Μάνος Λοίζος


"Ο Μάνος ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου".
Μίκης Θεοδωράκης

Ποτέ μια τελευταία νότα στη κιθάρα δεν ακούστηκε σαν τη πιο άδικη σιωπή, όσο εκείνη που περίκλειε στους μουσικούς της δρόμους το αντίο του Μάνου Λοΐζου... Η χαρισματική του παρουσία που έδωσε απλόχερα τις πιο αισθαντικές μελωδίες στον ελληνικό μουσικό μας πλανήτη σεργιανάει ακόμα στις μνήμες μας, σαν να μη πέρασε ούτε μια μέρα απ' τον "ακριβό" αποχαιρετισμό του ένα γκρίζο φθινοπωρινό μεσημέρι πριν είκοσι δύο χρόνια. Μια τυχοδιωκτική φιγούρα, ένα ανήσυχο πνεύμα και μια ευαίσθητη ψυχή που πέρασε βιαστικά απ' το μονοπάτι της ζωής, διανύοντας όμως μια διαδρομή με νωχελικούς βηματισμούς που μετράει πολύτιμες στιγμές και σίγουρα τις πιο σημαντικές αφορμές για να αναφερθούμε με νοσταλγία στο ταξίδι του μέσα στο χρόνο...
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στην Αλεξάνδρεια. Μοναχογιός και μοναχοπαίδι, από πατέρα Κύπριο και μητέρα Ροδίτισσα, έζησε τα παιδικά του χρόνια στον τόπο γέννησής του και τελειώνοντας το δημοτικό, συνέχισε τη μόρφωσή του στο "Αβερώφειο" γυμνάσιο, ονομαστό σχολείο της τότε εποχής. Η μουσική του κέντρισε τη περιέργεια στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, όταν σε ηλικία δεκαεσσάρων χρονών ο πατέρας του αγόρασε ένα βιολί και έπειτα από μεγάλη προτροπή, ο μικρός Μάνος τον έπεισε για να παρακολουθήσει τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Παρόλα αυτά, δεν άργησε να παρατήσει τις συγκεκριμένες σπουδές λίγο καιρό μετά και να βρει διέξοδο στην ελευθερία της δημιουργίας που του άφηναν οι χορδές μιας κιθάρας, ένα μουσικό όργανο που έμελλε να αποτυπώσει ξεκάθαρα τις σπουδαιότερες στιγμές της ζωής του και να του δώσει τα περιθώρια να αυτοσχεδιάσει και να ξεφύγει απ' τα στενά όρια που του "επιδείκνυαν" οι παρατηρήσεις του δασκάλου του. Το 1954 ο έφηβος πια Λοΐζος ξεκίνησε να παίζει τις πρώτες του μελωδίες στο πιάνο. Ήταν ένα δώρο που δέχθηκε απ' τον πατέρα του λίγο πριν αποφοιτήσει απ' το σχολείο, κοντά στη χρονική περίοδο που η ενσωμάτωσή του σε μια μικρή κομπανία και οι εμφανίσεις τους στα μαθητικά πάρτυ και στις φιλικές εκδηλώσεις αποτελούσαν το πιο γλυκό μικρόκοσμό του...
Το 1955 ο Μάνος Λοΐζος έφτασε στην Αθήνα και, σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, γράφτηκε στη Φαρμακευτική Σχολή. Σίγουρα στα μάτια πολλών θα φάνταζε ως μια παρορμητική απόφαση που δεν είχε ωριμάσει ακόμα ως σκέψη στο μυαλό του, αφού στις αρχές του επόμενου χρόνου την άφησε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και προτίμησε να κατευθυνθεί προς μια καλύτερη πορεία στην Ανώτατη Εμπορική... Όμως το ένστικτό του σταμάτησε να τον "ξεγελά" πια και η απόλυτη αφοσίωσή του στη μουσική, εξαιτίας της απόφασης του φίλου και συγκατοίκου του Φώτη Κωνσταντινίδη να νοικιάσουν ένα πιάνο, τον έφερε "αντιμέτωπο" με τις πρώτες του συνθέσεις στο πεντάγραμμο, με το μεθυστικό άρωμα που "ευωδιάζουν" οι δημιουργίες του Μάνου Χατζιδάκι και με τις διαφορετικές εικόνες που σε παρασέρνουν στα καλντερίμια της η ρεμπέτικη μας παράδοση...
