντζόλα/
και σ' ένα παξιμάδι


Αυτό το τετράστιχο τραγουδούσε συχνά η Μαρία Δημητροπούλου, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της αγαπημένης Μαίρης Λίντα. Κόρη του Αλέκου και της Βασιλικής Δημητροπούλου, γεννήθηκε μια νύχτα στο φούρνο του πατέρα της στα Χαλικιάτικα του Πύργου, ενώ η γιαγιά της, η κυρα-Μαριγώ, που ήταν μαία, βοήθησε τη μητέρα της να τη φέρει στον κόσμο. Ήταν το δέκατο τρίτο παιδί της οικογένειας και ο πατέρας της, σαν να γνώριζε από τότε την τύχη της, είχε πει όταν άκουσε το κλάμα της: «Α, αυτή θα μου γίνει τραγουδίστρια!». Πού να το ξερε τότε ότι το μικρό αγγελούδι που καλωσόριζε στον κόσμο θα γινόταν μία από τις σημαντικότερες τραγουδίστριες της γενιάς της.




Η μαθήτρια και ο δάσκαλος


Η Μαιρούλα ήταν δεν ήταν 10 χρόνων και το ταλέντο της στο τραγούδι ήταν ήδη εμφανές. Μαζί με τη μητέρα της, λοιπόν, πήγαν στο νυχτερινό κέντρο του Παναγιώτη Κόκκαλη, που υπήρξε μεγάλος επιχειρηματίας, ώστε η μικρή να πιάσει εκεί δουλειά και να κάνει τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι. Όσο η μητέρα της συνεννοούνταν με τον επιχειρηματία, η μικρή Μαίρη καθόταν στο μαγαζί και την περίμενε αμέριμνη. Εκεί όμως τη συνάντησε η μοίρα στο πρόσωπο ενός νεαρού μουσικού, που εξελίχθηκε σε μέντοράς της και αργότερα στον άντρα της ζωής της.



Η μικρή είδε τον ξανθό άντρα να ξεπροβάλει από την κουίντα και να κατευθύνεται προς το μέρος της. Την εντυπωσίασαν τα γκριζοπράσινα μάτια του, το πρόσωπό του, ο τρόπος που κινούνταν, ο αέρας που εξέπεμπε, η μυρωδιά του... Και όταν την πλησίασε παρόλο που ήταν πολύ μικρή, ένιωσε περίεργα και μπερδεμένα συναισθήματα, που ποτέ πριν δεν είχε ξανανιώσει. Έτσι κάπως έγινε η γνωριμία της τραγουδίστριας με τον «άρχοντα της πενιάς» Μανόλη Χιώτη, μια γνωριμία που έμελλε να εξελιχθεί σε φλογερό πάθος. Αρχικά εκείνος την έβλεπε απλώς σαν μαθήτριά του, αφού η ηλικία της στην πρώτη τους γνωριμία ήταν πάρα πολύ μικρή. Της έμαθε τα πρώτα της τραγούδια και μάλιστα ήταν κάπως κωμικό να τα τραγουδάει ένα τόσο μικρό κοριτσάκι. Το πρώτο τραγούδι ήταν το περίφημο «Καφεδάκι»: «Συχνά τα βράδια μοναχή με παρατάς/και στο τσαρδάκι σου έρχεσαι μόνο/για να πιεις το καφεδάκι σου». Το δεύτερο λεγόταν «Οι ντιντήδες» και έλεγε: «Να μου λείπουν οι ντιντήδες, οι μοντέρνοι/θέλω άντρα ν αγαπάει και να δέρνει».



 Ο Χιώτης πίστευε όμως στο ταλέντο της και ήθελε να της δώσει και άλλα τραγούδια του. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά με πολύ μεγάλη επιτυχία. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν ακόμη ο Γιώργος Μητσάκης, ο Χάρης Λεμονόπουλος, ο Δημήτρης Μπέμπης (σ.σ.: από τα καλύτερα μπουζούκια), ο Γιώργος Γοζαδίνος, η Βούλα Δερέμπεη στο πιάνο και ο Τάκης Μπίνης στο τραγούδι. Μεγάλο σχήμα, αλλά η στιγμή που... έκλεβε τις εντυπώσεις και έπαιρνε το περισσότερο χειροκρότημα ήταν εκείνη που εμφανίζονταν στη σκηνή ο Μανόλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα.




Παραμυθένιος γάμος

Απρίλιος του 1959. Η Μαίρη κατεβαίνει τα σκαλιά του σπιτιού της ντυμένη νύφη, στηριζόμενη στο μπράτσο των φιλενάδων της Μπέτυς Μοσχονά και Ρένας Βλαχοπούλου. Έλαμπε από ευτυχία, απέπνεε φρεσκάδα και απίστευτη ηρεμία. Ο Μανόλης είχε κρατήσει την υπόσχεσή του και το όνειρό της σε λίγη ώρα θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Το μυαλό της όμως γυρνούσε πίσω στο «Πιγκάλς», τη βραδιά που ο Μανόλης της είχε ζητήσει να του πει πως τον αγαπάει και της έδωσε την υπόσχεση πως, όταν μεγαλώσει και φτάσει μέχρι τον ώμο του σε ύψος, θα την παντρευτεί.


