Αντώνης Δαγκλής, ο δολοφόνος των Ιερόδουλων


Ο Αντώνης Δαγκλής υπήρξε χαρακτηριστικό παραδειγμα σχιζοφρενούς προσωπικότητας στην Ελλάδα...




ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

Η ιστορία της ζωής του άρχισε το 1974 στην Κοκκινιά του Πειραιά, εκεί όπου
γεννήθηκε και έζησε σχεδόν όλα του τα χρόνια. Παιδί οικογένειας με πολλά
οικονομικά προβλήματα και πλούσια εμπειρία σε περιστατικά ενδο-
οικογενειακής βίας, που ασκούσε ο πατέρας του προς τη μητέρα του, τον ίδιο
και τον αδερφό του. Έμεινε ορφανός το 1986 σε ηλικία 12 ετών, όταν ο
πατέρας του πέθανε αφήνοντας για κληρονομιά μόνο χρέη. Διέκοψε το
σχολείο, αφού έλαβε μόνο στοιχειώδη μόρφωση και ήδη από μικρός
εργαζόταν σε ιδιωτική εταιρεία.
Σε ηλικία 16 ετών έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το σύστημα ποινικής
δικαιοσύνης. Συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται για αποπλάνηση
ανήλικης και στη συνέχεια γνωρίζει από κοντά το σωφρονιστικό σύστημα των
ανηλίκων για διάστημα 6 μηνών. Διάστημα σχετικά μικρό, αλλά ικανό να
αλλάξει την προσωπικότητα και την κοσμοθεωρία ενός νέου, όπως άλλωστε
επιβεβαιώνεται από πλήθος ερευνητικών πορισμάτων ανηλίκων παραβατών.
Η μητέρα του εργάζεται συστηματικά σε κακόφημα μπαρ, ο Δαγλής κάποια
στιγμή το μαθαίνει από τρίτους, σπεύδει επί τόπου, ο ίδιος μάλιστα αργότερα
υποστήριξε ότι την είδε με τα μάτια του να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με
κάποιον άντρα και εκείνη ακριβώς τη στιγμή στη θέση της καλής σχέσης
μητέρας – γιου, γεννιέται ένα άσβεστο μίσος τόσο προς τη μητέρα του όσο και
προς το γυναικείο φύλο γενικότερα, που θα τον κατατρέχει σε όλη του τη
μετέπειτα ζωή.
Ο πατέρας του ήταν μέθυσος και βίαιος και «συχνά με κτυπούσε και με
έβριζε, ενώ την ίδια συμπεριφορά είχε και απέναντι στα παιδιά μας» είπε
σχετικά η μητέρα του κατά τη διάρκεια της δίκης (κατάθεση στο Μικτό Ορκωτό
Δικαστήριο Αθήνας – 16/1/1997). Μετά το θάνατό του, άρχισε η «πτώση»
όλης της οικογένειας. «Ο πατέρας μου μας άφησε ατελείωτα χρέη. Μας
πετάξανε έξω από το σπίτι. Δεν είχαμε που να μείνουμε. Τα κατασχέσανε όλα
και καταλήξαμε να μένουμε σε ξενοδοχεία» θα περιγράψει ο Αντ. Δαγλής,
μιλώντας στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια της δίκης του. Η μητέρα
του, για να μπορέσει να μεγαλώσει αυτόν και τον αδελφό του, εργάστηκε ως
νοσοκόμα και καθαρίστρια και αργότερα σε κάποιο μπαρ, πλένοντας ποτήρια.
«Δεν μίλησα στο παιδί μου τότε γι αυτή τη δουλειά. Κάποιος καλοθελητής
γείτονας παίρνει τον Αντώνη, που ήταν μικρός και μου τον φέρνει στο μαγαζί
‘να ρε ποια είναι η μάνα σου η πουτάνα’! Το παιδί με βλέπει κι αμέσως το
βάζει στα πόδια και πάει στο ξενοδοχείο (…). Εγώ έφυγα αμέσως εκείνη τη
νύχτα από το μαγαζί. Πήγα στο ξενοδοχείο, βρίσκω τον Αντώνη πνιγμένο στο
κλάμα. ‘Γιατί μάνα, να μου πεις ψέματα; (…)’. ‘Μα αγόρι μου, δεν σου είπα
ψέματα, αλλά έπρεπε να πάω σ’ αυτή τη δουλειά, με είδες να κάνω τίποτα
κακό;’ (…)» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» – 23/1/1997).