Το 1960 η σχολή της Ανώτατης Εμπορικής αποτελεί πια παρελθόν στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, κάτι που σήμανε τη διακοπή του μηνιαίου φοιτητικού συνναλάγματος των 150 λιρών από το πατέρα του. Το γεγονός ότι η επιδείνωση της φτώχειας του θα δυσχέραινε ακόμα πιο πολύ την, ήδη υπάρχουσα, τραγική οικονομική του κατάσταση δεν τον "λύγισε" τόσο, όσο θα συνέβαινε με κάποιον άλλο χαρακτήρα. Ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με υπομονή και η συμπεριφορά του αυτή ίσως είχε τη δική της εξήγηση στο πνεύμα της "φιλοσοφίας" που κληροδότησε απ' την Ανατολή, εκεί που τα πράγματα κινούνταν πάντα σε ήπιους τόνους, με πιο βραδείς ρυθμούς... Στην Αθήνα αναγκάστηκε να εργαστεί ως γκαρσόνι για να τα βγάλει πέρα και έπειτα ως γραφίστας για να εξασφαλίσει τη καθημερινή του σίτιση, αφού μεταξύ 1961-1962 παρακολούθησε ένα κύκλο μαθημάτων στη σχολή "Βακαλό". Μια πολύ δύσκολη περίοδος στη ζωή του και ένα τούνελ σκοτεινό με δύσβατα περάσματα που στο τέλος του έκρυβε ένα μικρό ήλιο και τη φωτεινή πλευρά που σηματοδοτούσε μια καινούργια αρχή...
Εκείνο το καιρό, του προσέλκυσε το ενδιαφέρον του το "Τραγούδι του δρόμου" του Λόρκα σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου, το οποίο ανακάλυψε στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" και σκέφτηκε να το μελοποιήσει. Ο Μίμης Πλέσσας, που διέκρινε κάτι ξεχωριστό στη μουσική φυσιογνωμία του Μάνου Λοΐζου και μεσολάβησε στη δισκογραφική εταιρεία "Φιντέλιτυ" για τη κυκλοφορία ενός μικρού δίσκου με τη πρώτη του συνθετική προσπάθεια, ήρθε σε επαφή μαζί του μέσω της Διδώς Πετροπούλου - Διαμαντοπούλου, που εργαζόταν τότε στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Ο Μάνος είχε την ευτυχή συγκυρία να την γνωρίζει αρκετά χρόνια νωρίτερα, αφού υπήρξε η πρώην σύζυγος του καθηγητή του στο μάθημα των γαλλικών στην Αλεξάνδρεια... Χωρίς αμφιβολία, το πιο ευνοϊκό παιχνίδι που μπορούσε να του "φυλάξει" η μοίρα τη συγκεκριμένη εποχή! Λίγο μετά την είσοδο του 1962, το πρώτο 45άρι του Μάνου Λοΐζου "εισβάλλει" στη δισκογραφική αγορά με ερμηνευτή τονΓιώργο Μούτσιο.
Η ίδρυση του "Σύλλογου Φίλων Ελληνικής Μουσικής" (ΣΦΕΜ) τον Απρίλιο του 1962 αποτέλεσε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στο μουσικό του "γίγνεσθαι". Μερικούς μήνες μετά ανέλαβε τη διεύθυνση της χορωδίας του ΣΦΕΜ, ενώ το ίδιο καλοκαίρι "καλοσώρισε" τη πρόταση του Μίκη Θεοδωράκη να συνεργαστούν στην επιθεώρηση "Μαγική πόλη" σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη στο θέατρο "Παρκ", φυσικά με τη συμμετοχή της χορωδίας υπό τη δική του διεύθυνση. Ο σύλλογος κατείχε θερμής υποστήριξης από καλλιτέχνες του χώρου: Ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Φώντας Λάδης, ο Μάνος Ελευθερίου και ο Χρήστος Λεοντής είναι μόνο ορισμένοι απ' αυτούς που πίστεψαν στο όραμα του ΣΦΕΜ και, νεαροί τότε, εμφανίστηκαν πρόθυμοι να γίνουν μέλη του. Η γνωριμία του τελευταίου με τον Λοΐζο πραγματοποιήθηκε μέσω του συλλόγου, "ζυμώθηκε" με τη βοήθεια της κοινής τους αγάπης, της μουσικής και "σφραγίστηκε" με τη πρώτη τους συναυλία στις 11 Μαρτίου 1963 στο "Ακροπόλ", τα έσοδα της οποίας δόθηκαν στο Δ' Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Σημαντικοί αρωγοί ο Μίκης Θεοδωράκης που προλόγισε την εκδήλωση, όπως επίσης και οι ποιητές Μάνος Ελευθερίου, Φώντας Λάδης και Μάρω Λήμνου που συνείσφεραν με το δικό τους τρόπο στην επιτυχία της. Η Μάρω Λήμνου ήταν ένα πρόσωπο που του συμπαραστάθηκε σε μεγάλο βαθμό τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής του στην Ελλάδα. Γενικότερα ήταν μια γυναίκα που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του ρομαντικού μελωδού, αφού το Μάρτιο του 1965 ο κοινός τους βίος ήταν αναπόφευκτο πως θα τους ένωνε με τα ιερά δεσμά του γάμου.
