114 χρόνια απο τη γέννηση του σπουδαίου ποιητη και συγγραφέα Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα..- Αφιέρωμα

«Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι / Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι» («Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα», του Ν. Καββαδία) 



Aύγουστος ήτανε …, το 1936, όταν δολοφονήθηκε ο Λόρκα από τους παραστρατιωτικούς του φρανκικού καθεστώτος. Αν και ήταν μόλις 38 χρόνων, κατάφερε να γίνει μύθος με τον δικό του τρόπο, χωρίς να απαρνηθεί τις εμμονές του, χωρίς να προδώσει τις αξίες του. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1898 στο χωριό Φουέντε Βακέρος κοντά στη Γρανάδα. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος γαιοκτήμονας και η μητέρα του δασκάλα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Ανδαλουσία. Το 1909 οι οικογένεια Γκαρθία μετακόμισε στη Γρανάδα, έναν τόπο που σημάδεψε συναισθηματικά τον Λόρκα, απ’ όπου κληρονόμησε τον αυθόρμητο λόγο και τη χρήση της μεταφορικής γλώσσας όπου δέντρα, βουνά, άλογα, ποτάμια και άνθρωποι αλληλοδιαπλέκονται. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, αν και είχε ένα μικρό πρόβλημα στο αριστερό του πόδι που τον εμπόδιζε να συμμετάσχει σε παιχνίδια, δεν ήταν διόλου μοναχικός. Του άρεσε να δίνει διαταγές και να παίζει τη «λειτουργία», μια προσομοίωση της καθολικής τελετής, στην αυλή του σπιτιού του. Σταμάτησε να παίζει τον ιερέα ή τον Χριστό όταν ένας θίασος κουκλοθέατρου επισκέφτηκε το χωριό. Οι γονείς του του αγόρασαν ένα κανονικό κουκλοθέατρο, και οι αυτοσχέδιες παραστάσεις άρχισαν. Όμως τα γεγονότα που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη του Φεδερίκο ήταν η θέα του πτώματος ενός υποτακτικού της οικογένειας και η σχολική ζωή του, όταν οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν για τη θηλυπρέπεια του. 

Στη Μαδρίτη

Το 1919 ο Λόρκα εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη κι έμεινε στη Φοιτητική Εστία. Αυτός ο χώρος διαμονής των σπουδαστών, εκείνα τα χρόνια, ήταν κυψέλη έντονης καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Εκεί έμεναν ο Σαλβαντόρ Νταλί και αργότερα ο σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ, οι ποιητές Δάμασο Αλόνσο, Πέδρο Σαλίνας και Ραφαέλ Αλμπέρτι, που έγιναν φίλοι του. Οι τρεις τελευταίοι, ο Λόρκα και άλλοι 10 ποιητές ανήκουν στην γενιά του ’27 που έδωσε στην Ισπανία 14 ποιητές. Ο Λόρκα και ο Νταλί γίνονται στενοί φίλοι. Ο ζωγράφος τοποθετεί στα έργα του το κεφάλι του Λόρκα, κι ο Λόρκα γράφει ποιήματα για τον Νταλί. Μαζί ιχνηλατούν τις νέες τάσεις στην Τέχνη και γνωρίζουν το σουρεαλισμό. Ο Λόρκα ήταν ένας μάγος της κοινωνικής συντροφιάς, και όλοι οι καλλιτέχνες της Φοιτητικής Εστίας μετατρέπονταν απ’ αυτόν σε ακροατήριό του. Εκεί απήγγελλε ή τραγουδούσε τα ποιήματά του πριν ακόμα εκδοθούν. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Λόρκα ήταν το «Βιβλίο ποιημάτων» που κυκλοφόρησε το 1921. Απόλυτα εξαρτημένος από τους γονείς του, ο Λόρκα πήρε με το ζόρι πτυχίο Νομικής και άρχισε να μελετά το «κάντε χόνδο» (βαθύ τραγούδι), την «περιθωριακή» ως τότε μουσική των τσιγγάνων της Ανδαλουσίας. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το «Ποίημα του κάντε χόνδο». Ολόκληρη η συλλογή είναι αφιερωμένη στις διάφορες ποικιλίες ρυθμών και μέτρων αυτού του λαϊκού τραγουδιού της Ανδαλουσίας. Το 1922 εκδίδεται η συλλογή του «Πρώτα τραγούδια» και το 1924 η συλλογή «Τραγούδια» όπου υπάρχουν πολλά από τα πιο αντιπροσωπευτικά λυρικά του ποιήματα. Αλλά το εκρηκτικό ταλέντο του Λόρκα δεν περιοριζόταν μόνο στην ποίηση. Ήταν επίσης ζωγράφος, σκιτσογράφος και μουσικός. Το 1927 έκανε μια έκθεση των έργων του με μεγάλη επιτυχία, ενώ την ίδια χρονιά είχε και την πρώτη του επιτυχία στο θέατρο με το έμμετρο έργο «Μαριάνα Πινέδα», με πρωταγωνίστρια τη διάσημη Μαργαρίτα Σίργου και σκηνικά του Νταλί. Ήταν όμως το βιβλίο του «Τσιγγάνος τραγουδιστής», που κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο, και έκανε τον Λόρκα διάσημο σε όλον τον ισπανόφωνο κόσμο. Οι 18 ρομάντζες της συλλογής είναι βγαλμένες από τους θρύλους και τις ιστορίες των τσιγγάνων της Ανδαλουσίας. 