Η ΔΡΑΣΗ

Τον Οκτώβρη του 1992, σε ηλικία 18 ετών κλέβει ένα αυτοκίνητο και
κατευθύνεται σε μια «πιάτσα γυναικών» στο Κολωνάκι. Στη Σέκερη διαλέγει
μια κοπέλα γύρω στα 35, συμφωνούν στο τίμημα και κατευθύνονται στον
Καρέα, όπου, όπως ομολόγησε ο ίδιος, τη στραγγάλισε! Αμέσως μετά τη
δολοφονία επιστρέφει στο σπίτι του, παίρνει σιδηροπρίονο, μαχαίρι και
σακούλες σκουπιδιών και τεμαχίζει το κορμί της κοπέλας σε περισσότερα από
30 κομμάτια.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ενδεχομένως να μπορούσε η δράση
του Δαγκλή να συνδεθεί με το έγκλημα του Δημήτρη Φραντζή τον οποίο
γνώρισε μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης πέντε χρόνια νωρίτερα, δηλ.
το 1987, ευρισκόμενος ο ίδιος σε ηλικία 13 ετών. Διαφέρει θεαματικά ως προς
το μέγεθος της αγριότητας και της σεξουαλικής διαστροφής, καθώς ο Δαγλής
γδέρνει το πτώμα, κόβει τις θηλές και τα γεννητικά όργανα και αφαιρεί βίαια
την καρδιά, τους πνεύμονες και τα σπλάχνα του θύματος. Εναποθέτει, όπως
κι ο Φραντζής, τις σακούλες σε διάφορα μέρη του κέντρου της Αθήνας και το
κεφάλι το πετά στο ποτάμι του Κηφισού. Μερικά μέλη της κοπέλας τα βρήκε
η αστυνομία λίγες μέρες αργότερα, αλλά ο δράστης παρέμεινε ασύλληπτος
για χρόνια.
Αργότερα, το Νοέμβριο του ίδιου έτους κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική
του θητεία και μέχρι το Σεπτέμβρη του 1995 δεν παρουσιάζει παραβατική
συμπεριφορά



Το φθινόπωρο του 1995, ο φόβος είχε αρχίσει να σκεπάζει τα «στέκια» των
ιερόδουλων της Αθήνας. Σε διάστημα δύο μηνών, οκτώ γυναίκες είχαν δεχτεί
επιθέσεις από έναν άγνωστο νεαρό, που κυκλοφορούσε με ένα λευκό
φορτηγάκι, παρουσιαζόταν ως πελάτης και αφού επιχειρούσε να τις
στραγγαλίσει κατόπιν τις λήστευε.
Η πρώτη επίθεση έγινε στις αρχές Σεπτεμβρίου σε «πιάτσα» στη συμβολή
των οδών Σωκράτους και Ευριπίδου. Ο άγνωστος σταμάτησε το φορτηγάκι
στο σημείο που βρισκόταν η 46χρονη Θ. Μαλέλη. «Πόσα παίρνεις;» την
ρώτησε. «Ένα πεντοχίλιαρο» απάντησε αυτή και επιβιβάστηκε στο φορτηγάκι.
«Τον πήρα γιατί τον έκοψα σωστό» θα πει αργότερα η ίδια. «Ήταν απότομος
και νευρικός, αλλά δεν μου ζήτησε ανωμαλίες. Την πρώτη φορά έγινε ό,τι
έγινε κι έφυγε. Μετά από δύο μέρες, νάτος πάλι (…). Σταματάει με το φορτηγό
μπροστά μου και με παίρνει. Στο φορτηγό είχε κρεβάτι και τέσσερα μαχαίρια.
Πήγαμε λίγο πιο πέρα, στο πάρκινγκ. Το ‘κάναμε’ και του λέω ‘πλήρωσέ με να
φύγω’. Εκεί ήταν που άναψε. ‘Δεν θα σε πληρώσω και θα μου δώσεις το
πεντοχίλιαρο που σου ‘δωσα την άλλη φορά’ φώναξε. ‘Μωρέ τι λες’
πετάγομαι. Με στριμώχνει στη γωνία και βγάζει μαχαίρι. Το ακουμπάει στο
λαιμό μου. (…) Τα μάτια του γυάλιζαν. Παγώνω από το φόβο μου. Του δίνω
τις 11.000 δρχ. που είχα. (…) Φοβήθηκα τόσο που έκανα μια εβδομάδα να
βγω, (…) ούτε το είπα στην αστυνομία» (από συνέντευξή της στην εφημερίδα
«Έθνος της Κυριακής» – 28 Ιανουαρίου 1996)