Το επόμενο όνειρο του αγαπημένου δημιουργού "αγκάλιασε" στον ουρανό του τη παρουσία της αείμνηστης Κωστούλας Μητροπούλου. Εκείνη ήταν που του πρόσφερε απλόχερα τους στίχους του "Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία" και του "Στρατιώτη", μια βραδιά που δούλευε παρέα με τον Διονύση Σαββόπουλο και τη Μαρία Φαραντούρη σε μια μπουάτ στο Κολωνάκι, τη "Στοά". Μαζί με τα τραγούδια "Γ' Παγκόσμιος" και "Ακορντεόν" του Γιάννη Νεγρεπόντη, αποτέλεσαν εκείνες τις μοναδικές μουσικές στιγμές που επισημοποίησαν τη κατοπινή αναγνώριση της αξίας του και ώθησαν τις εξελίξεις στη καθολική αποδοχή του μουσικού του προσώπου. Με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου η "Νύχτα, μικρή αρχόντισσα" και "Το φεγγάρι έρημο" περιλαμβάνονται στη κυκλοφορία του δεύτερου μικρού δίσκου του αμέσως μετά, σε στίχους που φέρουν την υπογραφή της συζύγου του. Η Μάρω Λήμνου είχε υπογράψει και τους στίχους της "Πρωτομαγιάς", μια σύνθεση δική του που τραγούδησε η Σούλα Μπιρμπίλη.
Λίγους μήνες μετά, μια αληθινή φιλία "γεννιέται" ανάμεσα στο Λευτέρη Παπαδόπουλο και στο Μάνο Λοΐζο. Μια καταλυτική σχέση και μια σπάνια χημεία στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Δυο άνθρωποι διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών, που ενώθηκαν μέσα από τις στιγμές των κοινών τους παραστάσεων και της ικανότητάς τους να τις "εξυγιαίνουν" με το μαγικό ραβδάκι της μουσικής! Σε μια μπουάτ ένα καλοκαιρινό βράδυ του '66 που τραγουδούσε ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Μάνος Λοΐζος έσπευσε να τον χαιρετήσει. Του επισήμανε πως η γνωριμία τους τον γέμιζε με ιδιαίτερη χαρά, καθώς ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν παρέλειψε να του τονίσει πως η σύνθεση του "Καράβια αλήτες" δεν τον είχε αφήσει αδιάφορο, σε ένα τραγούδι που ερμήνευσε ο Γιάννης Πουλόπουλος και "έντυσε" στιχουργικά ο Φώντας Λάδης. Ήταν την εποχή που ο ονειροπόλος μουσικός είχε αποκτήσει τη μονάκριβη κόρη του, Μυρσίνη και παράλληλα είχε ανοίξει τα φτερά του πάνω απ' την αυλαία του θεάτρου, καλύπτοντας με τη δυναμική της μουσικής του "Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα". Την ίδια εποχή, το νήμα της κοινής συνεργασίας τους ξετυλίχθηκε για πρώτη φορά με την επιτυχία "Αυτό το αγόρι με τα μάτια τα μελιά" που ερμήνευσε η Αλέκα Μαβίλη, ενώ η κοινή τους ιστορία συνεχίστηκε με το "Πώς τον αγαπώ" και το "Σαββατόβραδο" από τη φωνή της Ζωής Φυτούση.
Το ξεκίνημα της επόμενης χρονιάς (1967) βρήκε το Μάνο Λοΐζο να ασχολείται με την ολοκλήρωση ενός κύκλου τραγουδιών σε ποίηση Γιάννη Νεγρεπόντη που ονομάστηκαν "Τα νέγρικα" και έθιγαν με καίριο τρόπο τους αγώνες επιβίωσης των νέγρων, τη φτώχεια και την εξαθλίωση κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Αυτά τα τραγούδια κρίθηκαν για πρώτη φορά απ' το κοινό σε μια συναυλία κατά τη διάρκεια της φοιτητικής εβδομάδας της Ανώτατης Βιομηχανικής, με τις συμμετοχές της Μαρίας Φαραντούρη και του Γιώργου Ζωγράφου, το Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου. Στις 19 Απριλίου 1967 η συναυλία που οργανώθηκε υπό την αιγίδα της "Πανσπουδαστικής" ήταν γραφτό να μη πραγματοποιηθεί ποτέ, αφού οι πολιτικές ανακατατάξεις της χώρας ανέτρεψαν όλα τα δεδομένα και οι καθημερινές συλλήψεις έφτασαν να είναι η πιο αναμενόμενη πραγματικότητα στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας... Μετά τη σύλληψη του Μίκη Θεοδωράκη στις 21 Αυγούστου, ο Μάνος έσπευσε να βρει ένα καταφύγιο εκτός συνόρων για να μπορέσει να ξεφύγει. Έτσι λοιπόν ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του Φώντα Λάδη στη Ρώμη, που τον φρόντισε πολύ καλά και στις αρχές του Σεπτέμβρη έφυγε από την Ιταλία με προορισμό την Αγγλία, όπου παρέμεινε στο Λονδίνο για τους επόμενους έξι μήνες.
