Μαίρη Αρώνη: Η μεγάλη κυρία του θεάτρου



Δεκάδες ρόλοι, εκατοντάδες παραστάσεις, γυναίκες σύμβολα όπως η Λυσιστράτη, η βασίλισσα Ελισάβετ, η κ. Γουόρεν αλλά και η κινηματογραφική Πάστα Φλώρα. Μια αξιοθαύμαστη πινακοθήκη συνθέτει την καριέρα μίας από τις σπουδαιότερες πρωταγωνίστριες που υπηρέτησαν το θέατρο σε αυτόν τον τόπο.

Στο πλατύ κοινό και τους νεότερους έχει μείνει ως η Πάστα Φλώρα από την ταινία του 1965 «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» του Ντίνου Δημόπουλου. Μια τρελή, τρελή μάνα, σύζυγος και πεθερά.
Προπομπός όλων των φευγάτων, λίγο camp, γυναικών που σάρωσαν τις τηλεοπτικές κωμωδίες στις πρόσφατες δεκαετίες. Κι όχι μόνο δραματουργικά, αλλά κυρίως ως υποκριτικό στυλ. Εκείνο το αφηρημένο, αφελές αλλά και απόλυτα αποφασιστικό στυλ της Μαίρης Αρώνη στον διάσημο ρόλο της καρικατούρας της μπουρζουά κυρίας -σημείο αναφοράς στον ελληνικό κινηματογράφο.
Στον οποίο, έτσι κι αλλιώς, ευτυχώς ή δυστυχώς, έπαιξε ελάχιστα, αναπαράγοντας πάντα τη μεγάλη της άνεση στην κωμωδία. Το είδος που υπηρέτησε αριστοτεχνικά για περισσότερα από σαράντα χρόνια στο αθηναϊκό αστικό θέατρο. Μια ηθοποιός που έμεινε στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού αλλά και των συναδέλφων της ως μια δυναμική γυναίκα με αστείρευτο ταμπεραμέντο και άψογη τεχνική στο σανίδι, με φωνή και παρουσία έντονη, υπόδειγμα κομψότητας, που οδήγησε κάποτε να τη χαρακτηρίσουν και «εθνική κοκέτα».


Γεννημένη στην Αθήνα το 1914, μοναχοκόρη της εξαμελούς οικογένειας του Λέανδρου Αρβανιτάκη, χρηματιστή Κωνσταντινουπολίτη, πέρασε τα παιδικά της χρόνια δίπλα στα αδέλφια της και τα γειτονόπουλα ξαδέλφια της οικογένειας Μανωλίδη, γεμάτα χαρά και ευτυχία. Με έφεση στο θέατρο από πολύ νωρίς, σε κάθε ευκαιρία είτε ανέβαινε σε τραπέζια και καρέκλες για να απαγγείλει ποιήματα είτε έστηνε μια υποτυπώδη σκηνή και σκαρφιζόταν έργα και τα έπαιζε μόνη της. Oταν πια έγινε οικογενειακή παράδοση, άρχισε να βάζει και την ξαδέρφη της Βάσω στο παιχνίδι, ενώ τα έργα έγιναν πιο συγκεκριμένα, όπως το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».
Oλη εκείνη η ανεμελιά και ευμάρεια θα τέλειωνε αναπάντεχα και οδυνηρά με την αυτοκτονία του πατέρα, με το μεγάλο Κραχ του 1929. Τα γέλια και οι χαρές πάγωσαν, τα όνειρα της μικρής επίδοξης ηθοποιού ανακόπηκαν, σύννεφα σκέπασαν το σπιτικό Αρβανιτάκη.
Η μητέρα της Αγλαΐα αναγκάζεται να ξανανοίξει τον οίκο υψηλής ραπτικής που διατηρούσε πριν από τον γάμο της, αποκλείοντας στην κόρη της την περίπτωση να γίνει ηθοποιός. Θεωρούσε ότι ήδη τα μαθήματα πιάνου και απαγγελίας στο Μουσικό Λύκειο Αθηνών κάλυπταν τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες. Oταν όμως η ξαδέρφη της Βάσω Μανωλίδου μπαίνει στη δραματική σχολή του νεοσύστατου Εθνικού Θεάτρου, έφτασε στο σημείο να κάνει απεργία πείνας ώστε να πείσει τη μητέρα της να την αφήσει. Και, φυσικά, το πέτυχε.