Η Θ. Μαλέλη


Στις 7 Σεπτεμβρίου, ο ίδιος άνδρας αποπειράθηκε να στραγγαλίσει με σχοινί,
στην περιοχή του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας την 38χρονη Δ. Βεντούρη –
Βλαχάκη και τελικώς την λήστεψε, αποσπώντας της 49.000 δρχ.
Λίγες μέρες μετά, σε πάρκινγκ της οδού Χαριλάου Τρικούπη, η 29χρονη Αλ.
Μηλιώνη δέχτηκε επίθεση από το νεαρό, ο οποίος επιχείρησε να την
στραγγαλίσει και τελικά της αφαίρεσε 10.000 δρχ.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο άγνωστος επιτέθηκε και πάλι, αυτή τη φορά στην Κ.
Μαγδαληνού, 31 ετών, στη γωνία των οδών Σόλωνος και Μαυρομιχάλη. Ο
άνδρας αποπειράθηκε να την στραγγαλίσει και τελικώς άρπαξε 100.000 δρχ.
από τις εισπράξεις της βραδιάς.
Λίγες μέρες μετά, στο δρόμο του βρέθηκε η 30χρονη Αγγλίδα Αν Χάμσον.
«Με πήρε από την Σόλωνος και με το φορτηγάκι με οδήγησε σε ένα ερημικό
μέρος, κοντά στο Μοναστηράκι» θα πει αργότερα η ίδια. «Έσφιξε γύρω από
το λαιμό μου ένα σκοινί και με ανάγκασε να του κάνω στοματικό έρωτα.
Εκείνη την ώρα μου είπε πως ‘όλες οι πουτάνες πρέπει να πεθάνουν’. Του
εξήγησα πως εγώ δεν ήμουν μία κοινή γυναίκα και πως ήμουν αναγκασμένη
να κάνω αυτή τη δουλειά γιατί ήθελα να μαζέψω χρήματα για το εισιτήριο της
επιστροφής στην πατρίδα μου. Τότε εκείνος μου είπε: ‘Καλά, φύγε. Αλλά να
προσέχεις’. Και με το ίδιο φορτηγάκι με γύρισε στη Σόλωνος» (κατάθεση στο
Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας).


Η Αν Χάμσον


Στις αρχές Οκτωβρίου, η 33χρονη Ευμ. Μπαρμπούδη ήταν το νέο θύμα του
άγνωστου άνδρα. Ο δράστης οδήγησε την ιερόδουλη σε ερημική περιοχή
κατά μήκος της λεωφόρου Ποσειδώνος και αφού αποπειράθηκε να την
στραγγαλίσει, της άρπαξε 10.000 δρχ.
Περίπου μία εβδομάδα μετά, επίθεση δέχτηκε η Α. Ζαχαρίου, σε ένα πάρκινγκ
της οδού Σόλωνος. Εκεί, όπως διηγήθηκε η ίδια, ο νεαρός άνδρας «μου πήρε
την τσάντα και 30.000 δρχ. και μου έριξε μια μπουνιά», ενώ πριν φύγει την
απείλησε πως «θα σε σκοτώσω αν σε ξαναδώ».
Στις 18 Οκτωβρίου, ο ίδιος άνδρας αποπειράθηκε να στραγγαλίσει την Π.
Καϊτατζή, 29 ετών, σε ερημική τοποθεσία στη λεωφόρο Ποσειδώνος.
Οι επιθέσεις αυτές τρομοκράτησαν τις ιερόδουλες στις διάφορες «πιάτσες»
της Αθήνας, αλλά δεν κινητοποίησαν την αστυνομία, η οποία δεν είχε στα
χέρια της καμιά επίσημη καταγγελία. Όμως, στις 29 Οκτωβρίου, η κατάσταση
επιδεινώθηκε ραγδαία, όταν στην περιοχή κοντά στα διόδια της Τραγάνας
(εθνική οδός Αθήνας – Λαμίας) ανακαλύφθηκε τυχαία το τεμαχισμένο πτώμα
της 29χρονης ιερόδουλης Ελένης Παναγιωτοπούλου. Τα κομμένα μέλη είχαν
σκορπιστεί σε διάφορα σημεία της περιοχής, ενώ το συγκλονιστικότερο
στοιχείο ήταν πως ο δολοφόνος είχε αφαιρέσει τα σπλάχνα και είχε κόψει τις
θηλές από τους μαστούς του θύματος. Ως αιτία θανάτου προσδιορίστηκε ο
στραγγαλισμός, ενώ ο ιατροδικαστής Χρ. Λευκίδης έκανε λόγο για
«εξτρεμιστικό κανιβαλισμό»!





Η Ελένη Παναγιωτοπούλου



Σχεδόν δύο μήνες μετά, το μεσημέρι της 25ης Δεκεμβρίου, σε ένα αδιέξοδο
στενό της οδού Ορφέως στην περιοχή του Βοτανικού, διερχόμενοι διαβάτες
ανακάλυψαν το πτώμα νεαρής γυναίκας. Ήταν ημίγυμνη, φορώντας μόνο το
κάτω εσώρουχο, ενώ δίπλα της βρέθηκαν πεταμένα τα ρούχα της και η
τσάντα με τα προσωπικά της αντικείμενα. Γρήγορα διαπιστώθηκε πως ο
θάνατός της οφειλόταν σε στραγγαλισμό, ενώ παράλληλα εξακριβώθηκε η
ταυτότητά της: επρόκειτο για την 26χρονη ιερόδουλη Αθηνά Λαζάρου.