Στο ξεκίνημα του 1968 ο Μάνος Λοΐζος επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα. Φαινομενικά τυχαίος ή όχι ο τίτλος του δίσκου, "Ο σταθμός" σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου που βγήκε στην αγορά το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, συμπεριλήφθηκε τελικά στη λίστα των σπουδαιότερων σταθμών της προσωπικής δισκογραφίας του. Ο Γιάννης Καλατζήςξεχώρισε ιδιαίτερα με το"Δελφίνι, δελφινάκι" και το "Παλιό ρολόι" - τραγούδια που ακούγονται απ' τους ανθρώπους αυτής της γενιάς πολύ νοσταλγικά έως και σήμερα - ενώ το γνωστό χασάπικο "Η δουλειά κάνει τους άντρες" έγινε ευρέως γνωστό με τη φωνή του Δημήτρη Ευσταθίου. Τελικά η κυκλοφορία των "Νέγρικων" σημειώθηκε εν έτει 1975, μιας και η δικτακτορία είχε επιβάλλει τότε τους δικούς της νόμους και μέσα σ' όλα τα άλλα, την απαγόρευση αυτών των τραγουδιών. Η Μαρία Φαραντούρη και ο Μανώλης Ρασούλης ήταν εκείνοι που πρωτοστάτησαν στις ερμηνείες αυτής της δισκογραφικής δουλειάς.
Λίγο νωρίτερα όμως, το 1970, οι "Θαλασσογραφίες" έφεραν στο προσκήνιο ένα ακόμα ανομολόγητο ταλέντο του εσωστρεφή δημιουργού. Η πρώτη επαφή του Μάνου Λοΐζου με το μικρόφωνο κατεγράφη με το τραγούδι "Σεβάχ ο Θαλασσινός" αν και αρχικά ήταν ένα τόλμημα, μια κίνηση αυθορμητισμού ή μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη του συνθέτη να εκφραστεί μέσα απ' την αλλιώτικη διέξοδο της ερμηνείας, έφτανε η βαθύτερη της αλήθεια για να βρει τη μεγαλύτερη ανταπόκριση απ' το κοινό και να τον ενθαρρύνει θετικά για να συνεχίσει αυτή την ιδιότητα, με την ίδια και απαράμιλλη ευαισθησία... Ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Πάριος, ο Γιάννης Καλατζής και η Μαρίζα Κωχ ερμήνευσαν τα τραγούδια της δεύτερης δισκογραφικής συνεργασίας του με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, ενώ η "Τζαμάικα", ο "Καφενές" και τα "Δέκα παλικάρια" βρίσκονται σήμερα στις πρώτες θέσεις των διαχρονικότερων κομματιών της ελληνικής μουσικής σκηνής.
Αδιαμφισβήτητα επρόκειτο για μια μουσική φυσιογνωμία με πηγαίο ταλέντο, που απέδειξε ότι μπορούσε να περάσει με μεγάλη ευελιξία απ' την αρχή εώς το τέλος της αόρατης κλωστής, που ενώνει αδιόρατα τους τόνους μιας μελαγχολικής μπαλάντας με τη περηφάνια και το πόνο ενός βαρύ ζεϊμπέκικου. Το 1971 ο Μάνος Λοΐζος ανέλαβε τη μουσική της κινηματογραφικής ταινίας του Αλέξη Δαμιανού "Ευδοκία", η οποία του έδωσε την έμπνευση να δημιουργήσει το ομώνυμο ζεϊμπέκικο, το κλασσικό και το ωραιότερο ζεϊμπέκικο όλων των εποχών! Μια ιστορία αναφέρει πως ο Μάνος παρακαλούσε το Λευτέρη Παπαδόπουλο να του γράψει στίχους, αλλά ο επιστήθιος φίλος του δεν συμφώνησε με την ιδέα του και παρόλο που είχε σκεφτεί κάποια λόγια δεν του τα έδωσε ποτέ, γιατί πίστευε ακράδαντα πως ένα τέτοιο κομμάτι έπρεπε να παραμείνει ατόφιο...