Το πέρασμα από τη Ν. Υόρκη

Το 1929 - 1930 ο Λόρκα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη ως σπουδαστής στο πανεπιστήμιο της Columbia. Γαλουχημένος με τις αξίες της αυστηρής ισπανικής παράδοσης της υπαίθρου, παθαίνει σοκ μέσα στους θορύβους και το χάος της μεγαλούπολης, με τα «πλήθη που κατουράνε», «τα πλήθη που ξερνάνε», την «πολιτεία δίχως ύπνο». Τα θέατρα, τα παράνομα μπαρ λόγω της ποτοαπαγόρευσης, το «μαύρο» Μπρονξ, οι Εβραίοι, η Γουλ Στριτ εντυπωσίασαν τον ποιητή. Έτσι, θα γράψει τη συλλογή «Ποιητής στη Νέα Υόρκη», όπου πραγματεύεται τις χαοτικές αντιθέσεις της βιομηχανικής μεγαλούπολης. «…η μαύρη μάσκα θα χορέψει ανάμεσα σε κολόνιες από αίμα και αριθμούς, ανάμεσα στις λαίλαπες του χρυσού και τα βογκητά των ανέργων…/κοιτάτε τη μαύρη μάσκα! Πώς φτύνει δηλητήριο ζούγκλας πάνω στην ημιτελή αγωνία της Νέας Υόρκης!» Από κει πήγε στην Αβάνα και επιστέφει στην Ισπανία αφού έπεσε η δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα και στις εκλογές νίκησαν οι Δημοκρατικοί. 



«Κομμουνιστής, εχθρός της Εκκλησίας και ομοφυλόφιλος»...