Η Αθηνά Λαζάρου


Η αποκάλυψη των δύο αυτών πτωμάτων, δημιούργησε πανικό ανάμεσα στις
ιερόδουλες και κινητοποίησε τις αστυνομικές αρχές, καθώς αμέσως μετά τον
εντοπισμό του δεύτερου πτώματος έφτασαν στην Ασφάλεια οι καταγγελίες
δύο γυναικών που γλίτωσαν. Οι γυναίκες αυτές περιέγραψαν τα
χαρακτηριστικά του υπόπτου και κατέθεσαν πως αυτός κινείται μ’ ένα λευκό
φορτηγάκι. Οι αστυνομικοί έδειξαν στις γυναίκες φωτογραφίες σεσημασμένων
και εκεί, ανάμεσα σε άλλες, αυτές αναγνώρισαν τον άνθρωπο που τους
επιτέθηκε. Επρόκειτο για τον 22χρονο Αντώνη Δαγλή, έναν ξανθό νεαρό με
γαλανά μάτια, ο οποίος εργαζόταν, ως οδηγός, στο εργοστάσιο «Πέρλα» στην
περιοχή του Ρέντη και κατοικούσε το τελευταίο διάστημα μαζί με τη μητέρα
του σ’ ένα ισόγειο διαμέρισμα, στη Νίκαια του Πειραιά. Σε ηλικία 14 ετών, είχε
κατηγορηθεί για αποπλάνηση ανήλικης και είχε προφυλακιστεί για έξι μήνες
στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων (Σ.Κ.Α.) του Κορυδαλλού, αν και
αργότερα αθωώθηκε. Λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή του, συνελήφθη,
ξανά, για παράνομη οπλοφορία, καθώς περιφερόταν τις νυχτερινές ώρες στον
κήπο του Ζαππείου κρατώντας ένα μαχαίρι.
Αμέσως, ο ύποπτος τέθηκε αμέσως σε διακριτική παρακολούθηση.
Αστυνομικοί με πολιτικά παρακολουθούσαν το σπίτι και το λευκό φορτηγό,
προσπαθώντας να συλλέξουν πληροφορίες. Στις 21 Ιανουαρίου 1996, ο Αντ.
Δαγκλής θεάθηκε να κινείται στη λεωφόρο Ποσειδώνος και να
διαπραγματεύεται με κάποιες ιερόδουλες. Οι αστυνομικοί επιδίωκαν να τον
συλλάβουν επ’ αυτοφώρω, αλλά καθώς αυτό δεν ήταν εύκολο και φοβούμενοι
ότι ήταν πιθανό να χάσουν τα ίχνη του, αποφάσισαν να προχωρήσουν στη
σύλληψή του. Έτσι, στις 24 Ιανουαρίου τον συνέλαβαν την ώρα που
βρισκόταν στο επίμαχο φορτηγό. Στο εσωτερικό του, στο οποίο είχε
τοποθετηθεί ένα παλιό στρώμα από αφρολέξ και υπήρχε κι ένα κουτί με
εργαλεία, βρέθηκε ένας μικρός ξυλόγλυπτος σταυρός, που αποδείχθηκε πως
ανήκε στην Ελ. Παναγιωτοπούλου. Οι αστυνομικοί ένοιωσαν ανακουφισμένοι.
Τώρα πια ήταν βέβαιοι πως είχαν στα χέρια τους τον δράστη.


Το λευκό φορτηγό, μάρκας Φολκσβάγκεν, όπου ο Αντ. Δαγλής
επιτέθηκε σε δέκα γυναίκες και δολοφόνησε τις δύο από αυτές


Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Όταν έπεσε στα χέρια της αστυνομίας και ανακρίθηκε ομολόγησε πως αυτός
διέπραξε τους 2 φόνους των ιερόδουλων.Μάλιστα ομολόγησε πως διέπραξε
κι άλλον έναν φόνο το 1993 ο οποίος μέχρι τότε παρέμενε ανεξιχνίαστος.Σε
ηλικία μόλις 18 ετών,με το λευκό φορτηγάκι μάρκας VW,από την οδό Σέκερη
παρέλαβε μία ιερόδουλο που έκανε πιάτσα.Του είπε ότι την έλεγαν Καίτη και
ότι ίσως ήταν αλλοδαπή.Μ ετο φορτηγάκι του την οδήγησε στην περιοχή
Καρέα Αττικής,πίσω από την αεροπορική μονάδα.Εκεί τη έγδυσε,την
ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι και την ώρα της σεξουαλικής επαφής την
στραγγάλισε με τα χέρια του.Όπως ο ίδιος είπε στους αστυνομικού ήθελε να
εξαφανίσει το πτώμα της, γι αυτό το κατέβασε από το αυτοκίνητε και το
τοποθέτησε σε κάποιο απόμερο σημείο.Στη συνέχεια, με ένα πριόνι και ένα
μαχαίρι τεμάχισε τα μέλη της γυναίκας και τα πέταξε σε διάφορες περιοχές της
Αθήνας.Τα στοιχεία αυτής της ιερόδουλου που πιθανόν ήταν αλλοδαπή δεν
ταυτοποιήθηκαν ποτέ από την αστυνομία.