Έπειτα από λίγο καιρό η ταινία του Ορέστη Λάσκου "Διακοπές στη Κύπρο", της οποίας ήταν υπεύθυνος για τη μουσική της επιμέλεια, οδήγησε το Μάνο στο νησί της Αφροδίτης. Εκεί έμελλε να γνωρίσει το δεύτερο μεγάλο έρωτα της ζωής του και τη κατοπινή σύζυγό του, Δώρα Σιτζάνη, την οποία παντρεύτηκε το 1978. Μετά τη περίοδο της μεταπολίτευσης κυκλοφόρησαν "Τα τραγούδια μας", με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα. Σε στίχους του Φώντα Λάδη, ο δίσκος ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 100.000 αντίτυπα και πέτυχε το στόχο του να μιλήσει στις καρδιές των ακροατών, περιγράφοντας χωρίς ενδοιασμούς τις απεργίες και τους αγώνες της εργατικής τάξης. Με έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης, ο αισθαντικός μελωδός αγωνίστηκε με περίσσεια δύναμη για τα δικαιώματα των συναδέλφων του. Η ίδρυση του συνδικαλιστικού σωματείου της Ε.Μ.Σ.Ε από το Μάνο Λοΐζο, το Λευτέρη Παπαδόπουλο, το Πυθαγόρα, το Κώστα Βίρβο, το Γιώργο Κατσαρό, το Χρήστο Λεοντή και το Μίμη Πλέσσα, πραγματώθηκε σε μια εποχή που η πειρατεία στο χώρο της ελληνικής δισκογραφίας είχε φτάσει σχεδόν σε αναξέλεγκτο σημείο. Ο Μάνος Λοΐζος πάλεψε με σθένος για τα προβλήματα του κλάδου του και όταν έξι χρόνια αργότερα (1978) ανέλαβε τη προεδρεία του συλλόγου για να υπερασπίσει τους δημιουργούς και να τους απαλλάξει από την μεσολάβηση της ΑΕΠΙ, που γνωμοδοτούσε συνεχώς και κατείχε ένα - διόλου ευκαταφρόνητο - ποσοστό απ' τα κέρδη, ήταν σίγουρο πως οι έγνοιες θα του έκλεβαν μεγάλο μέρος του προσωπικού του χρόνου και η υγεία του θα "χτυπούσε" το πρώτο καμπανάκι του κινδύνου, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να δώσει την απαιτούμενη σημασία... Το 1972 παραδόθηκε στη κρίση του κόσμου και η τρίτη δισκογραφική του συνεργασία με το Λευτέρη Παπαδόπουλο "Να 'χαμε, τι να 'χαμε" και αυτόματα γνώρισαν τη πλατιά αναγνώριση τα "Ήλιε μου σε παρακαλώ", "Λιόντας", "Παποράκι", "Πιάσε το ζουρνά" και "Ελισσώ". Πριν περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, η πρώτη απόπειρα του Μάνου στο στίχο γίνεται με τον "Τσε" και τη "Πρώτη Μαΐου".
Η άνοιξη του 1973 ετοίμασε πρόσφορο έδαφος στη συνεργασία του ασυμβίβαστου μουσικού με τον ποιητήΔημήτρη Χριστοδούλου. Η δισκογραφική τους ένωση "άνθισε" το Πάσχα του επόμενου χρόνου και ανυψώθηκε χάρη στις ηλιόλουστες στιγμές του έργου τους "Καλημέρα ήλιε", με τις λαμπρές ερμηνείες των τότε πρωτοεμφανιζόμενων Κώστα Σμοκοβίτη, Αλέκας Αλιμπέρτη και Χαρούλας Αλεξίου. Ωστόσο το ομώνυμο τραγούδι που απ' τη πρώτη στιγμή δεν πέρασε απαρητήρητο, σφραγίστηκε από τη στιχουργική έμπνευση του Μάνου Λοΐζου και παρέδωσε τη σκυτάλη της επιτυχίας στo "Μια καλημέρα", "Με φάρο το φεγγάρι", "Θα έρθει μόνο μια στιγμή", "Δώδεκα παιδιά", και "Όταν σε είδα να ξυπνάς". Η κυκλοφορία του επόμενου δίσκου "Τα τραγούδια του δρόμου" πιστοποίησαν μια σπάνια μουσική μορφή που ύμνησε με άριστο τρόπο τη φράση πως "τίποτα δεν είναι τυχαίο σ' αυτή τη ζωή"... Η άσβεστη φλόγα της ερμηνείας που σιγόκαιγε ανέκαθεν μέσα του, πρόσφερε τα πιο ιδιαίτερα ακούσματα στα τραγούδια του "Δρόμου", του "Ακορντεόν" και του "Μη με ρωτάς" και διεύρυνε το μέγεθος της καλλιτεχνικής του αξίας που, σε συνοχή με τις ερμηνευτικές κορυφώσεις του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο "Στρατιώτη" και στο "Γ' Παγκόσμιο", αποτέλεσαν την ανατρεπτικότερη μουσική κιβωτό στη παλίρροια της σκέψης και των πολλαπλών βιωμάτων του.
Σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα, "Τα τραγούδια της Χαρούλας" τον Ιούνιο του 1979 περιέβαλλαν μια συνεργασία που ολοκληρώθηκε έπειτα από πολλές ώρες δουλειάς και έντονων ανθρώπινων στιγμών. Ο Μάνος παίδεψε πολύ τον Μανώλη Ρασούλη για να πετύχει το αποτέλεσμα που ονειρευόταν, χωρίς να αποφύγει να "παιδέψει" τον εαυτό του στις μελωδίες που του χάρισε η έμπνευσή του. Αρκεί να τονίσουμε πως όλα αυτά συνέβησαν σε μια εποχή που τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα δεν βρίσκονταν στην υπηρεσία της μουσικής και εκείνος σκαρφιζόταν διάφορα τεχνάσματα για να "βάψει" τις συνθέσεις του με ηχοχρώματα που δεν θα θύμιζαν ούτε στο παραμικρό τη λίστα των πολιτικών τραγουδιών που είχε παρουσιάσει μέχρι τότε. Ξεχώρισε ο "Φαντάρος", το "Πες μου πως γίνεται", το "Γύφτισα τον εβύζαξε" και το υπέροχο "Τίποτα δεν πάει χαμένο".
Ο χαρισματικός μουσικός είχε καταφέρει ήδη να "πλάσει" και να διαμορφώσει το δικό του ήχο στο ερωτικό λαϊκό τραγούδι... Ένα χρόνο μετά η ερμηνευτική συμβολή της Δήμητρας Γαλάνη, του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, της Δώρας Σιτζάνη και του ίδιου "οχυρώνονται" σε μια δισκογραφική δουλειά με τίτλο "Για μια μέρα ζωής". Ένας συνθέτης που συνέχιζε να ψάχνει για νέες κατευθύνσεις, δοκίμασε το πρώτο του μουσικό πείραμα στον ηλεκτρικό ήχο και τελικά έγραψε ιστορία με τα "Σ' ακολουθώ", "Κι αν είμαι ροκ", "Σε ψάχνω" αλλά και τη "Κουτσή κιθάρα" και το άκρως τρυφερό "Η μέρα εκείνη δεν θ' αργήσει". Ένας δίσκος με - κατά κάποιο τρόπο - προφητικό τίτλο αφού έμελλε να είναι το "κύκνειο άσμα" του... Ο Μάνος έπασχε από νεφρική ανεπάρκεια και προβλήματα πίεσης, γι' αυτό και οι συναυλίες που ακολούθησαν στις μεγαλύτερες πόλεις του εξωτερικού τον Μάιο του 1981 κλόνισαν τον, ήδη επιβαρυμένο, οργανισμό του. Οι συναυλίες που αποφάσισε να δώσει ανά την ελληνική επικράτεια με το Θάνο Μικρούτσικο και το Χρήστο Λεοντή τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, ήταν και οι τελευταίες... Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει και τα πρώτα σημάδια φανέρωναν πως ετοιμαζόταν να ταξιδέψει σε άλλη διάσταση. Ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 8 Ιουνίου 1982, κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία του στο Γενικό Κρατικό. Έπειτα από δύο μήνες, η απόφασή του να ταξιδέψει μέχρι τη Μόσχα για περαιτέρω εξετάσεις και γνωματεύσεις από ειδικούς γιατρούς δεν πρόλαβαν να οδηγηθούν στο φως, αφού η μοίρα διάλεξε να έχει διαφορετικά σχέδια για τη ζωή του και το δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο ήρθε χωρίς προειδοποίηση στις 7 Σεπτεμβρίου. Δέκα μέρες μετά, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 άφησε τη τελευταία του πνοή σε ένα κόσμο που θα έχει πάντα ανάγκη τη γνώση, τη σοφία, την ευαισθησία, την ευγένεια που πήγαζε απ' τα βάθη της ψυχής του, τις ακράδαντες ηθικές αξίες και την αισθητική του. Ακριβώς 22 χρόνια μετά το τελευταίο του ταξίδι, ανοίγουμε το ραδιόφωνο και ακούμε τους ίδιους στίχους, λες και ο Μάνος τους εμπνεύστηκε μόλις χθες...



Έλα κράτησέ μεκαι περπάτησέ μεμες στο μαγικό σου το βυθόπάρε με μαζί σουστο βαθύ φιλί σουμη μ' αφήνεις μόνο, θα χαθώ...
Σ' ακολουθώ...


ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
1968. "Ο σταθμός" (Minos). Ερμηνεύουν οι: Γιάννης Καλατζής, Λίτσα Διαμάντη, Δημήτρης Ευσταθίου και Γιώργος Νταλάρας. Επίσης περιέχονται και πέντε ορχηστρικά κομμάτια. Οι στίχοι ανήκουν στο Λευτέρη Παπαδόπουλο.
