Αγαπητέ Θεέ (τελευταίο γράμμα)


Αγαπητέ Θεέ,
Εκατόν δέκα. Πολύ δεν είναι; Νομίζω πως αρχίζω να πεθαίνω.
Όσκαρ.

Αγαπητέ Θεέ,
 
Το αγοράκι πέθανε.

Θα συνεχίσω να είμαι μια ροζ κυρία, αλλά δε θα ξαναείμαι ποτέ θεία Ροζ. Θεία Ροζ ήμουν μόνο για τον Όσκαρ.
Ξεψύχησε σήμερα το πρωί, τη μισή ώρα που οι γονείς του κι εγώ είχαμε πάει για να πιούμε έναν καφέ. Το ’κανε όταν λείπαμε. Νομίζω ότι περίμενε τη συγκεκριμένη στιγμή για να μας απαλλάξει. Σαν να ’θελε να μάς προστατέψει από το να τον δούμε, να φεύγει. Βλέπεις, τελικά εκείνος πρόσεχε εμάς.
Η καρδιά μου είναι βαριά, σφιγμένη. Ο Όσκαρ μένει στην καρδιά μου και δεν μπορώ να τον διώξω. Πρέπει να κρατηθώ και να μην κλάψω ως το βράδυ, γιατί ο πόνος μου δε συγκρίνεται με τον αξεπέραστο των γονιών του.
Σ’ ευχαριστώ που μού γνώρισες τον Όσκαρ. Χάρη στον Όσκαρ έλεγα αστεία, έφτιαχνα ιστορίες, γινόμουν ακόμα και παλαίστρια. Χάρη στον Όσκαρ γέλασα και γνώρισα τη χαρά. Με βοήθησε να πιστέψω σε σένα. Είμαι γεμάτη αγάπη, φλέγομαι από αγάπη, μου ’δωσε τόσο πολλή, που θα έχω για όλη μου τη ζωή.
Τα ξαναλέμε σύντομα,
Θεία Ροζ.
Υ. Γ. Τις τρεις τελευταίες μέρες, ο Όσκαρ είχε βάλει μια καρτέλα πάνω στο κομοδίνο του. Νομίζω ότι σε αφορά. Είχε γράψει: «Μονάχα ο Θεός έχει το δικαίωμα να με ξυπνήσει».
Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