Οι λεπτομέρειες των φόνων, όπως τις περιέγραψε ο Αντ. Δαγκλής στην
ομολογία του, σόκαραν ακόμα και τους πλέον έμπειρους αστυνομικούς
αφήνοντας άναυδη την κοινή γνώμη. «Κάτι μου συνέβαινε την ώρα που έκανα
έρωτα με τις γυναίκες, κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω» ισχυρίστηκε ο ίδιος
ενώπιον των αστυνομικών. «Χωρίς να καταλαβαίνω πώς και γιατί, τα χέρια
μου γλιστρούσαν και έφταναν στο λαιμό των γυναικών για να τις
στραγγαλίσω» (κατάθεση Αντ. Δαγκλή στην Ασφάλεια Αττικής). Από την
πλευρά του, ο δικηγόρος του δράστη Π. Μαντούβαλος (μετέπειτα βουλευτής
Πειραιά της Ν.Δ.) χαρακτήρισε τον πελάτη του «άτομο προβληματικό, με
έντονα κακή ψυχιατρική διαδρομή, που δεν μπορούσε να ελέγξει τις πράξεις
του» (δηλώσεις στον Τύπο στις 26 Ιανουαρίου).
Ο Δαγκλής κατα τη διάρκεια της ανάκρισης από του αστυνομικούς εξήγησε
πως η πηγή βιαιότητάς του-έναντι των θυμάτων- ήταν η άσχημη σχέση που
είχε με την μητέρα του.Εκείνη εργαζόταν σε μπαρ και αυτό όταν ο Αντώνης
Δαγκλής ήταν νεαρός δεν μπορούσε να το αντέξει.Όπως είπε στο πρόσωπο
των ιερόδουλων έβλεπε την μητέρα του, την οποία τότε ήθελε να εκδικηθεί,
αλλά αργότερα την είχε συνχωρήσει.

Μετά τη σύλληψή του, κοντά στον Αντ. Δαγλή βρέθηκε η συνομήλική του
Ειρήνη, η οποία παλιότερα διατηρούσε δεσκμό μαζί του επί ένα χρόνο. «Ήταν
πολύ τρυφερός μαζί μου. Είχαμε μια κανονική σχέση και στεναχωρήθηκε
πολύ όταν χωρίσαμε. Αυτό τον πείραξε. Τον αγαπώ, δεν πιστεύω ότι έχει
κάνει αυτά τα πράγματα και θα του συμπαρασταθώ» δήλωσε η ίδια στους
δημοσιογράφους στις 30 Ιανουαρίου, ενώ στο ανακριτή κατέθεσε: «Είχε
προβλήματα με τον πατέρα του, που πήγαινε στο σπίτι τις φιλενάδες του και
έδερνε τη μητέρα του. Μετά την ερωτική πράξη δεν ήταν βίαιος μαζί μου».

Όμως, το τραγικότερο πρόσωπο ήταν η μητέρα του, η οποία κάθε μέρα
βρισκόταν στις δικαστικές αίθουσες, προσπαθώντας να δώσει κουράγιο στο
γιο της. Συνταρακτική φιγούρα, εκλιπαρούσε μισολιπόθυμη τους
δημοσιογράφους «να δείξουν ανθρωπιά»και να καταλάβουν «τον πόνο της»,
ενώ σ’ ένα ξέσπασμά της μονολόγησε: «Έχω κι εγώ μερίδιο ευθύνης»…
Περιγράφοντας τον γιο της, είπε πως «ο Αντώνης ήταν πάντα νευρικός,
ανήσυχος και λίγο μοναχικός. Αλλά ήταν πολύ καλό παιδί. Εργαζόταν, δεν
έδειξε τα τελευταία χρόνια κάποιο σημάδι. Πού να το φανταστώ; Δεν μπορώ
να το πιστέψω…» (δηλώσεις στους δημοσιογράφους στις 28 Ιανουαρίου).