Στην εκκλησία περίμεναν όλοι οι φίλοι, οι συγγενείς, οι συνεργάτες του ζευγαριού για να τους χειροκροτήσουν και να τους ευχηθούν να ζήσουν ευτυχισμένα. Τη νύφη παρέδωσε στο γαμπρό ο μεγάλος αδερφός της, αφού ο πατέρας της είχε πεθάνει λίγους μήνες πριν και δεν πρόλαβε να ζήσει αυτή την ευτυχισμένη στιγμή της κόρης του. Το γλέντι που ακολούθησε το γάμο έγινε στο σπίτι του ζευγαριού στην Κυψέλη και κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Οι δυο τους, αν και βρίσκονταν στο απόγειο της δόξας τους, προτίμησαν να κάνουν το γάμο τους με διακριτικότητα, χωρίς φανφάρες και θόρυβο. Βέβαια, την ίδια λογική δεν είχε και ο Τύπος, καθώς την επομένη φωτογραφίες και λεπτομέρειες από το γάμο δημοσιεύτηκαν σε όλα τα έντυπα της εποχής.




Το βραβείο και η συνεργασία με τον Θεοδωράκη

Καλοκαίρι του 1961. Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού. Η Μαίρη είναι ανάμεσα στις διαγωνιζόμενες με δύο συμμετοχές, την «Απαγωγή» του Μίκη Θεοδωράκη και το «Χορεύει μια πεντάμορφη» της Λιάνας Ρουσιάνου. Το άγχος είναι μεγάλο, αφού τα προγνωστικά θέλουν για μία ακόμη χρονιά να βραβεύονται ο Χατζιδάκις και η Μούσχουρη. Η Μαίρη ανησυχεί και αγχώνεται, ο Μανόλης προσπαθεί να την ηρεμήσει και να τη στηρίξει σε αυτό που πρέπει να κάνει. Τα λόγια του της δίνουν δύναμη και καταφέρνει να ερμηνεύσει μοναδικά το τραγούδι. Το πρώτο βραβείο είναι δικό της, όπως ψηφίζει λίγο αργότερα η επιτροπή, και η ίδια πετάει στα ουράνια από τη χαρά της. Η Μαίρη Λίντα ανακηρυσσόταν η καλύτερη τραγουδίστρια για το 1961!




Ο χωρισμός

Η Μαίρη ήθελε πολύ να κάνει ένα παιδί. Ειδικά ένα παιδί με τον άντρα που αγάπησε όσο κανέναν άλλο. Ένα παιδί που δεν κατάφερε να κάνει, ένα αγκάθι που πάντα την πονούσε. Η μεγάλη κούραση, η ασταμάτητη δουλειά και το τεράστιο άγχος ήταν οι σημαντικές αιτίες που το διάσημο ζευγάρι δεν απέκτησε ένα παιδί. Βέβαια, είχαν κάνει αρκετές προσπάθειες, αλλά τίποτα δεν γινόταν να βοηθήσει την κατάσταση. Μέσα της αισθανόταν πως και η σχέση της με τον Μανόλη έφτανε στο τέλος, αν και δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει, αφού είχε μάθει μια ζωή να ζει δίπλα του, από τα 15 της. Η Μαίρη ήθελε να προχωρήσει, να πάει παραπέρα. Η ζήλια, η καθημερινότητα, η ένταση και οι προστριβές είχαν εκφυλίσει τη σχέση τους, είχαν φθείρει το πάθος. Οι δυο τους χώρισαν τόσο αθόρυβα όσο έσμιξαν κάποια στιγμή χτυπημένοι από τα βέλη του έρωτα. «Ξαναδουλέψαμε μαζί το καλοκαίρι του 1967, στο Σεραφίνο. Κάτω από τις ίδιες επαγγελματικές συνθήκες, αλλά πολύ διαφορετικές πλέον στην προσωπική μας ζωή.



 Δεν ήταν εύκολη ούτε για μένα ούτε για κείνον αυτή η συνύπαρξη, ο κόσμος όμως μας ήθελε μαζί. Στις 15 Αυγούστου, την ημέρα της Παναγίας, που είχα τη γιορτή μου, την ώρα που ήμαστε πάνω στο πάλκο ακούστηκαν από κάτω κάποιοι να φωνάζουν: Χιώτη, φίλησέ τη! Γιορτάζει σήμερα! Φίλησέ τη!. Εκείνος, μην μπορώντας να κάνει κάτι, βούρκωσε, άφησε το μπουζούκι του πάνω σε μια καρέκλα και μπήκε κλαίγοντας στο καμαρίνι του. Εκείνη η μέρα ήταν και η τελευταία της συνεργασίας μας. 

Αυτής της μοναδικής συνεργασίας, που άφησε πίσω της υπέροχες στιγμές, αξέχαστες μελωδίες και διαχρονικά τραγούδια. Ο Χιώτης πέθανε στις 20 Μαρτίου 1970. Τρία χρόνια μετά το χωρισμό μας», διηγείται η Μαίρη Λίντα, που μετά το θάνατό του ένιωσε απέραντες τύψεις, αφού πάντα μέσα της πιστεύει ότι, αν είχαν μείνει μαζί, εκείνος θα είχε ζήσει περισσότερο.