1970. "Θαλασσογραφίες" (Minos). Ερμηνεύουν οι: Γιάννης Καλατζής, Γιώργος Νταλάρας, Μαρίζα Κωχ, Γιάννης Πάριος και ο ίδιος ο συνθέτης. Οι στίχοι ανήκουν στο Λευτέρη Παπαδόπουλο.
1971. "Ευδοκία" (Minos). Η μουσική που συνόδευε την ομώνυμη ταινία του Αλέξη Δαμιανού. Ο Μάνος Λοΐζος συμμετέχει απαγγέλλοντας στην "Ανάμνηση".
1971. "Ο μέτοικος" (Minos). Ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας. Οι στίχοι ανήκουν στο Λευτέρη Παπαδόπουλο.
1972. "Νάχαμε, τι νάχαμε" (Minos). Ερμηνεύουν οι: Γιώργος Νταλάρας και Γιάννης Καλατζής. Οι στίχοι ανήκουν στο Λευτέρη Παπαδόπουλο.

1974. "Καλημέρα ήλιε" (Minos). Ερμηνεύουν οι: Κώστας Μοσκοβίτης, Χάρις Αλεξίου, Αλέκος Αλιμπέρτης και ο ίδιος ο συνθέτης. Οι στίχοι ανήκουν στο Δημήτρη Χριστοδούλου και στο Μάνο Λοΐζο.

1974. "Τα τραγούδια του δρόμου" (Minos). Ερμηνεύουν οι: Αλέκα Αλιμπέρτη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Χορωδία Γιώργου Κακίτση και ο ίδιος ο συνθέτης. Οι στίχοι ανήκουν στο Γιάννη Νεγρεπόντη, στο Δημήτρη Χριστοδούλου, στο Νίκο Γκάτσο και στο Μάνο Λοΐζο.

1974. "Η ατίθαση" (Minos). Ερμηνεύει η Ελένη Ροδά. Οι στίχοι ανήκουν στο Λευτέρη Παπαδόπουλο.

1975. "Τα νέγρικα" (Minos). Ερμηνεύει η Μαρία Φαραντούρη και συμμετέχει ο Μανώλης Ρασούλης. Οι στίχοι ανήκουν στο Γιάννη Νεγρεπόντη.

1976. "Τα τραγούδια μας" (Minos). Ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας. Οι στίχοι ανήκουν στο Φώντα Λάδη. Ο δίσκος έγινε πλατινένιος.
1979. "Πρώτες εκτελέσεις" (Minos). Ερμηνεύουν οι: Γιώργος Νταλάρας, Γιάννης Καλαντζής, Χάρις Αλεξίου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μαρία Φαραντούρη, Δημήτρης Ευσταθίου, Αλέκα Αλιμπέρτη, Κώστας Μοσκοβίτης και ο ίδιος ο συνθέτης.
1979. "Τα τραγούδια της Χαρούλας" (Minos). Ερμηνεύει η Χάρις Αλεξίου και συμμετέχει ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Οι στίχοι ανήκουν στο Μανώλη Ρασούλη και στο Πυθαγόρα. Ο δίσκος έγινε πλατινένιος.
1980. "Για μια μέρα ζωής" (Minos). Ερμηνεύουν οι: Δήμητρα Γαλάνη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Δώρα Σιτζάνη και ο ίδος ο συνθέτης. Οι στίχοι ανήκουν στο Λευτέρη Παπαδόπουλο, στο Μανώλη Ρασούλη, στη Δώρα Σιτζάνη, στο Φώντα Λάδη, στο Τάσο Λειβαδίτη και στο Μάνο Λοΐζο.
1981. "Τα τραγούδια της χτεσινής μέρας" (Minos). Ερμηνεύουν τραγούδια σε δεύτερη εκτέλεση οι: Χάρις Αλεξίου και Δήμητρα Γαλάνη. Ο δίσκος έγινε πλατινένιος.
1982. "Φοβάμαι" (Minos). Ερμηνεύει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Οι στίχοι του "Σ' ακολουθώ" και "Πρώτη Μαΐου ανήκουν στο Μάνο Λοΐζο. Οι στίχοι του "Χαράματα Ομόνοια" ανήκουν στο Μανώλη Ρασούλη. Ο δίσκος έγινε χρυσός.
1983. "Γράμματα στην αγαπημένη" (Minos). Ερμηνεύει ο ίδιος ο συνθέτης με μια κιθάρα. Η ποίηση ανήκει στο Ναζίμ Χικμέτ και την ελληνική απόδοση επιμελήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος.
1984. "Μεγάλες στιγμές" (Minos). Ερμηνεύει η Μαρινέλλα. Περιέχεται το "Παλιό ρολόι" σε μουσική του Μάνου Λοΐζου και στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου σε δεύτερη εκτέλεση.