Πολλοί εκτίμησαν ότι το «κλειδί» για την ερμηνεία της συμπεριφοράς του Αντ.
Δαγκλή ήταν η σχέση του μαζί της. Ο ίδιος, ενώπιον του ανακριτή αλλά και
στις συνομιλίες που είχε με τους ψυχιάτρους Χρ. Βούρδα και Νικ.
Παπαναστασίου, που τον εξέτασαν μετά τη σύλληψή του, ήταν
αποκαλυπτικός: «(…) Όνειρό μου ήταν να παντρευτώ και ν’ αποκτήσω δικό
μου σπίτι. Δεν είχαμε, όμως, χρήματα. Ίσως η μητέρα μου να πήγαινε και με
άντρες(…). Με τις γυναίκες δεν είχα προβλήματα. Αυτά που έκανα τα έκανα
σε κοινές γυναίκες, που έκαναν πιάτσα. Δεν ξέρω γιατί κομμάτιασα τα
πτώματα (…). Δεν θυμάμαι ούτε τις σκηνές του στραγγαλισμού. Ενεργούσα
σαν θολωμένος. Στη συνέχεια, είχα κάποιο φόβο, αλλά τελικά ηρεμούσα και
συνέχιζα τη μέρα μου σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όταν τύχαινε να ακούσω
στην τηλεόραση κάτι για τα πτώματα που βρέθηκαν, το άκουγα σαν είδηση
που δεν με αφορούσε. Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που
στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ
δεν της συγχώρεσα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν
ήταν ηθικές. Όταν την είχα δει να κάνει έρωτα μ’ έναν άντρα, μου ‘ρθε να την
πνίξω, αλλά έφυγα χωρίς να πω κουβέντα (…) Την ώρα που σκότωνα τις
ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου».

Ο Αντ. Δαγλής με τη μητέρα του, κατά τη διάρκεια της δίκης


ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΗ

Η δίκη του Αντ. Δαγλή πραγματοποιήθηκε στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο
Αθήνας από τις 15-23 Ιανουαρίου 1997. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ήταν
τρεις ανθρωποκτονίες, οκτώ απόπειρες ανθρωποκτονιών, δέκα ληστείες, δύο
απόπειρες ληστειών, βιασμούς, παράνομη οπλοφορία και προσβολή μνήμης
τεθνεώτος. Η διαδικασία χαρακτηρίστηκε από πολλά προβλήματα: την ημέρα
που επρόκειτο να αρχίσει η δίκη, ο Αντ. Δαγκλής αυτοτραυματίστηκε στο
αριστερό του πόδι και χρειάστηκαν να του κάνουν 122 ράμματα και να
νοσηλευτεί μια μέρα σε νοσοκομείο. Από τα θύματά του εμφανίστηκε και
κατέθεσε μόνο το ένα (η Αν Χάμσον), ενώ η μητέρα του -που ήταν ο
μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης- δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη δική της
κατάθεση, αφού κατά τη διάρκειά της υπέστη, από την πίεση και τη
συναισθηματική φόρτιση, ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και μεταφέρθηκε στο
νοσοκομείο, παράλυτη από τη δεξιά πλευρά.






Ο Αντ. Δαγλής μεταφέρεται στο νοσοκομείο, μετά τον αυτοτραυματισμό
του στο αριστερό πόδι, κατά την πρώτη μέρα της δίκης



Καθ’ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο Αντ. Δαγκλής
παρέμεινε ανέκφραστος και αντέδρασε μόνον όταν κατέθετε η μητέρα του, η
οποία μέχρι τη στιγμή της λιποθυμίας της, είχε περιγράψει τα παιδικά χρόνια
του γιου της και δύσκολη τη ζωή που είχε ζήσει με τον άντρα της, αλλά και τα
μεταγενέστερα χρόνια.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η υπεράσπιση προσπάθησε
να προβάλει το επιχείρημα του «ψυχοπαθούς». Στο δικαστήριο αναγνώστηκε
η πραγματογνωμοσύνη που είχαν συντάξει οι ψυχίατροι Χρ. Βούρδας και Νικ.
Παπαναστασίου, σύμφωνα με την οποία ο Αντ. Δαγκλής είχε σεξουαλική
διαστροφή, αλλά δεν έπασχε από ψυχική νόσο. Ο Χρ. Βούρδας, καταθέτοντας
στη δίκη, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ο Δαγκλής μού είπε για τρεις
ανθρωποκτονίες. Απαντούσε ευθέως και ήταν συνεργάσιμος. Υποστήριζε ότι
όλα ήταν συνέπεια ψυχικής νόσου και ζητούσε να τον βοηθήσουμε. (…)
Πρόκειται για μια σεξουαλική διαστροφή και από νομική άποψη οι σεξουαλικές
διαστροφές δεν υπάγονται στις νοσηρές διαταραχές των πνευματικών
λειτουργιών. Δεν έχει το ακαταλόγιστο. (…) Θα περίμενε κανείς μια εμφανή
συντριβή από έναν άντρα που ‘χει κάνει τόσα εγκλήματα. Όταν όμως τον
εξέτασα, δεν τον είδα ιδιαίτερα συντετριμμένο».
Απόκλιση από την άποψη αυτή εξέφρασε ο ψυχίατρος του Ψυχιατρείου των
φυλακών Κορυδαλλού Μ. Σκόδρας, που παρακολουθούσε τον
κατηγορούμενο κατά την προφυλάκισή του, ο οποίος βεβαίωσε ότι ο Αντ.
Δαγκλής παρουσίαζε «δυσθυμική διαταραχήτης προσωπικότητάς του».