Ως μαθήτρια του Εθνικού, συμμετείχε στον «Οιδίποδα» με τον Βεάκη, στις πρόβες του οποίου γνώρισε, ερωτεύτηκε και σχεδόν αμέσως παντρεύτηκε τον αρκετά μεγαλύτερο της, κι εκπληκτικό καρατερίστα Θόδωρο Αρώνη, γιο ξεπεσμένου μεγαλοκτηματία από τη Ρωσία.
Το ντεμπούτο της το έκανε το καλοκαίρι του 1934 με θίασο του Πέλου Κατσέλη και το έργο «Κοσμική κίνηση» του Θ. Ν. Συναδινού. Χάρη σε αυτό, η Μαρίκα Κοτοπούλη την προσέλαβε για την αμέσως επόμενη σεζόν. Και δίπλα της στο «Μις Μπα» αναγνωρίστηκε αμέσως ως μια «ενζενί κομεντιέν»!
Η σπιρτάδα της, ο ρηξικέλευθος αυθορμητισμός της, η ζωντάνια της σε συσχετισμό με την ευφράδεια και τη σκηνική της υπεροχή έκαναν την εγχώρια κριτική να τη χαρακτηρίσει «γεννημένη πρωταγωνίστρια». Δίπλα στην Κοτοπούλη έμεινε μια εξαετία, για να υπηρετήσει ένα εξαιρετικό ρεπερτόριο και μια αφάνταστη ποικιλία ρόλων. Από Λιδωρίκη μέχρι Σαίξπηρ. Χαρακτηριστικό και της καριέρας που ακολούθησε αργότερα.


Την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα, το θέατρο έχαιρε μεγάλης άνθησης καθώς, κατά πως φαίνεται, ο κόσμος ήθελε να ξεφύγει από την απόγνωση που κυριαρχούσε στη ζωή του. Η Αρώνη συμπράττει με τον Κώστα Μουσούρη σε μια σειρά ελαφριών κυρίως έργων, ενώ το υπέροχο σπίτι που είχε κτίσει με το άντρα της στο Καλαμάκι έχει επιταχθεί από Γερμανούς. Από τους οποίους, με την αυτοπεποίθηση που τη διέκρινε, απαιτούσε να βγάζουν τις μπότες τους για να μη χαλάσουν το παρκέ!
Ανεβάζουν με τον Δημήτρη Χορν τα «Τρία βαλς» του Γιόχαν Στράους, και αμέσως μετά την απελευθέρωση με την ξαδέρφη της Μανωλίδου, τον άντρα της επιχειρηματία Θεόδωρο Κρίτα, καλλιτεχνικό διευθυντή τον Αρώνη και έναν θίασο που αποτελείται από μερικά από τα καλύτερα ταλέντα της εποχής (Καλογερίκου, Φιλιππίδη, Παπαγιάννη, Ποδηματά, Παπαγιανόπουλο) περιοδεύουν όπου υπήρχε έντονο ελληνικό στοιχείο: Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη, Κύπρο. Μια τουρνέ που σάρωσε με 32 έργα και για δέκα μήνες, κατά τη διάρκεια της οποίας η Αρώνη έχασε τη μητέρα της αδυνατώντας να βρεθεί έγκαιρα στην κηδεία, κάτι που της κόστισε συναισθηματικά πολύ.


Το 1946 το Εθνικό Θέατρο καλεί το ζεύγος Αρώνη και τους εντάσσει στο δυναμικό του. Ετσι, η νεαρή ηθοποιός που έφυγε πριν από δεκαπέντε χρόνια ως μαθήτρια επέστρεφε ως καταξιωμένη πρωταγωνίστρια. Η μόνη ευκαιρία να ολοκληρωθεί καλλιτεχνικά μέσα από ρόλους σημαντικούς του κλασικού θεάτρου, που το ελεύθερο θέατρο αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει.
Μια περιοδεία με πλοίο το καλοκαίρι του 1947, με το «Πολύ κακό για το τίποτα» του Σαίξπηρ, και το «Ανθρωπος και υπεράνθρωπος» του Σο, ακολουθείται από το «Στρίγγλα που έγινε αρνάκι» (ο ρόλος της Κατερίνας κομμένος και ραμμένος για αυτήν), τη «Στέλλα Βιολάντη», με το οποίο ξεδιπλώνει το δραματικό της ταλέντο, και τα «Λοκαντιέρα» και «Τρικυμία», έργα απαιτητικά που την ανέδειξαν. Με σύμμαχούς της το αλάνθαστο ένστικτό της, την υποκριτική της ικανότητα και την επιδέξια φωνή. Οταν ο Ροντήρης αποχώρησε από το Εθνικό, τον ακολούθησε στη δημιουργία της «Ελληνικής Σκηνής» κι αυτός της προσέφερε κι άλλους εξαιρετικούς ρόλους σε έργα Γκέτε, Οστρόβσκι αλλά και Ξενόπουλο.