Το 1931 μαζί με τον Εδουάρδο Ουγκάρτε, θέλοντας να βοηθήσει στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των Δημοκρατικών, δημιούργησε την «Μπαράκα», ένα κινούμενο πανεπιστημιακό θέατρο και ανέβασε τους Ισπανούς κλασικούς στα πιο απομακρυσμένα χωριά της χώρας. Αντιμετώπιζε συχνά τους τραμπούκους και τα ακροδεξιά έντυπα, που υπογράμμιζαν την ομοφυλοφιλία του. Από τα θεατρικά του έργα, ο «Ματωμένος γάμος» αποδείχθηκε το μεγάλο έργο του Λόρκα, το οποίο ανέβηκε σε όλη τη Λατινική Αμερική. Ακολουθούν η «Γέρμα», η «Θαυμαστή μπαλωματού», «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα». Το 1935 ο ταυρομάχος και φίλος του Λόρκα Ιγνάθιο Σαντσιέθ Μεχίας σκοτώθηκε σε μια ταυρομαχία. Η βαθιά οδύνη εμπνέει στον Λόρκα ένα από τα ωραιότερα και πιο δραματικά σε τόνο ποιήματα που μας άφησε, το «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σαντσιέθ Μεχίας». Εν τω μεταξύ, η πολιτική κατάσταση στην Ισπανία έχει φτάσει στα άκρα. Ο Λόρκα, παρόλο που δεν πήρε ποτέ ενεργό μέρος στην πολιτική, ήταν γνωστό το πάθος του για την ελευθερία, ήταν για τους δεξιούς κομμουνιστής, εχθρός της Εκκλησίας και ομοφυλόφιλος. Λόγοι ικανοί για να τον καταστήσουν ένοχο στα μάτια της τοπικής φασιστικής οργάνωσης των οπαδών του Φράνκο. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος, ο Λόρκα γυρνάει στη Γρανάδα, μέρος που ελέγχουν οι ακροδεξιοί στασιαστές. Κάνει το λάθος να κυκλοφορεί ελεύθερα. Οι φαλαγγίτες αρχίζουν να τον ενοχλούν στο σπίτι του. Ο ποιητής, νιώθοντας πως κινδυνεύει, βρήκε καταφύγιο στο σπίτι ενός φίλου του που ήταν μέλος της τοπικής φασιστικής επιτροπής, πιστεύοντας πως δεν θα υποπτεύονταν αυτή την κρυψώνα. Υπολόγισε λάθος. Παρά τις προσπάθειες του φίλου του, συνελήφθη και εκτελέστηκε λίγες μέρες αργότερα, στις 18 Αυγούστου στο χωριό Βίθναρ.

Ο τραγικός και πρόωρος θάνατός του, αλλά και το σπουδαίο έργο που άφησε πίσω του, έκαναν την ποίηση του πολύ γρήγορα γνωστή. Τα ποιήματά του έγιναν σύμβολο αντίστασης στο φασισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το έργο του έγινε ιδιαίτερα γνωστό και στην Ελλάδα. Μεταφράστηκε από πολλούς και άξιους συγγραφείς (Γκάτσο, Ελύτη), μελοποιήθηκε από τους σημαντικότερους συνθέτες (Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο). Αλλά και οι δεκάδες παραστάσεις των θεατρικών του έργων αποδεικνύουν την αγάπη του ελληνικού κοινού για τον Ισπανό συγγραφέα. Η ποίηση του Λόρκα δεν έπαψε ποτέ να συγκινεί και να διαβάζεται γιατί είναι μια ποίηση αληθινή. Ο Λόρκα δεν έζησε για να γράψει. Έγραψε γιατί έζησε. Το έργο του κυκλοφόρησε ελεύθερα στην πατρίδα του το 1975, αφού πέθανε ο Φράνκο. 

Ναταλία Παπαδοπούλου






Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα - Έντεκα Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα

Μία συλλογή ερωτικών σονέτων που ο Λόρκα ξεκίνησε την συγγραφή τους το 1935, ένα χρόνο σχεδόν πριν την δολοφονία του και αποτελούσαν μέρος ενός σχεδίου που αφορούσε την συγγραφή ενός ποιητικού βιβλίου με εκατό σονέτα. Τελικά αυτό ήταν ένα σχέδιο που ματαίωσε για πάντα ο ισπανικός εμφύλιος και ο θάνατος του ποιητή. Πολλά από αυτά χάθηκαν και όσα γλύτωσαν από την δίνη του πολέμου η οικογένεια Λόρκα προτίμησε να τα "θάψει" για σχεδόν 50 χρόνια και έμειναν ανέκδοτα μέχρι το 1984, οπότε δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα ABC. 'Εκτοτε αποτελούν ένα αναπόσπαστο τμήμα των απάντων του Λόρκα.

Γραμμένα στην εποχή της ωριμότητας του Λόρκα τα Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα είναι σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Πάμπλο Νερούδα «ποιήματα απίστευτής ομορφιάς». Ποτέ άλλοτε στην νεότερη ποίηση ο έρωτας δεν αποδόθηκε με τόσο αιθέριους και ταυτόχρονα τόσο γήινους τόνους και ποτέ άλλοτε δεν έσμιξαν τόσο ταιριαστά το πάθος με την απώλεια, η ευτυχία με το πένθος και η σάρκα με τον ουρανό.