Στην απολογία του, ο δράστης δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικός για τις αιτίες
των πράξεών του. Με μάλλον ασυνάρτητο λόγο, είπε, μεταξύ άλλων,
απαντώντας σε ερωτήσεις της προέδρου του δικαστηρίου: «Κάναμε κάποια
λάθη. (…) Το ‘χω μετανιώσει και ζητώ επιείκεια. (…) Πήγαινα κανονικά μαζί
τους (σ.σ.: τις ιερόδουλες) για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο.
Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον… (…) Δεν θυμάμαι πώς
έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού. Δεν μπορώ να
εξηγήσω τι ένιωθα. (…) Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος.
Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί.
Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα. (…) Είναι θολό το μυαλό
μου. Δεν μπορώ να σας πω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες
(…)».

Ο εισαγγελέας Μιχ. Δεληγιάννης στην αγόρευσή του υποστήριξε πως
«πρόκειται για πρωτοφανή υπόθεση σπάνια ακόμα και σε παγκόσμια
κλίμακα, κυρίως για την αγριότητά της.(…) Πρόκειται για μια καθαρή υπόθεση.
Όλα τα στοιχεία συνηγορούν για την τέλεση των πράξεων, που έγιναν κατά
τρόπο που μαρτυρεί ιδιαίτερη σκληρότητα, ηθική αναλγησία, βαρβαρότητα,
πώρωση συνείδησης. Πράγματι, ο Δαγκλής είναι ο δράστης. Είναι όμως
υγιής; Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι δεν είναι ψυχοπαθής. (…) Δεν του
αρμόζει κανένα ελαφρυντικό. Τέτοια εγκλήματα προσβάλλουν βάναυσα το
περί δικαίου αίσθημα όλου του ελληνικού λαού. (…)». Παράλληλα σχολίασε
τη «φιλοσοφία μας στη ζωή» αφού «πλην μιας κοπέλας από τα θύματα, που
ήρθε στο δικαστήριο κι αυτό την τιμά, δεν βρέθηκε καμιά άλλη να έρθει να
καταθέσει. Δεν ήρθαν ούτε οι συγγενείς των νεκρών (…) Τόσο πολύ
υποβαθμίστηκε η ανθρώπινη ζωή; (…) Ουαί κι αλίμονο στην κοινωνία μας
(…)».

Λίγο πριν οι δικαστές αποσυρθούν για να εκδώσουν την απόφασή τους, ο
Αντ. Δαγκλής (παρακάμπτοντας τον διορισμένο συνήγορό του Σπ.
Σταματάκη, αφού ο Π. Μαντούβαλος είχε παραιτηθεί την προηγούμενη ημέρα,
διαμαρτυρόμενος για την άρνηση του δικαστηρίου να αποδεχτεί συνεχή
αιτήματά του) ζήτησε να απολογηθεί εκ νέου. Όπως σημειώνεται
χαρακτηριστικά σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Το Βήμα» (26 Ιανουαρίου
1997) ο Αντ. Δαγλκής «δήλωσε ότι αναιρεί την προηγούμενη ομολογία του,
αρνούμενος τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν, εκτός από μία –τον φόνο
μίας εκ των τριών ιερόδουλων που κατηγορείται ότι σκότωσε (σ.σ.: της Αθ.
Λαζάρου). Κρατώντας συνεχώς διάφορα χαρτιά στα χέρια του, δήλωσε στους
δικαστές ότι αναγκάσθηκε να ομολογήσει την ενοχή του, επειδή βρισκόταν
υπό την επήρεια ναρκωτικών. (…) Ο Δαγκλής έσπευσε να διευκρινίσει ότι
αυτό που εννοούσε ήταν ότι βρισκόταν υπό την επήρεια ισχυρών φαρμάκων,
που του χορηγήθηκαν στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, και ότι
συνειδητοποίησε –‘έμαθε’, όπως είπε- τι είχε ομολογήσει από τα τηλεοπτικά
δελτία ειδήσεων. Επιπλέον, παρουσίασε διάφορα χαρτιά στο δικαστήριο, με
τα οποία προσπάθησε να εμφανίσει άλλοθι για τον φόνο της ιερόδουλου
Ελένης Παναγιωτοπούλου, ενώ δεν δίστασε να πλησιάσει την έδρα για να
‘πετάξει’ στην πρόεδρο ένα σημείωμα που, όπως ισχυρίσθηκε, του έριξαν
κάτω από την πόρτα του κελιού του οι συγκρατούμενοί του. Στο σημείωμα
έγραφε, όπως δήλωσε ο Δαγκλής, ότι ‘αν δεν τα έπαιρνε όλα επάνω του, θα
τον σκότωναν και θα τον τεμάχιζαν’»

Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί φαίνεται πως δεν έπεισαν το δικαστήριο, το
οποίο έκρινε τον Αντ. Δαγλή ένοχο χωρίς κανένα ελαφρυντικό κατά το
κατηγορητήριο και τον καταδίκασε δεκατρείς φορές σε ισόβια δεσμά και
πρόσκαιρη κάθειρξη 25 ετών κατά συγχώνευση! Ήταν η μεγαλύτερη ποινή
που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες.


Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ


«Δεν με κρίνατε δίκαια» σχολίασε μόνο ο Αντ. Δαγκλής, μόλις άκουσε την
απόφαση των δικαστών. Ό,τι κι αν εννοούσε εκείνη τη στιγμή, φαίνεται πως
αποφάσισε να κρίνει ο ίδιος τον εαυτό του. Τα ξημερώματα του Σαββάτου 2
Αυγούστου 1997, βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί 33 του Ψυχιατρικού
Καταστήματος των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού, όπου εκρατείτο, υπό
την αυστηρή επιτήρηση ψυχιάτρων και κοινωνικών λειτουργών ώστε να
ελέγξουν την επιθυμία του να αυτοκτονήσει! Είχε κρεμαστεί από τα κάγκελα
του κελιού, ενώ δίπλα του βρέθηκε απαγχονισμένος ένας ακόμα κρατούμενος,
ο Γ. Μακρίδης με τον οποίο είχαν γνωριστεί στον Κορυδαλλό αμέσως μετά τη
δίκη του Αντ. Δαγκλή. Τα αίτια της αυτοκτονίας παρέμειναν άγνωστα, αν και
κάποιες πληροφορίες έκαναν λόγο και για άλλες απόπειρες του Αντ. Δαγκλή
στο παρελθόν, οι οποίες ίσως οφείλονταν στη συστηματική κακομεταχείριση
που είχε από τους φύλακες. Ωστόσο, το πιθανότερο σενάριο ήταν ένας από
τους δύο να έπεισε τον άλλο να αυτοκτονήσουν μαζί.
Στις 9 Νοεμβρίου 1997, η εφημερίδα «Η Βραδυνή της Κυριακής», σε σχετικό
ρεπορτάζ, φιλοξένησε τις απόψεις επιστημόνων για το φαινόμενο αυτοκτονίας
δολοφόνων στο κελί τους. Σύμφωνα με τον καθηγητή εγκληματολογίας Ν.
Κουράκη, εγκλήματα όπως αυτά που διέπραξε ο Αντ. Δαγλής «σχετίζονται μεένα πάθος εκδίκησης κατά της κοινωνίας γενικά, για όλες τις τραυματικές
εμπειρίες και τα προβλήματα που ο δράστης είχε αρχίσει να βιώνει ήδη από
την παιδική του ηλικία (κακοποιήσεις, ξυλοδαρμοί, σωματικές αδυναμίες ή
σεξουαλική ανικανότητα). Βέβαια, τα εγκλήματά τους τα διαπράττουν εν
ψυχρώ και χωρίς πάθος και τύψεις». Για το λόγο αυτό «πολύ συχνά
εμφανίζονται αυτοκτονικές τάσεις, ιδίως μάλιστα όταν κρατούμενοι πλέον στη
φυλακή αντιλαμβάνονται ότι η συσσωρευμένη βία που εμπερικλείουν μέσα
τους δεν μπορεί να εκτονωθεί με κατεύθυνση τους άλλους». Με την άποψή
αυτή συμφωνεί και ο ψυχίατρος Μ. Μυλωνάκης, ο οποίος παρατηρεί ότι «η
αυτοεξόντωση προϋποθέτει την αντικειμενική ή την υποκειμενική ανατροπή
των συνθηκών ισορροπίας του αυτόχειρα. Οι
αυτοκτονίες των φυλακισμένων ψυχανώμαλων δεν
εξαιρούνται από τον κανόνα. Είναι προφανές ότι η
εγκληματική δραστηριότητα τους εξασφάλιζε άρρωστη
μεν, αναμφισβήτητη δε, ικανοποίηση. Η σύλληψη
επέφερε τη διακοπή της και η φυλάκιση πρόσθεσε τη
στέρηση της ελευθερίας, τη συμβίωση σε ένα
περιβάλλον στο οποίο εκείνοι ειδικά δεν έχουν την
αναγνώριση, αλλά την περιφρόνηση. Οι νέες αυτές
συνθήκες συνιστούν ασφυξία. Οι προσωπικοί
αμυντικοί μηχανισμοί τους κάποτε εξαντλούνται. Ανοίγει ο δρόμος στην
κατάθλιψη. Η απόσταση της κατάθλιψης από την αυτοκτονία είναι μικρή».


Πάντως, αρκετούς μήνες πριν, η μητέρα του είχε φανεί προφητική, όταν στις
15 Ιανουαρίου1997 (την ημέρα, δηλαδή, που άρχιζε η δίκη του Αντ. Δαγλή)
δήλωνε συντετριμμένη στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ (σήμερα ALPHA): «Το
παιδί μου δεν θα ζήσει»…