Το 1954 επιστρέφει πάλι στην Εθνική Σκηνή και ξεκινά την πιο γόνιμη και σημαντική περίοδο της καριέρας της, με παραστάσεις ευρωπαϊκού επιπέδου: «Αννα Κρίστι» του Ο’ Νιλ, «Ερωτικά τεχνάσματα» του Μαριβό, «Οπως με θέλεις» του Πιραντέλο. Ως βασίλισσα Ελισάβετ και αντίκρυ της Βάσως Μανωλίδου στο «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλερ, που έγραψε ιστορία, απέδειξε ότι είχε πια φτάσει σε μια ωριμότητα ως ηθοποιός σε ένα αρκούντως δραματικό και σκληρό ρόλο. Κάτι που δεν μπορούσε να είναι μόνον αποτέλεσμα πείρας, αλλά και απόρροια βαθιάς καλλιέργειας και παιδείας. Μιας θεατρίνας μεγάλου πνευματικού υπόβαθρου.
Το 1955 ο Θόδωρος Αρώνης προσβάλλεται από καρκίνο. Τον παίρνει και φεύγουν στο εξωτερικό σε μια ύστατη προσπάθεια να τον σώσει. Ο αγαπημένος της Φέντια, όπως τον αποκαλούσε, πεθαίνει τη μέρα της πρεμιέρας των «Εκκλησιαζουσών». Ο σκηνοθέτης της Αλέξης Σολομός αναβάλλει την πρεμιέρα. Είχε χάσει σύζυγο και τον δεύτερο πατέρα της. Την επομένη (14 Ιουλίου του 1956), ως Πραξαγόρα, ένα κατάμεστο Ηρώδειο την αποθέωνε.


Ακολούθησε τον χειμώνα η δραματική «Ανθή» του Αντρέγιεφ, «Η κυρά της Αυγής» του Κασόνα, και αμέσως μετά το καλοκαίρι, πάλι, ο ρόλος που έμελλε να αποδειχθεί ο θρίαμβος της: «Λυσιστράτη». Η πρώτη Ελληνίδα πρωταγωνίστρια που έπαιξε Αριστοφάνη στην Επίδαυρο στη σύγχρονη εποχή. Σε έναν ρόλο που επανέλαβε αδιαλείπτως τα επόμενα 25 χρόνια. Η εθνική μας Λυσιστράτη! Αλλά κι όταν τον επόμενο χειμώνα έπαιξε «Εντα Γκάμπλερ», η κριτική πάλι παραληρούσε.
Το 1958 ζητά από τον Γεώργιο Ρούσσο να γράψει ένα ιστορικό δράμα. Ετσι γεννήθηκε η «Βασίλισσα Αμαλία», την οποία έπαιξε με το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη. Ενώ με δικό της θίασο υπηρέτησε επί μία τριετία την ελληνική φαρσοκωμωδία με σπουδαίους κωμικούς όπως τον Ηλιόπουλο και τον Παπαγιαννόπουλο, σε έργα των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου, Τσιφόρου - Βασιλειάδη και Ψαθά.
Την τελευταία εικοσαετία που πρωταγωνίστησε στο Εθνικό Θέατρο, ρόλοι και έργα εμβληματικά στα οποία έλαμψε, την ανήγαγαν σε αυτό που αποκαλούμε «μεγάλη κυρία του θεάτρου». Αλλη μεγάλη επιτυχία «Το επάγγελμα της κ. Γουόρεν» του Σο, ιδανική κ. Τσιέβελι στο «Ενας ιδανικός σύζυγος» του Ουάιλντ, Λιούμποβα στον «Βυσσινόκηπο» και Αρκάντινα στον «Γλάρο», ιλαροτραγωδίες του Τσέχοφ, Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια», κορυφαία στις «Νεφέλες», θρυλική κι ερωτική Σεραφίνα στο «Τριαντάφυλλο στο στήθος» του Ουίλιαμς, σπαραχτική Φαίδρα στον «Ιππόλυτο». Ενας νέος γάμος με τον σκηνοθέτη Κωστή Μιχαηλίδη το ’65 δεν κατάφερε να αναπληρώσει το κενό του Αρώνη κι έτσι έληξε δύο χρόνια μετά.