1984. "Τα μεγάλα τραγούδια" (Minos). Ερμηνεύει ο Σταμάτης Κόκκοτας. Περιέχεται το "Δεν θα ξαναγαπήσω" σε μουσική του Μάνου Λοΐζου και στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου σε δεύτερη εκτέλεση.
1985. "Ο δρόμος του Μάνου 1962 - 1982" (Minos). Ερμηνεύουν οι: Αλέκα Αλιμπέρτη, Νίκος Αντωνιάδης, Μπάμπης Αντωνίου, Δήμητρα Γαλάνη, Λίτσα Διαμάντη, Δημήτρης Ευσταθίου, Γιάννης Καλατζής, Αλέκα Μαβίλη, Μάνος Παπαδάκης, Γιάννης Πουλόπουλος, Ελένη Ροδά και Ζωή Φυτούση.
1985. "Μάνος Λοΐζος: Αφιέρωμα / Ολυμπιακό Στάδιο" (Minos). Η ηχογράφηση της συναυλίας με τραγούδια του Μάνου Λοΐζου το Σεπτέμβριο του 1985 στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ερμηνεύουν οι: Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Γιάννης Καλατζής και Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
1985. "Χάνομαι γιατί ρεμβάζω" (Minos). Ερμηνεύει η Δήμητρα Γαλάνη και συμμετέχει συνοδέυοντάς την το συγκρότημα "Χάνομαι γιατί ρεμβάζω". Οι στίχοι του "Καρτ - Ποστάλ" ανήκουν στον Άκο Δασκαλόπουλο.
1988. "Μάνος Λοΐζος 1" (Minos). Κασετίνα που περιέχει τους δίσκους "Ο σταθμός", "Θαλασσογραφίες", "Νάχαμε, τι νάχαμε", "Καλημέρα ήλιε", "Τα νέγρικα", "Τα τραγούδια του δρόμου" και "Τα τραγούδια μας".
1988. "Μάνος Λοΐζος 2" (Minos). Κασετίνα που περιέχει τους δίσκους "Ευδοκία", "Τα τραγούδια της Χαρούλας", "Για μια μέρα ζωής", "Γράμματα στην αγαπημένη", "Ο δρόμος του Μάνου 1962 - 1982" και "Μάνος Λοΐζος: Αφιέρωμα".
1989. "Μνήμες" (FM).Ο δίσκος περιέχει ορχηστρικές διασκευές των σημαντικότερων τραγουδιών του συνθέτη.
1991. "Η Αλίκη δικτάτωρ" (Lyra). Η μουσική που συνόδευε την ομώνυμη ταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη. Ο δίσκος περιέχει πέντε τραγούδια σε μουσική του Μάνου Λοΐζου και στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ερμηνεύουν οι: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Λαυρέντης Διανέλλος και Ευαγγελία Σαμιωτάκη.
1992. "Οι μπαλάντες του Μάνου" (Minos). Ερμηνεύει ο ίδιος ο συνθέτης. Οι στίχοι ανήκουν στο Λευτέρη Παπαδόπουλο, στο Γιάννη Νεγρεπόντη, στο Νίκο Γκάτσο, στον Άκο Δασκαλόπουλο, στο Ναζίμ Χικμέτ, στη Κωστούλα Μητροπούλου και στο Μάνο Λοΐζο.
1993. "Roots of Greek music: Manos Loizos" (Μύθος). Ο δίσκος περιέχει ορχηστρικές διασκευές των σημαντικότερων τραγουδιών του συνθέτη.
1993. "Αλίκη μου, Δημήτρη μου" (EMI). Τα τραγούδια που συνόδευαν τις κινηματογραφικές επιτυχίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ο δίσκος περιέχει πέντε τραγούδια ("Όταν κλαίει ένας άντρας", "Τζαμάικα", "Του βαρκάρη ο γιος", "Ρίξε δώδεκα μαχαίρια", "Ανέβα στο χαγιάτι μου") σε μουσική του Μάνου Λοΐζου και στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
1995. "Κάτω από ένα κουνουπίδι" (Μεσόγειος). Παιδικά τραγούδια. Ερμηνεύουν οι: Λουκιανός Κηλαηδόνης, Αφροδίτη Μάνου, Κώστας Θωμαΐδης, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Τάνια Τσανακλίδου, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και Ελένη Τσαλιγοπούλου. Οι στίχοι ανήκουν στο Γιάννη Νεγρεπόντη. Το "Μεθυσμένο παπί" και το "Κάτω από ένα κουνουπίδι" δεν ηχογραφήθηκαν στο studio. Προτιμήθηκαν οι πρώτες μαγνητοφωνήσεις του συνθέτη με το κασσετόφωνό του.