Νύχτα του Άγρυπνου Έρωτα

Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες.
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός, τα δικά μου παράπονα
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα.

Νύχτα κάτω από τους δυο. Κρύσταλλο οδύνης,
έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα.
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες
πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο.

Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι,
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο σιντριβάνι
του αίματος τ αστείρευτου που χύνεται.

Κι ο ήλιος μπήκε απ το κλειστό μπαλκόνι
και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του
πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη.
 



Βγαίνει το φεγγάρι
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται,
κι εμφανίζονται τ' απρόσβατα
τα μονοπάτια.

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη,
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσής του απείρου.

Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ'την πανσέληνο.
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα παγωμένα.

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη

μτφ: Ρήγα Καππάτου






Αποχαιρετισμός
Αν θα πεθάνω
αφήστε το μπαλκόνι μου ανοιχτό.

Το παιδί τρώει πορτοκάλια.
(Το βλέπω απ'το μπαλκόνι μου.)

Ο θεριστής θερίζει τα στάχυα.
(Τον βλέπω απ' το μπαλκόνι μου.)

Αν θα πεθάνω
αφήστε το μπαλκόνι μου ανοιχτό!

μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης





Το μουγκό παιδί
Το παιδί ζητάει τη φωνή του.
(Την έχει ο βασιλιάς των γρύλων.)
Σε μια σταγόνα του νερού
το παιδί ζητάει τη φωνή του.

Δεν τη θέλω για να κουβεντιάσω
Δαχτυλιδάκι θα την κάνω
που η σιωπή μου θα το βάλει
στο πιο μικρό της δάχτυλο.

Σε μια σταγόνα του νερού
Το παιδί ζητάει τη φωνή του

(Μακρυά η φωνή φυλακισμένη
το ρούχο φόρεσε ενός γρύλου.)

μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης





Γη
Προχωρούμε
πάνω σ'έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ'ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ' αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε
τα μάτια
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.

μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης




Γκασέλα του απελπισμένου έρωτα
Η νύχτα αρνιέται να'ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.

Όμως εγώ θα πάω
κι ας τρώει το μηνύγγι μου ένας ήλιος από σκορπιούς.

Όμως κι εσύ θα'ρθεις με τη γλώσσα σου καμένη από την αλμυρή βροχή.

Η μέρα αρνιέται να'ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.

Όμως εγώ θα πάω
παρατώντας στα βατράχια το τσακισμένο μου γαρύφαλλο.

Όμως κι εσύ θα'ρθεις
ανάμεσα από τα θολά του σκοταδιού λαγούμια.

Η νύχτα κι η μέρα δε θέλουν να'ρθουν
για να πεθάνω εγώ για σένα
κι εσύ να πεθάνεις για μένα.

μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης





Κασίντα του ρόδου

Το ρόδο

δεν ζητούσε την αυγή

σχεδόν αιώνιο στο κλωνί του,

κάτι άλλο ζητούσε.


Το ρόδο

μήτε γνώση μήτε ίσκιο ζητούσε

όριο σάρκας και ονείρου,

κάτι άλλο ζητούσε.


Το ρόδο

δεν ζητούσε το ρόδο.

Ασάλευτο στον ουρανό

κάτι άλλο ζητούσε.

μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης







Αστερωμένη ώρα

Η στρογγυλεμένη της νύχτας σιγαλιά

μια τελεία στη μουσική

του απείρου.


Βγαίνω ολόγυμνος στο δρόμο

μεθυσμένος από στίχους

χαμένους.

Το σκοτάδι, διάτρητο

από τραγούδια γρύλων,

έχει εκείνη τη μοιραία νεκρή

φωτιά

του ήχου.

Αυτό το μουσικό φως

που ξεχωρίζει

ο νους.


Οι σκελετοί από χίλιες πεταλούδες

κοιμούνται στον περίβολό μου.


Νιάτα από τρελές αύρες περνούνε

πάνω στο ποτάμι.


μτφ: Κ. Πολίτης