Το 1982 διαλέγει τη «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά για να αποχαιρετήσει το αθηναϊκό κοινό προσφέροντας στο Εθνικό μια μεγάλη εμπορική επιτυχία. Πριν από ένα χρόνο, η Ακαδημία Αθηνών την είχε βραβεύσει μαζί με τη Μανωλίδου και τον Κατράκη για τη συνεισφορά της στο θέατρο. Κράτησε τη θέση της στη δραματική σχολή του Εθνικού, αξιαγάπητη και πολύτιμη δασκάλα νέων ηθοποιών από το 1962 μέχρι το 1991.
Πέθανε στον ύπνο της, τη 16η Ιουλίου 1992 στο σπίτι της Μανωλίδου, στο Πόρτο Ράφτη, ακμαιότατη, με πλήρη διαύγεια. Ισως καλύτερα έτσι. Η εποχή της, του μεγάλου θεάτρου και των μεγάλων ηθοποιών, είχε πεθάνει προ πολλού...


Ο θόρυβος και το ταλέντο

«Ενα λάθος κάνουν σήμερα πολλά παιδιά που βγαίνουν στο Θέατρο. Κάνουν και λίγο θέατρο και λίγη κοσμικότητα και λίγο ξενύχτι άσκοπο, παρασκήνιο άφθονο, τελείως άχρηστο όταν έχουν αξία, πολύ τεχνητό θόρυβο γύρω από το ανύπαρκτο ακόμη όνομά τους, κατά τη γνώμη μου θόρυβο βλαβερό, κακή αντιγραφή του τρόπου που διαφημίζονται οι ξένες στάρλετ... Κι είναι βλαβερός αυτός ο θόρυβος, γιατί δημιουργεί αξιώσεις από το κοινό, και, φυσικά, η απογοήτευση είναι πολύ μεγαλύτερη και, πολλές φορές, μοιραία. [...]
Στα 25 χρόνια της καλλιτεχνικής μου σταδιοδρομίας, είδα πολλά στο θέατρο. Ομως, δεν είδα κανένα ταλέντο που να μην αναγνωρίστηκε».
- «Γράμμα σε νέο ηθοποιό», 1964

Ελεύθερο vs Κρατικό θέατρο

«Εγώ είμαι το κορίτσι του ελεύθερου θεάτρου? Είναι δυσκολοδιάβατοι οι δρόμοι του, μα μόνο σ’ αυτούς μπορείς να αναδειχθείς, να επιβληθείς πραγματικά. Στο ελεύθερο θέατρο ζυγίζεσαι πραγματικά. Είσαι «γυμνή» σ’ αυτό. Και η προσωπική προσπάθεια σου βαρύνει έντονα και σε τοποθετεί εκεί που αξίζεις, ανάλογα με την επίδοσή σου. Μεγάλο σφάλμα ο εγκλωβισμός των νέων ταλέντων σ’ ένα φρούριο ουτοπίας, όπως είναι το Εθνικό, γι’ αυτούς που θέλουν να παλέψουν και να δοκιμασθούν πραγματικά. Ωστόσο πιστεύω απόλυτα στο θεσμό της Κρατικής Σκηνής. Είναι μια εγγύηση για το άρτιο και πλούσιο ανέβασμα των πιο δύσκολων έργων, είναι ένα μεγάλο Κέντρο Τέχνης, που όμως πρέπει να προσφύγεις σ’ αυτό όταν έχεις κερδίσει πια απόλυτα τη μάχη σου στο στίβο του ελεύθερου θεάτρου..».